Ο Ντέρεκ Ουώλκοτ γεννήθηκε στις 23 Γενάρη του 1930 στο Castries της Αγίας Λουκίας. Η τριφυής καταγωγή του (Μ. Βρετανία, Ολλανδία, Αφρική) καθώς και το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε (μητέρα δασκάλα με πάθος για την τέχνη, η οποία συχνά παρουσιάζεται από τον ίδιο να γυροφέρνει το σπίτι απαγγέλλοντας από στήθους αποσπάσματα του Σαίξπηρ, πατέρας δημόσιος υπάλληλος και εικαστικός με έντονο το αίσθημα της φυσιολατρίας) έδρασαν καταλυτικά ευθύς εξαρχής στη διαμόρφωση από μέρους του μιας ιδιόμορφα εκλεπτυσμένης συνείδησης όσον αφορά την παράδοση και το τοπίο. Βραβευμένος με βραβείο Νόμπελ το 1992 για το έργο του, έργο το οποίο η Σουηδική Ακαδημία χαρακτήρισε «ένα ποιητικό σώμα εξαιρετικής φωτεινότητας με κέντρο του ένα ιστορικό όραμα πολυπολιτισμικής σκευής», ο Ουώλκοτ εμφανίζεται στα γράμματα μόλις δεκατεσσάρων, οπότε και δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα στην τοπική εφημερίδα της πόλης του. Η πρώτη του συλλογή-σταθμός με τίτλο Σε μια Πράσινη Νύχτα» συλλογή η οποία θα θέσει τα θεμέλια της ποιητικής του και θα του χαρίσει τα πρώτα ψήγματα διεθνούς αναγνώρισης, θα έρθει αρκετά αργότερα, και συγκεκριμένα το 1962, με άλλα 14 ποιητικά βιβλία να ακολουθούν, ανάμεσά τους το μεταμοντέρνο επικό ποίημα «Όμηρος», παράλληλα με ένα ευάριθμο, ουδόλως ήσσονος σημασίας, θεατρικό και δοκιμιακό έργο.
Βασικό θεματικό δίπολο της ποίησης του Ουώλκοτ αποτελεί ο στοχασμός γύρω από τη θέση των εθνών της Καραϊβικής στην ιστορία και η αναμέτρηση τους με τις -ακόμα αισθητές- ουλές της αποικιοκρατίας. Στο ποιητικό του έργο, επισημαίνει ο ίδιος σε συνέντευξή του με τον Αναστάση Βιστωνίτη (Βήμα, 25 Νοεμβρίου 2008), κυρίαρχη θέση έχει η «σκλαβιά, που σφραγίζει την ιστορία της Καραϊβικής, δηλαδή το δουλεμπόριο, και κατ’ επέκταση η αποκοπή των ανθρώπων από τις ρίζες τους, η εξορία που είναι συνδεδεμένη και με τη βίαιη αποκοπή, το ξερίζωμα, και με την αποδημία». Απότοκο του ξεριζωμού αυτού, θα παρατηρήσει αλλού, είναι μια ηχηρή απουσία παράδοσης και ιστορικής μνήμης, εν αντιθέσει με τον υπόλοιπο Δυτικό Κόσμο και, κυρίως, την Ευρώπη, όπου τόσο η ιστορία όσο και η ποίηση είναι πράγματα απτά: η πρώτη μεν στους κίονες, στις αρχαίες επιγραφές (ας θυμηθούμε πώς και τα ημέτερα «Εν τω μηνί Αθύρ» και «Έγκωμη», φερ’ ειπείν, αρδεύονται αναλόγως), ακόμα ακόμα και στις ίδιες τις πόλεις και την ανθρωπογεωγραφία τους, η δε δεύτερη κληρονομημένη από έναν στιβαρό, πολύκλαδο και εν εξελίξει Κανόνα. Έχοντας επίγνωση των περιορισμών αυτών ο Ουώλκοτ καλείται, σαν ένας Σολωμός της Καραϊβικής, να σκιαγραφήσει, φαινομενικά από το μηδέν, τη σύγχρονη λογοτεχνία ενός πολιτισμού βασισμένου, όχι στη στιχουργική του Αρνώ Ντανιέλ και των λοιπών –Οξιτανών και μη– τροβαδούρων, όχι στην Καπέλα Σιστίνα ή τα Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα, μα στο εθνικό παστίς και την προφορικότητα. Αντί όμως να πράξει το ορθολογικό αποκηρύσσοντας την ιδιότυπη αυτή πολλαπλότητα, ο Ουώλκοτ αντιλαμβάνεται πως η οδός προς την ωρίμανση, ατομική και συλλογική, διέρχεται μέσα από τη συμφιλίωση μαζί της. Είναι σε τούτη την απόφαση που εδράζεται το μεγαλείο του ως λογοτεχνικού γενάρχη.
Απέναντι στη σύγχυση των ανάμεικτων καταβολών και της ιστορικής ασυνέχειας ο Ουόλκωτ θα προτάξει, τόσο γλωσσικά όσο και μορφικά στην ποίησή του, τη λύση του συγκρητισμού. Αφομοιώνοντας τα κρείττονα της κάθε παράδοσης που βρίσκεται στη διάθεσή του –της σαιξπηρικής/βικτωριανής από τη μία και την αφρικανικής/κρεολικής από την άλλη– θα καλλιεργήσει ένα μορφικό, εκφραστικό και γλωσσικό ιδίωμα «μιχτό, αλλά νόμιμο» το οποίο, δίχως να ανατρέπει το παρελθόν, αλλά και απέχοντας παρασάγγας από το καινοθηρικό δέλεαρ του σκληροπυρηνικού μοντερνισμού, καταλήγει όχι μόνο να σωματοποιήσει μια, κατά κανόνα έως τότε, προφορική παράδοση, μα και να ρυμουλκήσει, αυτή τη φορά εκτός προγράμματος, την αγγλόφωνη ποίηση από τα λεμφατικά τενάγη στα οποία είχε περιέλθει, άμα τη αποδημία της Σύλβιας Πλαθ.
Όπως η ψυχική υπόσταση της Θείας Κωμωδίας δε θα μπορούσε να μετουσιωθεί μορφικά παρά μόνο στην τριαδική μορφή της terza rima και των τριών ενοτήτων από τριαντατρία άσματα η καθεμιά σε μια σχεδόν εμμονική, θα λέγαμε, επίκληση της θείας πρόνοιας, έτσι και η ποίηση του Ουώλκοτ, εγγεγραμμένη στη διαρκή της παλινδρόμηση ανάμεσα στους δύο προγονικούς της κόσμους, βρίσκει τη μορφική της κατόρθωση, όχι μόνο στον «Όμηρο» όπου μια χαλαρωμένη εκδοχή της δαντικής τερτσίνας, σμιλεμένη με ακανόνιστα μοτίβα ρίμας, ημιρίμας ή, ενίοτε, και οπτικής μόνο ρίμας δεξιώνεται το ιαμβικό πεντάμετρο (ή, κατά κόσμον, blank verse) του Σαίξπηρ εκτεταμένο κατά έναν ρυθμικό πόδα σε μιαν απόπειρα προσέγγισης του ηρωικού εξαμέτρου, αλλά και στο σύνολο του έργου του, όπου παρατηρούμε την ευρωστία του blank verse να κάμπτεται εξακολουθητικά, μέσω της σποραδικής ναρκοθέτησής του με μεμονωμένους στίχους ή και, όχι σπανίως, ολόκληρα αποσπάσματα μικρότερου ή μεγαλύτερου αριθμού συλλαβών (είτε αυτές ακολουθούν ένα σαφές μετρικό σχήμα, είτε ρέπουν προς τον ελεύθερο στίχο) αποσκοπώντας, έτσι, στην απήχηση του πολυπολιτισμικού, μετα-αποικιακού βιώματος. Γλωσσικά και πάλι ρηξικέλευθος, ο Ουώλκοτ θα εμβολιάσει τον, κατά βάση σαιξπηρικών καταβολών, λόγο του με στοιχεία της τοπικής διαλέκτου των Αντιλλών, «γκριζάροντας» τα όρια μεταξύ των δύο προκειμένου «να γράψ[ει] έτσι ώστε ένας ψαράς να μοιράζεται την ένταση των συναισθημάτων, ακόμα και αν δεν κατανοεί εντελώς τους διαλόγους». Ο μετρημένος συγκερασμός αυτός σε συνδυασμό με το αλληγορικό ύφος, την εικονοποιητική ευχέρεια και μια μοναδική έφεση στην παρομοίωση και τη μελωδικότητα αποτελούν ειδοποιά χαρακτηριστικά της ποίησής του.