*
Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ
«Περὶ τῆς τοῦ βίου ματαιότητος
καὶ ἀπιστίας καὶ κοινοῦ παντὸς τέλους»
Αποδόσεις του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (2/4)
«Δυὸ ποιήματά μου ἐναυάγησαν γιατὶ δὲ βρῆκα Γρηγόριο Ναζιανζηνὸ στὴν Ἀλεξάνδρεια» είπε κάποτε ο Καβάφης στον Τίμο Μαλάνο, αποκαλύπτοντας μεταξύ άλλων πως η μελέτη του ποιητικού έργου του Γρηγορίου ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την ολοκλήρωση ορισμένων δικών του ποιημάτων (Ο Καβάφης). Γνωστό επίσης παραμένει και το σύντομο σχόλιό του για τον Ναζιανζηνό στο άρθρο του «Οἱ βυζαντινοί ποιηταί», του 1892: «Ἡ χριστιανικὴ ποίησις τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ ἐθαυμἀσθη ὑπὸ τῶν λογίων πασῶν τῶν ἐποχῶν, καὶ ἐν τοῖς καθ᾽ ἡμᾶς χρόνοις συνεκρίθη προς την ποίησιν του… Λαμαρτίνου» (Τα Πεζά)· σχόλιο που αμέσως συμπληρώνει (επεξηγηματικά) ο Αλεξανδρινός με την παράθεση της ακόλουθης κρίσης του Παπαρρηγόπουλου: «Τὰ ἔπη ταῦτα ὠνομάσθησαν ὑπὸ τῆς νεωτέρας κριτικῆς θρησκευτικαὶ μελέται ἐξ ἀναλογίας τῶν Ποιητικῶν Μελετῶν τοῦ Λαμαρτίνου· διότι τῳόντι μεγάλη μὲν ὑπάρχει διαφορὰ μεταξὺ τῆς φύσεως τῶν δύο ποιητῶν καὶ τῶν χρόνων καθ᾽ οὓς ἑκάτερος ἔζησεν, οὐδὲν ἧττον ὅμως παρετηρήθῃ εὐλόγως, ὅτι τὰ τοῦ Γρηγορίου ἔπη ἔχουσι πολλάκις παράδοξον οἰκειότητα πρὸς τὰς περιπλανήσεις τῆς φαντασίας τοῦ ποιητοῦ ἐκείνου τῆς σκεπτικῆς καὶ κόρου μεστῆς ἡλικίας τοῦ αἰῶνος ἡμῶν. Ὑπάρχουσι μάλιστα τινὰ τῶν ἐπῶν τούτων τὰ ὁποῖα ὁ περὶ τὰ τοιαῦτα τοσοῦτον ἔμπειρος Οὐϊλλεμαῖνος δὲν ἐδίστασε νὰ ἀποκαλέσῃ προδρόμους τῶν θελκτικοτέρων στεναγμῶν τῆς μελαγχολικῆς τῶν καθ᾽ ἡμᾶς χρόνων μούσης, εἰ καὶ ἀποπνέοντα πίστιν εἰσέτι νεαρὰν καὶ ἀφελῆ ἐν τῷ θορύβῳ αὐτῆς».
Το ενδιαφέρον είναι πως την ίδια ακριβώς κρίση του εθνικού ιστορικού, για την μελαγχολική αποπνοή της ποίησης του Γρηγορίου, ενστερνίζεται και ο Κ. Παλαμάς, χαρακτηρίζοντάς την μάλιστα ως γέφυρα μετάγουσα από την αρχαία στη νεώτερη ποίηση, αλλά και ως προπαρασκευαστικό σταθμό για την μύηση στην τελευταία: «τινὰ τεμάχια τῶν Πατέρων, ὡς οἱ στίχοι τοῦ Γρηγορίου […] θὰ ἠδύναντο νὰ χαρακτηρισθῶσιν οἱονεὶ ὡς γέφυραι μεταβάσεως ἀπὸ τῆς δρώσης ζωῆς τῆς ποιήσεως τῶν ἀρχαίων καὶ τῆς σ ω μ α τ ο ε ι δ ο ῦ ς, κατὰ τὴν ἔκφρασιν τοῦ ρήτορος, φαντασίας ἐκείνων, εἰς τὴν ἀνήσυχον μελαγχολίαν τῆς Μούσης τῶν νεωτέρων· σταθμὸς θὰ ἔλεγα, προπαρασκευάζων ἡμᾶς ἀπὸ τῆς γνώσεως τῶν κλασικῶν προτύπων εἰς τῶν ρομαντικῶν ἀριστουργημάτων τὴν μύησιν» (Ἐμπρός, 5/2/1917). Ακόμη περαιτέρω αναγνωρίζει κι εξαίρει την ποιητική ταυτότητα του Γρηγορίου, ιδίως στο περιβάλλον της εποχής της, μ᾽ όλα τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της: «τὸ κατ᾽ ἐξοχὴν διακρίνον αὐτὸν γνώρισμα εἶνε ἡ πρὸς τὴν θρησκευτικὴν θεωρίαν ροπὴ καὶ –πρᾶγμα σπάνιον διὰ τὸν καιρόν του– ἡ ποιητικὴ ἀγάπη πρὸς τὴν φύσιν. Ἦτο ποιητής. Καὶ τὰ ποιήματά του […] διαφέρουν τῶν ψυχρῶν καὶ σοφῶν παιγνίων τῶν συγχρόνων του, ἐμπνεύσεις βαθείας θεοσεβείας καὶ αληθοῦς αἰσθήσεως τῆς φύσεως» (Ἐμπρός, 29/1/1917). Ο Μωραϊτίδης, με τους τρόπους και τις δυνατότητές του, μεταφέρει κάτι από αυτή την ιδιάζουσα μελαγχολική διάθεση του Ναζιανζηνού, εδώ που συλλογάται το κοινό πάντων τέλος.