της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ
Χαζέψαμε πολλές φορές την υποκρισία, τη φριχτή υποκρισία σκλάβων και υποταγμένων, οι οποίοι είχαν ταχθεί στην απασχόληση της ψυχαγωγίας των ανθρώπων.
Κούκλες μελαγχολικές, μακάβριες, είχαν κάνει το ανθρώπινο κοινό να πιστεύει ότι είχαν κάποιο είδος κοσμοθεωρίας που παρουσίαζαν στον οποιονδήποτε. Δεν θελήσαμε να τους χαλάσουμε το όνειρο στο οποίο ζούσαν· άλλωστε οι ίδιοι εμείς αφήσαμε να πιστέψουν ότι τους βλέπαμε σαν το νερό που βγαίνει από την έρημο. Εμείς ψάχναμε τους ανθρώπους.
Αυτούς που θα πήγαιναν μπροστά στα μάτια μας κεντρίζοντάς μας με την βελόνα της Τέχνης τους. Ήταν καιρός για σκέψη και περισυλλογή κι αν οι άλλοι ψάχνανε στην αμμουδιά νομίσματα, βότσαλα, κοχύλια, ξύλα λιωμένα μες στο κύμα και σίδερα των καραβιών, αυτοί τίποτα! Μόνο καθώς μπαίνανε μέσα της· σε μια ματιά, της δώσανε ολόκληρη την ψυχή τους, που παρουσιαζόταν στον οποιονδήποτε, σαν άσειστο κι αδιάβατο βουνό φτιαγμένο από γρανίτη.
Και θα ’ταν σαν απολύτρωση, μια αίσθηση ευτυχίας, λες και θα ’χε εκπληρωθεί το πιο βαρύ απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό καθήκον, βρισκόμενοι έτοιμοι, βέβαιοι χωρίς τον δισταγμό και κύριοι της στιγμής τους χωρίς την παραμικρή ενόχληση για το όνομά τους, το αυθεντικά λαϊκό.
Ποτέ, κάποιος που ξέρει την τέχνη του δεν θ’ άφηνε να δουν το ξεμάγεμα του κόσμου, την κατάλυση του μυστηρίου και του θαύματος· και αν ο κόσμος θέλησε να διασκευαστούν ξανά τα αισθήματα για να τα ξαναδεί σε άλλη φόρμα, εύκολη, παλιές του συγκινήσεις, ήταν γιατί είχε μάθει στην επικαιρότητα ενός πανηγυριού και τούτο τον ξαλάφρωνε.
Η ομορφιά, όμως, που δεν ανήκει σε καιρό, που είναι μια κι αιώνια – αχ! πόσα θα δίναμε κι εμείς για να την ακολουθήσουμε από κοντά γιατί άλλο χρέος δεν μάθαμε παρά το χρέος της ομορφιάς και της μεταποίησης, αφού πάντα ήμασταν παραπονούμενοι και διψασμένοι για ομορφιά τόσο, που ψάχναμε μέχρι και στ’ άσχημα για να την βρούμε, μάθαμε πως η ομορφιά είναι μια…
Ψάχναμε αυτούς που ανακάλυψαν την διάσπαση των ατόμων και λευτέρωσαν την γιγάντια και καταστροφική δύναμή τους καιρό προτού η επιστήμη ανακαλύψει την διάσπαση των ατόμων του ουρανίου! Θα διέβλεπαν κάτω από το από το βάθος τους τον τραγικό σπαραγμό των τρομοκρατημένων που θ’ αγωνιζόταν με χιλιάδες τρόπους κρυφούς να βροντοφωνάξουν στον κόσμο απαγορευμένες αλήθειες.
Το λιγότερο θα ήταν πολύ παρηγορητικά τα χειροκροτήματα μας έστω κι αν ήταν αραιότατα, θα πει πως δεν συγκινούμασταν μονάχα με τις φάρσες μα νιώθαμε αρκετά βαθιά τον εαυτό τους, τον αυθεντικό τους χώρο με τις σκιαγραφήσεις, τους οραματισμούς, τις παραστάσεις που προβάλλουν από μέσα, όπως κάποια οστρακόδερμα δημιουργούν το περίβλημά τους από τις εσωτερικές εκκρίσεις τους.
Οι νέες μορφές φτιαγμένες από ρινίσματα, ημιτόνια κι αποχρώσεις που γκρέμισαν όλη την ύπαρξη την συμμετρική με τις ευγενικές γραμμές, χωρίς επίδειξη, χωρίς προκλητικότητα και λέξεις, θα μας τύφλωνε για λίγο όπως θα κοιτούσαμε ψηλά να βρούμε ήλιο.
Ο αυριανός κόσμος είναι κόσμος σκληρός, ένας κόσμος φτιαγμένος από μπετόν-αρμέ και γεμάτος δορυφόρους, που δεν θα φέρνει τίποτε πάνω του, παρά μονάχα τα θλιβερά ίχνη από κούκλες μακάβριες και μελαγχολικές.
Το να στρογγυλεύεις τον λόγο σου κατέληξε αδυναμία μπροστά στις μηχανές και τα κουμπιά τους κι όσοι θελήσαμε κι είχαμε τ’ όνειρο να κάνουμε τέσσερα βήματα έξω απ’ τον πλανήτη για να δούμε τι επιτέλους συμβαίνει έξω από ’δω, μας είπανε τρελούς, ονειροπόλους. Όχι με σκάφανδρο πειρατικό, κλεμμένο, όχι με διαστημόπλοια σαν αστροναύτες αλλά τέσσερα βήματα πιο έξω από την στέρεα γη, σαν τον Χριστό που περπάτησε έξω απ’ την στεριά, δίχως να πέσει μέσα ή να πνιγεί, τουλάχιστον αυτό μας είπαν να πιστέψουμε. Και το πιστέψαμε λες και εξαρτιόταν απ’ αυτό ολόκληρη η ζωή μας.
ΕΛΕΝΗ ΧΑΪΜΑΝΗ