*
της ΜΑΡΙΑΛΕΝΑΣ ΤΣΑΝΤΗΛΑ
Από την αρχή της πανδημίας και τη σταδιακή δημιουργία αυτού του τεχνητού πολιτικού δίπολου (εμβολιασμός ή μη, εμβολιασμένος / ανεμβολίαστος), ένα είδος συζήτησης κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο, αυτό της επιστήμης. Ή μήπως «επιστήμης»; Διότι ο τρόπος που μιλάμε γι’ αυτήν πιο πολύ παραπέμπει σε κάποια… προβατίνα με το όνομα επιστήμη, που από τότε που την πιάσαμε την περιφέρουμε από εδώ και από εκεί, δείχνοντας ο ένας στον άλλον «να, αυτή είναι η επιστήμη», παρά στο σύστημα γνώσεων που αποκτώνται μέσω της τεκμηρίωσης και της απόδειξης. Πολύ απλά, φαίνεται ότι οι επιχειρηματολογίες που επιζητούν να είναι οι πιο επιστημονικά ορθές, είναι και οι πιο αντιεπιστημονικές. Φράσεις του τύπου «η επιστήμη λέει», «σύμφωνα με την επιστήμη», «αυτό είναι επιστήμη» τοποθετημένες σε πλαίσιο όπου η επιστήμη χρησιμοποιείται ως αυθεντία, χαράζουν, σβήνουν, τερματίζουν την ίδια φύση του πράγματος το οποίο επικαλούνται. Καλύτερα να μιλούσαμε για την προβατίνα. Η επιστήμη βρίσκεται εκεί που υπάρχει κατάρριψη, διάψευση, αμφισβήτηση, κριτική (αναφορά στα κριτήρια του Πόππερ) και για να υπάρχουν αυτά πρέπει να υπάρχει πλουραλισμός. Όχι μόνο ένας de facto πλουραλισμός απόψεων/πλευρών, αλλά ένας που εκφράζεται και σε προσωπικό επίπεδο, στην στάση μας ως προς τη συζήτηση με διαφορετικά στοιχεία, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Έχω την εντύπωση ότι και τα δύο εκλείπουν.
Πολλοί θα πουν πως όσον αφορά στην επείγουσα διαχείριση προβλημάτων, δεν υπάρχει χώρος (ή χρόνος) για πολλή συζήτηση, το βάρος πέφτει στους ειδικούς. Ωστόσο, το πρώτο πράγμα που κάνει ένα αυταρχικό καθεστώς είναι να καταρρίπτει τον πλουραλισμό. Το χειρότερο είναι να βλέπεις ψήγματα έως και μεγάλα κομμάτια αυτού του πολιτικού αυταρχισμού να αποτυπώνονται στις καθημερινές στάσεις που υιοθετούν τα άτομα σε κοινωνικό και προσωπικό επίπεδο. Η Άρεντ θα είχε πολλά να πει για αυτό το φαινόμενο.
Η επιστήμη λοιπόν δεν είναι μονόλογος, είναι μια διαδικασία αποδόμησης που καταλήγει σε νέες σταθερές (προς αποδόμηση και αυτές) και πιστεύω όχι το αντίθετο. Ας μην μείνουμε όμως στο θέμα του οξύμωρου των επιστημονικών αντιεπιστημονικών στάσεων που υιοθετούμε. Τέτοιου είδους φράσεις περί επιστήμης έχουν, πάνω από όλα, έναν χαρακτήρα θρησκευτικό που ακολουθεί, παραδόξως αλλά και όχι, την λογική της Διαφωτιστικής σκέψης. Η επικράτηση του Διαφωτισμού, τον 17o αιώνα, ως παγκοσμίου ρεύματος δημιούργησε την ευλογία και συγχρόνως την κατάρα του ανθρώπου που είναι: η κυριαρχία του έλλογου στοιχείου έναντι όλων των άλλων ψυχικών, συναισθηματικών, βιωματικών καταστάσεων.
Ο εξορθολογισμός, στο συγκεκριμένο πλαίσιο, εκφράστηκε ως η απόλυτη κυριαρχία της ιδεολογίας της διαρκούς προόδου του ατόμου και του κέρδους ως θεμελιώδους στοιχείου της.[1] Η διαφωτιστική σκέψη χαρακτηρίστηκε βεβαίως από ένα κίνημα εκκοσμίκευσης (διαχωρισμός του κοσμικού από το θρησκευτικό, εκκλησία/κράτους). Βλέπουμε ότι οι διαφωτιστές φιλόσοφοι θέτουν το έλλογο στοιχείο ενάντια στη θρησκεία και θεωρούν την επιστημονική σκέψη ως κινητήρια δύναμη της προόδου. Μια σημαντική ψευδαίσθηση που μας άφησε ο Διαφωτισμός είναι ίσως η πίστη της κατάρριψης μιας κοινωνίας σκοταδισμού μέσω της επικράτησης του ορθού λόγου και του θετικισμού. Άλλωστε είναι μεγάλο ιστορικό λάθος ότι ο Μεσαίωνας παρουσιάζεται πολλές φορές ως περίοδος άκαρπη και σκοταδιστική.
Ενδιαφέρουσα είναι η άποψη που υποστηρίζει ότι, με τον Διαφωτισμό, εισήλθαμε σε μια περίοδο τυφλής επικράτησης στοιχείων ξένων προς τον άνθρωπο, που δεν πηγάζουν από μέσα του, αλλά του είναι επιβαλλόμενα. Εισήλθαμε σε μια περίοδο «αντικειμενικών», παγκοσμίων αληθειών (η ιδέα της καθολικότητας βρίσκεται τόσο στην χριστιανική όσο και στην διαφωτιστική σκέψη) και ολιγόπλευρων στάσεων. Ο τρόπος που διεξάγεται σήμερα ο δημόσιος διάλογος, στο πλαίσιο της συζήτησης περί της Πανδημίας και ειδικά στο ελληνικό πλαίσιο αλλά και όχι μόνο, είναι τρανή ένδειξη της επικράτησης της Διαφωτιστικής σκέψης σε τέτοιο βαθμό που στο βάθρο της αυθεντίας, που κατείχε για αιώνες ο θεσμός της εκκλησίας, μια εξουσία απολυταρχική και άκαμπτη, κάθεται τώρα ο ίδιος ο «επιστημονικός» λόγος. Αναφέρομαι πάντα στο φαινόμενο της εύκολης αναμάσησης του επιστημονικού λόγου, από ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας των πολιτών, όπως αυτός εκφράζεται από τις κυρίαρχες επιστημονικές κοινότητες και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Αναφέρομαι επίσης στην φίμωση πλευρών της επιστημονικής κοινότητας όπως και των αντιτιθέμενων φωνών. Αυτή η ψευδαίσθηση που μαρτυρά η εποχή μας, ίσως και να είναι μια από τις μεγαλύτερες απογοητεύσεις της σύγχρονης ευρωπαϊκής σκέψης.
Η κυριαρχία του θετικιστικού, εξορθολογιστικού στοιχείου του Διαφωτισμού επήλθε σε τέτοιο βαθμό ώστε ο χώρος της σκέψης, το οικείο και προσωπικό βίωμα του ανθρώπου αλλά και η τέχνη να περιέλθουν σε μια κατάσταση ασφυξίας[2]. Στο πλαίσιο αυτής της ασφυξίας γεννήθηκαν κινήματα όπως ο Ρομαντισμός που επανέφεραν το δημιουργικό στοιχείο του ανθρώπου, που είναι άλλωστε και το κύριο συστατικό του. Παιδί του Ρομαντισμού, ο εξεγερμένος άνθρωπος. Η εξέγερση είναι διαδικασία εσωτερική, ατομικό γεγονός, δεν θεσμοθετείται. Αυτό που μας χρειάζεται πιο πολύ σε αυτούς τους, πολλές φορές, δύσβατους και αλλοπρόσαλλους καιρούς που ζούμε είναι ένα πνεύμα εξεγερτικό, τίποτε άλλο.
ΜΑΡΙΑΛΕΝΑ ΤΣΑΝΤΗΛΑ
[1] Στέφανος Ροζάνης, Ρομαντισμός/Ουτοπία https://www.youtube.com/watch?v=xghIK8Af6rc
[2] Ό.π.
*