Εἰσαγωγή, Μετάφραση, Ἐπίμετρο, Νατάσα Κεσμέτη
Ἐπειδή τό θέμα τῶν ποιημάτων πού ἀκολουθοῦν εἶναι περισσότερο ἀπό ἀκανθῶδες, θεώρησα πώς πρέπει νά προηγηθοῦν οἱ λόγοι πού μέ ὁδήγησαν στό νά τά διαλέξω, καί κατόπιν νά ἀκολουθήσουν οἱ μεταφράσεις. Μπορῶ νά βεβαιώσω τόν ἀναγνώστη πώς οὔτε ἡ εἰλικρίνεια τῆς Ἀμερικανίδας ποιήτριας, οὔτε ἡ γενναιοδωρία τῆς καρδιᾶς της, οὔτε ἡ διακριτική λεπτότητα τῆς πνευματικότητάς της κινδυνεύουν νά θιγοῦν ἀπό τούτη τήν εἰσαγωγή. Οὔτε ἐπίσης θά χαθεῖ τό ξάφνιασμα πού μᾶς προκαλεῖ ἡ καλή ποίηση, μέ ὅποιο θέμα κι ἄν ἔχει νά κάνει. Καθώς ὅμως ἡ ἐλαφρότητα μέ τήν ὁποία προσεγγίζονται σήμερα, ἴσως ὅσο ποτέ ἄλλοτε, τά ζοφώδη μυστήρια τοῦ ἀνθρώπου, αἰσθάνομαι πώς ὀφείλω νά τονίσω πώς δέν εἶναι τοῦ καθενός νά προχωρεῖ στίς μεγάλες σκοτεινιές τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς, πόσο μᾶλλον νά τίς ἐκθέτει γράφοντας γι’ αὐτές – καί δή ποιήματα!
Θεώρησα ἀκόμη πώς μποροῦν νά ἀποτελέσουν ὁδοδεῖκτες σ’ἕνα ἐπίφοβο καί κρημνῶδες μονοπάτι, πρωτίστως ἀποτρέποντας τούς ἀνέτοιμους καί ἀνώριμους νά τό πάρουν, μιμούμενοι, ἴσως, τό παράδειγμά της. Ἡ πρώτη ἀποτροπαϊκή λειτουργία ἀφορᾶ στήν προληπτική φροντίδα τοῦ ἀποπειρώμενου νά χειριστεῖ μοιραῖες πληγές ὡς ὑλικό ποίησης, κάτι ἐπισφαλές γιά τήν ψυχική του ἰσορροπία, ἰδιαίτερα στούς καιρούς μας. Ἡ δεύτερη ἀποτροπαϊκή προειδοποίηση ἔχει νά κάνει μέ τήν διασφάλιση τοῦ ποιητικοῦ γεγονότος – τήν ἴδια τήν ποιητική πράξη. Καί τοῦτο, ἐπειδή τά βογγητά τῆς ὀδύνης καί τοῦ μίσους μπορεῖ νά δίνουν μικρή ἀνακούφιση σέ ἐξόχως ἀλγεινά τραύματα, δέν δημιουργοῦν ὅμως ἀπό μόνα τους τέχνη. Μᾶλλον τήν καταστρέφουν. Τό διατύπωσε θαυμάσια ὁ Φρόστ.
Θά κάνω μιά σύντομή «προσωπική» ἀναδρομή, διευκρινίζοντας ἐκ νέου: ὅπως ὁ καθένας, δικαιοῦμαι νά ἀναφέρομαι σέ στοιχεῖα ἐκ τοῦ πραγματικοῦ πού ἔχω ὑπ’ ὄψη μου, ἀλλά τόσο μόνον. Ἡ ἀκρίβεια καί, κυρίως τό ἄν καί πῶς ἐπαληθεύονται, εἶναι ὑπόθεση καθ’ ὕλην ἁρμοδίων. Ἡ ἴδια παραμένω σταθερά στήν χώρα τῆς λογοτεχνίας.
Πρίν ἀπό χρόνια, λοιπόν, ἕνας φίλος ψυχαναλυτής μοῦ εἶπε πώς ἡ ἀρχική ἔρευνα τοῦ Φρόϋντ ἀφοροῦσε στήν ἐνδοοικογενειακή κακοποίηση τῶν μικρῶν παιδιῶν. Τό φαινόμενο ἦταν ἐξαιρετικά ἐκτεταμένο, ἀλλά ἡ κοινωνία τῆς ἐποχῆς δέν ἦταν στό ἐλάχιστο ἕτοιμη νά τό δεῖ καταπρόσωπα, καί νά ἀναγνωρίσει πώς ἀποτελεῖ γεγονός. Οἱ πανεπιστημιακοί μέντορες καί ἀκαδημαϊκοί ὑποστηρικτές τοῦ Φρόϋντ τόν συμβούλεψαν νά ἀλλάξει τό θέμα τῆς διατριβῆς του, ἄν φιλοδοξοῦσε νά πάρει ἕδρα. Ὁπωσδήποτε, μέ τήν ἀπόκλιση ἀπό τήν ἀρχική ρότα τῆς διατριβῆς τοῦ Φρόϋντ, προέκυψε τό περίφημο Οἰδιπόδειο.
Στά φοιτητικά μου χρόνια, ἐπίσης, μοῦ ἐντυπώθηκε ἕνα σημεῖο ἀπό τό Οἰκογενειακό καί Ποινικό Δίκαιο, ἀναφορικά μέ τό ὅτι ἡ Ἑλλάδα ἔχει πολύ σοβαρό παρόμοιο θέμα αἱμομεικτικῆς κακοποίησης. Τότε μάλιστα κατονόμαζαν ἰδιαίτερα μιά περιοχή, πού ἀπό διακριτικότητα θά ἀποφύγω νά ἀναφέρω. Ἄλλωστε στίς μέρες μας τό κακό ἐμφανίζεται μέ διαστάσεις πού καλύπτουν ὁλόκληρη τή χώρα – ὅσο μᾶς ἀφορᾶ.
Στά Λαϊκά Ἑλληνικά παραμύθια πάντως, ὅπως καί στούς ἀρχαιοελληνικούς Μύθους καί τήν Π. Διαθήκη ἔχουμε πολλές καί συγκλονιστικές ἀναφορές καί ἀλληγορίες. Στήν πεζογραφία ἡ αἱμομεικτική ροπή ἴσως καί νά ἔχει «ἐξαντληθεῖ» παγκοσμίως. Ἀλλά στήν ποίηση; Στόν Λάμπρο τοῦ Σολωμοῦ ἔχουμε ἕνα αἱμομεικτικό παράδειγμα, ὅλως ἄλλης τάξεως ὅμως. Οἱ τραγικοί ἥρωες ἀγνοοῦν τήν πρώτου βαθμοῦ συγγένειά τους, καί ὁ ποιητής γράφει γιά τόν Λάμπρο: Τοῦτος ὁ κακοήθης ἀλλά μεγαλόψυχος ἄνδρας. Δέν πρόκειται οὔτε γιά βιασμό ἐκ προθέσεως οὔτε γιά ἐνδοοικογενειακή κακοποίηση, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ νοσηροῦ πάθους. Γίνεται, ἐλπίζω, φανερό μέ τά λίγα, καί μόνον ἐνδεικτικά, παραπάνω πώς ἡ αἱμομεικτική κακοποίηση στήν δική μας ποίηση ἀπαιτεῖ ἐκτεταμένη καί πολύ σοβαρή ἔρευνα, ἐνδεχομένως διεπιστημονική. Ἡ παρούσα εἰσαγωγή ἔχει ἀσυγκρίτως διαφορετικά κίνητρα. Δέν ἔχει κοινωνικές ψευδαισθήσεις, οὔτε κρύβει μεγαλεπίβολες φιλοδοξίες. Στά ἐνδοψυχικά μου θεμέλια ἀντηχεῖ ὁ λόγος τῆς Oliver:
Νά ἀφουγκράζεσαι προσεκτικά
Νά ξαφνιάζεσαι
Νά μιλᾶς γι’ αὐτό.
Τά ποιήματα τῆς Ὄλιβερ ἀποτελοῦν, γιά μένα τουλάχιστον, τό ἀντίβαρο στά τηλεοπτικά κούφια λόγια πού μᾶς κατακλύζουν γιά τίς βίαιες κακοποιήσεις μικρῶν παιδιῶν προσφάτως· τά κούφια λόγια καταφέρνουν μόνο νά αὐξάνουν τήν ἀδηφάγα περιέργεια, ταυτοχρόνως μέ κάτι πολύ πιό ὕπουλο: νά ἐγκαθιδρύουν τήν ἐξοικείωση μέ τήν ἀποδοχή τοῦ μή ἀποδεκτοῦ μέσα σέ ληθαργική ἀδιαφορία. Μ’ἄλλα λόγια, τήν ἀδιαμαρτύρητη συναίνεση σέ ὅσα πρωτόγονες κοινωνίες χρειάστηκαν αἰῶνες γιά νά ὁριοθετήσουν, μέ τήν θέσμιση «φραγμῶν».
Ἡ Μαίρη Ὄλιβερ, πέθανε πρίν ἀπό δύο χρόνια. Τότε μετέφρασα τήν Ὄργή* της. Οἱ «συγκλονισμοί», τά «σόκ», τά «ἀνατριχιαστικά» καί ὅλα τά παρόμοια πού ἐπαναλαμβάνονται σάν ἀπό αὐτοματοποιημένα τηλε-εξαρτήματα, δίχως ἴχνος σεβασμοῦ στό ἀνθρώπινο πρόσωπο, μέ ὤθησαν νά μεταφράσω καί ἄλλα σχετικά ποιήματά της. Ἡ Ὄλιβερ δέν ἀναφερόταν συχνά στόν κατ’ ἐπανάληψη τραυματισμό της, δέν περιστρεφόταν γύρω ἀπό αὐτό. Τά ποιήματά της, ἀντιθέτως, δείχνουν μιά πορεία πού κράτησε σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς της, πορεία πρός τήν μεταμόρφωση καί τήν ὑπέρβαση. Ἡ ὑποθήκη πού ἄφησε συνοψίζεται σέ ἕνα μικρό ἀπόφθεγμα, πού ἀξίζει νά θυμόμαστε:
Κάποτε κάποιος μοῦ ἔδωσε ἕνα κουτί γεμάτο σκοτεινιά
Μοῦ χρειάστηκαν χρόνια γιά νά καταλάβω πώς κι αὐτό ἐπίσης ἦταν δῶρο.
Πίκρα
Πιστεύω πώς δέν εἶχες εὐτυχισμένη ζωή.
Πιστεύω πώς ἐξαπατήθηκες .
Πιστεύω πώς καλύτεροι φίλοι σου ἦταν ἡ μοναξιά καί ἡ μιζέρια.
Πιστεύω πώς oἱ πιό ἐνεργοί ἐχθροί σου ἦταν ὁ θυμός καί ἡ κατάθλιψη.
Πιστεύω πώς ἡ χαρά ἦταν παιχνίδι πού ποτέ δέν ἔπαιξες δίχως νά σκοντάφτεις.
Πώς ἡ παρηγόρια, μ’ ὅλο πού τόσο τήν λαχταροῦσες, σοῦ ἦταν παντοτινή ἄγνωστη.
Πώς ἡ μουσική ἔπρεπε νά παίζει ἀποκλειστικά μελαγχολία, ἤ νά μήν ὑπάρχει καθόλου.
Πιστεύω πώς κανένα μικροκόσμημα, κανένα πολύτιμο μέταλλο, δέν ἔλαμπε τόσο λαμπερά ὅσο ἡ πίκρα σου.
Πιστεύω πώς τελικά ξάπλωσες στό νεκροκρέββατό σου δίχως περισσότερη σοφία καί καθόλου καταπράϋνση.
Ὤ, παγωμένε καί ἀνονείρευτε, κάτω ἀπό τά ἄγρια, ἀνήθικα, ριψοκίνδυνα, εἰρηνικά λουλούδια στίς πλαγιές τῶν λόφων.
1992
Ὀργή
τοῦ πρωϊνοῦ·
σοβαρός καί σιγανός
ξυρίζεσαι, ντύνεσαι,
κατεβαίνεις τίς σκάλες
στά κοινωνικά σου ροῦχα
βάζεις μπρός καί φεύγεις, μεταβάλλεσαι
στόν σοφό καί ἰσχυρό
πού καθορίζει ὅλες τίς δυνατότητες
τῶν ἡμερῶν στόν κόσμο.
Ἀλλά ἤσουν ἐπίσης τό κόκκινο τραγούδι
μέσα στή νύχτα,
σκoυντουφλώντας σ’ ὅλο τό σπίτι
μέχρι τό κρεβάτι τοῦ παιδιοῦ,
ὥς τό ὑγρό ρόδο τοῦ σώματός της,
ἀφήνοντας τήν πικρή σου γεύση.
Καί παντοτινά κεῖνες οἱ νύχτες γρυλίζουν
κουβαριασμένες στίς εὐπαθεῖς μηχανές τῶν ἡμερῶν.
Ὅταν ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ χαμογελᾶ
στά ζυγωματικά τοῦ προσώπου της βλέπεις
μιάν ἀλήθεια πού ποτέ δέ θά ὁμολογήσεις·
καί βλέπεις πῶς τό παιδί μεγαλώνει –
δειλά, κουλουριασμένο στίς γωνιές.
Κάποτε στό πλατύ φάσμα τῆς νύχτας
ἀκοῦς τό πιό πένθιμο σκούξιμο,
μιά στιγμή βιασμοῦ φρικτή.
Αὐτή στά ὄνειρά σου εἶναι ἕνα δέντρο
πού ποτέ δέν θά βγάλει φυλλωσιά –
αὐτή στά ὄνειρά σου εἶναι ἕνα ρολόι
πού τό πέταξες στίς σκοτεινές πέτρες
ἴσαμε κεῖ πού κανείς δέ θά μποροῦσε νά συλλέξει τά συντρίμμια-
στά ὄνειρά σου ἔχεις σπιλώσει καί ἐγκληματίσει,
καί τά ὄνειρα δέν ψεύδονται.
1986
Ἐπισκέπτης
Ὁ πατέρας μου, γιά παράδειγμα,
Κάποτε νέος
μέ γαλάζια μάτια,
ἐπιστρέφει
τήν πιό σκοτεινή ἀπ’ ὅλες τίς νύχτες
στήν εἴσοδο καί χτυπᾶ
ἄγρια τήν πόρτα,
κι ἄν ἀπαντήσω
πρέπει νά εἶμαι προετοιμασμένη
γιά τό κέρινό του πρόσωπο,
τό κάτω χεῖλος του
πρησμένο ἀπό σκληρή πίκρα.
Γι’ αὐτό, γιά πολλά χρόνια,
δέν ἀπαντοῦσα
ἀλλά κοιμόμουν μέ διακοπές
ἀνάμεσα στίς ὧρες τοῦ βιασμοῦ.
Τελικά ὅμως ἦρθε μιά νύχτα
πού σηκώθηκα ἀπό τά σεντόνια μου
καί σκοντάφτοντας κατέβηκα στόν διάδρομο.
Ἡ πόρτα ἄνοιξε διάπλατα
Καί ἤξερα πώς εἶχα σωθεῖ
Καί μποροῦσα νά τόν ἀντέξω,
ἀξιοθρήνητο καί ρουφηγμένα κούφιο,
ἀκόμα καί μέ τό πιό μικρό του ὄνειρο
παγωμένο μέσα του,
καί δίχως κακία πιά.
Καί τόν χαιρέτησα καί τοῦ εἶπα
νά μπεῖ στό σπίτι,
καί ἄναψα τήν λάμπα,
καί κοίταξα μέσα στά ἀδειασμένα μάτια του
ὅπου ἐπιτέλους
εἶδα κεῖνο πού πρέπει ν’ ἀγαπάει ἕνα παιδί,
εἶδα τί θά μποροῦσε νά ἔχει κάνει ἡ ἀγάπη
ἄν ὑπῆρχε ἀγάπη στήν ὥρα της.
1986
Τό φάντασμα τοῦ πατέρα μου
Ὁ πατέρας μου τώρα εἶναι
Ἕνας ταξιδευτής, σάν ὅλους τούς γενναίους ἄντρες
τῶν ἀτέλειωτων διηγήσεών του
Μέ ἀνεξάντλητο θαυμασμό,
Στό βραδινό τραπέζι,
Ἤ μέ βλέμμα στυλωμένο πάνω ἀπό τ’ ἄσπρο μαξιλάρι –
Τό βιβλίο πάντα στήν ἀγκαλιά του, ὥσπου
Ἀκόμα κι αὐτό βάρυνε πολύ γιά νά τό βαστᾶ.
Ταξιδεύει γιά κεῖ πού δέν ὑπάρχει δρόμος
Ὄντας στό τέλος ἀνήμπορος νά σηκώσει οὔτε παλάμη
Νά καλύψει τά μάτια του.
Τώρα ὁ πατέρας μου λυμένος ἀπ’ὅλους τούς παροξυσμούς τῶν παθῶν
Τώρα ὁ πατέρας μου εἶναι πού
Ἀνηφορίζει πρός τόν ὀφθαλμό τῆς πηγῆς τοῦ ποταμοῦ,
Προχωρεῖ ἀποφασιστικά μέσα ἀπό τίς Ντακότες,
Χάνεται στά βουνά.
Μ’ ὅλο πού φαίνεται
Πώς κρυώνει καί πεινάει ὅπως κάθε ἄντρας
Ὅταν τελειώσει ἡ ἐποχή τοῦ κυνηγιοῦ
Τώρα εἶναι ἕνας ἀπό κείνους:
Ἀδύνατον νά ἀναχαιτιστεῖ.
Τώρα ὁ πατέρας μου
Βαδίζει στόν ἄνεμο,
Ὀσμίζεται τόν βαθύ Εἰρηνικό
Ἐκεῖνον πού άρχίζει στό τέλος τοῦ κόσμου.
Ἀφανισμένος ἀπό μᾶς ὁλότελα
Ὁ πατέρας μου τώρα γυροφέρνει στό πιό βαθύ δάσος –
Ἐπιστρέφοντας μετά στή στερνή κόκκινη φωτιά τοῦ καταυλισμοῦ
Στούς τελευταίους λόφους,
Ἐκεῖ ὅπου ἀρχηγοί, πολεμιστές καί ἥρωες
Σηκώνονται καί τόν καλωσορίζουν,
Ἀναγνωρίζοντας, κάτω ἀπό τά σερνάμενα μέλη τοῦ κορμιοῦ του,
Ἕναν ἀδελφό πού ἔχει διανύσει μέ τά πόδια τά χίλια μίλια του.
2017
Μοναξιά
Κι ἐγώ ἔχω γνωρίσει τήν μοναξιά.
Κι ἐγώ ἔχω γνωρίσει πῶς εἶναι νά νιώθεις
πώς σέ παρεξηγοῦν,
σέ ἀπορρίπτουν, καί ξαφνικά πώς
δέν εἶσαι καθόλου ὄμορφος.
Ὤ μάνα γῆ,
μεγάλη ἡ παρηγοριά σου, ἡ ἀγκαλιά σου ποτέ δέν ματαιώνει.
Μοῦ ἔσωσε τή ζωή νά τό γνωρίσω τοῦτο.
Τά ποτάμια σου κυλοῦν, τά ρόδα σου ἀνοίγουν τό πρωί.
Ὤ, νεύματα τρυφερότητας!
2014
Ἐπίμετρο
Τό 2015 ἡ δημοσιογράφος Krista Tippet** ἐπισκέφθηκε τήν ποιήτρια Μαίρη Ὄλιβερ στή Φλόριντα ὅπου ἔμενε, καί τῆς πῆρε μιά συνέντευξη, ἡ ὁποία ἀναρτήθηκε ἐκ νέου, μετά τόν θάνατο τῆς ποιήτριας τόν Ἰανουάριο τοῦ 2019.
Ἡ δημοσιογράφος στάθηκε σέ μιά παλιότερη διατύπωση τῆς Ὄλιβερ, πώς δηλαδή ἡ ἴδια δέν ἀνήκει σέ κείνους τούς ποιητές πού ἑστιάζονται σ’ ὅ,τι εἶναι σκοτεινό καί ὑπῆρξε σκληρό. Ἡ Krista Tippet, τότε, ἔκανε τήν παρατήρηση πώς εἶναι σοβαρό καί πιθανόν εὐεργετικό γιά τούς ἀναγνῶστες νά βρίσκουν στήν ποίηση τῆς Ὄλιβερ τόσο ἄφθονη ὀμορφιά, μαζί μέ τήν ἐπίγνωση πώς δεν εἶναι ὅλα γλυκύτητα καί φῶς. Πάνω σ’ αὐτό ἀναφέρθηκε στήν συλλογή Dream Work, ὅπου ἀξίζει νά σημειωθεῖ, ὅπως παρατήρησε, πώς τά ποιήματα εἶναι εὐδιάκριτα πιό σκληρά ἀπό ἄλλοτε. Ἡ ποιήτρια τό παραδέχτηκε, ἀλλά προσέθεσε πώς, τήν ἐποχή πού τά ἐπεξεργαζόταν, δέν κατανοοῦσε περί τίνος ἀκριβῶς γράφει, ὄχι μέ τήν ἔννοια πώς δέν ἀνεγνώριζε τήν σκληρότητά τους ἤ πώς κυριολεκτικά δέν ἤξερε τί ἔγραφε. Κατόπιν ἔφερε γιά παράδειγμα τήν Ὀργή διευκρινίζοντας πώς σ’αὐτό της τό ποίημα τό πρῶτο πρόσωπο(τό Ἐγώ) εἶναι Αὐτή. Γιά τήν ἀκρίβεια εἶπε:
Πρόκειται δυστυχῶς γιά πλήρη βιογραφία ἤ αὐτοβιογραφία. Ἀλλά μοῦ ἦταν ἀδύνατο νά ἀντιμετωπίσω τό ὑλικό παρά μόνο στά τρία ἤ τέσσερα ποιήματα πού ἔχω γράψει. (Ἀπό πλευρᾶς μετάφρασης, ἡ παραπάνω ἐξομολόγηση μέ κάνει νά πιστεύω πώς ἀκριβέστερος τίτλος, ὡς πρός τήν ἔνταση τοῦ ποιήματος, στά ἑλληνικά θά ἦταν Ξέσπασμα Ὀργῆς – ἄν καί δέν τόν ἐπέλεξα τελικά).
Οἱ ἐρωταποκρίσεις προχώρησαν ὡς ἐξῆς στό παρακάτω σχετικό ἀπόσπασμα:
Ms. Tippett: Ὑπάρχει ἕνας στίχος πού λέει «στά ὄνειρά σου ἔχεις σπιλώσει καί ἐγκληματίσει/καί τά ὄνειρα δέν ψεύδονται».
Ms. Oliver: Ἔτσι ἔνιωθα, ἀλλά δέν ἤξερα, σίγουρα δέν ἤξερα πώς μιλάω γιά τόν πατέρα μου. Τά παιδιά δέν ξεχνοῦν, ἀλλά ξεχνοῦν τίς λεπτομέρειες. Δέν γνωρίζουν γιατί ἔχουν συνεχῶς ἐφιάλτες. Εἶναι πολύ δύσκολο.
Ms. Tippett: Δέν εἶναι ἀπίστευτο ὅτι τά κουβαλᾶμε σ’ ὁλόκληρη τή ζωή μας, δεκαετίες καί δεκαετίες καί δεκαετίες ὅλα ἐκεῖνα;
Ms. Oliver: Ναί, πράγματι τά κουβαλᾶμε. Ἀλλά εἶναι πολύ εὐεργετικό νά σχηματίσεις ὅσο καλύτερα μπορεῖς μιάν εἰκόνα τοῦ τί συνέβη, καί γιατί ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι ἦσαν αὐτοί πού ἦσαν. Ἡ οἰκογένεια ἀπό τήν ὁποία προῆλθα ἦταν ἕνα πολύ σκοτεινό καί διαλυμένο σπίτι.(…) Ἐκεῖνο πού σέ ἐξαγριώνει εἶναι ἡ ἀπώλεια τῶν χρόνων τῆς ζωῆς σου, γιατί βέβαια ἐκεῖ πίσω παραμένει μιά καταστροφή. Ὡστόσο βρίσκεσαι ἐδῶ, ὑπάρχεις, καί πρέπει νά κάνεις ὅ,τι μπορεῖς.
Ὅταν τέλος ἡ δημοσιογράφος παρατήρησε ὅτι ἡ ποιήτρια διαθέτει, πέραν τῶν ἄλλων, μεγάλη ἱκανότητα νά χαίρεται ἰδίως στήν ὕπαιθρο, χαρά πού τήν μεταδίδει καί στούς ἄλλους, ἡ ποιήτρια ἀπάντησε ἔτσι: Σώθηκα μέ τό νά βρῶ ἕναν τόπο μακριά ἀπό κεῖνο τό σπίτι. Αὐτήν ἦταν ἡ δύναμή μου, ὅμως δέν ἦταν μόνο θέμα δύναμης. Θά μποροῦσα νά ζήσω μιά ἐντελῶς διαφορετική ζωή, ὅμως δέν ξέρω ἄν θά ἔγραφα ποίηση ἤ ὄχι. Ἡ ποίηση εἶναι μιά πολύ μοναχική ἀναζήτηση. Σέ πολλές περιστάσεις σκεπτόμουνα, πάει δέ θά συνεχίσω περισσότερο, ἀλλά δέν τό κουβέντιαζα μέ κανέναν ἄλλο, ἐκτός ἀπό τόν ἑαυτό μου. Κράτησε καιρό καί ἦταν πολύ δύσκολο.
Καλύτερα λοιπόν, νά κλείσουμε μ’ ἕνα ποίημα αὐτῆς τῆς σύγχρονης ἀλχημίστριας, πού ἔφτασε νά γράψει μιάν ἐλεγεία γιά τόν θάνατο τοῦ πατέρα της, ὅπως διαβάζουμε στό Φάντασμα τοῦ Πατέρα μου, γενναιόδωρη στήν ἀγάπη της. Πάνω καί πέρα ἀπό τά συντρίμμια τῆς παιδικῆς ζωῆς της, κατάφερνε νά ἀνακαλύπτει, πάντοτε μέ ἐνθουσιῶδες ξάφνιασμα, πλάσματα τῆς ὑπαίθρου ὅλων τῶν εἰδῶν. Καί κάθε φορά, τόσο γιά τά ἐλάχιστα ὅσο καί γιά τά πελώρια, νά τό μεταδίδει.
Ἡ Καλοκαιρινή Μέρα
Ποιός ἔφτιαξε τόν κόσμο;
Ποιός ἔφτιαξε τόν κύκνο, καί τή μαύρη ἀρκούδα;
Ποιός ἔφτιαξε τήν ἀκρίδα;
Αὐτήν τήν ἀκρίδα, ἐννοῶ –
αὐτήν πού πέταξε ἀπ’ τό γρασίδι,
αὐτήν πού τρώει τώρα δά ζάχαρη ἀπό τό χέρι μου,
πού κινεῖ τά σαγόνια της πίσω κι ἐμπρός, ἀντί γιά πάνω καί κάτω –
πού κοιτάζει τριγύρω μέ τά τεράστια καί περίπλοκα μάτια της.
Τώρα ὑψώνει τά χλομά μποστινά της χέρια καί πλένει προσεκτικά τό πρόσωπό της.
Τώρα μ’ἕνα γρήγορο κράκ ἀνοίγει τά φτερά της, καί τήν παίρνει ὁ ἀέρας.
Δέν ξέρω τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ προσευχή.
Ξέρω καλά πῶς νά παρατηρῶ προσεκτικά, πῶς νά πέφτω
κάτω στό γρασίδι, πῶς νά γονατίζω στό γρασίδι,
πῶς νά μένω ἄπραγη κι εὐλογημένη, πῶς νά τριγυρνῶ ἥσυχα στούς ἀγρούς,
ὅσα ἀκριβῶς ἔχω πράξει ὅλη μέρα.
Πεῖτε μου, τί ἄλλο θά ἔπρεπε νά κάνω;
Στό τέλος ὅλα, κι ἀπίστευτα γοργά, δέν εἶναι πού πεθαίνουν;
Πεῖτε μου, τί εἶναι αὐτό πού σχεδιάζετε
Γιά τήν μοναδική δική σας ἀδάμαστη καί πολύτιμη ζωή;
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ
Πίνακες, Σημειώσεις
- George Lemmen, Δυό παιδιά
- Ferdinand Hodler, Βασανισμένη ψυχή
- Giovanni Fattori, Μοναχικό, στενό δρομάκι
- Ramon Casas, Catalinita
- Ivan Kramskoi, Πορτραῖτο τοῦ Ιvan Shiskin
- Worthington Whittredge, Φθινόπωρο στό Delaware
*Ὀργή :https://natashazacharopoulou.blogspot.com/2019/12/mary-oliver.html
** https://onbeing.org/programs/mary–oliver–listening–to–the–world