Month: Νοέμβριος 2021

Αισχύλου Αγαμέμνων, Πρόλογος

agamemnon

 

Έμμετρη απόδοση: Ι. Ν. ΚΥΡΙΑΖΗΣ

Να μ’ απαλλάξουν οι θεοί από τα βάσανά μου
τώρα ένα χρόνο τους ζητώ, που διαρκεί η φρουρά μου,
πλαγιάζοντας στων Ατρειδών τις στέγες, ίδια σκύλος,
στων άστρων την ομήγυρη έχοντας γίνει φίλος
που στους ανθρώπους φέρνουνε χειμώνες, καλοκαίρια,
λαμπροί δυνάστες τ’ ουρανού είν’ τα εξαίσια αστέρια.
Τώρα στη λάμψη μιας φωτιάς έστησα εγώ καρτέρι
που από την Τροία την είδηση της άλωσης θα φέρει.
Έτσι η ανδρόβουλη καρδιά γυναίκας μού ορίζει
που δε σταμάτησε ποτέ ώς τώρα να ελπίζει.
Ανήσυχη είναι η κλίνη μου κι απ’ τη δροσιά βρεγμένη
αλλά κι από τα όνειρα τελείως ξεχασμένη.
Γιατί τον ύπνο ο φόβος του έχει αντικαταστήσει
μην κοιμηθώ κι ενώνοντας τα βλέφαρά μου κλείσει.
Κι αν φαίνεται το στόμα μου κάτι πως μουρμουράει,
-στον ύπνο αντίδοτο έχω αυτό, που ξύπνιο με κρατάει-
είναι που κλαίω και θρηνώ του παλατιού τα πάθη
που πια δε διευθύνεται σαν πρώτα, δίχως λάθη.
Μακάρι τώρα να φανεί ένα καλό σημάδι
να με γλιτώσει ένα φως φέγγοντας στο σκοτάδι.
Ω, χαίρε λάμψη της νυχτός, τη μέρα θ’αναστήσεις
στο Άργος φέρνοντας χαρά, πολλούς χορούς θα στήσεις.
Φωνάζω στου Αγαμέμνονα τη σύζυγο, αλήθεια,
να σηκωθεί απ’ την κλίνη της, φωνή να βγει απ’ τα στήθια,
και το παλάτι ολόκληρο στο πόδι να σηκώσει·
αν δε λαθεύει ο πυρσός, έχουν την Τροία αλώσει.
Πρώτος θα σύρω το χορό· δική μου επιτυχία
την τύχη των αρχόντων μου να δω στη φρυκτωρία.
Και στο παλάτι ο βασιλιάς είθε, όταν γυρίσει,
το χέρι μου το χέρι του και πάλι να κρατήσει.
Τ’ άλλα σωπαίνω· η γλώσσα μου βόδι μεγάλο φέρει
μα αν το παλάτι είχε φωνή, θα τα ’χε αναφέρει.
Μόνο σ’ όσους τα ξέρουνε, γι’ αυτά εγώ μιλάω
για όσους όμως τ’ αγνοούν, κάνω πως τα ξεχνάω.

Οικείοι μας αντιήρωες

 

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Στέργιος Χατζηκυριακίδης, Βατσ’νιές, πυκνές* καρτ-ποστάλ
από τα Βαλκάνια (*και ενίοτε εμπαθείς), Δίαυλος 2021

Το διήγημα, αν έκανε κάτι πάντα, ήταν να παρουσιάζει στο αναγνωστικό κοινό «φέτες ζωής».  Έχει βαθιά μέσα του ριζωμένη τη ρεαλιστική τούτη συνθήκη. Πρόκειται μάλιστα για μια επιταγή που επιβάλλεται από την ίδια την τεχνοτροπία του. Επειδή είναι μικρό σε έκταση, δεν έχει πολύ χρόνο και χώρο στη διάθεσή του για να θεμελιώσει έναν καινούργιο κόσμο εκ του μηδενός. Του είναι πιο εύκολο και πιο φυσικό να ανοίγει ένα παράθυρο στην πραγματικότητα και να μας την προβάλλει διαστρεβλωμένη ή μη, θολή και αφηρημένη ή δοσμένη με χειρουργική ακρίβεια. Έτσι γίνεται και στη συλλογή διηγημάτων του Στέργιου Χατζηκυριακίδη, Βατσ’νιές, πυκνές* καρτ-ποστάλ από τα Βαλκάνια (*και ενίοτε εμπαθείς), Εκδόσεις Δίαυλος 2021.

Μόνο που εδώ οι διαθλαστικοί φακοί που χρησιμοποιούνται εμφανίζουν αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες. Αν μπούμε στον μυθοπλαστικό κόσμο των Βατσ’νιών με το ψυχρό μάτι του αφηγηματολόγου ή του μελετητή της λογοτεχνίας μπορούμε να εντοπίσουμε αμέσως κάποιες ξεκάθαρες κατευθύνσεις που δείχνουν ότι το κάθε αφήγημα είναι εκεί για να επιβάλλει τους όρους του και δεν το ενδιαφέρει σε καμία περίπτωση να χαϊδέψει τα αυτιά του εν δυνάμει κοινού του.

Έτσι, αρχικά, παρατηρούμε ότι στα συγκεκριμένα διηγήματα γίνεται μια πολύ ιδιαίτερη χρήση της γλώσσας και των εκφραστικών σχημάτων. Στόχος δεν είναι η καλλιέπεια, η καλολογία, η δημιουργία ατμόσφαιρας ή τονικότητας, αλλά η υπονόμευση όλων των προηγούμενων. Βρισκόμαστε σε μια περιοχή όπου η παραδοσιακή έννοια της λογοτεχνικότητας κλυδωνίζεται, αν δεν αυτοαναιρείται κιόλας. Αλλά και πέρα από τη γλώσσα, αν σταθούμε στις δομές θα δούμε ότι κυρίαρχο μέσο της πλοκής γίνεται η παρέκκλιση. Ένα στοιχείο που είναι ουσιαστικά ενάντιο σε κάθε έννοια πλοκής – αν και κατ’ άλλους «όλη η ιστορία της λογοτεχνίας είναι μια παρέκκλιση». Σε πρώτο επίπεδο λοιπόν τα διηγήματα της συλλογής εκφράζουν μία αφαίρεση τόσο σε δομικό επίπεδο όσο και σε υφολογικό.

Το λογοτεχνικό κείμενο όμως δομείται πάνω σε λεπτές ισορροπίες. Αν αφαιρεθεί κάποιο στοιχείο θα πρέπει να αντικατασταθεί άμεσα από κάποιο άλλο, όσο το δυνατόν ισοδύναμό του. Ειδάλλως το όλο οικοδόμημα κινδυνεύει να κατεδαφιστεί. Με τί καλύπτονται λοιπόν αυτά τα ηθελημένα κενά στις Βατσ΄νιές;  Πώς ξεπερνιέται ο κίνδυνος κατεδάφισης; Καλύπτονται, θα λέγαμε, με μεταμοντέρνα υλικά της αφήγησης: με την ειρωνεία, τον αστεϊσμό, το σκώμμα, την ανεκδοτολογική εξιστόρηση, το ευφυολόγημα. Ο Χατζηκυριακίδης γεμίζει τους αρμούς της αφήγησης με στοιχεία που φέρουν έντονα τον αέρα του ρίσκου. Διότι αναγκάζουν τον αναγνώστη να μετακινηθεί από το comfort zone του, να φύγει από το μέρος που γνωρίζει και που του είναι οικείο, και να μπει σε μια περιοχή όπου επικρατεί αστάθεια και ανασφάλεια.

Το χιούμορ στη λογοτεχνία, είναι στοιχείο ανοικείωσης και αποστασιοποίησης. Χρησιμοποιούμε κάθε αφηγηματικό μέσο για να  τραβήξουμε τον αναγνώστη βαθιά στην αφήγηση, να τον εισαγάγουμε στον μυθοπλαστικό κόσμο και να τον κρατήσουμε όσο περισσότερο γίνεται εκεί. Το χιούμορ όμως έρχεται σαν μια εντελώς αντίθετη δύναμη. Αναγκάζει τον αναγνώστη να σταθεί έξω από τον κειμενικό κόσμο, τον βάζει να κρίνει αυτό που διαβάζει, τον κάνει να αμφισβητήσει το κύρος του κειμένου, του επιβάλλει να σκεφτεί. Αυτό είναι το εγγενές ρίσκο λοιπόν κάθε αφήγησης που αναδεικνύει το χιούμορ, τον σαρκασμό και την ειρωνεία ως κεντρικές ποιότητες του ύφους  και της μηχανικής του.

Στις Βατσ’νιές η αφήγηση είναι «αντιλογοτεχνική» και για έναν ακόμη λόγο: χαρακτηρίζεται από πολύ έντονη προφορικότητα και σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει την μυθοπλασία όπως την έχουμε συνήθως στο μυαλό μας. Ο μύθος των διηγημάτων δεν έχει ανάγκη κλειστές δομές για να εκφραστεί και να αναπτυχθεί· μάλιστα σε πολλά σημεία δείχνει να αποστρέφεται την «καθεστηκύια αισθητική» του λόγου και της αφήγησης (αν μπορούμε να μιλήσουμε για κάτι τέτοιο). Δείχνει δηλαδή ότι πάει κόντρα σε ό,τι είναι γενικώς αποδεκτό. Δημιουργεί μια ενδόμυχη αφηγηματική διαταραχή. Αυτό φανερώνει και την ιδεολογική χροιά των συγκεκριμένων κειμένων. Το ύφος, ο τρόπος που λέγεται μια ιστορία, συνδέεται βαθύτατα με την ιδεολογία που τη διέπει και ακολούθως παράγει περιεχόμενο.

Σε μια εποχή που το λογοτεχνικό κείμενο -ακόμα μια φορά- μοιάζει να βαραίνει από στολίδια, ανούσιες καλολογίες και βερμπαλισμούς, που στην ουσία επιχειρούν να κολακέψουν τον αναγνώστη, είναι σημαντικό να ξέρουμε ότι υπάρχουν κείμενα τα οποία τραβάνε προς μιαν άλλη, πολύ πιο έντιμη, κατεύθυνση. Κείμενα που δεν επιχειρούν να κοροϊδέψουν ή να ξεγελάσουν το κοινό τους, που δεν προσπαθούν να το αποκοιμίσουν ή να το αποπροσανατολίσουν με τις ωραίες εκφράσεις τους ή με την ποιητικότητα που αποπνέουν αλλά αντίθετα επιθυμούν να χτίσουν μια σχέση ισοτιμίας, και ειλικρίνειας μαζί του.

Προσωπικά βρήκα υπόγειες συνδέσεις και αντιστοιχίες των Βατσινιών με έργα του Γιώργου Ιωάννου που μιλάνε για την επαρχία όπως ακόμα και με το περιβόητο Το τέλος της μικρής μας πόλης του Χατζή. Μπορεί να ακούγεται ακραίο, αλλά οι Βατσ’νιές ειδολογικά αποτελούν μέρος της συγκεκριμένης παράδοσης. Πρόκειται για αφηγήσεις όπου κυριαρχεί η ατμόσφαιρα, η αίσθηση του περιβάλλοντος χώρου γίνεται σχεδόν σωματική, και το επαρχιακό αστικό τοπίο παίζει καταλυτικό ρόλο στην ψυχολογία και την ψυχοσύνθεση των ηρώων.

Οι χαρακτήρες που παρελαύνουν από αυτά τα διηγήματα είναι ως επί το πλείστον αντιήρωες. Τί σημαίνει όμως αντιήρωας; Στις μέρες μας θα έλεγα ότι τείνει να σημαίνει «κανονικός» άνθρωπος. Το πανόραμα των αντιηρωικών μορφών λοιπόν δεν κάνει τίποτε άλλο εδώ παρά να ενισχύει την αληθοφάνεια του κειμένου. Και η αληθοφάνεια ήταν και παραμένει πάντα ένα από τα πιο βασικά ζητούμενα της μυθοπλασίας.

Τα μυθοπλαστικά πρόσωπα στις Βατσ’νιές θυμίζουν υπαρκτά σουλούπια που όποιος έχει ζήσει στην βαλκανική περιφέρεια των προηγούμενων δεκαετιών τού είναι οικεία, τα ξέρει, τα ’χει δει να περιφέρονται στους δρόμους και στα μπαρ, τα έχει συναναστραφεί και έχει κάνει μεθυσμένες κουβέντες μαζί τους. Πρωτίστως έχουμε να κάνουμε με μυθοπλαστικούς ανθρωπότυπους που κουβαλάνε πάνω τους το βάρος της καταγωγής τους. Αυτό το βάρος δεν είναι τόσο ότι τους δίνει ταυτότητα, όσο ότι τους γεμίζει υπαρξιακά και οντολογικά· τους προσφέρει ένα είδος νοήματος και τους δίνει μια αίσθηση πληρότητας μέσα στα άδεια και ομιχλώδη βαλκανικά τοπία που ζούνε.

Ο αφηγητής των διηγημάτων δεν βλέπει ποτέ τους ήρωες του αφ’ υψηλού αλλά τους αντιμετωπίζει ως ίσος προς ίσο. Και μάλιστα κατά βάθος υποψιαζόμαστε ότι τους θαυμάζει και δείχνει ότι τον δένουν μαζί τους αόρατοι αλλά ισχυροί συναισθηματικοί δεσμοί. Δεν παραθέτει απλώς στιγμιότυπα από τις ζωές των ηρώων του, αξιοπερίεργα, ιδιαίτερα, ζουμερά, σουρεαλιστικά συμβάντα, αλλά φαίνεται να απολαμβάνει ακόμα και τον ήχο των λέξεων που χρησιμοποιεί για αυτές τις εξιστορήσεις.

Τα κείμενα αυτά δεν χαρακτηρίζονται από συναισθηματισμό. Η ειρωνεία άλλωστε που, όπως είπαμε, κατά κόρον χρησιμοποιείται ακυρώνει κάθε τέτοια παράμετρο. Αλλά αυτό μπορεί εν τέλει και να μην ισχύει. Ειδικά σε αναγνώστες που αναγνωρίζουν το μοτίβο των περιγραφόμενων καταστάσεων, που έχουν συγχρωτισθεί στο παρελθόν με τις κατηγορίες ανθρώπων που αναφέρονται, που έχουν πιει μαζί τους, έχουν μεθύσει, έχουν ακούσει τις ιστορίες τους, οι Βατσ’νιές ανοίγουν μια εσωτερική πόρτα. Και φωτίζουν έναν χώρο σκεπασμένο από τις ομίχλες της μνήμης και ίσως, μέχρι ένα σημείο, και της νοσταλγίας.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ

 

 

 

Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος Ε΄: Συμεών ο Νέος Θεολόγος | Απόδοση Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης

Theodore_Studite

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

Η βυζαντινή ποίηση παραμένει η μεγάλη απούσα από όλες σχεδόν τις ανθολογίες ελληνικής ποίησης, ένα –χρονικά– τεράστιο, ουσιωδώς ανεξήγητο κι αναιτιολόγητο, κενό για τη γνώση, παρουσία κι εξέλιξη της ελληνικής ποίησης από τις απαρχές της ως τις μέρες μας. Οι αιτίες αρκετές, οι προκαταλήψεις κι η μεροληψία φοβάμαι ακόμη περισσότερες. Έχουμε συνηθίσει να σταματούμε απότομα στην Παλατινή Ανθολογία (μετά βίας ώς τον τέταρτο συνήθως μεταχριστιανικό αιώνα, χωρίς να αναλογιζόμαστε συνάμα πως κι αυτή η ίδια η Ελληνική Ανθολογία συνιστά μια γενναιόδωρη χειρονομία των ίδιων των Ελληνορωμιών του Βυζαντίου προς εμάς τους επιγενόμενους) και καταπιανόμαστε πάλι με το πρωτοφανέρωμα της νεοελληνικής –δημώδους πάντα– ποίησης  εκεί γύρω στον ενδέκατο αι. Το μεταξύ τους διάστημα, έχει ως επί το πλείστον αφεθεί αποκλειστικά στους βυζαντινολόγους, οι οποίοι βέβαια, ας ειπωθεί στεντορείως και υμνητικώς, τον τελευταίο αιώνα έχουν απροσμέτρητα βαθύνει κι εμπλουτίσει τη γνώση μας για τα ποιητικά κείμενα της βυζαντινής περιόδου, με νέες κριτικές εκδόσεις κι αναγνώσεις, μελέτες, φανερώσεις άγνωστων ποιημάτων, μεταγραφές από ανέκδοτα χειρόγραφα κλπ., απομένει η ανθολόγησή τους κι η σύγχρονη (ποιητική κατά προτίμηση) μεταγραφή τους. Μια τέτοια έλλειψη, όπως είναι φυσικό, κι επιτείνει τις προκαταλήψεις αλλά και διογκώνει την άγνοια για τη βυζαντινή ποίηση. Ενώ το υλικό διόλου δεν λείπει, δεν είναι τυχαίο πως ως τις μέρες μας μεταφράζονται κείμενα ποιητικά που προέρχονται αποκλειστικά σχεδόν μόνον από την εκκλησιαστική υμνολογία, πράγμα που φανερώνει πολλά για τη γνώση και τη θεώρηση μα και για τη δεξίωση της βυζαντινής ποίησης σήμερα. Ας είναι! Δεν είναι η ώρα και η στιγμή  για περισσότερα˙ αυτή η εισαγωγή θα αρθρωθεί με την πληρότητα και την τεκμηρίωση που χρειάζεται, σαν έρθει η στιγμή της υλοποίησης μιας τέτοιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, που με την παρότρυνση και τη συνεργασία στενών φίλων θα αποκοτήσουμε. Η ανάληψη μιας τέτοιας ανθολογίας, βαρύ κι επίμοχθο έργο, θ’ απαιτήσει και συνεργασίες και χρόνο αρκετό.  Ήδη ανασκουμπωθήκαμε και αναμετριόμαστε με τα κείμενα, τους συγγραφείς, τις δυσκολίες, τις ιδιαιτερότητές τους, το περιβάλλον τους, τη μεταγραφή τους.
Με τον νου λοιπόν στραμμένο στη δημιουργία μιας ανθολογίας της βυζαντινής ποίησης, αποφασίσαμε εδώ στο ηλεκτρονικό ΝΠ, να ξεκινήσουμε με την παρουσίαση μιας όσο το δυνατόν εκτεταμένης επιλογής των ήδη μεταφρασμένων (περισσότερο ή λιγότερο γνωστών) βυζαντινών κειμένων από νεοέλληνες ποιητές˙ σαν προεισαγωγή και πρόγευση της μελλοντικής ανθολογίας αλλά κι άτυπη, όσο το δυνατόν ευρεία, αποτίμηση της μέχρι σήμερα παρουσίας της μεταφρασμένης βυζαντινής ποίησης στα γράμματά μας.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

(περισσότερα…)

Στυλιανός Αλεξίου, Σώματα και Στιγμές

 

Εισαγωγή-Ανθολόγηση
ΕΛΕΝΑ ΣΤΑΓΚΟΥΡΑΚΗ

Τι να είναι αυτό που παρακινεί έναν σοφό των γραμμάτων να εκδώσει για πρώτη φορά εν έτει 2012 ποίηση γραμμένη την εξηντακονταετία 1939-1999, καταθέτοντας έτσι το δικό του ποιητικό καταστάλαγμα, τιτλοφορούμενο ως «Στίχοι επιστροφής»; Μήπως η ανάγκη απότισης φόρου τιμής και σε αυτό το είδος του λόγου ή μήπως ο σεβασμός και η ευσυνειδησία που χαρακτηρίζει τον ακούραστο θεράποντα της ελληνικής γλώσσας, απέναντι σ’ αυτήν την ίδια, αλλά και στις προσωπικές του εργασίες επ’ αυτής; Ο λόγος, για τον Στυλιανό Αλεξίου που με το δικό του πρώτα παράδειγμα καταδεικνύει πως στην ποίηση βιασύνη δεν χωρά ούτε (θα ’πρεπε να) επιτρέπεται.

Ο τίτλος της πρώτης αυτής ποιητικής συλλογής του Αλεξίου δεν αναφέρεται μονάχα στην επιστροφή σ’ εκείνα τα χρόνια, από το 1939 ως το 1999, όπως ίσως κάποιος να υπέθετε. Μάλιστα, φροντίζει ο ίδιος στη σύντομη εισαγωγή της να ορίσει τον προορισμό του ανάπλωρου αυτού ταξιδιού. Πρόκειται για την κατάθεση της προσωπικής του άποψης (που ωστόσο εκφράζει μια γενικότερη), μέσα από κρίση και κριτική, έμμεση και άμεση, στα κρατούντα ρεύματα και τις τάσεις της ελληνικής ποίησης των τελευταίων δεκαετιών. Ο Αλεξίου μιλά για μια διττή επιστροφή: την «επιστροφή στο συγκεκριμένο, στο βίωμα», κι αυτήν «στην οργανωμένη μορφή του λόγου». Κι εδώ πάλι, έρχεται με διατυπώσεις ξεκάθαρες κι ασυμβίβαστες, αφενός να προσδιορίσει το νοούμενο ως «οργανωμένη μορφή του λόγου», αφετέρου ν’ αποφανθεί πως «φαίνεται αμφίβολο αν ο λεγόμενος ‘ελεύθερος στίχος’ θα εξακολουθήσει να προσφέρει κάτι στο μέλλον». Αντιθέτως, τον κατηγορεί πως «οδήγησε στην πλήρη αδυναμία παραγωγής ρυθμικού κι ευφωνικού λόγου» και συνεχίζει πως με την κατάργηση «συγχρόνως της ποιητικής έκφρασης και του ποιητικού περιεχομένου, εξαφανίστηκαν τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τους ποιητές». Δε διστάζει ακόμη να δηλώσει πως «νεοϋπερρεαλισμός, μοντέρνα ποίηση, ελεύθερος στίχος έχουν καταλήξει σήμερα να είναι ‘μανιέρα’» και πως «με τη σειρά τους, έχουν ξεπεραστεί». Με βλέμμα οξύ κι ανάλογη γλώσσα διακηρύττει ό,τι όλοι όσοι ασχολούνται με τα παιχνίδια της Κλειώς παρατηρούν και διαπιστώνουν: «Η ποίηση δεν έχει πια κοινωνική λειτουργία, δεν απευθύνεται σε κανέναν. Είναι προσωπική υπόθεση και ασχολία του κλεισμένου στο γραφείο ατόμου.» Αυτό μας προτρέπει να σκεφτούμε πως δεν αποκλείεται αυτός να είναι εν τέλει ο λόγος της τωρινής παρουσίασης της συλλογής και των ποιητικών πεπραγμένων του Αλεξίου: μια ηχηρή διαφωνία, αντίθεση κι αντίσταση απέναντι σε μια κακώς παγιωμένη πρακτική στην ποίηση.

(περισσότερα…)

Στυλιανός Αλεξίου, 1921-2013

 
Ο Στυλιανός Αλεξίου δίπλα από τη θεία του Έλλη Αλεξίου (αριστερά) και τη μητέρα του Αμαλία (δεξιά). Όρθιοι, πίσω του, ο πατέρας του Λευτέρης Αλεξίου και η θεία του Γαλάτεια Καζαντζάκη.
 
 
 
του ΚΩΣΤΑ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗ
~.~
 
Η είδηση του θανάτου του Στυλιανού Αλεξίου, το απόγευμα της Τρίτης, 12 Νοεμβρίου 2013, προκάλεσε συγκίνηση σε όσους τον γνώριζαν και τον συναναστράφηκαν. Η πρώτη αντίδραση, σε ανάλογες περιπτώσεις, είναι το νοσταλγικό καταφύγιο στη μνήμη.Γύρισα, έτσι, τριάντα τέσσερα χρόνια πριν. Πρωτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθεμνος, στο πρώτο μάθημα της Μεσαιωνικής Φιλολογίας.

Στη μεγάλη αίθουσα του ισογείου, στα Περιβόλια, μπήκε ένα κομψοντυμένος κύριος. Με κάποια διστακτικότητα κατέλαβε τη θέση του στην έδρα και ξεκίνησε την παράδοση. Η διδασκαλία του ήταν λιτή και απολύτως κατανοητή. Κάθε τόσο, σταματούσε την ανάλυση κάποιων στίχων και, με αφορμή μια λέξη, εξέφραζε τις αμφιβολίες του, ζητώντας την απόδοσή της από το ακροατήριο. Τις απαντήσεις που τον ενδιέφεραν, τις σημείωνε με επιμέλεια στο τετράδιό του, μαζί με το όνομα και τον τόπο καταγωγής του εκάστοτε πληροφοριοδότη. Έδειχνε να επιζητεί και να απολαμβάνει τις απαντήσεις των φοιτητριών, κρητικής καταγωγής οι περισσότερες, που είχαν σπεύσει να καταλάβουν από νωρίς τις πρώτες θέσεις των θρανίων.

Η συγκεκριμένη πρακτική μόνο τυχαία δεν ήταν. Όλα τα χρήσιμα στοιχεία, τα οποία αντλούσε από τον ιδιότυπο αυτό διάλογο, που συνεχιζόταν για χρόνια, τα ενσωμάτωνε σταδιακά στις εκδόσεις φιλολογικών κειμένων που τύπωνε, με τη ρητή πάντα αναφορά όσων τον είχαν βοηθήσει.

Γεννημένος το 1921 στο Ηράκλειο, ο Στυλιανός Αλεξίου, μεγάλωσε σε ένα πνευματικό περιβάλλον. Ο λόγιος παππούς του Στυλιανός Μιχ. Αλεξίου, υπήρξε ιδιοκτήτης μεγάλου τυπογραφείου και εκδότης διαφόρων εφημερίδων στην πόλη, τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Συνεργάστηκε με τον αρχαιολόγο και φιλόλογο Στέφανο Ξανθουδίδη για την πρώτη κριτική έκδοση του «Ερωτοκρίτου» το 1915. Ο πατέρας του Λευτέρης Αλεξίου, γνωστός φιλόλογος και ποιητής, πρωτοστάτησε στην πνευματική ζωή του Ηρακλείου κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Στο στενό οικογενειακό περιβάλλον του ανήκαν η Έλλη Αλεξίου, ο Ραδάμανθυς Αλεξίου και η Γαλάτεια Καζαντζάκη. Ακόμα, ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Βάσος Δασκαλάκης και ο Μιχάλης Αναστασίου.

          Ο Στυλιανός Αλεξίου με τη Μάρθα Αποσκίτη.

Μετά την εγκύκλια μόρφωσή του στη γενέθλια πόλη του, τα χρόνια 1939-1946, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1947, ύστερα από εξετάσεις, προσλήφθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και διορίστηκε στη Ρόδο. Ως Επιμελητής Αρχαιοτήτων υπηρέτησε στη Ρόδο και στο Ηράκλειο και ως Έφορος Αρχαιοτήτων στα Χανιά. Διετέλεσε Διευθυντής του Αρχαιολογικού Μουσείου Ηρακλείου και Γενικός Έφορος Αρχαιοτήτων. Παραιτήθηκε το 1977 από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και ώς τη συνταξιοδότησή του το 1988 δίδαξε Υστεροβυζαντινή Δημώδη και Κρητική Λογοτεχνία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης.

Παντρεύτηκε τη Μάρθα Αποσκίτη, γνωστή φιλόλογο, με την οποία έζησε ώς το τέλος της ζωής του.

Από την πρώτη κιόλας περίοδο της επιστημονικής δραστηριότητάς του, στις αρχές τις δεκαετίας του 1950, κινήθηκε με μεγάλη άνεση ανάμεσα στην αρχαιολογία και τη φιλολογία. Ο κατάλογος των δημοσιευμάτων του, και στους δύο επιστημονικούς χώρους, είναι μακρύς. Ορισμένα άρθρα του, παρότι έχουν δημοσιευτεί πριν από πολλές δεκαετίες, εξακολουθούν να παραμένουν σημείο αναφοράς.Τα χρόνια της ωριμότητάς του πραγματοποίησε αρχαιολογικές ανασκαφές στον Λιμένα Κνωσού, τη Λεβήνα, την Αμνισό και την Αγία Πελαγία, τα αποτελέσματα των οποίων δημοσίευσε αργότερα.
Παράλληλα, ξεκίνησε την κριτική έκδοση κειμένων τις Κρητικής Λογοτεχνίας. Προηγήθηκαν ο «Απόκοπος» του Μπεργαδή και η «Βοσκοπούλα». Αποκορύφωμα της δραστηριότητάς του εκείνης τις περιόδου ήταν η νέα κριτική έκδοση, το 1980, του «Ερωτοκρίτου» του Βιτσέντζου Κορνάρου. Τα χρόνια που ακολούθησαν, με τη συνεργασία της Μάρθας Αποσκίτη, εξέδωσε υποδειγματικά και άλλα κείμενα της Κρητικής Λογοτεχνίας: την τραγωδία του Γεωργίου Χορτάτση «Ερωφίλη», την κρητοεπτανησιακή τραγωδία «Ζήνων» και τον «Κρητικό Πόλεμο» του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή.

 

Διαρκώς ανήσυχος, δεν αρκέστηκε στη μελέτη τις Κρητικής Λογοτεχνίας. Από την ενασχόλησή του με την υστεροβυζαντινή ποίηση προέκυψαν θεμελιώδεις εκδόσεις. Ένα αριθμό γλωσσικών μελετημάτων του, στα οποία παρέχονταν νέες ετυμολογίες για νεοελληνικές λέξεις, ανατύπωσε σε τομίδιο. Ύστερα από μεγάλη προεργασία παρουσίασε την κριτική έκδοση των «Ποιημάτων και πεζών» του Διονυσίου Σολωμού. Για το σολωμικό έργο αλλά και για άλλα θέματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας έγραψε κι άλλες σπουδαίες συνθετικές μελέτες.

Ένα σημαντικό τμήμα της συγγραφικής παραγωγής εξήντα περίπου χρόνων, με τις απαραίτητες πάντα συμπληρώσεις, τύπωσε σε πέντε κομψούς τόμους, που εκδόθηκαν από τη «Στιγμή». Οι τίτλοι και μόνο των μελετών, που περιλαμβάνονται σε αυτούς, αποκαλύπτουν το εύρος των ενδιαφερόντων του.

Την τελευταία περίοδο της ζωής του ξεδίπλωσε, ακόμη περισσότερο, το πολύπλευρο ταλέντο του. Μετέφρασε υποδειγματικά και εξέδωσε «Σονέτα» του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Στο τομίδιο «Το Εντευκτήριο» συγκέντρωσε μεταφράσεις ποιημάτων διαφόρων ξένων ποιητών. Στο ογκώδες βιβλίο του «Ελληνική Λογοτεχνία. Από τον Όμηρο στον 20ό αιώνα» έδωσε ακριβή εικόνα των κορυφαίων έργων και της εποχής τους στη διάρκεια τριάντα αιώνων. Στην έκδοση «Κείμενα Φιλίας και Μνήμης» στέγασε διάσπαρτα σε ποικίλα έντυπα κείμενά του για αγαπημένα του πρόσωπα, με τα οποία είχε συμπορευθεί για τις δεκαετίες.

Στους «Στίχους Επιστροφής», απελευθερωμένος από ενοχές, δεν δίστασε να δημοσιοποιήσει τις μύχιες σκέψεις του. Όλη σχεδόν η ζωή του, με κυρίαρχα στοιχεία τον έρωτα, τον χρόνο και την αναπόφευκτη φθορά, συμπυκνώνονται σε εξήντα ποιήματα.

Με την ανθολόγηση και μετάφραση τμημάτων τις ομηρικής «Οδύσσειας», κατάφερε να δώσει ένα νεοελληνικό κείμενο, κατανοητό στον σημερινό αναγνώστη.

Ο Στυλιανός Αλεξίου υπήρξε γνήσια αναγεννησιακός άνθρωπος. Μεταξύ των κατά καιρούς συνομιλητών του ήταν ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, με τους οποίους διατηρούσε τακτική αλληλογραφία, ανταλλάσσοντας απόψεις για θέματα κοινού ενδιαφέροντος.

Εκείνο όμως που τον έκανε ξεχωριστό άνθρωπο ήταν η ευγένεια και η απλότητα του χαρακτήρα του. Μπορούσες να συζητήσεις ώρες μαζί του, για οποιοδήποτε ζήτημα, χωρίς να έχεις την αίσθηση ότι σε αντιμετώπιζε από θέση ισχύος. Πάντα είχε απορίες για διάφορα επιστημονικά ζητήματα και δεν δίσταζε να σε κάνει κοινωνό του προβληματισμού του.

Για τελευταία φορά τον συνάντησα, τρεις εβδομάδες πριν από τον θάνατό του, στο Ηράκλειο. Στο διαμέρισμά του, στη οδό Μηλιαράκη 1, όπου ζούσε λιτά με την αγαπημένη του Μάρθα. Αν και ξαπλωμένος στο κρεβάτι αδημονούσε να συζητήσει για διάφορα θέματα. Τα σημάδια ωστόσο από την περιπέτεια τις υγείας του ήταν εμφανή.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξε για την πρόσφατη έρευνά μου σχετικά με τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες ολοκληρώθηκε η πρώτη κριτική έκδοση του «Ερωτοκρίτου», το 1915. Οι αποκαλυπτικές πληροφορίες που έδωσε για το ζήτημα, στηριζόμενος σε μαρτυρίες του συγγενικού περιβάλλοντός του, τεκμηρίωναν όσα αναφέρονταν σε έγγραφα της εποχής.

Ήταν γι’ αυτόν, φαίνεται, η ώρα του απολογισμού και τις αυτοκριτικής. Έτσι, ύστερα από μια νέα ανάγνωση τις «Οδύσσειας» του Νίκου Καζαντζάκη που είχε επιχειρήσει, σχολίαζε ορισμένες ποιητικές αστοχίες του αγαπημένου του συγγραφέα, αποτέλεσμα της επίδρασης των ψυχαρικών ιδεών. Με αφετηρία τη βιβλιοκρισία του Κωστή Παλαμά για την έκδοση του «Ερωτοκρίτου» του 1915, επισήμαινε την ανάγκη επανεκτίμησης του πλούσιου κριτικού έργου του, για το οποίο, παραδέχτηκε, ότι δεν τον είχε απασχολήσει, στον βαθμό που θα έπρεπε.

Παρότι είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί ότι οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν, με την ίδια μεθοδικότητα που πάντα τον διέκρινε, σχεδίαζε τις επόμενες κινήσεις του: να συνεχίσει τη μετάφραση ποιημάτων ξένων ποιητών που τον είχαν συγκινήσει, να ασχοληθεί με επιμέρους θέματα του σολωμικού έργου, να επιφέρει ορισμένες βελτιώσεις στα βιβλία που είχε τυπώσει… Ο θάνατος, όμως, διέκοψε μια μακρά και πολυδιάστατη διαδρομή. Η απώλεια για τα ελληνικά γράμματα, και όχι μόνο, είναι τεράστια.

ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΤΣΙΚΝΑΚΗΣ

Μία πρώτη μορφή του κειμένου, με τον τίτλο «Στυλιανός Αλεξίου. Ξεχώρισε για την ευγένεια και την απλότητα του χαρακτήρα του», δημοσιεύτηκε στην εφημ. «Η Αυγή της Κυριακής» (17 Νοεμβρίου 2013).

 

 
Υπογράφοντας το πρώτο αντίτυπο της έκδοσης: Διονυσίου Σολωμού «Ποιήματα και πεζά» τον Μάιο του 1994, στο Τυπογραφείο των Εκδόσεων «Στιγμή» (Ζωοδόχου Πηγής 91-93).

Δύο κείμενα για την ανθολογική έκδοση «Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά…» (2/2)

τοῦ ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 2019 καὶ μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπέτειο τῶν διακοσίων ἐτῶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ὁ συγγραφέας Γιάννης Πατίλης, μέλος τοῦ ΔΣ τοῦ Ἱδρύματος Τάκης Σινόπουλος ‒ Σπουδαστήριο Νεοελληνικῆς Ποίησης, ἐμπνεύστηκε ἕναν ἀνθολογικὸ τόμο, ὁ ὁποῖος θὰ περιελάμβανε ποιήματα Ἑλλήνων καὶ ξένων συγγραφέων μὲ θέμα τὴν ἑλληνικὴ παλιγγενεσία. Πολὺ σύντομα, σύσσωμο τὸ ΔΣ τοῦ Ἱδρύματος, προεξάρχοντος τοῦ προέδρου του, Ξάνθου Μαϊντᾶ, ἀγκάλιασαν τὴν ἰδέα αὐτὴ καὶ ἔθεσαν σὲ ἐφαρμογὴ ἕνα πλάνο σύστασής της μὲ τὴν ἀρωγὴ τῆς Τράπεζας Πειραιῶς, ἡ ὁποία μὲ τὴ σειρά της ἐνέταξε τὸν τόμο αὐτὸν στὸ πρόγραμμα δράσεών της γιὰ τὸ 1821.

Ἡ ἀνθολογικὴ ἐπιμέλεια ἀνετέθη στὸν φιλόλογο καὶ κριτικὸ λογοτεχνίας, ὑποψήφιο διδάκτορα Μάνο Κουμῆ καὶ στὸν ὑποφαινόμενο, στὸν ὁποῖον πιστώνεται ἐπίσης ἡ φιλολογικὴ ἐπιμέλεια καὶ ἡ γενικότερη φροντίδα τοῦ τόμου. Τὸ ἐγχείρημα αὐτὸ ὑπῆρξε ἤδη ἀπὸ τὴ σύλληψή του παράτολμο. Ὁ ἔλεγχος τῶν κειμενικῶν τεκμηρίων ὄφειλε νὰ καλύψει περίπου δυόμιση αἰῶνες ποιητικῆς παραγωγῆς, ἐνῶ ἡ ἔρευνα δὲν γινόταν νὰ περιοριστεῖ μόνο στὰ γνωστὰ καὶ εὐκόλως ἐντοπίσιμα ἔργα, μὰ νὰ ἐπεκταθεῖ σὲ πηγὲς δευτερεύουσες, ἄγνωστες καὶ πολὺ συχνὰ δυσεύρετες.

Παρὰ ταῦτα, ἔπειτα ἀπὸ μῆνες ἀνάγνωσης, ἀποθησαύρισης καὶ ἀρχειοθέτησης, οἱ δύο ἀνθολόγοι ἔχοντας προσπελάσει περίπου 2.000 ποιητικὲς συλλογές, κατέληξαν σὲ ἕνα σῶμα εὑρεθέντων ποιημάτων ἐκ τῶν ὁποίων καλοῦνταν νὰ ἐπιλέξουν ποιά ἐπρόκειτο νὰ συμπεριληφθοῦν στὸ ἀνθολογικὸ corpus. Μιὰ διαδικασία ἂν ὄχι μακρὰ ὅσον ἀφορᾶ στὴ διάρκειά της, μιᾶς καὶ συνέβαινε ἀνὰ τακτὰ διαστήματα παράλληλα μὲ τὴν ἔρευνα καὶ τὸν ἐντοπισμὸ νέων ποιημάτων, σίγουρα ὅμως ἐπίπονη ἕως καὶ ψυχοφθόρα, δεδομένης τῆς σημασίας τοῦ ἔργου ποὺ φαινόταν νὰ σχηματίζεται.

Ἡ σύσταση μιᾶς ἀνθολογίας χαρακτηρίζεται στὶς πλεῖστες τῶν περιπτώσεων ἀπὸ δύο καθοριστικοὺς παράγοντες, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλοι ἀπὸ τὴν αἰσθητικὴ καὶ τὴν ἀντιπροσωπευτικότητα. Στὴν περίπτωση τοῦ τόμου Χαῖρε, ὢ χαῖρε Ἐλευθεριά!, πάρθηκε ἡ ἀπόφαση νὰ ὑπάρχουν ἑκατέρωθεν παραχωρήσεις ἐφόσον ἐξυπηρετεῖτο ὁ ἀπώτερος στόχος τοῦ ἔργου. Μ’ ἄλλα λόγια, τὸ ἰδανικὸ ποίημα ἦταν ἐκεῖνο ποὺ συνδύαζε ὑψηλὸ αἰσθητικό, λογοτεχνικὸ ἀποτύπωμα, ἀλλὰ καὶ πλούσιες ἀναφορὲς σὲ περιστατικὰ ἢ πρόσωπα τῆς Ἐπανάστασης. Παρ’ ὅλα αὐτά, ἡ ἀρχικὴ συγκομιδὴ τῶν ποιημάτων μὲ ἀναφορὲς στὸ 1821 ἀπέδειξε ὅτι κάθε ἕνα ποίημα θὰ ἔπρεπε νὰ ἀντιμετωπίζεται ὡς ἕνα ξεχωριστὸ σύμπαν καὶ βάσει αὐτοῦ νὰ κρίνεται ἐὰν θὰ συμπεριληφθεῖ στὸν τόμο μας ἢ ὄχι. Ἔτσι, προκρίθηκαν καὶ ποιήματα ποὺ ἐνδεχομένως ὑστεροῦσαν αἰσθητικὰ μπροστὰ στὸν Βαλαωρίτη, τὸν Σολωμὸ ἢ τὸν Κάλβο, περιελάμβαναν ὅμως ἀναφορὲς σὲ πρόσωπα, περιστατικὰ καὶ γεγονότα ποὺ ἐμφανίζονται πολλὲς φορὲς ἅπαξ στὴ λογοτεχνία μας, κι’ ὡς ἐκ τούτου δὲν γινόταν νὰ ἐξοβελιστοῦν ἀπὸ τὴν τελικὴ ἐπιλογή. Ὁπωσδήποτε ἡ συνθήκη τῆς ἀντιπροσωπευτικότητας ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλα πεδία, ὅπως λ.χ. στὴ συμπερίληψη ποιητῶν λιγότερο γνωστῶν ἢ προβεβλημένων, ποιημάτων ποὺ θεματοποιοῦν τὴ μη-ἡρωϊκὴ πλευρὰ τῆς Ἐπανάστασης ἢ/καὶ ποιημάτων ποὺ περιεῖχαν ἁπλὲς μνεῖες στὸ ’21, χρησιμοποιῶντας το ὡς μιὰ ἱστορικὴ ἀντικειμενικὴ συστοιχία μὲ τὸν πραγματολογικὸ περίγυρο τῆς ἐποχῆς ποὺ γράφτηκαν.

Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ μὲ τοὺς Ξένους συγγραφεῖς, συγκεντρώνοντας ποιήματα ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, τὴν Γαλλία, τὴν Γερμανία, τὴν Ρωσσία, ἀκόμα κι’ ἀπὸ τὴ μακρινὴ Κούβα, ἀνθολογῶντας ποιητὲς γνωστοὺς σὲ ὅλους μας, ὅπως λ.χ. ὁ Λόρδος Βύρων, ὁ Βίκτωρ Οὑγκώ, ὁ Οὐλιέλμος Μύλλερ καὶ ὁ Ἀλέξανδρος Πούσκιν, ἀλλὰ καὶ ἐλάσσονες φωνὲς ἄσημων ἀλλοδαπῶν συγγραφέων ποὺ ἐμπνεύστηκαν ἀπὸ τὰ γεγονότα τοῦ 1821.

Ὡστόσο, μιὰ ἀνθολόγηση ποιημάτων δὲν θὰ μποροῦσε ἀπὸ μόνη της νὰ ἀποδώσει τὸ βάρος τοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος ποὺ κίνησε τὴ σύσταση αὐτῆς τῆς ἐργασίας. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν ἀποφασίστηκε τὰ ποιήματα νὰ παρουσιάζονται συνοδευόμενα ἀπὸ γλωσσικὰ καὶ πραγματολογικὰ ὑπομνήματα, παραθέτοντας κάθε φορὰ στὸ τέλος καθεμιᾶς ἑνότητας ἕνα σύντομο βιογραφικὸ σημείωμα τοῦ συγγραφέα καὶ τὶς βιβλιογραφικὲς πηγὲς ἀπ’ ὅπου ἀντλήθηκαν τὰ κείμενα. Ὅσον ἀφορᾶ στὰ ὑπομνήματα, τὸ μὲν γλωσσικὸ παρατηρεῖ κανεὶς ὅτι περιλαμβάνει τόσο λέξεις ἢ φράσεις ἐν πολλοῖς ἄγνωστες στὸ εὐρὺ κοινό, τουρκογενεῖς ἢ δυτικοφερμένες, ἢ πολλὲς φορὲς καὶ ἀνήκουσες στὴν ἀρχαΐζουσα ἢ τὴν καθαρεύουσα, ὅσο καὶ πιὸ κοινὲς λέξεις ποὺ χρησιμοποιοῦνται μέχρι σήμερα στὰ νέα ἑλληνικά. Ὁ λόγος τῆς συμπερίληψης ἐξαντλητικῶν γλωσσικῶν ὑπομνημάτων ὑπαγορεύθηκε ἀπὸ μιὰν ἀπώτερη στόχευση τοῦ τόμου αὐτοῦ ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν ἀπεύθυνσή του ὄχι μόνο στὸ ἐνήλικο ἐγγράμματο κοινὸ καὶ τοὺς ἐπαΐοντες, ἀλλὰ καὶ στὶς νεώτερες γενιές, πολλῷ δὲ μᾶλλον στοὺς Ἕλληνες τῆς Διασπορᾶς ποὺ ἐνδεχομένως χρειάζεται νὰ γνωρίζουν ὅτι τὸ «βόλι» εἶναι τὸ «βλῆμα πυροβόλου ὅπλου» ἢ ὅτι τὸ «τραγὶ» εἶναι τὸ «ἐνήλικο ἀρσενικὸ ἐρίφιο».

Στὰ δὲ πραγματολογικὰ ὑπομνήματα ποὺ ἀκολουθοῦν τὰ γλωσσικὰ κάτω ἀπὸ κάθε ποίημα, βρίσκονται πληροφορίες γιὰ πρόσωπα, καταστάσεις, γεγονότα, μάχες καὶ συνδηλώσεις ποὺ ἐντοπίζονται στοὺς στίχους τῶν ποιημάτων, καθιστῶντας εὐκολότερες τὴν κατανόηση καὶ τὴν ἑρμηνεία, βοηθῶντας παράλληλα τὴν ἱστορικὴ ἔνταξη τοῦ ἀναγνώστη στὰ νεώτερα ποιήματα ὅπου τὸ 1821 λειτουργεῖ ἀντιστικτικά.

Πέρα ὅμως ἀπὸ τὰ ποιήματα καὶ τὰ ὑπομνήματα ποὺ συνοδεύουν τὴν κειμενικὴ ὕλη τοῦ βιβλίου, ὁ τόμος αὐτὸς ἐπεκτάθηκε καὶ σὲ ἄλλα πεδία, ἐπιδιώκοντας νὰ καλύψει κατὰ τὸ δυνατὸν περισσότερες ὄψεις τῆς τέχνης ποὺ ἐνδύθηκε ἢ ἐνέδυσε τὴν Ἐπανάσταση. Τὸ εἰκαστικὸ κομμάτι, λοιπόν, χωρίστηκε σὲ δύο μέρη: ἀφ’ ἑνὸς στὴν εἰκονογράφηση τοῦ τόμου, ἡ ὁποία ἐπιλέχθηκε προσεκτικὰ προκειμένου νὰ ἀναδειχθεῖ τόσο ἡ ἀκαδημαϊκὴ ζωγραφικὴ ποὺ ἱστόρησε ἐπαναστατικὰ θέματα, ὅσο καὶ ἡ λαϊκὴ τέχνη ποὺ ἐμπνεόμενη ἀπὸ τὸν Ἀγῶνα δημιούργησε μὲ τὰ δικά της μέσα καὶ στὴ δική της κλίμακα σπουδαῖα ἔργα. Δὲν εἶναι μάλιστα λίγες οἱ φορὲς ποὺ τὰ εἰκαστικὰ ἔργα συνομιλοῦν μὲ τὰ ποιήματα, ἐξ οὗ καὶ ἡ στρατηγικὴ τοποθετησή τους στὶς σελίδες τοῦ τόμου. Στὴν οὐσία τὸ εἰκαστικὸ τμῆμα συνιστᾶ κι’ αὐτὸ μιὰν ἄτυπη ἀνθολογία περιλαμβάνοντας ὄχι μόνο ἀναγνωρίσιμα, ἀλλὰ καὶ ἀνεύρετα ἢ λιγότερο γνωστὰ ἔργα συνοδευόμενα πάντοτε ἀπὸ ἀναλυτικὲς λεζάντες.

Ἀφ’ ἑτέρου, τὶς σελίδες τοῦ τόμου διανθίζουν τυπογραφικὰ κοσμήματα τῆς Ἡρῶς Νικοπούλου, τὰ ὁποῖα σχεδιάστηκαν ἀποκλειστικὰ γιὰ αὐτὸν καὶ ἐπεξηγοῦνται ἀναλυτικὰ ἐντασσόμενα στὴν ἱστορική τους διάσταση σὲ εἰκονογραφικὸ παράρτημα στὸ τέλος τοῦ βιβλίου, ὅπου κάθε ἕνα κόσμημα συνοδεύεται ἀπὸ κείμενα ἐπιμελημένα ἀπὸ τὴν εἰκαστικὸ καὶ συγγραφέα συνεργάτιδα τῆς ἀνθολογίας. Πέραν τῆς σὲ λειτουργικὸ ἐπίπεδο ποικιλματικῆς χρήσης τῶν κοσμημάτων αὐτῶν, ἔχει ὑψηλὴ παιδευτικὴ σημασία ἡ ἀπεικόνιση ἀντικειμένων ἢ μεταφορικῶν μέσων ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν στεριανὸ ἢ θαλάσσιο ἔνοπλο ἀγῶνα, ἀλλὰ κι’ ἀπ’ τὸν κόσμο τῆς διανόησης ποὺ μὲ κάθε μέσο ὑποστήριξε τὸν ἐθνικοαπελευθερωτικὸ σκοπό. Ἔτσι, πλάι στὰ γιαταγάνια, τὶς κορβέτες καὶ τὰ καρυοφύλλια, βρίσκει κανεὶς ματογυάλια καὶ καλαμάρια, ἀποτίοντας φόρο τιμῆς σὲ ὅλους ὅσους ἐπιστράτευσαν τὸν νοῦ καὶ τὸ κοντύλι. Μεταξὺ ἄλλων, φιλοτεχνήθηκαν καὶ τμήματα ἢ ἐξαρτήματα τῆς παραδοσιακῆς ἐνδυμασίας. Ένισχύθηκε μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ἡ ἐγκυκλοπαιδικὴ διάσταση δίνοντας ὄψη στὰ συμπαρομαρτοῦντα τῆς προετοιμασίας καὶ τῆς περάτωσης τῆς Ἐπανάστασης.

~.~

Ὅλα τὰ παραπάνω, ἑπομένως, συνιστοῦν ἕνα σύνολο ποὺ μὲ τὶς τυπογραφικὲς χάριτες τῆς κας Μπαλῆ καὶ τοῦ Ἀναγράμματος κατόρθωσαν νὰ διαμορφώσουν τὸ ἀνὰ χεῖρας χαρτῶο ἄθροισμα τῆς Ἀνθολογίας μας ‒ μιὰ δουλειὰ ποὺ τύχῃ ἀγαθῇ θὰ μνημονεύεται. Πέραν ὅμως τῶν συντελεστῶν ποὺ ἐργάστηκαν γιὰ τὴν ἀνθολογία καὶ τὴν ἐπιμέλειά της, ὑπάρχουν κι’ ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ εἴτε ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ Ἱδρύματος, εἴτε ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς Τράπεζας Πειραιῶς συνέβαλαν στὸ τελικὸ ἀποτέλεσμα ποὺ παρουσιάζεται σήμερα. Ἀναφέρθηκε σὲ ὅλους προηγουμένως ὁ πρόεδρος κ. Ξάνθος Μαϊντᾶς. Προσωπικὰ θὰ ἤθελα κι’ ἐγὼ ἀπὸ αὐτὸ τὸ βῆμα νὰ εὐχαριστήσω τὸν Δῆμο τῆς Νέας Ἰωνίας ποὺ ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια στηρίζει ἀπροϋπόθετα τὴ λειτουργία τοῦ Ἱδρύματος, καθιστῶντας ἕναν φαινομενικὰ μικρὸ ὀργανισμὸ μιὰ ἀπὸ τὶς πλέον ἀναγνωρίσιμες μῆτρες πολιτισμοῦ τῆς χώρας, μὲ δράσεις ποὺ συχνὰ ξεπερνοῦν καὶ τὰ ἑλληνικὰ σύνορα ‒ κάτι ἐξαιρετικὰ σημαντικὸ ἂν μοῦ ἐπιτρέπετε γιὰ ἕναν Δῆμο, ὁ ὁποῖος κατοικεῖται κατὰ κόρον ἀπὸ λαϊκὰ ἐργατικὰ στρώματα· αὐτοὺς δηλαδὴ ποὺ στὴ βάση τους στηρίζουν τόσο τὸ οἰκοδόμημα ὅσο καὶ τὸ ἐποικοδόμημα ἂν ἀναλογιστεῖ κανεὶς τὸ πλῆθος τῶν Ἰωνιωτῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων στὸν ἕναν αἰῶνα ζωῆς τῆς σπουδαίας προσφυγικῆς αὐτῆς συνοικίας. Σὲ ὅλους τοὺς παραπάνω, ἀξίζουν χάριτες ποὺ μὲ ὅλες τους τὶς δυνάμεις καὶ συμβολές τους περάτωσαν ἕνα τέτοιο ἔργο.

~.~

Καὶ οἱ χάριτες αὐτὲς ἀξίζουν ὄχι τόσο γιὰ τὴν ἔκδοση καθ’ αὑτή, ὅσο γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐν μέσῳ μιᾶς συγκυρίας ἡ ὁποία καθὲ ἄλλο παρὰ προσφερόταν γιὰ ἑορτασμούς, οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἔθεσαν τὶς δυνάμεις τους στὶς ὑπηρεσίες ἑνὸς σκοποῦ πρωτίστως παιδευτικοῦ καὶ ἀληθινοῦ ‒ ἀληθινοῦ, δηλαδὴ ἐθνικοῦ, γιὰ νὰ φέρουμε στὸν νοῦ μας τὸν Διονύσιο Σολωμό.

Τὸ περιεχόμενο τῆς ποιητικῆς ἀνθολογίας μας ἀποδεικνύει μὲ ἐναργῆ τρόπο ὅτι ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821 κινήθηκε τόσο ἀπὸ τὰ πάνω ὅσο κι’ ἀπὸ τὰ κάτω, συνιστῶντας ὄχι μόνο μιὰ ἐγχώρια, στενὰ πατριωτικὴ ὑπόθεση, ἀλλὰ τουναντίον, μιὰ εὐρωπαϊκῆς ἐμβέλειας πράξη κρατογένεσης ὁδηγῶντας σὲ σημαντικὲς ἀνακατατάξεις τὰ ἀποτελέσματα τῶν ὁποίων εἶναι ὀρατὰ ἀκόμα καὶ σήμερα. Ἡ θρυαλλίδα τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης μετουσίωσε σὲ πράξη τὰ προτάγματα τοῦ Διαφωτισμοῦ καὶ τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ βασίστηκε σὲ πυλῶνες τοῦ ἑλληνισμοῦ ὅπως ἡ γλώσσα, ἡ ὀρθόδοξη χριστιανικὴ πίστη, ἀκόμα καὶ τὸ ἀρχαῖο κλέος, διαμορφώνοντας πρωτογενῶς τὸ τριαδικὸ σχῆμα τῆς ἑλληνικῆς συνέχειας. Οἱ μύθοι ποὺ πλαισιώνουν τὴν Ἐπανάσταση, οἱ ὁποῖοι πολὺ συχνὰ ἀναθεωροῦνται ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ ἔρευνα, κρύβουν στὸν πυρήνα τους μιὰ λαϊκὴ διάθεση ἀπόδοσης τιμῆς στοὺς πυλῶνες αὐτούς. Τὸ τουφέκι καὶ ἡ πάλα ἔχουν τὴν τιμητική τους, ὡστόσο δίχως ὅλους ἐκείνους ποὺ ὑποστήλωσαν τὸν Ἀγῶνα ἠθικά, πνευματικὰ καὶ οἰκονομικά, ὁ τελευταῖος ἐνδέχεται νὰ εἶχε τὴν κατάληξη ὅλων τῶν προεπαναστατικῶν κινημάτων. Οἱ δύο αὐτὲς ροὲς εἶναι μεταξύ τους ἀλληλένδετες καὶ σχηματίζουν ἕνα σύμπαν, ἕνα ἡρωϊκὸ πάνθεον ἀπὸ τὸ ὁποῖο δὲν γίνεται νὰ λείπει ὁ μύθος.

Συνάμα, στὴν ἀνθολογία μας οὐκ ὀλίγες ἀναφορὲς γίνονται στὴν ἄλλη ὄψη τῆς Ἐπανάστασης· αὐτὴ τῶν διχασμῶν, τῶν αὐτομολήσεων καὶ τῶν “καπακιῶν”, ἐνδεχομένως καὶ ὁρισμένων κοινῶς παραδεκτῶν θηριωδιῶν. Ποιός ὅμως δὲν συμφωνεῖ ὅτι στὴν ἐπίτευξη ἑνὸς ἐπαναστατικοῦ σκοποῦ δὲν συμβάλλουν μόνον οἱ ἄγγελοι, ἀλλὰ κι’ οἱ δαίμονες τῆς ἀνθρώπινης φύσεως; Ἡ λαϊκὴ ἐξίσωση —ἂν μοῦ ἐπιτρέπετε— τῶν ἀβγῶν καὶ τῆς ὀμελέτας δὲν γίνεται νὰ λείπει κι’ ἐν προκειμένῳ ‒ ἡ οἰκονομία μιᾶς πορείας ἀπαιτεῖ ὅλα τὰ ἐμπόδια ποὺ τελικὰ τὴν καθιστοῦν ἄξια καὶ λάμπουσα ἀνάμεσα σὲ πολλὲς ἄλλες. Ἡ λογοτεχνία δὲν τέρπει μόνο, ἀλλὰ καὶ φρονηματίζει, παραδειγματίζει, διδάσκει. Ἡ συμπερίληψη καί τέτοιων ποιημάτων κινήθηκε πρὸς αὐτή, τὴ “σωφρονιστικὴ” —ἂν θέλετε— κατέυθυνση. Ἄλλωστε, πλεῖστοι ὅσοι θεωρητικοὶ καὶ πολιτικοὶ ἐπιστήμονες κάνουν λόγο γιὰ βία καὶ ἀντι-βία. Πῶς μπορεῖ, ἑπομένως, νὰ κατηγορηθεῖ ἡ ἑλληνικὴ πλευρὰ γιὰ βίαιη κατάληψη τῆς Τρίπολης, ὅταν τὰ ὀξυμένα πνεύματα τετρακοσίων ἐτῶν ἁπλῶς συσσώρευσαν τὴν ὀργή τους σὲ μιὰ πράξη ἀντι-βίας; Τὸ παράδειγμα αὐτό, κι’ ἄλλα παρόμοια, μπορεῖ κανεὶς νὰ τὰ ἐντοπίσει σὲ ποιήματα ποὺ βρίσκονται στὸν ὀγκηρὸ αὐτὸν τόμο.

~.~

Διακόσια χρόνια μετὰ καὶ ἡ νεοελληνικὴ ἱστορία ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει πάντοτε στραμμένο τὸ βλέμμα της στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821. Πῶς ὄχι, ἄλλωστε, ὅταν αὐτὴ ἡ ἴδια στέκει ὡς φάρος, ὡς παράδειγμα λαμπρὸ καὶ φωτεινὸ μονοπάτι τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ποὺ παρὰ τὶς διαρκεῖς προκλήσεις ἐξακολουθεῖ νὰ ἐπιβιώνει ἄλλοτε μὲ λιγότερες κι’ ἄλλοτε μὲ περισσότερες ἀπώλειες; Τὸ κυανέρυθρο αὐτὸ φῶς τοῦ φάρου, κυανὸ καθὼς ἑλληνικό, ἐρυθρὸ καθὼς καθημαγμένο, προσπαθήσαμε κι’ ἐμεῖς μὲ τὶς ὅποιες δυνάμεις μας νὰ τιμήσουμε, βάζοντας ἕνα μικρὸ λιθαράκι ποὺ πέρα ἀπὸ τὴ συγχρονία, τὸ παρόν, εὐχόμαστε νὰ ἀποτελέσει διαχρονικὴ παρακαταθήκη γιὰ τὸ μέλλον ‒ τὶς νέες γενιὲς Ἑλλήνων, τὶς νέες γενιὲς ἐλεύθερων ἀνθρώπων.

ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ

Νέα Ἰωνία, 13 Ὀκτωβρίου 2021

Δύο κείμενα για την ανθολογική έκδοση «Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά!…» (1/2)

του ΞΑΝΘΟΥ ΜΑΪΝΤΑ

Το να συνεορτάσουμε τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 χωρίς καμία επίμονη ματιά στη σημερινή κοινωνία μας, μόνο ως φολκλόρ και γελοιότητα μπορεί να ακουστεί. Αν και αυτό δεν απέχει πολύ από παλαιότερες αλλά και σημερινές κυβερνητικές επιλογές.

Δεν έχουν περάσει πολλές δεκαετίες που οι εορταστικές εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου είχαν αποκλειστικά τον χαρακτήρα της εθνοπατριωτικής υποκρισίας, όπου οι μετεμφυλιοπολεμικοί ηγέτες του τόπου στις βροντώδεις ανοησίες τους μαγάριζαν, όταν έπιαναν στο στόμα τους, καί το Έθνος των Ελλήνων καί την πτωχή Πατρίδα. Και φυσικά το άλλο άκρο καιροφυλακτούσε. Στα χρόνια της μεταπολίτευσης και της ευτυχισμένης μας ένταξης στην Ευρώπη, με την υπόσχεση της καταναλωτικής ευμάρειας , ήρθαμε αντιμέτωποι με το αντιδιαμετρικό αίσχος. Εθνοαποδόμηση αντί για εθνοπατριωτισμό. Στο σωρό της αποδομητικής επιχειρηματολογίας τους, το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο αλλά όχι το μόνο, εμφανίζεται με το βιβλίο ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού και την ιδιαίτερη αναφορά του στο ’21. Αντί λοιπόν για κριτική σκέψη, αντί για συνεχή θεώρηση και αναθεώρηση, αντί για τίμια στάση απέναντι στο γεγονός μιας μεγάλης επανάστασης, είχαμε την ευκολία της αποδόμησης. Μαζί στην προσπάθεια αυτή υπήρξαν οι νεοφιλελεύθεροι μιμητές ό,τι ξένου και οι δήθεν προοδευτικοί του θολού διεθνισμού. Απόπειρα τελικά, μιας αεθνικής πολιτικής που έδειχνε να συγκλίνει με οτιδήποτε άνοιγε, χωρίς όρους και όρια, σύνορα και πόρτες στα επαχθέστερα των σύγχρονων συμφερόντων. Η Δημοκρατία αναιρούταν μέσα στην ίδια την Δημοκρατία. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, κάθε χρόνο γιορτάζαμε την ημέρα της Εθνικής Παλιγγενεσίας.

Ναι. Να συνεορτάσουμε και να τιμήσουμε όλοι οι Έλληνες τη Μεγάλη Ελληνική Επανάσταση στη διακοσιοστή επέτειό της. Χωρίς όμως να κλείνουμε τα μάτια στη βαθύτατη παρακμή της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. Πολλά τα δεινά που έχουμε να μετρήσουμε στην πορεία μας σήμερα. Πολιτικά είμαστε προσαρμοσμένοι, για την ακρίβεια δεμένοι, στην εξάρτηση. Μάλιστα οι κυρίαρχες πολιτικές ελίτ, με εντυπωσιακό εθελοντισμό, υπακούν σε μια τέτοια κατεύθυνση. Ο Ελληνισμός συρρικνώνεται, ακόμη και πολιτιστικά, εκεί όπου είχε μέχρι και πρόσφατα το πλεονέκτημα. Ο μιμητισμός του ευρωπαϊκού ή αμερικάνικου τρόπου πήρε τη θέση του παλαιού δημιουργικού κοσμοπολιτισμού των Ελλήνων της διασποράς. Και οι “ποικίλες δράσεις των στοχαστικών προσαρμογών”, ίδιον κατά τον Καβάφη του Ελληνισμού, εξαφανίστηκαν δίνοντας ό,τι πιο άχρωμο και άοσμο στον σημερινό κόσμο μας, τον νεοελληνικό του 21ου αιώνα. Συγχρόνως φέραμε βαρέως στις πλάτες μας και με κάθε τρόπο αρνηθήκαμε την παράδοσή μας, τη σημαντικότερη ίσως στον κόσμο. Έτσι βολευτήκαμε στη νωθρότητα και αγκαλιάσαμε σαν ξιπασμένοι επαρχιώτες ό,τι ξένο. Καμία δημιουργική στάση, καμία σύνθεση, μόνο μιμητισμός. Όμως η συρρίκνωση του Ελληνισμού γίνεται ακόμα πιο φανερή στις ημέρες μας, όταν δούμε τα δημογραφικά στοιχεία. Κάθε χρόνο μειωνόμαστε με τέτοιο τρόπο που ισοδυναμεί με την απώλεια μιας πόλης όπως η Καλαμάτα και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε τι θα είναι αυτό που θα ανατρέψει μια τέτοια δημογραφική διολίσθηση, η οποία δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε τι θα επιφέρει σε πενήντα με ογδόντα χρόνια.

Μ’ αυτά τα δεδομένα, αλλά με γνώση και φρόνηση, με τα μάτια ανοιχτά και την ψυχή σε βρασμό, να εορτάσουμε και να συνεορτάσουμε την 25η Μαρτίου. Και ας αγκαλιάσουμε το μήνυμα που δίνει ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά γεγονότα του 19ου αιώνα. Πως η Ελευθερία μόνο με την κόψη μετριέται του σπαθιού την τρομερή.

Το Ίδρυμα Τάκης Σινόπουλος ‒ Σπουδαστήριο Νεοελληνικής Ποίησης με την ευγενική χορηγία και συνεργασία της Τράπεζας Πειραιώς αποφάσισε τη συμμετοχή στον εορτασμό της εθνικής παλιγγενεσίας με την πραγμάτωση ανθολογίας ποιημάτων που έχουν ως πηγή έμπνευσης το 1821. Έτσι αξιωθήκαμε σήμερα να δώσουμε στο αναγνωστικό κοινό την ανθολογία μας που φέρει τον τίτλο : Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά! Ο Αγώνας του 1821 στην Ελληνική και Ξένη Ποίηση.

Όμως ποιος είναι ο λόγος της ποίησης για ένα τόσο μεγάλο ιστορικό γεγονός, γιατί επελέγη από εμάς στην επετειακή μας κατάθεση, και τι μπορεί να αρθρώσει η ποίηση όταν στέκεται απέναντι στο 1821;

Βαθύτατη πεποίθησή μας είναι πως η ποίηση, μετά το μεγαλειώδες γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης, μετράει και αποτυπώνει τον βαθύ πόθο της ελευθερίας με το ανάστημα του θανάτου, και τότε γίνεται γνήσια, αιχμηρή, παρηγορητική και απελευθερωτική. Γίνεται η έκφραση του αγωνιζόμενου έθνους αποκαλύπτοντας το τρομερό πρόσωπο του εξαίσιου εγχειρήματος. Η επιβεβαίωση έρχεται ήδη από τους πρώτους στίχους του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν»: «Σε γνωρίζω από την κόψη / του σπαθιού την τρομερή, / σε γνωρίζω από την όψη / που με βία μετράει τη γη».

Προς τον σκοπό αυτό, έγινε ανάθεση σε δύο εξαίρετους νέους φιλολόγους, οι οποίοι διερεύνησαν, με τη στήριξη όλων μας, τα ελληνικά και ξένα ποιητικά πράγματα και έκαναν την επιλογή, την καταγραφή και τον εκτεταμένο σχολιασμό του υλικού. Τα ευρεθέντα τεκμήρια —άλλοτε γνωστά ποιήματα της δημοτικής και λόγιας ελληνικής γραμματείας, άλλοτε σπάνια μικρά αριστουργήματα, σχεδόν χαμένα στα άδυτα του ποιητικού μας χρυσωρυχείου— καθώς και η ξένη ποίηση, έκφραση του φιλελληνικού κινήματος συνθέτουν τον παρόντα τόμο.

Ας μου επιτραπεί, χωρίς οι αμφιβολίες να βαραίνουν τον σχολιασμό μου, να εικάσω πως το βιβλίο μας, που αποτελεί ταπεινή απότιση φόρου τιμής στους ανθρώπους, Έλληνες και Ξένους, που αγωνίστηκαν για την Ελευθερία της Ελλάδας, θα μακροημερεύσει, θα το αγκαλιάσουν πολλά χέρια και πολλές ματιές, θα συγκινήσει μελλοντικές γενιές. Έτσι το χαρίζουμε σήμερα στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό με την ελπίδα πως έστω και λίγο μπορεί να προσφέρει στη σκέψη και να συγκλονίσει την ψυχή των συμπολιτών μας. Και ίσως κάτι να θυμίσει, που αν ξεχαστεί θα μας πονέσει.

Θα ήθελα από τη θέση αυτή να εκφράσω θερμές ευχαριστίες στην Τράπεζα Πειραιώς και ιδιαίτερα στον πρόεδρό της κ. Γιώργο Χατζηνικολάου. Σε όλα τα μέλη του ΔΣ του Ιδρύματος, κι ιδιαίτερα στον Γιάννη Πατίλη, που είχε την αρχική έμπνευση καθώς και σημαντικό μέρος του σχεδιασμού, στον Κώστα Κουτσουρέλη που στάθηκε καίριος στις κρίσιμες στιγμές της δημιουργίας του έργου μας, στις κυρίες Λίλιαν Αθυμαρίτου και Αναστασία Κλάρα , στον Γιώργο Ζεβελάκη και στον Στέλιο Χαραλαμπόπουλο, καταθέτω την ευγνωμοσύνη μου. Στην ποιήτρια και ζωγράφο Ηρώ Νικοπούλου για τα κοσμήματα , στην βιβλιοθηκονόμο μας κ. Νούλα Κουκίδου και στον Μάνο Κουμή τις ευχαριστίες όλων μας. Ευχαριστίες στον φιλόλογο και ποιητή Συμεών Σταμπουλού, και στον ηθοποιό και σκηνοθέτη Πολύκαρπο Πολυκάρπου για την πολύτιμη προσφορά τους. Ευχαριστίες στον Δήμο της Νέας Ιωνίας που εδώ και 25 χρόνια μας στηρίζει ηθικά και υλικά σε κάθε μας βήμα. Αφήνω στο τέλος τον φιλόλογο και ποιητή, ανθολόγο, επιμελητή και σχολιαστή. Είναι ο δημιουργός του παρόντος πονήματος, του βιβλίου μας. Ένα μεγάλο ευχαριστώ οφείλουμε στον ξεχωριστό φίλο και συνεργάτη μας Θανάση Γαλανάκη.

ΞΑΝΘΟΣ ΜΑΪΝΤΑΣ

Νέα Ιωνία, 13 Οκτωβρίου 2021

Ο Ποσειδώνας στην Αμοργό

 

του ΜΑΝΩΛΗ ΜΠΟΥΖΑΚΗ

Στον αντιδικτατορικό αγώνα έλαβε μέρος στο περίφημο Κίνημα του Ναυτικού, όντας ο νεαρότερος από τους συλληφθέντες αξιωματικούς του στόλου. Μερικά χρόνια αργότερα, ίδρυσε και διηύθυνε έναν από τους σημαντικότερους εκδοτικούς οίκους της Μεταπολίτευσης, την ιστορική «γνώση». Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από την ανέκδοτη αυτοβιογραφία του Μανώλη Μπουζάκη Ο δρόμος του Ποσειδώνη: Αναμνήσεις ενός πλάνητα οδοιπόρου.

 

 

Καλοκαίρι 1988. Ο άνεμος ήταν ούριος και η θάλασσα ίσα που ρυτίδωνε. Με ανοιγμένα τρία πανιά αφήσαμε πίσω μας τη Σχοινούσα και βάλαμε πλώρη για την Αιγιάλη στην Αμοργό. Η Αμοργός ήταν και είναι ένα από τα αγαπημένα μου κυκλαδίτικα νησιά. Ο βασικός λόγος γι’ αυτή μου την προτίμηση είναι βέβαια οι άνθρωποι που γνώρισα εκεί, οι φιλίες που δημιούργησα, αλλά και μια αδιευκρίνιστη διαίσθηση, που έφερνε στα μάτια μου την Αμοργό σαν μια μικρή Κρήτη. Το γεωλογικό της ανάγλυφο, το γεωγραφικό της σχήμα, οι πολλές απόκρημνες βραχώδεις ακτές της, που μαζί με τις μαγικές αμμουδερές της παραλίες προσφέρουν στους επισκέπτες της αξέχαστες εμπειρίες, τα ορεινά της χωριά και τέλος κάποια τοπωνύμια όπως Γραμβούσα, Μινωικά (;) κ.ά. έφερναν πάντα την Αμοργό ψηλά στις προτιμήσεις μου, μέχρι που ανακάλυψα ένα ακόμη λόγο που την τοποθέτησε στην κορυφή και έκτοτε παραμένει εκεί σταθερή και αμετακίνητη.

Τις γυναίκες της Αμοργού συνόδευε πάντα η φήμη των ωραιότερων γυναικών της Ανατολής. Έψαξα να βρω τους λόγους που συντέλεσαν για να δημιουργηθεί αυτή τη φήμη. Ανακάλυψα λοιπόν πως, από τα πολύ παλιά χρόνια, οι γυναίκες της Αμοργού όταν έβγαιναν από το σπίτι τους για δουλειές ή για περίπατο φορούσαν πάντα λευκά γάντια και ήταν αναπόσπαστο αξεσουάρ τους το ειδικόν αλεξήλιον, αυτό που στις μέρες μας, νεοελληνιστί, ονομάζουμε ομπρέλα. Ανακάλυψα επίσης κρητικό ριζίτικο τραγούδι που υμνεί την ομορφιά Αμοργιανής νέας που τα κύματα της θάλασσας αποθέσαν ευγενικά σε ακτή της βόρειας Κρήτης, κοντά στα Χανιά, η οποία είχε ριχτεί στη θάλασσα όταν δέχτηκε επίθεση από ναύτες δικού της πλοίου που έκλεψε από τον καραβοκύρη πατέρα της, για να απαλλαγεί από την καταπίεση στην οποία την υπέβαλε. Τέλος, με ιδιαίτερο ενδιαφέρον πληροφορήθηκα ότι ο μεγάλος μας Αριστοφάνης, στη «Λυσιστράτη» του,  έντυσε με διαφανείς (see-through θα τις αποκαλούσαμε σήμερα σε άπταιστα νεοελληνικά), λινούς,  «αμοργίνους χιτώνας» τις Αθηναίες συζύγους των πολεμοχαρών αντρών τους, προκειμένου να τους προκαλέσουν αλλά να μην τους επιτρέψουν… αν δεν σταματούσαν τον πόλεμο.

Ταξιδεύαμε τρεις-τέσσερις ώρες. Εγώ στο τιμόνι και ο Ποσειδώνας ξαπλωμένος μπροστά από τα πόδια μου. Έχει τα μάτια ανοιχτά και στραμμένα απλανώς στην άκρη του ορίζοντα. Κάποια στιγμή σηκώνει το κεφάλι και με κοιτάζει εμφανώς ερωτηματικά. Τον ρωτώ «τι θες Ποσειδώνα;» Δεν μου απάντησε ούτε και κούνησε με κάποιο νόημα την ουρά του. Ξαναέφερα τα μάτια μου στην πυξίδα. Άξαφνα πετάχτηκε απάνω ο Ποσειδώνας, πήγε προσεκτικά κοντά στα ρέλια, στη δεξιά μπάντα του ιστιοπλοϊκού, σταμάτησε και με κοίταξε με το ίδιο ερωτηματικό ύφος. Ξαναρωτώ, «τι θες ρε Ποσειδώνα;» Καμιά κίνηση και καμιά απάντηση. Και τότε τον βλέπω να βάζει το κεφάλι του ανάμεσα στα συρματόσχοινα και με μία επιδέξια εκτίναξη πηδάει στη θάλασσα. Βάζω αστραπιαία το τιμόνι μου όλο δεξιά και κάνω κράτει. Ο γιος μου ο Γιώργος κι εγώ μαζεύουμε άτακτα τα πανιά. Λάσκα τη μεγίστη φωνάζω και στρέφω το βλέμμα στον Ποσειδώνα. Είναι πίσω μας, ασφαλής, ακίνητος, με το κεφάλι ψηλά και μου δίνει την εντύπωση πως… μάλλον απαγγέλλει κάποιο δικό του ποίημα. «Μπαμπά, νομίζω τα κάνει», μου λέει ο γιος μου. «Γεια σου, ρε Ποσειδώνα μεγάλε!» του φωνάζω. Άλλη μια φορά το είχε κάνει αυτό μετά όμως από πολύωρο ταξίδι. Εφτά, οχτώ ώρες, δεν θυμάμαι. Δεν αντέχει ο λεβέντης να λερώσει το σκάφος. Κατεβάζουμε μια πλαϊνή, μικρή σκάλα και πάμε δίπλα στο γνήσιο παιδί του παλιού, θαλασσινού Ποσειδώνα. Πατάει το πόδι του στο πρώτο σκαλοπάτι, τον πιάνω από το σβέρκο και ωωπ, απάνω στο κατάστρωμα ο καλός μου.

Φτάσαμε απογευματάκι στην Αιγιάλη. Ειδοποιημένος ο φίλος μας ο καπετάν Δημήτρης μας έχει έτοιμο το ρεμέτζο του και δένουμε με ασφάλεια στο μικρό λιμανάκι. Βρίσκεται ήδη εκεί ο επίσης καλός φίλος ο Τάκης με τη γυναίκα του τη Σοφούλα. Ανεβήκαμε πιο ψηλά στο χωριό όλοι, η γυναίκα μου η Φλώρα, τα παιδιά μου και οι φίλοι μας ο Τάκης με τη Σοφούλα, όταν ο ήλιος ήταν έτοιμος να βουτήξει στη θάλασσα. Είχαμε μια σπάνια ζωγραφιά, μια μοναδική θαλασσογραφία στα μάτια μας. Γιορτάσαμε τη συνάντησή μας πιο αργά το βράδυ στο «κοράλλι» με φίνα μπαρμπουνάκια και αστακομακαρονάδα. Το άσπρο κρασί ήταν υπέροχο.

Την επομένη στις 6.30 τα ξημερώματα ήμουν στο πόδι. Έχω πάρει τη μεγάλη, μαύρη σακούλα σχεδόν γεμάτη με τα λογής απορρίμματα που είχαμε μαζέψει τις προηγούμενες τρεις-τέσσερις μέρες και συνοδευόμενος από τον Ποσειδώνα διέσχιζα την πλατεία πηγαίνοντας στον κάδο των σκουπιδιών, μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα. Τα περισσότερα καφενεία της πλατείας είναι ακόμη κλειστά. Ένα είναι ανοιχτό και κάθονται έξω για τον πρωινό τους καφέ καμιά δεκαπενταριά άνθρωποι. Όταν βρισκόμουν στο ύψος του καφενείου αυτού βλέπω έναν αστυνομικό να σηκώνεται και να με πλησιάζει. «Γιατί έχεις τον σκύλο σου ελεύθερο;» με παρατηρεί αυστηρά και συνεχίζει, «δεν έχεις διαβάσει τις ντιρεκτίβες της ΕΟΚ;» Ανατρίχιασα μ’ αυτά που άκουσα, το μυαλό πήγε πίσω στον Αρχιχωροφύλακα, στον παππού μου και στον Ποσειδώνη του χωριού μου. Τον μετρώ με τα μάτια δυο τρεις φορές, από τα νύχια των ποδιών του ως την κορφή, και του λέω: (περισσότερα…)

Άγνωστος

 

της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ

Χαζέψαμε πολλές φορές την υποκρισία, τη φριχτή υποκρισία σκλάβων και υποταγμένων, οι οποίοι είχαν ταχθεί στην απασχόληση της ψυχαγωγίας των ανθρώπων.

Κούκλες μελαγχολικές, μακάβριες, είχαν κάνει το ανθρώπινο κοινό να πιστεύει ότι είχαν κάποιο είδος κοσμοθεωρίας που παρουσίαζαν στον οποιονδήποτε. Δεν θελήσαμε να τους χαλάσουμε το όνειρο στο οποίο ζούσαν· άλλωστε οι ίδιοι εμείς αφήσαμε να πιστέψουν ότι τους βλέπαμε σαν το νερό που βγαίνει από την έρημο. Εμείς ψάχναμε τους ανθρώπους.

Αυτούς που θα πήγαιναν μπροστά στα μάτια μας κεντρίζοντάς μας με την βελόνα της Τέχνης τους. Ήταν καιρός για σκέψη και περισυλλογή κι αν οι άλλοι ψάχνανε στην αμμουδιά νομίσματα, βότσαλα, κοχύλια, ξύλα λιωμένα μες στο κύμα και σίδερα των καραβιών, αυτοί τίποτα! Μόνο καθώς μπαίνανε μέσα της· σε μια ματιά, της δώσανε ολόκληρη την ψυχή τους, που παρουσιαζόταν στον οποιονδήποτε, σαν άσειστο κι αδιάβατο βουνό φτιαγμένο από γρανίτη.

Και θα ’ταν σαν απολύτρωση, μια αίσθηση ευτυχίας, λες και θα ’χε εκπληρωθεί το πιο βαρύ απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό καθήκον, βρισκόμενοι έτοιμοι, βέβαιοι χωρίς τον δισταγμό και κύριοι της στιγμής τους χωρίς την παραμικρή ενόχληση για το όνομά τους, το αυθεντικά λαϊκό.

Ποτέ, κάποιος που ξέρει την τέχνη του δεν θ’ άφηνε να δουν το ξεμάγεμα του κόσμου, την κατάλυση του μυστηρίου και του θαύματος· και αν ο κόσμος θέλησε να διασκευαστούν ξανά τα αισθήματα για να τα ξαναδεί σε άλλη φόρμα, εύκολη, παλιές του συγκινήσεις, ήταν γιατί είχε μάθει στην επικαιρότητα ενός πανηγυριού και τούτο τον ξαλάφρωνε.

Η ομορφιά, όμως, που δεν ανήκει σε καιρό, που είναι μια κι αιώνια – αχ! πόσα θα δίναμε κι εμείς για να την ακολουθήσουμε από κοντά γιατί άλλο χρέος δεν μάθαμε παρά το χρέος της ομορφιάς και της μεταποίησης, αφού πάντα ήμασταν παραπονούμενοι και διψασμένοι για ομορφιά τόσο, που ψάχναμε μέχρι και στ’ άσχημα για να την βρούμε, μάθαμε πως η ομορφιά είναι μια…

Ψάχναμε αυτούς που ανακάλυψαν την διάσπαση των ατόμων και λευτέρωσαν την γιγάντια και καταστροφική δύναμή τους καιρό προτού η επιστήμη ανακαλύψει την διάσπαση των ατόμων του ουρανίου! Θα διέβλεπαν κάτω από το από το βάθος τους τον τραγικό σπαραγμό των τρομοκρατημένων που θ’ αγωνιζόταν με χιλιάδες τρόπους κρυφούς να βροντοφωνάξουν στον κόσμο απαγορευμένες αλήθειες.

Το λιγότερο θα ήταν πολύ παρηγορητικά τα χειροκροτήματα μας έστω κι αν ήταν αραιότατα, θα πει πως δεν συγκινούμασταν μονάχα με τις φάρσες μα νιώθαμε αρκετά βαθιά τον εαυτό τους, τον αυθεντικό τους χώρο με τις σκιαγραφήσεις, τους οραματισμούς, τις παραστάσεις που προβάλλουν από μέσα, όπως κάποια οστρακόδερμα δημιουργούν το περίβλημά τους από τις εσωτερικές εκκρίσεις τους.

Οι νέες μορφές φτιαγμένες από ρινίσματα, ημιτόνια κι αποχρώσεις που γκρέμισαν όλη την ύπαρξη την συμμετρική με τις ευγενικές γραμμές, χωρίς επίδειξη, χωρίς προκλητικότητα και λέξεις, θα μας τύφλωνε για λίγο όπως θα κοιτούσαμε ψηλά να βρούμε ήλιο.

Ο αυριανός κόσμος είναι κόσμος σκληρός, ένας κόσμος φτιαγμένος από μπετόν-αρμέ και γεμάτος δορυφόρους, που δεν θα φέρνει τίποτε πάνω του, παρά μονάχα τα θλιβερά ίχνη από κούκλες μακάβριες και μελαγχολικές.

Το να στρογγυλεύεις τον λόγο σου κατέληξε αδυναμία μπροστά στις μηχανές και τα κουμπιά τους κι όσοι θελήσαμε κι είχαμε τ’ όνειρο να κάνουμε τέσσερα βήματα έξω απ’ τον πλανήτη για να δούμε τι επιτέλους συμβαίνει έξω από ’δω, μας είπανε τρελούς, ονειροπόλους. Όχι με σκάφανδρο πειρατικό, κλεμμένο, όχι με διαστημόπλοια σαν αστροναύτες αλλά τέσσερα βήματα πιο έξω από την στέρεα γη, σαν τον Χριστό που περπάτησε έξω απ’ την στεριά, δίχως να πέσει μέσα ή να πνιγεί, τουλάχιστον αυτό μας είπαν να πιστέψουμε. Και το πιστέψαμε λες και εξαρτιόταν απ’ αυτό ολόκληρη η ζωή μας.

ΕΛΕΝΗ ΧΑΪΜΑΝΗ

 

 

Gottfried Benn, Η αγαπημένη ξένη

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

Η αγαπημένη ξένη

Ο πατέρας μου ήταν ευαγγελικός ιερέας, ο πατέρας του επίσης. Πρόσφατα (1933), σε ένα δοκίμιο στο περιοδικό Εβδομάδα, σκιαγράφησα το ιδιάζον κληρονομικό περιβάλλον της οικογένειας των  ευαγγελικών κληρικών. Ιδιάζον όχι μόνο επειδή χάρισε στατιστικά στη Γερμανία, στους περασμένους τρεις αιώνες, τα κατά πολύ περισσότερα μεγάλα της τέκνα, δηλαδή, όπως απέδειξε ο Σούλτε, πάνω από το 50 τοις εκατό, αλλά επειδή επρόκειτο για ένα εντελώς συγκεκριμένο είδος χαρισμάτων που παρήγαγε κληρονομικά η οικογένεια των κληρικών και που εκδηλώθηκε στα τέκνα της. Ήταν ο συνδυασμός εκείνος των νοητικών και ποιητικών χαρισμάτων που είναι τόσο χαρακτηριστικός για την γερμανική πνευματική ζωή, και δεν παρουσιάζεται με τη μορφή αυτή σε κανέναν άλλο λαό. Αν θέλει κανείς να θυμηθεί ονόματα, ας σκεφτεί τον Νίτσε, τον Σέλλινγκ, τον Λέσσινγκ, τον Βήλαντ, τους αδελφούς Σλέγκελ, τον Ζαν Πάουλ. Σύμφωνα με τις έρευνες του Κρέτσμερ, του θεμελιακού ερευνητή για το γερμανικό κληρονομικό υλικό, στις παλιές οικογένειες των παστόρων και των λογίων καλλιεργούνταν μια ορισμένη, σταθερή κατεύθυνση των χαρισμάτων και μια επιλογή, η οποία γινόταν επί αιώνες σχεδόν μόνο υπό το ανθρωπιστικό (ουμανιστικό) πρίσμα και η οποία ανέπτυσσε επιλεκτικά τις γλωσσικές και λογικά αφαιρετικές ικανότητες.

Σε αυτό το κληρονομικό περιβάλλον έφερε η μητέρα μου εκατό τοις εκατό ανόθευτο, ρωμανικό αίμα που δεν είχε διασταυρωθεί ποτέ με άλλες φυλές. Καταγόταν από ένα μικρό μέρος της γαλλικής Ελβετίας, κοντά στα σύνορα με τη Γαλλία, που ονομαζόταν Fleurier, στα βουνά του Ιούρα. Εκεί είχε γεννηθεί και είχε μεγαλώσει, από μια παλιά, ρωμανική, ντόπια οικογένεια, ήρθε στα είκοσί της χρόνια για πρώτη φορά στη Γερμανία. Ως εκ τούτου μιλούσε τη γερμανική γλώσσα πάντα με ξενική προφορά, ορισμένες γερμανικές λέξεις δεν έλεγαν σε όλη της τη ζωή να της πετύχουν, και νανούριζε τα πολλά της παιδιά με γαλλικά τραγούδια. Ένα τραγούδι άρχιζε, το θυμούμαι καθαρά: «les cloches sonnent, lair en rayonne» – ένα δημοτικό τραγούδι, δυστυχώς δεν θυμούμαι πια πώς συνέχιζε, αλλά θα ήθελα πολύ να ξέρω αν το τραγουδά ακόμη κάποιος στον κόσμο και πού.

Η μητέρα μου μας διηγούνταν πολλά για την πατρίδα της, σε μας τους βόρειους Γερμανούς, για τα βουνά της. Αφάνταστα φωτεινή, γεμάτη με ακτίνες που δεν τέλειωναν ποτέ, έβλεπα πάντα το τοπίο της, όταν μιλούσε γι’ αυτήν. Μια ιστορία από τα παιδικά της χρόνια, αλλά βέβαια μια δυσάρεστη, με εντυπωσίαζε πάντα. Αναφερόταν στον Γενάρη του 1871, η στρατιά του Bourbaki είχε νικηθεί και πέρασε στο ελβετικό έδαφος. Η διάβαση έγινε κοντά στο Fleurier. Οι μονάδες αφοπλίστηκαν και περνούσαν τώρα, νικημένες, παγωμένες και πεινασμένες από τα παραμεθόρια μέρη και τις τάιζαν στους δρόμους. Η μητέρα μου στεκόταν μαζί με τις αδελφές της μπροστά στο σπίτι τους, δίπλα σε μεγάλες χύτρες με αχνιστή σούπα με μπιζέλια και μοίραζε στους στρατιώτες που περνούσαν, φαγητό στις καραβάνες τους. Για πολλές μέρες περνούσαν οι μονάδες από τα ξημερώματα μέχρι τη νύχτα. Όταν έπεφτε το σκοτάδι, οι στρατιώτες πλησίαζαν στα σπίτια, αναζητούσαν εκεί προστασία και κοιμούνταν στις σκάλες. Το πρωί καθάριζαν η μητέρα μου και οι αδελφές της την ακαθαρσία, τα ράκη, τα ζωύφια από τα σκαλοπάτια. Τεράστια εντύπωση για μας τα παιδιά από αυτή την αλλόκοτη πορεία των πεινασμένων και πληγωμένων στρατιωτών! Μακριά από τον πόλεμο και μακριά από τα βουνά εκείνα ακούγαμε ξανά και ξανά την ιστορία αυτή.

Η μητέρα μου δεν ξαναείδε ύστερα από τον γάμο της την πατρίδα της, είμαστε πολλά αδέλφια, και η κατάσταση δεν το επέτρεπε. Χάρισε στη νέα της πατρίδα έξι γιους, από τους οποίους πήγαν πέντε στον πόλεμο, στον άλλο, τον δεύτερο (τον Πρώτο Παγκόσμιο), όχι τον πόλεμο του [στρατηγού] Bourbaki. Αλλά πρωτύτερα κιόλας υποχρεωθήκαμε να την αποχωριστούμε και να την θάψομε στη γη της Βόρειας Γερμανίας, κι όμως η ανάμνηση γι’ αυτήν, την πάνω από όλα αγαπημένη και πιστή μητέρα, εξακολουθεί να ζει στα παιδιά της, η ανάμνηση γι’ αυτήν, την πατρίδα της, τα βουνά της, τα τραγούδια της.

Gottfried Benn, „Die liebe Fremde“ (1933), Prosa und Autobiographie, επιμέλεια Bruno Hillebrand, S. Fischer, Φραγκφούρτη 1984, σ. 303-4.
Μετάφραση Κώστας Ανδρουλιδάκης

*

Τό παράδειγμα τῆς Μαίρης Ὄλιβερ καί ἡ αἱμομεικτική κακοποίηση μικρῶν παιδιῶν στήν ποίηση

Εἰσαγωγή, Μετάφραση, Ἐπίμετρο, Νατάσα Κεσμέτη

Ἐπειδή τό θέμα τῶν ποιημάτων πού ἀκολουθοῦν εἶναι περισσότερο ἀπό ἀκανθῶδες, θεώρησα πώς πρέπει νά προηγηθοῦν οἱ λόγοι πού μέ ὁδήγησαν στό νά τά διαλέξω, καί κατόπιν νά ἀκολουθήσουν οἱ μεταφράσεις. Μπορῶ νά βεβαιώσω τόν ἀναγνώστη πώς οὔτε ἡ εἰλικρίνεια τῆς Ἀμερικανίδας ποιήτριας, οὔτε ἡ γενναιοδωρία τῆς καρδιᾶς της, οὔτε ἡ διακριτική λεπτότητα τῆς πνευματικότητάς της κινδυνεύουν νά θιγοῦν ἀπό τούτη τήν εἰσαγωγή. Οὔτε ἐπίσης θά χαθεῖ τό ξάφνιασμα πού μᾶς προκαλεῖ ἡ καλή ποίηση, μέ ὅποιο θέμα κι ἄν ἔχει νά κάνει. Καθώς ὅμως ἡ ἐλαφρότητα μέ τήν ὁποία προσεγγίζονται σήμερα, ἴσως ὅσο ποτέ ἄλλοτε, τά ζοφώδη μυστήρια τοῦ ἀνθρώπου, αἰσθάνομαι πώς ὀφείλω νά τονίσω πώς δέν εἶναι τοῦ καθενός νά προχωρεῖ στίς μεγάλες σκοτεινιές τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, πόσο μᾶλλον νά τίς ἐκθέτει γράφοντας γι’ αὐτές – καί δή ποιήματα!


Θεώρησα ἀκόμη πώς μποροῦν νά ἀποτελέσουν ὁδοδεῖκτες σ’ἕνα ἐπίφοβο καί κρημνῶδες μονοπάτι, πρωτίστως ἀποτρέποντας τούς ἀνέτοιμους καί ἀνώριμους νά τό πάρουν, μιμούμενοι, ἴσως, τό παράδειγμά της. Ἡ πρώτη ἀποτροπαϊκή λειτουργία ἀφορᾶ στήν προληπτική φροντίδα τοῦ ἀποπειρώμενου νά χειριστεῖ μοιραῖες πληγές ὡς ὑλικό ποίησης, κάτι ἐπισφαλές γιά τήν ψυχική του ἰσορροπία, ἰδιαίτερα στούς καιρούς μας. Ἡ δεύτερη ἀποτροπαϊκή προειδοποίηση ἔχει νά κάνει μέ τήν διασφάλιση τοῦ ποιητικοῦ γεγονότος – τήν ἴδια τήν ποιητική πράξη. Καί τοῦτο, ἐπειδή τά βογγητά τῆς ὀδύνης καί τοῦ μίσους μπορεῖ νά δίνουν μικρή ἀνακούφιση σέ ἐξόχως ἀλγεινά τραύματα, δέν δημιουργοῦν ὅμως ἀπό μόνα τους τέχνη. Μᾶλλον τήν καταστρέφουν. Τό διατύπωσε θαυμάσια ὁ Φρόστ. (περισσότερα…)

Στο κάτοπτρο του μύθου

Σχόλια πάνω στην ποιητική σύνθεση της Αυγής Λίλλη, Στην άκρη μια ουρά (Θράκα 2021)

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Με την τρίτη κατά σειρά ποιητική κατάθεσή της Στην άκρη μια ουρά, η Αυγή Λίλλη συγκροτεί έναν πολυσήμαντο ποιητικό χώρο, στον οποίο τα ήδη κατακτημένα όπλα μιας σπαρακτικής διακειμενικότητας, μιας ανατρεπτικής όρασης και κυρίως μιας βίαιης αποστακτικής επεξεργασίας του λόγου οξύνονται ακόμη περισσότερο. Όπως, καταδεικνύει τόσο ο τίτλος όσο και η καλαίσθητη εκδοτική της ανά χείρας συλλογής-συνθετικού ποιήματος, η Αυγή Λίλλη διαλέγεται δημιουργικά με τον γνωστό, σκοτεινό μύθο της μικρής γοργόνας του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Πιο συγκεκριμένα, ο διάλογος εντοπίζεται αφενός στον άνισο αγώνα με τον χρόνο που επιβάλλεται προοδευτικά, τραυματικά και αδιαπραγμάτευτα στην ύπαρξη και αφετέρου στον αρχέγονο έρωτα, ο οποίος αν και δρα προς στιγμήν εξισορροπητικά στην έντονη παρουσία του θανάτου, προβάλλει, εντούτοις, αντιθετικά και επίμονα από τη μια το τυραννικό δράμα του ανικανοποίητου, ανεκπλήρωτου κι από την άλλη το δράμα της αναπόφευκτης φθοράς του τελειωμένου. Το βιβλίο αυτό, με άλλα λόγια, αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια σύνοψη ιδεών που αναπηδά από βιώματα έρωτα και απώλειας και συμπυκνώνει αισθητικά τη βιολογική, αλλά και ποιητική ωρίμανση της ποιήτριας, η οποία μοιάζει να εισέρχεται σε μια εποχή αποχαιρετισμού του έρωτα. (περισσότερα…)