Ένας μεγάλος (125 χρόνια από το θάνατο του Αλέξ. Πούσκιν)

*

του ΓΙΩΡΓΗ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ

Ἐπιλογὴ καὶ ἐπιμέλεια: Ἀγγελικὴ Καραθανάση

Ὁ Ποῦσκιν ἀνήκει σ’ ἐκείνους τοὺς μεγαλοφυεῖς δημιουργούς, σ’ ἐκεῖνες τὶς μεγάλες ἱστορικὲς φύσεις πού, ἐνῶ ἐργάζονται γιὰ τὸ παρόν, προετοιμάζουν τὸ μέλλον καὶ ποὺ γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦν ν’ ἀνήκουν μονάχα στὸ παρελθόν.
Β. Γ. ΜΠΕΛΙΝΣΚΗ [1]

Κάποια χειμωνιάτικη μέρα τοῦ 1837, μιὰ σφαῖρα χτυποῦσε τὸν Ἀλεξὰντρ Σεργκέγιεβιτς Ποῦσκιν, κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς μονομαχίας. Ὁ ποιητὴς ἔπεφτε πάνω στὸ χιόνι θανάσιμα πληγωμένος. Εἶχε ἀκόμη τὴ δύναμη καὶ τὸ κουράγιο νὰ πυροβολήσει καὶ νὰ τραυματίσει στὸ χέρι τὸν ἀντίπαλό του, τὸ βαρῶνο Ζὼρζ Νταντές, νόθο γιὸ τοῦ πρεσβευτῆ τῆς Ὁλλανδίας, ὅμως ὁ ἴδιος δὲν ἔμελλε νὰ ζήσει περισσότερο ἀπὸ δυὸ μέρες.

Ἀκολούθησε τὴ μοίρα τῶν μεγάλων ρωμαντικῶν τῆς ἐποχῆς του, ποὺ πέθαναν ὅλοι τους νέοι, τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἀπὸ βίαιο θάνατο. Ὁ Ποῦσκιν βρίσκουνταν τότε στὸν τριακοστὸν ὄγδοο χρόνο τῆς ζωῆς του.

Ὁ θάνατός του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ἐχθρότητας μιᾶς ὁλόκληρης τάξης πρὸς τὸ πρόσωπό του –τῆς ἀνώτερης ρωσικῆς τάξης ἐκείνου τοῦ καιροῦ. Ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς ἀνῆκε, βέβαια, σ’ αὐτήν. Ὅμως πάντα του ἔνιωθε τὸν ἑαυτό του διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς κούφιους ἀργόσχολους εὐγενεῖς, καὶ δὲ δίσταζε νὰ τὸ λέει καὶ νὰ τὸ γράφει. Ἡ κοσμικὴ ἀριστοκρατία τῆς Πετρούπολης εἶχε δοκιμάσει, ὄχι μιὰ φορά, τὶς σαΐτες τῆς τσουχτερῆς εἰρωνείας του. Γιὰ τοῦτο καὶ πάντα πίσω ἀπὸ τὰ χαμόγελα καὶ τὰ εὐγενικά της λόγια ὑπῆρχε μιὰ δυνατὴ ἀπέχθεια γι’ αὐτὸν τὸν «ἀποστάτη» τῆς τάξης του.

Ὅταν ὁ Ἀλεξὰντρ Σεργκέγιεβιτς παντρεύτηκε τὴ Νατάλια Γκοντσάροβα τὸ 1831, ὕστερ’ ἀπὸ τρίχρονο ἐρωτικὸ πάθος, τὸ κουτσομπολιὸ πῆρε κι ἔδωσε. Ἡ ἐγγονὴ τοῦ μοσχοβίτη ἐργοστασιάρχη παραῆταν ὄμορφη καὶ φιλάρεσκη κι ἐπιπόλαιη. Πρὶν ἀπὸ τὸ γάμο της εἶχε ζήσει ἀνέμελα, ἀστέρι τῆς κοσμικῆς ζωῆς, τριγυρισμένη ἀδιάκοπα ἀπὸ ἕνα πλατὺ κύκλο θαυμαστῶν. Κι ὕστερ’ ἀπὸ τὴν ἕνωσή της μὲ τὸν ποιητὴ δὲν ἔνιωθε καμιὰ διάθεση ν’ ἀλλάξει αὐτὸ ποὺ τῆς εἶχε γίνει δεύτερη φύση. Συνέχισε τὴν ἴδια ζωή, ποὺ ἔρχουνταν νὰ τήνε διακόψουνε μόνο γιὰ μερικοὺς μῆνες κάθε φορά, οἱ γεννήσεις τῶν τεσσάρων παιδιῶν τους.

Ἡ καλὴ κοινωνία τῆς Πετρούπολης βρῆκε στὸν τρόπο ζωῆς τῆς Νατάλιας τὸ ὅπλο ποὺ θὰ ταπείνωνε καὶ θὰ πλήγωνε τὸν Ποῦσκιν. Ἀρχίσανε νὰ τοῦ στέλνουν ἀνώνυμα γράμματα πληροφορώντας τον πὼς ἡ γυναίκα του τὸν ἀπατᾶ, καὶ περιμένοντας χαιρέκακα νὰ δοῦνε τὶς ἀντιδράσεις του. Τὰ πιὸ πολλὰ γράμματα ἀναφέρανε τ’ ὄνομα τοῦ νεαροῦ Νταντές.
Ἡ ἀντίδραση τοῦ ποιητῆ δὲν ἄργησε νά ’ρθεῖ. Ἦταν ἡ μονομαχία τῆς 27ης τοῦ Γενάρη τοῦ 1837 κι ὁ θάνατός του, στὴν ἀκμὴ τῆς ἡλικίας του καὶ τῆς δημιουργίας του.

Τὸ τέλος τοῦ Ποῦσκιν δὲν ἦταν ἀταίριαστο μὲ τὴν πολυτάραχη ζωή του, τὴ γεμάτη ἔρωτες καὶ ταξίδια, μεθύσια καὶ μονομαχίες, ἐπαναστατικοὺς ἐνθουσιασμοὺς κι ἐξορίες. Ἀπὸ τὴν Πετρούπολη ὣς τὴ Μόσχα κι ἀπὸ τὴν παγωμένη βόρεια Ρωσία ὣς τὶς ἀχτὲς τῆς Μαύρης Θάλασσας ἔσυρε τὴ φλογερή του ψυχὴ ὁ μεγάλος ρωμαντικός. Ἔζησε μὲ τοὺς ἐκλεπτυσμένους εὐγενεῖς τῶν σαλονιῶν, καὶ μὲ τοὺς πρωτόγονους μουζίκους, μὲ τοὺς περήφανους περιπλανώμενους τσιγγάνους καὶ μὲ τοὺς ἰδεολόγους συνωμότες. Στὴν Ὀδησσὸ ἔφτασε ὣς τ’ αὐτιά του ὁ ἀντίλαλος ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸ καὶ τὸν πόνο τῆς ξεσηκωμένης Ἑλλάδας ποὺ ἀγωνίζουνταν ἐκεῖνο τὸν καιρὸ τὸν «ὑπὲρ πάντων» ἀγῶνα, κι ἔκαμε νὰ τιναχτεῖ ἀπὸ τὴν πένα του τὸ ποίημα ποὺ ἀρχίζει μὲ τοὺς στίχους:

Ἐμπρός! Στηλώσου, Ἑλλάδα ἐπαναστάτισσα,
βάστα γερὰ στὸ χέρι τ’ ἄρματά σου… [2]

Ἡ ζωὴ μὲ τὴν ὀμορφιά της καὶ τὴν ἀξία της, ὅπως πρέπει νὰ τὴ ζήσει κανεὶς κι ὅπως ἔχει χρέος νὰ βοηθήσει καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τὴ ζήσουνε, κι ἡ ποίηση ἦταν οἱ δυὸ πόλοι ποὺ γύρω τους περιστρέφουνταν πάντα οἱ σκέψεις, τὰ αἰστήματα κι ἡ δραστηριότητα τοῦ Ποῦσκιν. Τὸ ἀδιάκοπο κυνήγι τῆς πρώτης πλούτισε τὰ τριανταοχτώ του χρόνια μὲ ἐμπειρίες καὶ βιώματα, ἔδωσε ἕνα ὑψηλὸ σκοπὸ στὴν ὕπαρξή του μὰ καὶ τὸν ἔφερε πρόωρα στὸ τέλος. Ἡ καλλιέργεια μὲ ἀληθινὸ πάθος τῆς δεύτερης ἔκαμε νὰ γεννηθοῦνε τὰ λαμπρὰ ποιητικὰ δημιουργήματά του, ἀθάμπωτα κρύσταλλα ὀμορφιᾶς.

Γιὰ τὴ ρωσικὴ λογοτεχνία –ποὺ εἶναι, καθὼς ξέρομε ἀπὸ τὶς σημαντικότερες λογοτεχνίες τοῦ κόσμου, μὲ σημασία πανανθρώπινη– ὁ Ἀλεξὰντρ Ποῦσκιν εἶναι ὁ κορυφαῖος ποιητὴς καὶ μαζὶ ὁ πρόδρομος, αὐτὸς ποὺ ἄνοιξε τὸν καινούργιο διπλὸ δρόμο ποὺ ἀκολουθήσανε καὶ πλάτυναν ἀργότερα οἱ ἄλλοι μεγάλοι πεζογράφοι καὶ ποιητὲς τῆς πατρίδας του: Ρεαλισμὸς στὴ μορφή, ἰδεαλισμὸς στὸ περιεχόμενο.

Παιδί, στὸ ἀρχοντικὸ πατρικό του σπίτι, ἄκουε ἐκστατικὸς τὰ παραμύθια, τοὺς θρύλους καὶ τὰ λαϊκὰ τραγούδια ποὺ τοῦ ’λεγε ἡ χωριάτισσα παραμάνα του. Τούτη ἡ ἀγράμματη γυναίκα ἦταν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ποὺ τὸν ἐπηρέασε λογοτεχνικά. Φύτεψε μέσα του τὴν ἀγάπη στὴ γλῶσσα καὶ στὰ γεμάτα δύναμη κι ἀφέλεια ποιητικὰ ἔργα τοῦ λαοῦ του. Ὁ δεύτερος δάσκαλός του, μερικὰ χρόνια ἀργότερα, ἦταν ὁ Μπάυρον, τὸ εἴδωλο τῶν ρωμαντικῶν τῆς ἐποχῆς του. Κάτω ἀπὸ τὴν ἐπίδρασή του ἔγραψε τὰ πρῶτα σημαντικὰ ἔργα του, ποὺ ἀνάμεσά τους ξεχωρίζουν οἱ Τσιγγάνοι κι ὁ Εὐγένιος Ὀνέγκιν, κι ὅπου οἱ ἥρωές του εἶναι ρωσικὰ ἀδέρφια τοῦ Τσάιλντ Χάρολντ καὶ τοῦ Δὸν Ζουάν: Ψυχὲς περήφανες καὶ μελαγχολικές, ἀπογοητευμένες, ποὺ γυρίζουνε δίχως σκοπὸ τὴν ἀπέραντη στέπα, βαθιὰ συναιστηματικὲς κι ὅμως σκληρὲς σ’ ὅσους τὶς πλησιάζουνε, ἀδιάφορες γιὰ ὁτιδήποτε ἐξὸν ἀπὸ τὸν ἑαυτό τους. Στὰ χρόνια τῆς ἐξορίας στὴ νότια Ρωσία θὰ γνωρίσει ἀπὸ κοντὰ τὸ ρωσικὸ λαὸ καὶ θὰ διαβάσει τὰ παλιὰ χρονικὰ καὶ τὴν ἱστορία τῆς χώρας του. Ἱστορικὸ παρελθὸν καὶ σύγχρονοι ζωντανοὶ ἄνθρωποι θὰ ἀσκήσουνε τὴν τρίτη κατὰ σειρὰ ἐπίδραση πάνω στὸν Ποῦσκιν καὶ θὰ γίνουν ἀφορμὴ νὰ γραφτοῦνε τὰ ὡριμότερα ἔργα του: Τὰ μεγάλα σ’ ἔχταση καὶ μεγαλόπνοα ποιητικὰ δημιουργήματά του: Ὁ περίφημος Μπόρις Γκοντούνωφ, ἡ «τραγωδία μὲ τὴ σαιξπηρικὴ πνοή»,[3] ἡ Πολτάβα, ἡ ρωμαντικὴ ἱστορία τοῦ ἔρωτα καὶ τῆς ἐκδίκησης τοῦ ἄγριου Μαζέπα, ὁ Μπρούντζινος καβαλλάρης, τὸ ἔπος τοῦ Μεγάλου Πέτρου. Μερικὰ ἀπὸ τὰ ὡραιότερα λυρικά του ποιήματα, τέλεια στὴ μορφή, ὅλο συναιστηματικὸ πάθος ἢ γεμάτα δροσιά. Μιὰ σειρὰ μικρὰ δράματα. Τὰ θαυμαστὰ λαϊκὰ παραμύθια του. Καὶ τὰ πεζογραφήματά του, μυθιστορήματα ἢ διηγήματα, ὅπου τὸ ἁπλό, ἀστόλιστο μὰ στέρεο ὕφος μαζὶ μὲ τὸ δυνατὸ ψυχολογικὸ σκιτσάρισμα τῶν προσώπων καὶ τὴν κάποια εἰρωνικὴ διάθεση συνθέτουνε ζωντανοὺς κι ἀξέχαστους πίνακες ἀπὸ τὴ ρωσικὴ ζωὴ τοῦ καιροῦ του.

Γιὰ τοὺς συμπατριῶτες του κριτικοὺς τῆς λογοτεχνίας ὁ Ποῦσκιν ἔρχεται στὴν ἴδια γραμμὴ μὲ τὸν Ντάντε, τὸ Σαίξπηρ καὶ τὸν Γκαῖτε. Ἐμεῖς, ποὺ ἡ ἄγνοια τῆς γλώσσας δὲ μᾶς ἐπιτρέπει νὰ πλησιάσομε ἀπὸ κοντὰ τὸ ἔργο του, νὰ χαροῦμε τὴ «μαγικὴ χάρη τοῦ ρυθμοῦ» τῶν στίχων του, ποὺ δὲν ἔχομε τὴ δυνατότητα νὰ γνωρίσομε τὸ μεγαλύτερο μέρος ἀπὸ τὴν ποιητικὴ καὶ τὴν πεζή του δημιουργία, δὲ μποροῦμε νά ’χομε δική μας γνώμη. [4] Μένουν ὅμως βαθιὰ χαραγμένα στὴ μνήμη μας κάποια ἀπὸ τὰ μικρότερα σ’ ἔκταση ποιήματά του πού ’τυχε νὰ διαβάσομε μεταφρασμένα: [5] Τὸ «Μνημεῖο» [6] μὲ τὴν καυχησιά του, παράφραση ἑνὸς ποιήματος τοῦ Ὁράτιου, ὁ «Ποιητής», τὸ δίπτυχο τοῦτο τοῦ καλλιτέχνη στὴν καθημερινὴ χαμοζωή του καὶ στὴν ἔνθεή του μεταρσίωση, ὁ «Ἀρραβωνιαστικός», [7] μικρὸ ἠθογραφικὸ δρᾶμα, μερικὰ λιγόστιχα ἐρωτικὰ ποιήματα καὶ προπάντων ἐκείνη ἡ μοναχὴ φλόγα, ὁ «Προφήτης». Μᾶς μένουν ἀκόμη ἀξέχαστες κάποιες μορφὲς ἀπὸ τὴν Κόρη τοῦ λοχαγοῦ: Ὁ νεαρὸς ἀνθυπολοχαγός, ὁ ἄπειρος ὅμως τίμιος κι ἡρωικὸς Πιὸτρ Γκρινιώφ, ἡ ἁγνὴ καὶ τρυφερὴ Μαρία Ἰβάνοβνα, ὁ γελοῖος λοχαγὸς Μυρώνωφ ποὺ διοικεῖ τὸ ξυλόχτιστο ὀχυρό του καὶ διευθύνεται ἀπὸ τὴ γυναίκα του, ὁ πιστὸς Σάβελιτς, ὁ τραχύς, ἄγριος μὰ καὶ μεγαλόψυχος ἐπαναστάτης Πουγκάτσωφ —ἢ ἀπὸ τὴ Ντάμα Πίκα: ὁ ἀδίσταχτος ἀριβίστας Ἕρμαν, ἡ γλυκειὰ Λίζα, ἡ ἰδιότροπη κι αὐταρχικὴ γριὰ Ἄννα Φιοντόροβνα. Καθὼς κι ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς ρωσικῆς ἐπαρχίας ὅπου κινοῦνται τὰ πρόσωπα τοῦ πρώτου, κι ἡ ἀπροσδόκητη ἐκδίκηση τῆς μοίρας στὸ τέλος τοῦ δεύτερου.

Ἀπὸ τοῦτα τὰ λίγα μποροῦμε νὰ θαυμάζομε τὸ μεγάλο ποιητὴ καὶ πεζογράφο. Κι ἀπὸ τὴ συνέπεια τῆς ζωῆς του καὶ τὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴ λευτεριὰ καὶ τὴν ἀξιοπρέπεια τοῦ ἀνθρώπου, νὰ θαυμάζομε τὸν ἄνθρωπο.

Ἑκατὸν εἴκοσι πέντε χρόνια [8] ὕστερ’ ἀπὸ τὸ θάνατό του ἡ μνήμη τοῦ Ἀλεξὰντρ Σεργκέγιεβιτς Ποῦσκιν εἶν’ ὁλοζώντανη, ὅπως τό ’χε πεῖ ὁ ἴδιος:

Ἐμένα χρόνους καὶ καιροὺς θὰ μ’ ἔχει ὁ λαὸς ἀγαπητὸ
ποὺ γνῶμες ἀγαθὲς ξυπνάω μὲ λύρα τοῦ Ἑλικώνα [9]
καὶ τραγουδάω τὴ λευτεριὰ σ’ ἀναίστητον αἰῶνα
καὶ σπλάχνος γιὰ ὅσους ἔγειρον ζητῶ. [10]

ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ

~.~

{Οἱ ὑποσημειώσεις εἶναι τῆς ἐπιμελήτριας.)
[1] Ὁ Βησαρίων Γρηγκόριεβιτς Μπελίνσκι (1811‒1848)  ἦταν ρώσος διανοούμενος καὶ κριτικὸς λογοτεχνίας, «ὁ Ἡρακλῆς τῆς ρωσικῆς κριτικῆς», κατὰ τὸν Νίκο Καζαντζάκη, Ἱστορία τῆς ρωσικῆς Λογοτεχνίας, ἐκδ. Ἐλευθερουδάκης, 1930, τόμος Α΄ σ. 171.
[2] Οἱ πρῶτοι στίχοι ἀπὸ τὸ ποίημα τοῦ Πούσκιν «Έμπρὸς Ἑλλάδα» (1829), μτφρ. Κώστα Βάρναλη, ἐλεύθερα Γράμματα, Ἐπιθεώρηση Γραμμάτων καὶ Τεχνῶν, Χριστούγεννα 1949, τχ. 7‒8, σ. 245.
[3] Ὁ χαρακτηρισμὸς εἶναι τοῦ Νίκου Καζαντζάκη, Ἱστορία τῆς ρωσικῆς λογοτεχνίας, ἐκδ. Ἐλευθερουδάκης 1930, τόμος Α΄, σ.152.
[4] Ὡστόσο δὲν ἀποφεύγει στὰ ἐπὶ μέρους τὴν προσωπικὴ γνώμη· τὸ κείμενό του ὅμως γενικὰ τὸ στηρίζει ἐν πολλοῖς καὶ σὲ ὅσα σχετικὰ εἶχε ἤδη διαβάσει στὰ βιβλία τῆς βιβλιοθήκης του: Νίκου Καζαντζάκη Ἱστορία τῆς ρωσικῆς λογοτεχνίας, ὅ.π., σ. 143‒157·  Παν. Κανελλόπουλου Ἱστορία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος,  ἐκδ. Οἱ φίλοι τοῦ βιβλίου [Ἀθῆναι 1947], τόμος Β΄, σ. 255‒262·  Α. Πούσκιν Ἡκόρη τοῦ λοχαγοῦ, Εἰσαγωγὴ τοῦ μεταφραστῆ Νίκου Σ. Ἀλεξίου, ἐκδ.  Ὁ Κέδρος 1955 καὶ «Ντάμα Πίκα», Ἐκλογή,  μηνιαῖο ἀθηναϊκὸ περιοδικὸ τῆς Ἑλένης Βλάχου, τόμος ΙΔ΄, Δεκέμβριος 1958,τχ. 158, σ. 105‒128, χωρὶς ἀναφορὰ μεταφραστῆ.
[5] Π.χ. τὸ «Ματωμένο σάλι», μτφρ. Θ. Βελλιανίτη στὸ ἀθηναϊκὸ περιοδικὸ Ποιητικὴ τέχνη, Μάρτιος 1947, τχ. 1, σ. 7‒8· «Τὸ ἀηδόνι», «Σᾶς ἀγαποῦσα…» στὴν Ἀνθολογία Παγκοσμίου Ποιήσεως τοῦ Ἄρη Δικταίου, Φέξης 1960.
[6] Μὲ τὸν τίτλο «exegi monumentum» μτφρ. Κώστα Βάρναλη (μόνο τῶν τεσσάρων πρώτων στροφῶν),  Ποιητικὴ τέχνη, τόμος ΙΙ, τεῦχος 24, 1 Μαρτίου 1949· στὸ ἴδιο δημοσιεύεται μεταφρασμένο ἀπὸ τὸν Ἀ. Ἀντωνίου καὶ τὸ ὁμότιτλο ποίημα τοῦ Ὁράτιου.
[7] Τὸ ποίημα ἀπὸ τὴν Ἀνθολογία Παγκοσμίου Ποιήσεως τοῦ Ἄρη Δικταίου, Φέξης 1960.
[8] Νὰ ληφθεῖ ὑπόψη ὅτι 125 χρόνια  εἶχαν περάσει τὸ 1962, ἔτος γραφῆς τῆς  ἐπιφυλλίδας.
[9] Τὸ βουνὸ τῆς Βοιωτίας Ἑλικώνας ὅπου οἱ Μοῦσες τραγουδοῦσαν γύρω ἀπὸ τὸν θεὸ Ἀπόλλωνα, ὅταν ἔπαιζε τὴ λύρα του.
[10] Ἡ 4η  στροφὴ ἀπὸ τὸ ποίημα «Μνημεῖο»· ὅμως ἐδῶ οἱ στίχοι δὲν ἀνήκουν στὴ μετάφραση τοῦ Βάρναλη, ἀλλὰ σὲ ἄλλου, ποὺ δὲν ἔχω ἀκόμη ἐντοπίσει. Ὁ Μανουσάκης εἶναι βεβαιότατο  ὅτι ἐγνώριζε τὴ μετάφραση τοῦ Βάρναλη, ἐκείνης τοὺς στίχους εἶχε κρατήσει σὲ θεματικὲς σημειώσεις του μὲ θέμα «Ἀθανασία», τὴν ποιητικὴ βεβαίως.

~.~

Ἡ παραπάνω δυσεύρετη ἐπιφυλλίδα τοῦ Γιώργη Μανουσάκη, δημοσιευμένη στις 25.3.1962, εἶναι μία ἀπὸ τὶς πενήντα τρεῖς, ποὺ κάτω ἀπὸ τὸν ὑπέρτιτλο «ΑΠΟ ΤΗΝ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ», δημοσίευε στὴν ἐφημερίδα Κῆρυξ τῶν Χανίων ἀπὸ τὶς 21 Μαΐου τοῦ 1961 μέχρι τὶς 4 Ἰουλίου τοῦ 1965, ὁπότε, ὅπως ὁ ἴδιος ἔλεγε, διέκοψε τὴ συνεργασία του μὲ τὴν ἐν λόγῳ ἐφημερίδα, λόγῳ τῶν «Ἰουλιανῶν», τῆς «Ἀποστασίας» δηλαδὴ τοῦ ἰδιοκτήτη της Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

~.~

*

Advertisement