~.~
Ο Ντέρεκ Ουώλκοτ γεννήθηκε στις 23 Γενάρη του 1930 στο Castries της Αγίας Λουκίας. Η τριφυής καταγωγή του (Μ. Βρετανία, Ολλανδία, Αφρική) καθώς και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε (μητέρα δασκάλα με πάθος για την τέχνη, η οποία συχνά παρουσιάζεται από τον ίδιο να γυροφέρνει το σπίτι απαγγέλλοντας από στήθους αποσπάσματα του Σαίξπηρ, πατέρας δημόσιος υπάλληλος και εικαστικός με έντονο το αίσθημα της φυσιολατρίας) έδρασαν καταλυτικά ευθύς εξαρχής στη διαμόρφωση από μέρους του μιας ιδιόμορφα εκλεπτυσμένης συνείδησης όσον αφορά την παράδοση και το τοπίο. Βραβευμένος με βραβείο Νόμπελ το 1992 για το έργο του, έργο το οποίο η Σουηδική Ακαδημία χαρακτήρισε «ένα ποιητικό σώμα εξαιρετικής φωτεινότητας με κέντρο του ένα ιστορικό όραμα πολυπολιτισμικής σκευής», ο Ουώλκοτ εμφανίζεται στα γράμματα μόλις δεκατεσσάρων, οπότε και δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα στην τοπική εφημερίδα της πόλης του. Η πρώτη του συλλογή-σταθμός με τίτλο Σε μια Πράσινη Νύχτα» συλλογή η οποία θα θέσει τα θεμέλια της ποιητικής του και θα του χαρίσει τα πρώτα ψήγματα διεθνούς αναγνώρισης, θα έρθει αρκετά αργότερα, και συγκεκριμένα το 1962, με άλλα 14 ποιητικά βιβλία να ακολουθούν, ανάμεσά τους το μεταμοντέρνο επικό ποίημα «Όμηρος», παράλληλα με ένα ευάριθμο, ουδόλως ήσσονος σημασίας, θεατρικό και δοκιμιακό έργο.
Βασικό θεματικό δίπολο της ποίησης του Ουώλκοτ αποτελεί ο στοχασμός γύρω από τη θέση των εθνών της Καραϊβικής στην ιστορία και η αναμέτρηση τους με τις -ακόμα αισθητές- ουλές της αποικιοκρατίας. Στο ποιητικό του έργο, επισημαίνει ο ίδιος σε συνέντευξή του με τον Αναστάση Βιστωνίτη (Βήμα, 25 Νοεμβρίου 2008), κυρίαρχη θέση έχει η «σκλαβιά, που σφραγίζει την ιστορία της Καραϊβικής, δηλαδή το δουλεμπόριο, και κατ’ επέκταση η αποκοπή των ανθρώπων από τις ρίζες τους, η εξορία που είναι συνδεδεμένη και με τη βίαιη αποκοπή, το ξερίζωμα, και με την αποδημία». Απότοκο του ξεριζωμού αυτού, θα παρατηρήσει αλλού, είναι μια ηχηρή απουσία παράδοσης και ιστορικής μνήμης, εν αντιθέσει με τον υπόλοιπο Δυτικό Κόσμο και, κυρίως, την Ευρώπη, όπου τόσο η ιστορία όσο και η ποίηση είναι πράγματα απτά: η πρώτη μεν στους κίονες, στις αρχαίες επιγραφές (ας θυμηθούμε πώς και τα ημέτερα «Εν τω μηνί Αθύρ» και «Έγκωμη», φερ’ ειπείν, αρδεύονται αναλόγως), ακόμα ακόμα και στις ίδιες τις πόλεις και την ανθρωπογεωγραφία τους, η δε δεύτερη κληρονομημένη από έναν στιβαρό, πολύκλαδο και εν εξελίξει Κανόνα. Έχοντας επίγνωση των περιορισμών αυτών ο Ουώλκοτ καλείται, σαν ένας Σολωμός της Καραϊβικής, να σκιαγραφήσει, φαινομενικά από το μηδέν, τη σύγχρονη λογοτεχνία ενός πολιτισμού βασισμένου, όχι στη στιχουργική του Αρνώ Ντανιέλ και των λοιπών –Οξιτανών και μη– τροβαδούρων, όχι στην Καπέλα Σιστίνα ή τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα, μα στο εθνικό παστίς και την προφορικότητα. Αντί όμως να πράξει το ορθολογικό αποκηρύσσοντας την ιδιότυπη αυτή πολλαπλότητα, ο Ουώλκοτ αντιλαμβάνεται πως η οδός προς την ωρίμανση, ατομική και συλλογική, διέρχεται μέσα από τη συμφιλίωση μαζί της. Είναι σε τούτη την απόφαση που εδράζεται το μεγαλείο του ως λογοτεχνικού γενάρχη.
Απέναντι στη σύγχυση των ανάμεικτων καταβολών και της ιστορικής ασυνέχειας ο Ουόλκωτ θα προτάξει, τόσο γλωσσικά όσο και μορφικά στην ποίησή του, τη λύση του συγκρητισμού. Αφομοιώνοντας τα κρείττονα της κάθε παράδοσης που βρίσκεται στη διάθεσή του –της σαιξπηρικής/βικτωριανής από τη μία και την αφρικανικής/κρεολικής από την άλλη– θα καλλιεργήσει ένα μορφικό, εκφραστικό και γλωσσικό ιδίωμα «μιχτό, αλλά νόμιμο» το οποίο, δίχως να ανατρέπει το παρελθόν, αλλά και απέχοντας παρασάγγας από το καινοθηρικό δέλεαρ του σκληροπυρηνικού μοντερνισμού, καταλήγει όχι μόνο να σωματοποιήσει μια, κατά κανόνα έως τότε, προφορική παράδοση, μα και να ρυμουλκήσει, αυτή τη φορά εκτός προγράμματος, την αγγλόφωνη ποίηση από τα λεμφατικά τενάγη στα οποία είχε περιέλθει, άμα τη αποδημία της Σύλβιας Πλαθ.
Όπως η ψυχική υπόσταση της Θείας Κωμωδίας δε θα μπορούσε να μετουσιωθεί μορφικά παρά μόνο στην τριαδική μορφή της terza rima και των τριών ενοτήτων από τριαντατρία άσματα η καθεμιά σε μια σχεδόν εμμονική, θα λέγαμε, επίκληση της θείας πρόνοιας, έτσι και η ποίηση του Ουώλκοτ, εγγεγραμμένη στη διαρκή της παλινδρόμηση ανάμεσα στους δύο προγονικούς της κόσμους, βρίσκει τη μορφική της κατόρθωση, όχι μόνο στον «Όμηρο» όπου μια χαλαρωμένη εκδοχή της δαντικής τερτσίνας, σμιλεμένη με ακανόνιστα μοτίβα ρίμας, ημιρίμας ή, ενίοτε, και οπτικής μόνο ρίμας δεξιώνεται το ιαμβικό πεντάμετρο (ή, κατά κόσμον, blank verse) του Σαίξπηρ εκτεταμένο κατά έναν ρυθμικό πόδα σε μιαν απόπειρα προσέγγισης του ηρωικού εξαμέτρου, αλλά και στο σύνολο του έργου του, όπου παρατηρούμε την ευρωστία του blank verse να κάμπτεται εξακολουθητικά, μέσω της σποραδικής ναρκοθέτησής του με μεμονωμένους στίχους ή και, όχι σπανίως, ολόκληρα αποσπάσματα μικρότερου ή μεγαλύτερου αριθμού συλλαβών (είτε αυτές ακολουθούν ένα σαφές μετρικό σχήμα, είτε ρέπουν προς τον ελεύθερο στίχο) αποσκοπώντας, έτσι, στην απήχηση του πολυπολιτισμικού, μετα-αποικιακού βιώματος. Γλωσσικά και πάλι ρηξικέλευθος, ο Ουώλκοτ θα εμβολιάσει τον, κατά βάση σαιξπηρικών καταβολών, λόγο του με στοιχεία της τοπικής διαλέκτου των Αντιλλών, «γκριζάροντας» τα όρια μεταξύ των δύο προκειμένου «να γράψ[ει] έτσι ώστε ένας ψαράς να μοιράζεται την ένταση των συναισθημάτων, ακόμα και αν δεν κατανοεί εντελώς τους διαλόγους». Ο μετρημένος συγκερασμός αυτός σε συνδυασμό με το αλληγορικό ύφος, την εικονοποιητική ευχέρεια και μια μοναδική έφεση στην παρομοίωση και τη μελωδικότητα αποτελούν ειδοποιά χαρακτηριστικά της ποίησής του.
Στο αριστούργημά του, Όμηρος, βρίσκουμε ένα από τα κεντρικά πρόσωπα, τον Φιλοκτήτη, έναν απλό ψαρά (ο οποίος, συνεπής με το ομηρικό του αρχέτυπο, μαστίζεται από μια πληγή που καθιστά τη βάδισή του ανυπόφορη και η κακοσμία της τον οδηγεί στην απομόνωση) να αναρωτιέται διαρκώς γιατί, αν και αθώος, είναι καταδικασμένος να κουβαλά ακόμα τις ουλές της αποικιοκρατίας και των συμπαρομαρτούντων της, γεγονότα που στέρησαν και στερούν ακόμα από αυτόν και τους συμπατριώτες του μια ευκαιρία στη διακριτότητα. Στη ρίζα αυτής της τιμωρίας βρίσκεται η αδυναμία του να δει τους ανορθόδοξους ελιγμούς της ιστορίας ως αναγκαίο κακό, συσκότιση για την οποία κύριος αυτουργός είναι το άσβεστό του μένος εναντίον όσων του επέβαλαν τη λήθη «περνώντας αλυσίδες γύρω από τα πόδια των παππούδων του». Μολαταύτα η ίασή του, σε αναντιστοιχία με την τύχη του εγκαταλειμμένου στη Λήμνο συνονόματού του, δεν επαφίεται στην έλευση του Νεοπτόλεμου και τα ημίθεα χέρια του Μαχάονα. Θα συντελεστεί μόνο, σχεδόν τελετουργικά, όταν, αναπαυμένος πια στο λουτρό της Μα Κίλμαν (συνήχηση, εδώ, με τη δαντική Ματίλντα;), σαμάνου του χωριού και μόνου συνδετικού κρίκου με την αφρικανική πλευρά του εμβαπτιστεί, στην κορυφή του οιονεί Καθαρτηρίου του, στη δική του Λήθη, σε μια πράξη συμφιλίωσης με «του διεφθαρμένου αίματός του το διχαλωτό ποτάμι». Η ατομική του κάθαρση αυτή θα αποτελέσει, όπως και στην περίπτωση του Τρωικού Πολέμου, την απαραίτητη αναμόχλευση προς μια συλλογική, αυτήν της φυλής του, από το αμάρτημα της ασυνέχειας, επισφραγίζοντας παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο, την έξοδο σύσσωμων των λαών της Καραϊβικής από την ιστορική περιχαράκωση.
Εντόπιος και οικουμενικός, καινοτόμος και συντηρητικός, ο Ουώλκοτ υποδεικνύει με το έργο του πως το αδιέξοδο από την αμηχανία της μεταμοντέρνας συνθήκης έγκειται, όχι στην αυθαίρετη απόρριψη παντός είδους παραδεδομένων, αλλά στην υγιή αναχώνευση και γονιμοποίησή τους με γνώμονα τη μοναδικότητα του εκάστοτε τεχνίτη, ένα κράμα ικανό για μια πρωτοτυπία χειραφετημένη απ’ τους πατέρες μα και ταυτόχρονα στεγανωμένη από τυχόν τεχνητά παρθένους αυτισμούς ή ομφαλοσκοπήσεις. Γιατί, όπως διατείνεται και ο ίδιος στη «Σκούνα Φυγή», ένα από τα πιο δημοφιλή του ποιήματα:
Μέσα μου κουβαλώ Ολλανδό, Εγγλέζο και Αράπη
Είτε ο Ούτις είμαι
Είτε έθνος ολάκερο.
ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ
~.~
Derek Walkott
Π Ο Ι Η Μ Α Τ Α
Εισαγωγή-Ανθολόγηση-Μετάφραση
ΝΙΚΟΣ ΚΩΣΤΑΓΙΟΛΑΣ
~.~
Από τη συλλογή In a Green Night (1962)
Σε μια πράσινη νύχτα
Μέσα σε φως διάφορο η πορτοκαλιά
τους μύθους της τους τορνευτούς ορθρίζει
τώρα που το περσινό της ύψος πια
απ’ τους πολύφορτους τους κλώνους της λυγίζει
Έχει τους χειμώνες της μα έχει και το Έαρ
των φύλλων το πουκάμισο που κάθως πίπτουν
– όπως και κάθε τι το έμβιο- ένα φρέαρ
πιο αληθές κι απ’ την αλήθεια αποκαλύπτουν
Γιατί, αν το γέρμα με σοφία στωική
σβήνεται η άλως χρυσωμένη κάθε ηλίου
νέες, στυγνές φωτιές σταλάζουν την αυγή
στα βοσκοτόπια του βροτού τους μεγαλείου
Το κράμα από πάχνη αντίστοιχα και σκόνη
στις κασσιτέρινές της χάντρες που στραφτάλιζε
τις ομορφιές της με σκουριά τώρα θαμπώνει
– μάταια ολόθερα να την ξορκίσει πάσχιζε –
Με τέτοια μυστήρια χημεία κυκλική
που όλα τα αινεί συγχρόνως και τα μαραζώνει
σαν πορτοκαλιά χλωρή ο χρόνος που εξαντλεί
κάθε ενδεχόμενο ο νους το εγκολπώνει
Καμία Φλόριντα βουερή, με κίτρων μύρα,
με καταρράκτες κρύσταλλα ν’ ανακουφίσει
του πένθους τον ασύδοτο καταποτήρα
δεν μπορεί, του ενορατικού μένους τη δύση
Κι αν του Καιρού οι φλόγες μοιάζει να ζαρώνουν
μπροστά στη φύση που σε τέχνη ωριμάζει
σφοδρά φεγγάρια, άφεγγες νύχτες δε μερώνουν
τ’ ανείπωτο που στην καρδιά ολοένα αυγάζει
Μέσα σε φως διάφορο η πορτοκαλιά
τους μύθους της τους τορνευτούς ορθρίζει
τώρα που το περσινό της ύψος πια
απ’ τους πολύπειρους τους κλώνους της λυγίζει.
~.~
Οδός Bleecker, Καλοκαίρι
Θέρος για πρόζα και λεμόνια, για γύμνια και ραστώνη
για την επίμονη αδράνεια ενός νόστου νοερού
για φλάουτα σπάνια και ξυπόλητες πατούσες, και τ’ Αυγουστιάτικο δωμάτιο
με τα σκεπάσματα κουβάρι και τη νοστιμιά της Κυριακής, α βιολί!
Σα συναρμόζω θερινούς εσπερινούς
μένει ένας μήνας με πλανόδιους ακορντεονίστες
κι αραδιάζοντας τη σκόνη ψεκαστήρια
– σκιές αχνές που τρέχουνε μακριά μου –
Μια μουσική είναι που χτυπάει σα σφυγμός, Italia mia, εδώ στη Bleecker
ciao, Antonio, κι οι παιδικές υδρόεσσες φωνές
σχίζουν το ρόδινο ουρανό σε χάρτινα ρυάκια·
δαγκώνουν δείλι τα ρουθούνια και δροσιάς πνοές
από σοκάκια λερωμένα που δεν ξέρουν από θάλασσα
κι ο νους θρομβίζει πάλι με νησιά και με λεμόνια
Αχ, και νά ’βλεπες τον Χάντσον, σαν το πέλαγο, πώς πυρακτώνεται
Θα σ’ έγδυνα στο κάμα του καλοκαιριού
Θα γέλαγα και τη νωπή τη σάρκα σου θα στέγνωνα
Αν ερχόσουν.
~.~
Ιστορίες των Νησιών
Ι
Σα δρόμος ασβεστολιθής, ο Ντορέ, ολόδροσος
διαβαίνει από φαράγγια πρασινόκεδρα σαν ήχος
φωνών μωρουδιακών απ’ το καθολικό σχολείο,
φύλλα ή πέλαγα στο νου· ici Choiseul.
Ο πέτρινος καθεδρικός βουά σα φρέαρ,
σα βυθισμένη θαλασσοσπηλιά μέσα στην άμμο,
λαξευτή. Περιοδεύοντας τη Via Dolorosa
πάσχισα εκείνο ν’ ανασύρω από τη μνήμη
το ανατρίχιασμα όταν βρήκα την Αγία Τερέζα
μες στην εκστατική της λάμψη· ο ποδόγυρός της
σέλατα μπρούτζου, το υψωμένο χέρι, το αγγελάκι
μ’ ακόντιου έτοιμο σημάδι στων μαστών το χώρισμα.
“Δώσε στη φιλοσοφία μας το σφρίγος να υπερβεί
τον αυτισμό της”· μαύρα κορμιά με φως λουσμένα
κυλιόνταν στον αφρό σα βόλταρα στο περιγιάλι.
~.~
Νησιά
Απλά ώστε ατμόσφαιρα να χτίσεις είναι η πρόζα
του ημερολογίου, τέτοια που θα υποβάλλει
τους αναγνώστες κείνους που – φυσιοδίφες –
με ίδια θέρμη θα παινέσουν το ακρογιάλι
και το κρεβάτι τους· μα τα νησιά μονάχα
υπάρχουν αν σ’ αυτά έχεις αγαπήσει. Ψάχνω,
όπως το κλίμα ψάχνει το ύφος του, να βρω
ανάγλυφο σαν άμμο στίχο, καθαρό
καθώς το λιόφωτο, ψυχρό σαν το σγουρό
το κύμα, όσο ποτήρι με νερό κοινότοπο
από τα νησιά· κι όμως, πιάνω, ενίοτε
τον εαυτό μου στην πρόζα εκείνη πάλι να
γυρνά, εντρυφώντας στ’ αλατοίσκιωτα δωμάτια
– το σώμα σου μες σε μια θάλασσα σεντόνια
ολοένα, ζαρωμένη, ν’ αναδεύεται –
όπου οι κουλουριασμένες του ύπνου μας μορφές
απ’ τους καθρέφτες χάνονται σα λόγια που
η αγάπη ήλπιζε να εκφέρει, πια σβησμένα
από του κύματος το ρόχθο.
. Έτσι και τώρα
σα να κρατώ, λοιπόν, στην άμμο ημερολόγιο
χαράζω ενθύμια της γαλήνης που μ’ αυτή
κάποια νησιά μου ευλόγησες, κατηφορώντας
μια σκάλα στενή, όλα τα φώτα για ν’ ανάψεις
στου νύχθιου κύματος ενάντια την αντάρα
το χέρι βάζοντας απάγγιο σε μια σπίθα
ο άνεμος που αλώνιζε ή καθαρίζοντας
απλά για βραδινό είτε ψάρι είτε κρεμμύδια
ψωμί απέριττο κενώνοντας και στρείδια
κάθε φιλί σου πέλαγο αδρό να ευωδιάζει
κι οίστρο στα σπλάχνα σου που άναψε η σελήνη
απ’ όλα πιότερο να μελετάς το κύμα
πώς θάλλει ανένδοτο, κι ας μάταιο φαντάζει.
~.~
Αναδυομένη
Οι ώμοι μιας στιλπνής νηρηίδας
γλιστρούν μες τα ζεστά ρηχά, κοντεύοντας στην άμμο
μηροί ανάκατοι με φύκια χρυσωμένα
πτερύγιο άστραψεν εκεί ή γυναίκας χέρι;
Σε κόμη λούστρινη τα φύκια συνωθούνται
και τώρα αφρός όπου ως τα πριν γαλακτερός
μαστός υπήρχε· τάχα να έσκισε τον αέρα
κάποιος μηρός ή μήπως νά ‘τανε δελφίνι;
Μισή γυναίκα ή μισή ψάρι – ή μάλλον: ψάρι
αντάμα και γυναίκα – ό,τι και νά ‘ναι
ας κρατηθεί απόρθητο το μυστικό του.
Κάνω να την πληγώσω μα ο ύπνος πνίγει
τη λαβωσιά όπως το δάκρυ ένα μαντήλι
το κουπί άυλη βρίσκει μορφή και το τυλίγει
νερό πικρό κι εγώ ριγώ καθώς κουπί
τη θάλασσα ποτέ του δεν πληγώνει.
Συγκεχυμένες οι αισθήσεις μου ξυπνούν
ξανανιωμένη τέρψη να μου κοινωνήσουν
είχε μαζί της πάρει και τα δυο:
νότες της θάλασσας και φως το πελαγίσιο.
~.~
Ένα σχολαστικό πάθος
Ο ξενώνας Cruise Inn, στις παρυφές της πόλης
πως είναι, λες, μια φυσική συνέχεια του πελάγου
με τα τραπέζια του ίδια νησιά φιξαρισμένα
πλάι σ’ ένα φράχτη μ’ άνθη στο άσπρο του αφρού και τους
κρουστούς απόηχους μιας μπάντας τοπικής που στο
χαρούμενο ρυθμό τους το ένα χέρι μου ο έρωτας
συντόνιζε. Ρέμβαζα ένα παλιό ελληνικό
γκαζάδικο ν’ αφήνει το λιμάνι.
. Μόλις που
μύριζες την αύρα του αλατιού σ’ αυτά τα μέρη
– μόνο αν κατέβαινες στο μόλο το κατόρθωνες –
σχέση καμιά με τα μικρά νησιά στο νότο. Εκεί
το κύμα απλώνει τα σμαράγδια του σ’ ακτές ασπίλωτες
από ίσκιο. Κλωθογυρνώ στο νου δυο χείλη κόκκινα
σταφύλια και μαλλιά νωπά· ένα χέρι με τη βέρα
του αργόσχολα ν’ απλώνει στο τραπέζι, τ’ άλλο διώχνοντας
δυο μύγες πάνω στο ζευγάρωμα. «Φορές φορές
αναρωτιέμαι αν έχεις χάσει τη μιλιά σου». Πάνω
απ’ τα κεφάλια μας, κάποιο γλάρων παράπονο
πνιγμένο στη σκουριά, έφερνε βόλτες με τον άνεμο.
Κύμα το κύμα η μνήμη κατακάθεται στο νου.
Οι γλάροι χαρωποί μες στο στοιχείο τους φαντάζουνε
κι εμείς μες το συναίσθημα νωχελικά βουλιάζουμε
που μόνο ένα τραπέζι σ’ ένα μόλο λένε πως
χαρίζει. Το κουφάρι μου ακέριο στροβιλίζεται
θαρρείς απ’ την ορμή ενός κύματος που σε μι’ ακτή
ξεδίνει, προς το νότο. «Είναι καλύτερα έτσι προτού
κι οι δυο να πληγωθούμε». Δες πώς στρέφω κατά κει
ακαθόριστος, αδρανής. Η κουρασμένη εκείνη
φράση κάνει ένα χάδι μου στο χέρι της να φτάσει
ενόσω η φούστα της στήνει παιχνίδια με τον άνεμο.
Κάλλιο να ψεύδεσαι, σε κάποια δέσμευση να ορκίζεσαι
της προκοπής, καρδιές νεκρές στο φως να ξαναφέρνεις,
μ’ ένα χαμόγελο, του πόνου, να στριφογυρνάς
ένα ποτηρι σ’ ένα τραπεζάκι πλάι στο κύμα.
«Ναι, έτσι είναι καλύτερα· τα πράγματα ειδαλλιώς
πολύ χειρότερα θα καταλήγαν».
. Και αυτή
είν’ η πικρή αλήθεια, θα μπορούσανε νά ’ναι
χειρότερα. Όλα μοιάζουν ενθουσιώδη την αυγή
ειδικά όταν η καρδιά ομφαλοσκοπώντας, ψάχνοντας
κάποιον καθρέπτη να λατρέψει, απαντά σε βλέμματα
παράξενα την ίδια αρχέγονη κατάρα. Τσα
τσα τσα, επομένως, ξεκινούν τ’ αντίο τα μακρόσυρτα
αφήνοντας κάθε μισό της θλίψης στη δική
του δέσμευση καθώς ο ενάλατος αέρας σπέρνει
τα μάτια της με φέγγος σ’ ένα ασήμαντο στην α-
κροθαλασσιά τραπέζι.
. Κάποτε πλάι της βαδίζω
κι ο δρόμος φλέγεται, τα μαγαζιά σφραγίζουν μ’ ένα
βόγγο κι εφήμερο λυκόφος κυβερνά την πόλη.
Μόνο οι γλάροι αγρεύοντας την άκρη των νερών
γυρεύοντας κάτι οίκτου άξιο, γλιστρούν σαν τις ζωές μας.
~.~
Όπως στην Πάτμο ο Ιωάννης
Όπως ο Ιωάννης, στα βράχια ανάμεσα και τον γλαυκό
ζωηρό αέρα δίδαξε στην καρδιά του τη γαλήνη, έτσι κι εδώ
με κύματα τριγύρω αργυροποίκιλτα, του ξύλου τ’ ακατέργαστο
το δέρας, και των γαλακτερών ορμίσκων τους δαντελωτούς μαστούς
μ’ αντίκρυ των φοινίκων τα κοπάδια, με τα πράσινα τα φύλλα ή τα σαπρά,
και του ήλιου τ’ ορειχάλκινο στο μάγουλό μου νόμισμα σ’ ετούτο το σημάδι
όπου το αχτιδωτό του σφρίγος υπομένουνε οι πιρόγες
όπως στο ζοφερό κείνον αέρα ο Ιωάννης
έτσι κι εγώ πλουσιότερος καλωσορίζομαι από τούτα τα γλαυκά τοπία, ελληνεμένος
τόσο που η χάρη να μιλήσω, από τα πάτρια,
να μην προστάζει, παραπέρα ν’ αλαργέψω
Ετούτο το νησί είν’ όλος κι όλος ο παράδεισος
– μακριά απ’ των πόλεων το στειρωμένο αίμα –
κοίτα γιρλάντες των γιαλών, κοίτα του άνθους το θάμβος
άκου ο αχός των δέντρων με τι κάλλος φτερακάει
και τον ουράνιο κάμπο δες ανάβοντας η νύχτα
εδώ κι εκεί μ’ αναλαμπές πώς τόνε πασπαλίζει·
έχει αγκαλιάσει η ομορφιά τα μελαμψά παιδιά της
κι απ’ τ’ άστεγά τους τραγουδάκια τα λευτέρωσε
Όπως, λοιπόν, στην Πάτμο ο Ιωάννης
σε κάθε του αέρα ερωτοσκίρτημα,
– ω σκλάβε, στρατιώτη, ω εργάτη
υπό τον ίσκιο των κόκκινων δέντρων που κοιμάσαι, άκου
τι τώρα ορκιέμαι όπως και πριν ο Ιωάννης:
μ’ αγάπη αιώνια τους ζώντες να δοξάζω
και τους μελαχρινούς νεκρούς αντάμα να επαινώ.
~.~
Επιστροφή στο Ντ’ Έννερυ, Βροχή
Δέσμιος σ’ αυτά τα σύρματα τα βρόχινα κοιτώ
ετούτο το χωριό με το μοναδικό σαν α-
μυχή δρομάκι και με τις ταλαίπωρες καλύβες
σε δεκανίκια ξύλινα να γέρνουνε καθώς
ανάπηροι εύχαροι στη βόλεψη της ήττας.
Πριν πέντε χρόνια κι η ένδεια ακόμα φάνταζε γλυκιά·
τόσο κυανός κι αδιάφορος ήταν αυτός ο αέρας
τόσο πολύ μουρμούριζε το πέλαγο για λήθη
που κάθε ενέργεια ανθρώπινη μας έμοιαζε χαράμι
αγχιθανής ο τόπος μας, πλασμένος να θαφτεί.
Το κύμα εκρήγνυται σε ψίχουλα πουλιών
που αγρεύουν ψαλιδόσχημα το τετριμμένο ψάρι
κι η λάσπη πνίγει τους καρόδρομους στην ενδοχώρα
έτσι που στη δημόσια ευχή το ιδιωτικό να εκβάλλει
πένθος.
. Το νοσοκομείο στη βροχή πια γαληνεύει
ένα αγόρι γυμνό οδηγάει χοίρους μες στα θάμνα
η ακτή στο κάθε ξάφρισμα ριγεί· στο γυρογιάλι
θα ξεχειμάσει ένας ερωδιός. Βρωμιά κι αφρός.
Σ’ ένα ζωνάρι φέγγος σμαραγδί κάποιο πανί
σκαμπανεβάζει ανάμεσα στα τόξα των υφάλων
οι λόφοι στο πορώδες φως καπνίζουν κι η βροχή
κατρακυλά μουλιάζοντας στου πένθους το μεδούλι
η θλίψη της ανάλλακτη, πουκάμισο του Νέσσου.
Ανάλλακτη παρόλο που εσύ γίνεσαι άντρας
που ανταλλάζει πρόθυμα συμπόνοια με πιοτί
τώρα φτάνεις εκεί που η ενηλικίωση αρχινά
ο απογαλακτισμός απ’ τις «πληγές που σε μαθαίνουν».
Κι όπως αυτή η βροχή σκάβει λακκάκια μες στην άμμο
θλίψεις παλιές αδειάζει μες στου νου την καταβόθρα·
πού είναι το μίσος το ένθερμο που άλλοτε θ’ αρκούσε
μαύρους, φτωχούς, απέλπιδες να ορθώσει μ’ ωμά λόγια
τώρα πια σείεται η οργή, φύλλο νωπό, με τον αγέρα
κι ένα μυαλό χτυπά η βροχή που σκλήρυνε σαν τσίγκος.
Γιατί στιγμές υπάρχουν στην παλίρροια της καρδιάς
όπου στ’ αγκυροβόλι φτάνοντας του πόνου, σ’ έναν τάφο
ή ένα κρεβάτι άπραγοι από απόγνωση ρωτάμε
«θέε μου πού ανήκουμε;» μια και κανείς δε στρέφει
τον κόσμο από τις ράγες του, κι ας ζει μες στους ανθρώπους
Βλέπεις, στα μέρη αυτά ως κι ο αφρός τηρεί τους τύπους
“νίπτω τας χείρας” μουρμουρίζει κι ας είν’ άναυδες
οι ακτές, δίχως παράπονο για της βροχής τη λύσσα.
Της εξορίας οι θιασώτες το πιστεύουν μα η καρδιά
από τις θλίψεις ασφυκτιά κι από τη φρίκη της κυκλώνεται
κι από αφοσίωση πικρή προς την πατρίδα.
Κάθε ρομαντική ασυναρτησία λαμβάνει τέλος
κάπου προς τον πρωραίο ιστό κουτσουρεμένη και ποτέ δε δρασκελίζει
κείνο της υφαλογραμμής το ξάφρισμα λες κι η βροχή
από του παραδείσου την ακοή να μας ξεκόβει.
Γιατί η πίστη που ε σ ύ απώλεσες τάχα να φταίει;
Ο ουρανός εκεί που υπήρχε παραμένει στων ανθρώπων τις καρδιές
στης εκκλησίας τη μήτρα κι ας σπιλώνουν οι βροχές
τώρα τα σήμαντρα με τ’ άθλια σάβανά τους.
Εσύ είσαι αχαμνότερός τους γιατί η αλήθεια σου
σε πάθη αόριστα αναλώνεται, σ’ ιδιωτικά ιδεώδη
σαν κείνο το ξυλάρμενο ναυάγιο τ’ αφημένο
απ’ τα μικράτα σου που ξέβρασε της απληστίας το κύμα.
Η άσπρη βροχή τα δίχτυα της μαζώχνει απ’ την ακτή
ένας ήλιος καχεκτικός τους οικισμούς ριγώνει
τις παραλίες και τους δρόμους όπου γελαστοί
συρρέουν εργάτες απ’ τα στέγαστρα, απ’ τα ύψη
που οι θερμαστές τις μέρες τους στοιβάζουν κι όμως μέσα
σου ακόμα ανένδοτη σταλάζει, κάθε καύχημα
που η τέχνη σου αποτόλμησε θολώνοντας,
γνωρίσματα και λέξεις αφανίζοντας
με ούτε κι εσέ στο βάθος να γυρνάς σελίδα
από τις έξεις τις ορφνές του νου αμετακίνητος
εσύ το πιο επάρατο από του Θεού
τα πλάσματα τ’ αυτομισούμενα.
~.~
Ο θάνατος μιας πόλης στη φωτιά
Αφότου εκείνη η ρητορεία της λαίλαπας
τα πάντα ισοπέδωσε πέρα απ’ τον τρουλωτό ουρανό
στο φως λίπους που καίονταν την ιστορία έγραψα
μιας πόλης που απ’ τις φλόγες αφανίστηκε
κάτω απ’ το βλέμμα ενός δακρύβρεχτου κεριού
για να πω θέλοντας καλύτερα από δαύτο
για μοίρες που σπανιάρισαν σα φαγωμένα συρματόσχοινα.
Απ’ το πρωί ως το βράδυ βάδισα στις ιστορίες των συντριμμιών
με τον κάθε ψεύτη τοίχο δύσπιστος που ακόμη στέκονταν
κι ήταν ηχηρός ο πτερωμένος ουρανός
κι όλα τα γνέφια ήταν δεμάτια ξεσκισμένα
μα κάτασπρα παρά την πυρκαγιά
Πλάι στην αιθαλόεσσα θάλασσα όπου Κείνος περπάτησε
αναρωτήθηκα γιατί
πρέπει όμοια ο άνθρωπος με τούτο το κερί
ίδια κουρέλι δακρυσμένο να θρηνεί
με του ξυλένιου κόσμου του το χάλασμα
Στην πόλη, ναι, η χλωροφύλλη ήταν χαρτί
όμως στους λόφους ένα σμάρι ελπίδες
για ένα παιδί κατάκοπο απ’ το μακρύ
περπάτημα μιας μέρας
μια αγάπη επανιδρύοντας που είχαμε λησμονήσει
τη δήμια ευλογώντας τη φωτιά και τη βαπτίστρια.
~.~
Συντρίμμια ενός Ενδόξου Οίκου
Λιθάρια μόνο, ενός Ενδόξου Οίκου τα εξαρθρωμένα μέλη
που άλλοτε στους φανούς του γυροφέρναν σαν ψυχάρια
κορίτσια δροσερά μα που πια, λάφυρο της σκόνης,
έγινε ακόνι το κορμί τους για τα νύχια κάποιας σαύρας.
Τα χερουβείμ της πύλης γευματίζουν λάσπη
τροχοί μαζί και άξονες βουλιάζουνε στον κόπρο
τρία κοράκια φτερακίζουν προς τα δέντρα και στο κούρνιασμα
τρίζουν όλο παράπονο οι κλώνοι του ευκαλύπτου.
Μια οσμή λάιμ σαπρών τροχάζει στα ρουθούνια:
της αυτοκρατορίας η λέπρα.
. «Έχετε γεια πράσινοι κάμποι».
. «Έχετε γεια χαρούμενα άλση».
Μάρμαρο ελληνικό, πετρόκτιστος Νότος του Φώκνερ
σα φυλλοβόλο κάλλος που ευημέρησε κι εχάθη
μα εκεί που θραύει η άγρωστις στων δέντρων τα ιστία
στο αφήλιο των νεκρωμένων φύλλων, ένα φτυάρι
σ’ ανθρώπου οστό ή κάποιου ζώου θα κουδουνίσει
«σε χνάρια ζοφερών καιρών, σε μέρες αποφράδες».
Μοιάζει το αρχικό μποστάνι εδώ νά ’τανε λάιμ
μεγαλωμένο στην ιλή που φράσσει το φουστάνι
του ρυακιού· οι φλεγματικοί δανδήδες αγκαζέ
με τα στιλπνά κορίτσια τους εκλείψανε· ο ρόχθος
του ρυακιού τον πόνο εκμηδενίζει.
. Έναν τοίχο
δρασκέλισα, τη σχαρωτή του σιδεριά, έργο
εξόριστων μαστόρων που ίσως το μεγάλο σπίτι
κάποτε να προφύλασσε από την ενοχή
μα όχι πια κι από του σκουληκιού το φόρο, απ’ το
ξεχειλωμένο ιππικό των ποντικών.
. Κι όπως
τίναξε ο άνεμος τα λάιμ άκουσα ό,τι
κι ο Κίπλινγκ: μιας θαλασσοκρατίας το ρόγχο, την
κατάχρηση της άγνοιας με Βίβλο και σπαθί.
Τίποτα παραπάνω αλήθεια εδώ να δεις από
ζιζάνια πού ’σπαγαν σε χαμηλά λίθινα τείχη
γερμένα σ’ ένα ρυάκι, αποκαμωμένοι οπλίτες·
κι όπως το βήμα μου έπιανα ξανά συλλογιζόμουν
ανθρώπους σαν τον Ντρέηκ, τον Γουώλτερ Ράλεϋ, τον Χώκινς
προγονικούς φονιάδες, ποιητές στο νου χαρμάνι,
στης μνήμης τον κυκεώνα που στα εγκλήματά τους κώφευε.
Ο τότε κόσμος πράσινος, μα σάπιζε εκ των έσω
μια δυσωδία συνώνυμη με την τύχη των σκλάβων
μία ουλή που επιζεί κάθε γενοκτονία.
Μα όπως στάχτη νεκρή σα ν’ ανασήκωσε ο αγέρας
και του μυαλού τη σκοτιασμένη χόβολη ανασκάλεψε
τα μάτια μου σπιθίσαν από την τεφρώδη πρόζα
. του Ντον.
Κυριευμένος ψέλλισα από οργή:
«κάποιος σκλάβος στο βάλτο αυτής της έπαυλης σαπίζει!»
μ’ ακόμα ένδον μου πάλευε το κάρβουνο του οίκτου.
Κι η Αλβιόνα εκείνη κάποτε υπήρξε αποικία
με τη δική μας όμοια, εξάρτημα του Όλου
κατακερματισμένη, ανισόρροπη, πομπώδης
όλο φρου-φρου κι αρώματα, κενόδοξες δαπάνες
πικρή διχόνοια. Όλα τ’ αγγίζει ο οίκτος
κόντρα σε κάθε της καρδιάς μου προμελέτη.
«Όλοι, στο τέλος, βράζουμε στο ίδιο το καζάνι».
~.~
Το Δεύτερο Μέρος του Αφιερώματος στον Ντέρεκ Ουώλκοτ ε δ ώ.
~.~
~.~