Μανώλης Μπουζάκης, Ο δρόμος του Ποσειδώνη (Αποσπάσματα αυτοβιογραφίας)

~.~

Στον αντιδικτατορικό αγώνα έλαβε μέρος στο περίφημο Κίνημα του Ναυτικού, όντας ο νεαρότερος από τους συλληφθέντες αξιωματικούς του στόλου. Μερικά χρόνια αργότερα, ίδρυσε και διηύθυνε έναν από τους σημαντικότερους εκδοτικούς οίκους της Μεταπολίτευσης, την ιστορική «γνώση». Αλλά και έξω απ’ αυτά, με την ανάμειξή του στη ζωή του τόπου, ο Μανώλης Μπουζάκης συμβάδισε πάντοτε με την εποχή του από την πρώτη γραμμή. Το Νέο Πλανόδιον έχει τη χαρά και την τιμή να προδημοσιεύει σήμερα αποσπάσματα από την ανέκδοτη αυτοβιογραφία του Ο δρόμος του Ποσειδώνη: Αναμνήσεις ενός πλάνητα οδοιπόρου. Τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα: από τα παιδικά χρόνια στην Κρήτη και το μετεμφυλιακό κλίμα της εποχής, από τη φυλάκιση και τους βασανισμούς επί δικτατορίας, και από τη γνωριμία και τη συνεργασία με τον Παναγιώτη Κονδύλη στην περίφημη Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη των εκδόσεων «γνώση».

 

 

Ο Ποσειδώνης

Το χωριό μου, ο Σταυρός, μια γειτονιά της πάλαι ποτέ Κοινότητας της Σαρακήνας, δέκα-δώδεκα σπίτια, βρίσκεται στην αγκαλιά μιας πετροσπαρμένης και λιοφύτευτης πλαγιάς, στα Χανιά, σε μιαν εσχατιά της νοτιοδυτικής Κρήτης. Εκεί τέλειωνε, εκεί τελειώνει και τώρα ο δρόμος. Εκεί μας περίμεναν, Χριστούγεννα, Πάσχα και τα καλοκαίρια ο παππούς και η γιαγιά μας. Τέσσερα αδέρφια, ο πατέρας και η μάνα μας. Ο παππούς μου είχε ένα μαυριδερό σκύλο που τον έλεγε, όχι Ποσειδώνα, Ποσειδώνη τον έλεγε. Πώς του ’ρθε τώρα, στην κορφή του βουνού, ένας άνθρωπος που δεν είχε καμιά σχέση με τη θάλασσα, να λέει Ποσειδώνη τον αγαπημένο του σκύλο, δεν μπόρεσα ποτέ μου να εξηγήσω. Κολλητός του Ποσειδώνη ήτανε ένας θεόρατος γάτος, πολυαγαπητός κι αυτός του παππού μας. Θελήσαμε, εμείς τα παιδιά, να ξεπεράσουμε σε φαντασία και ευρηματικότητα τον παππού και λέγαμε το γάτο μας… Κάρμεν!

Λένε πως τα σημερινά παιδιά των μεγαλουπόλεων, όταν μεγαλώνουν εξοικειωμένα με ένα κατοικίδιο ζώο κι όταν έχουν την τύχη να ζουν τις χαρές, μα και τις απροσμενότητες της θάλασσας, τότε τα παιδιά αυτά έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν ευαισθησίες και ικανότητες, που θα τους φανούν ιδιαίτερα χρήσιμες στα δύσκολα χρόνια των μεγαλύτερων ηλικιών. Έτσι λένε οι σοφοί του κόσμου … κι εγώ, παιδί της φύσης, των ζωντανών της και της θάλασσας, σήμερα, στην ωριμότητά μου, ψάχνω να βρω τι έφταιξε και δεν έμαθα και γιατί διάλεξα να κάνω αυτά και όχι κάποια άλλα.…

Ήμουνα πιτσιρίκος στα τέσσερα ή μπορεί και στα πέντε μου χρόνια. Είχα πάει με τον παππού μου, παρέα με τον Ποσειδώνη και τον Κάρμεν, να αρμέξουμε τα πρόβατα που βόσκανε σ’ ένα λιόφυτο δέκα λεπτά από το σπίτι μας. Ήτανε καλοκαίρι του 1947 ή του ’48. Πλησίαζε μεσημέρι, είχαμε τελειώσει με το άρμεγμα κι ετοιμαζόμασταν να σταλίξουμε τα πρόβατα στη σκιά των δέντρων, όταν ακούσαμε τα βαριά ποδοβολητά αλόγων μπορεί και μουλαριών που πλησίαζαν. Σχεδόν αμέσως μετά, αρχίσαμε να διακρίνουμε και τις ομιλίες των άγνωστων καβαλάρηδων. Στραφήκαμε προς το μονοπάτι, δυο πεζούλες πιο πάνω από κει που βρισκόμασταν και είδαμε να εμφανίζεται μια πομπή πέντε-έξη χωροφυλάκων, που προχώρησαν, πλησίασαν και σταματήσανε, κοιτώντας ερευνητικά τη συντροφιά μας:

— Γεια σου Μανωλάκη,

χαιρετά τον παππού μου, ένας απ’ αυτούς που φαινότανε να ’ναι ο Καπετάνιος ‒αυτός ήτανε ο τίτλος που δίνανε τότε στον τοπικό αρχιχωροφύλακα‒ και συνεχίζει,

Γιάντα ’χεις λυτό το σκύλο σου; Δεν το κατέεις πως απαγορεύεται;

Δεν απάντησε ο παππούς μου, δεν φάνηκε όμως να περίμενε καμιά απάντηση και ο Καπετάνιος. Χωρίς άλλη κουβέντα, τράβηξε από τη σέλλα του αλόγου του ένα ταχυβόλο, το σήκωσε στα χέρια του, σημάδεψε τον Ποσειδώνη, πάτησε τη σκανδάλη και … τα πρόβατα αλαφιασμένα σκορπίστηκαν δεξιά κι αριστερά, ο Κάρμεν σκαρφάλωσε αστραπιαία σ’ ένα δέντρο και … χαράχτηκε από τότε ανεξίτηλα στα μάτια και στη μνήμη μου μια κατακόκκινη αιματερή κηλίδα κι ένα αλύχτισμα σκληρό και παραπονεμένο, που πνίγηκε στις ριπές του ταχυβόλου. Αυτό το σκληρό αλύχτισμα αντηχούσε μέσα μου για πολλά χρόνια και κάλυπτε κάθε γαύγισμα σκύλου που ’ρχονταν στ’ αυτιά μου…

Μ’ ένα ξεδιάντροπο γέλιο, η πομπή των χωροφυλάκων απομακρύνθηκε. Ο παππούς μου σκούπισε τα μάτια του, έσφιξε το στόμα του και δεν απάντησε στα δικά μου κλαμένα γιατί. Πήγε λίγα μέτρα πιο κάτω, σ’ ένα μικρό κήπο που είχαμε εκεί, πήρε μια τσάπα και όσο μπορούσε πιο γρήγορα, έφτιαξε και τοποθέτησε στο τελευταίο του σπίτι, τον Ποσειδώνη μας. Λίγο πριν αρχίσει αυτή η πρωτόγνωρη για τα παιδικά μου μάτια τελετή, είδα με την άκρη του ματιού μου τον Κάρμεν να κολλά το μουσούδι του στη μύτη του πεσμένου Ποσειδώνη και μου φάνηκε πως άκουσα ένα σιγανό, συρτό, λυπητερό νιαούρισμα.

Ο παππούς μου, μου είπε κάμποσα χρόνια μετά, πως δυο από εκείνους τους θλιβερούς χωροφύλακες ήτανε λέει Χίτες. Πολύ αργότερα έμαθα τι ήτανε αυτοί οι περίφημοι Χίτες και γιατί θελήσανε να τιμωρήσουνε τον παππού μου μ’ αυτό το βάρβαρο τρόπο.

Ο καιρός περνούσε και τότε το ίδιο γρήγορα όπως και τώρα και στο σπίτι μας κανείς δεν μιλούσε για τον Ποσειδώνη για πολλά-πολλά χρόνια. Εγώ όμως δεν ξέχασα ποτέ. Οι Χίτες δεν σκότωσαν μόνο τον Ποσειδώνη, δεν εκδικήθηκαν βάρβαρα τον παππού μου για τη, διαφορετική από τη δική τους, ιδεολογία του και για την ένταξη του πατέρα μου στο ΕΑΜ. Οι Χίτες σημάδεψαν τη δική μου, παιδική ψυχή και μου «έδειξαν» το δρόμο που όφειλα να βαδίσω στα χρόνια που θα ερχόντουσαν…

 

 

Η αποφυλάκιση και ολίγα τινά ακόμη

Οκτώβρης 1973. ΕΑΤ/ΕΣΑ. Στρατόπεδο ΕΣΑ, Γουδί. Ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα και τινάχτηκα απάνω σαν από ηλεκτροπληξία. Τίποτε καλό δεν προοιώνιζε αυτό το χτύπημα. Στάθηκα όρθιος στη μέση του στενόμακρου κελιού. Το παραθυράκι της πόρτας άνοιξε και φάνηκε η γνωστή, αντιπαθητική φάτσα του φαντάρου δεσμοφύλακα.

Μάζεψε τα πράγματά σου και ετοιμάσου, έχουμε βόλτα σήμερα. Αν δεν έχεις χέσει, δεν πειράζει, σφίξου, δεν προλαβαίνουμε τέτοια.

Καλά το φαντάστηκα. Κάτι καινούργιο θα βρήκανε πάλι και θέλουνε ανακρίσεις. Θα το ξεπεράσουμε κι αυτό. Μου πέταξε ο δεσμοφύλακας το σακ βουαγιάζ μου, έριξα μέσα ότι είχα και δεν είχα και περίμενα. Δυο, πέντε, δέκα λεπτά; Δεν ξέρω πόσο. Σκέψεις καρφιά μου τρυπάνε το νου. Δεν τις θέλω αυτές. Πάνω που άρχισε να ματώνει το μέσα μου άνοιξε η πόρτα και ένας άγνωστος με κράνος και περίστροφο στη μέση παραγγέλλει:

— Τα πράγματά σου και μαζί μου.

— Ένα λεπτό,

φωνάζει ο δεσμοφύλακας και μου δίνει στο χέρι τα κορδόνια των παπουτσιών μου και τη ζώνη μου. Στιγμιαία, πονηρή σκέψη. Είπα να τους δοκιμάσω. Σταμάτησα, γονάτισα και άρχισα να τοποθετώ τα κορδόνια στα παπούτσια μου. Ένα άγριο σουτ στα πισινά κι ένα δεύτερο με πέταξαν πέρα.

— Τι κάνεις εκεί ρε μαλάκα. Αυτά θα τα δέσεις όταν σου πούνε. Σήκω απάνω και άντε από κει.

Ακολούθησα τον φαντάρο με το κράνος και βγήκαμε έξω. Ένας ακόμη φαντάρος μας περίμενε και όλοι μαζί κινηθήκαμε δέκα μέτρα πιο πέρα που βρίσκονταν ένα τζιπ με ανοιχτές τις πόρτες και αναμμένη τη μηχανή.

— Μπείτε σας παρακαλώ μέσα, κύριε Υποπλοίαρχε,

μου είπε ευγενικά ο δεύτερος φαντάρος κι εγώ τον κοίταξα λοξά και καχύποπτα περιμένοντας καμιά απ’ αυτές τις ίδιες, ξαφνικές κλωτσιές στη μέση ή στο υπογάστριο, ανάλογα με τις ποδοσφαιρικές δεξιότητες του παραγγέλλοντος φαντάρου. Μου επανέλαβε πιο ευγενικά αυτή τη φορά την παράκλησή του κι εγώ δεν αντιστάθηκα και μπήκα πίσω στο τζιπ. Κάθισε δίπλα μου ο ευγενής και μπροστά στη θέση του συνοδηγού ο άλλος. Ο οδηγός ξεκίνησε και δεν είχαμε βγει ακόμη από το στρατόπεδο όταν ο συνοδηγός με ρωτά:

— Τι θα λέγατε, κύριε Υποπλοίαρχε, αν σας λέγαμε τώρα ότι πάμε στο ΕΑΤ* για να υπογράψετε το αποφυλακιστήριό σας και να πάτε στο σπίτι σας.

Τον κοίταξα, γέλασα αμήχανα και του απάντησα πως θα ’ταν καλύτερα να πούνε στη Μπριζίτ Μπαρντό –εκείνη ήταν τότε η φαντασίωση όλων των αρσενικών του πλανήτη‒ να μη βιαστεί να φύγει και να με περιμένει!…

Εδώ και κάμποσο καιρό είχα πάψει να φοβάμαι το ξύλο. Αυτή τη φορά όμως είχα ένα πραγματικά έντονο φόβο για το πού θα οδηγούσε αυτό το καινούργιο παιχνίδι που μόλις ξεκίνησε. Φτάσαμε στο ΕΑΤ/ΕΣΑ και οδηγήθηκα στο γραφείο του Διοικητή Θ.Θ. Καθόταν πίσω από ένα μεταλλικό γραφείο κι είχε ένα τεράστιο όγκο χαρτιών μπροστά του.

— Καθήστε, κύριε Υποπλοίαρχε,

μου λέει, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι από τα χαρτιά του και συνεχίζει,

— Όλοι εδώ εκτιμήσαμε τη συμπεριφορά σας. Γνωρίζω πως είστε οικογενειάρχης και πως αγαπάτε την οικογένειά σας. Δεν σας κρύβω πως προσωπικά θα ήθελα να αποκτήσουμε μια οικογενειακή, μια φιλική σχέση. Μα, καθήστε σας λέω, γιατί δεν κάθεστε; Θα πάτε στο σπίτι σας τώρα, κύριε Υποπλοίαρχε, στην οικογένειά σας. Την οικογένειά σας και τα μάτια σας, κύριε Υποπλοίαρχε. Πλησιάστε σάς παρακαλώ και υπογράψετε αυτό το χαρτί. Είναι το αποφυλακιστήριό σας.

Άφησα την τσάντα με τα πράγματά μου κάτω και πλησίασα. Έτρεμα ολόκληρος. Μηχανικά άπλωσα το χέρι μου, υπέγραψα σε δυο-τρία χαρτιά εκεί που μου έδειξε και έκανα δυο βήματα πίσω…. Ο Διοικητής σηκώθηκε από την καρέκλα του, μου έδωσε μια κόλλα χαρτί απ’ αυτές που είχα υπογράψει και μου έτεινε το χέρι του για χαιρετισμό. Έμεινα ξερός, ορθός, με το κεφάλι σηκωμένο ψηλά, τα χέρια κολλημένα πάνω μου και ακίνητος. Γύρισε πίσω ο κύριος Διοικητής και κάθισε στην καρέκλα του.

Δεν πειράζει, κύριε Υποπλοίαρχε, σας καταλαβαίνω, όμως προσέξτε να μην είστε πάντα τόσο αγενής. Μπορείτε να πηγαίνετε τώρα.

Πήρα την τσάντα μου στο ένα χέρι, τυλιγμένο ρολό το αποφυλακιστήριο στο άλλο και βγήκα έξω. Κοίταζα δεξιά κι αριστερά προσπαθώντας να δω προς τα πού ήταν η έξοδος, όταν με πλησίασε ο οδηγός του τζιπ που με είχε φέρει και μου ζήτησε να τον ακολουθήσω.

— Έχω οδηγίες από τον κύριο Διοικητή να σας πάω στο σπίτι σας. Πού μένετε, κύριε Yποπλοίαρχε;

Διστακτικά του ανέφερα μια ψεύτικη διεύθυνση, σχετικά κοντά στο σπίτι μου.

 Ένα λεπτό σε παρακαλώ να βάλω τη ζώνη μου και να δέσω τα κορδόνια των παπουτσιών μου.

Καμιά αντίδραση αυτή τη φορά. Μπήκα στο αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε. Απόλυτη σιωπή σε όλη τη διαδρομή. Δεν ήμουνα βέβαιος για τίποτε. Το πιστόλι στη μέση του συνοδηγού με έκανε ακόμη πιο καχύποπτο. Φτάσαμε επιτέλους στη διεύθυνση που είχα δώσει. Βγήκε έξω ο συνοδηγός και μου άνοιξε την πόρτα. Με συνόδεψε τρία-τέσσερα μέτρα μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας που δήθεν έμενα. Φεύγοντας μου ψιθυρίζει:

Μη με συνδέσετε εμένα σας παρακαλώ με όλα όσα ζήσατε μαζί μας. Θύμα τους είμαι κι εγώ. Είμαι από τα Δωδεκάνησα, με λένε Α.Χ.

Γύρισα τον κοίταξα στα μάτια και διαπίστωσα μια διάχυτη θλίψη απλωμένη στο πρόσωπό του. Άφησα το βλέμμα μου να τον ακολουθήσει μέχρι που μπήκε στο αυτοκίνητο και χάθηκε πίσω από κάποια άλλα αυτοκίνητα. Έμεινα στο σημείο που με άφησαν κάμποση ώρα. Κοίταζα δεξιά, αριστερά, μπρος, πίσω προσπαθώντας να εντοπίσω κάτι παράξενο, κάτι ύποπτο. Ήτανε σχεδόν μεσημέρι και ξεκίνησα ακολουθώντας μια περίπλοκη διαδρομή για να πάω στο σπίτι μου. Παρατηρούσα τους ανθρώπους, κοίταζα προσεκτικά τις γωνιές των δρόμων και που και που γύρναγα απότομα προς τα πίσω προσπαθώντας να εξακριβώσω αν κάποιος ή κάποιοι με παρακολουθούσαν.

Βρισκόμουνα σε υπερδιέγερση, ήμουνα αναστατωμένος, δεν είχα ακόμη συνειδητοποιήσει πως περπατούσα ελεύθερος και πως μπροστά μου υψωνόταν η πολυκατοικία που έμενα. Μπήκα μέσα, πήρα το ασανσέρ και ανέβηκα στον πέμπτο όροφο. Χτύπησα το κουδούνι και περίμενα. Άνοιξε η πόρτα και … ένα θαμπό, γκρίζο σύννεφο μου έκρυψε τα πάντα. Έκανα ένα-δυο βήματα μπροστά και είδα τη μάνα μου. Κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό. Ήταν η πεντάμηνη κόρη μου. Το βρέφος αυτό με ένα μαγικό τρόπο, εκεί, μπροστά στα μάτια μου άλλαζε συνεχώς μορφές, μεγάλωνε και μεταμορφωνόταν. Ξέφυγε από την αγκαλιά της μάνας μου και στάθηκε μπροστά της. Όμως εκεί μπροστά της ήμουν εγώ, δεν ήταν άλλος. Εκεί μπροστά της, στεκόμουν εγώ, χλωμός, τρεμάμενος και καταϊδρωμένος. Φίλησα το απλωμένο χέρι της μάνας μου και εξουθενωμένος σωριάστηκα σε μια καρέκλα λυγμώντας σιωπηλά. Το ίδιο σύννεφο απλώθηκε στο δωμάτιο, κάλυψε τα πάντα και σβήστηκαν όλα από τα μάτια μου μέσα σε μια γλυκιά, ευωδιαστή αχλή…

 

 

Παναγιώτης Κονδύλης

Άνοιξη του 1983. Ήταν ο Βασίλης Κρεμμυδάς εκείνος ο οποίος, ύστερα από σχετική συνεννόηση, ήρθε ένα πρωί στο γραφείο μου με τον Παναγιώτη Κονδύλη. Μου είχε πει πολλά γι’ αυτόν ο Κρεμμυδάς. Τον εκτιμούσε ιδιαίτερα. Την εποχή εκείνη ο Κονδύλης ήταν ήδη ένας επιτυχημένος συγγραφέας και ιδιαίτερα δημοφιλής φιλόσοφος-στοχαστής στη Γερμανία. Είχαμε ακριβώς την ίδια ηλικία. Συζητήσαμε για κάμποση ώρα. Ήταν καλός συζητητής, είχε χιούμορ, η κουβέντα μαζί του ήταν ευχάριστη και όπως θα ανακάλυπτα και στο μέλλον είχε πάντα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Προσπάθησα να του παρουσιάσω τις εκδοτικές μου φιλοδοξίες. Σ΄ αυτή την πρώτη μας συνάντηση μου πρότεινε την έκδοση μιας σειράς κλασσικών βιβλίων πολιτικής, στοχασμού και φιλοσοφίας την οποία ήταν διατεθειμένος να επιμελείται και να διευθύνει. Μου εξήγησε πως ο ίδιος θα συμμετείχε στη μετάφραση κάποιων από τα βιβλία αυτά και κάποια ενδεχομένως να τα σχολίαζε. Δεν χρειάστηκε να επιχειρηματολογήσει περισσότερο. Τον ρώτησα πώς θα ονομάζαμε τη σειρά αυτή. Ήταν προετοιμασμένος και μου απάντησε αμέσως: «Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη»! Δεν ήμουν σε θέση, είχα τη «γνώση», δεν είχα όμως τότε τη γνώση και την οξυδέρκεια να εκτιμήσω το μέγεθος και τη σημασία της πρότασης του Κονδύλη. Σήμερα, αποστασιοποιημένος και βλέποντας τα πράγματα σαν ένας μακρινός, εξωτερικός παρατηρητής, με περισσή βεβαιότητα, δηλώνω πως μόνη η σειρά αυτή θα αρκούσε απολύτως για να αφήσει το ανεξίτηλο, θετικό εκδοτικό της αποτύπωμα, σε οποιονδήποτε εκδοτικό οίκο και βέβαια στη «γνώση». Συμφωνήσαμε από την αρχή σε όλα όσα μου ζήτησε.

Ο Κονδύλης ήταν ένας χαλκέντερος μελετητής, αλλά και ένας καθ’ όλα καθημερινός άνθρωπος. Μελετούσε και έγραφε ακατάπαυστα. Πού και πού έπαιζε τάβλι και έβλεπε ποδόσφαιρο στην τηλεόραση. Του άρεσε το καλό φαγητό και το κόκκινο κρασί. Παρέα με τον Κρεμμυδά και με τον Κωστή Παπαγιώργη επισκεφτήκαμε δυο-τρεις φορές μερικά μεταμεσονύκτια «σκυλάδικα» της Αθήνας. Ο Παπαγιώργης, παλιός τρόφιμος των οίκων αυτών, ήταν ο οδηγός μας. Οι υπόλοιποι ακολουθούσαμε. Νομίζω πως ο Κονδύλης, ακόμη και σε τέτοιους χώρους, μελετούσε.

Πολύ σύντομα συνέταξε και μου παρουσίασε το πρώτο τριετές σχέδιο για τη φιλοσοφική μας βιβλιοθήκη. Περιείχε σημαντικά, κλασσικά έργα της ανθρώπινης σκέψης και της ιστορίας των ιδεών. Δεν έχει νόημα να αναφέρω τον πλήρη κατάλογο της Φιλοσοφικής μας Βιβλιοθήκης. Δειγματοληπτικά μόνο αναφέρω εδώ μερικούς τίτλους: ΛΕΟ ΣΤΡΑΟΥΣ, Φυσικό Δίκαιο και Ιστορία, ΟΛΟΦ ΖΙΓΚΟΝ, Βασικά Προβλήματα Φιλοσοφίας, ΜΑΡΣΕΛ ΓΚΡΑΝΕ, Η κινέζικη σκέψη, ΧΕΛΜΟΥΤ φον ΓΚΛΑΖΕΝΑΠ, Η φιλοσοφία των Ινδών, ΟΥΜΠΕΡΤΟ ΕΚΟ, Θεωρία Σημειωτικής, ΛΕΒ ΒΥΓΚΟΤΣΚΙ, Σκέψη και γλώσσα, ΧΑΝΝΑ ΑΡΕΝΤ, Η ανθρώπινη κατάσταση, ΓΙΟΧΑΝ ΧΟΥΙΖΙΝΓΚΑ, Ο άνθρωπος και το παιχνίδι, ΤΟΜΑΣ ΧΟΜΠΣ, Λεβιάθαν, ΡΑΥΜΟΝ ΑΡΟΝ, Η εξέλιξη της κοινωνιολογικής σκέψης, ΜΙΣΕΛ ΦΟΥΚΩ, Οι λέξεις και τα πράγματα, ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΟΥΤΣΟΣ, Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα από το 1873 ως το 1974, Ν. Π. ΣΚΟΥΤΕΡΟΠΟΥΛΟΣ, Η αρχαία σοφιστική: Τα σωζόμενα αποσπάσματα, κ.ά. κ.ά. κ.ά. Σύνολο εξήντα τόσοι τίτλοι. Ένας πραγματικός θησαυρός. Στο διαδίκτυο μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να εντοπίσουν κάθε σχετική πληροφορία.

Επέλεξε τους συνεργάτες του ο Κονδύλης, συναδέλφους του της φιλοσοφίας και των ανθρωπιστικών επιστημών γενικά, μεταφραστές, επιμελητές. Όλοι άξιοι και με απόλυτη προσήλωση στις οδηγίες του Κονδύλη. Του είχαν όλοι τους τυφλή εμπιστοσύνη. Το φθινόπωρο του 1983 έκανε την εμφάνισή του το πρώτο βιβλίο της σειράς και αμέσως μετά, το ίδιο έτος, το δεύτερο. Ήταν η διδακτορική διατριβή του Καρλ Μαρξ «Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας», σε μετάφραση του ίδιου του Παναγιώτη Κονδύλη και ακολούθησε το δικό του έργο που είχε ήδη κυκλοφορήσει στη Γερμανία όπου το είχαν υποδεχτεί με εξαιρετικές κριτικές, «Η κριτική της μεταφυσικής στη νεότερη σκέψη». Είναι προφανές πως θέλησε από την αρχή να δώσει το δικό του στίγμα στην καινούργια σειρά. 

1985-1990. Η «Φιλοσοφική και Πολιτική Βιβλιοθήκη» της «γνώσης» έχει ήδη καθιερωθεί στην Ελλάδα ως μια σημαντική εκδοτική πρωτοβουλία. Τα περισσότερα από τα Πανεπιστημονικά μας Ιδρύματα χρησιμοποιούν κάμποσα από τα βιβλία μας ως εκπαιδευτικά βοηθήματα. Ένας μεγάλος αριθμός «φιλοσόφων», «συγγραφέων», «καθηγητών» αλλά και καθηγητών, μελετητών, στοχαστών, επισκέπτονται καθημερινά τη «γνώση» και ζητούν να δει ο «κύριος Κονδύλης» τα έργα τους προκειμένου να ενταχθούν στη Φιλοσοφική μας Σειρά. Ο Κονδύλης την εποχή εκείνη ζούσε και εργαζόταν στη Χαϊδελβέργη τέσσερις έως έξι μήνες κάθε χρόνο. Τον υπόλοιπο χρόνο ήταν στην Αθήνα. Ένα πρωί δέχομαι ένα τηλεφώνημα από περιώνυμο Πρύτανη της Φιλοσοφικής Σχολής μεγάλου μας Πανεπιστημίου. Συμφωνήσαμε ραντεβού το μεσημέρι της ίδιας μέρας. Ήρθε στην ώρα του ο κύριος Καθηγητής συνοδευόμενος από δύο βοηθούς του. Κάθισαν στις καρέκλες που τους πρόσφερα, δεν ήθελαν καφέ ούτε τσάι. Ο κύριος Καθηγητής σοβαρός, ψυχρός, αμίλητος ζητά με νόημα από τους βοηθούς του να ξεκινήσουν. Ανέλαβαν εκείνοι να μου παρουσιάσουν το έργο του κυρίου Καθηγητή το οποίο επιθυμούσε ο Συγγραφέας του να περιληφθεί στα υπό έκδοσιν βιβλία της Φιλοσοφικής Βιβλιοθήκης. Ο Κονδύλης την εποχή εκείνη ήταν στην Αθήνα. Τους είπα ότι θα μελετήσει την εργασία ο Διευθυντής της Σειράς μας και θα τους ενημερώσουμε σε ένα περίπου μήνα. Μου απάντησαν οι βοηθοί ότι θα προτιμούσαν μια απάντηση σε δεκαπέντε το πολύ ημέρες. Δεν έχουν μου λένε περιθώριο για μεγαλύτερη αναμονή. Είπα, «καλά, θα κάνω ό,τι είναι δυνατόν.» Μου παρέδωσαν το έργο τους και απήλθαν. Την επομένη έδωσα το δακτυλόγραφο στον Κονδύλη. Σε μία εβδομάδα μου το επέστρεψε. Το ξεφύλλισα. Θυμήθηκα τις διορθωμένες με κόκκινο στυλό κακές εκθέσεις του φιλολόγου μου στο γυμνάσιο. Παραθέτω μια παρατήρηση του καθηγητή μας σε κακή έκθεση συμμαθητή. «Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι δεν είχες πρόλογο και επίλογο και ότι ήσουν εκτός θέματος, προσέτι η έκθεσίς σου βρίθει γραμματικών και συντακτικών λαθών. Ένα (1)» (Βαθμολογία στα είκοσι). 

Μερικές από τις παρατηρήσεις του Κονδύλη που θυμάμαι για το έργο του κυρίου καθηγητή. «Αδόκιμη έκφρασις, βλ. έργο… συγγραφέα… εκδόσεις…», «πολλαπλή επανάληψις», «λαθεμένη παράθεσις, βλ. έργο… συγγραφέα… εκδόσεις…», «δεν νομίζω ότι ο συγγραφέας της συγκεκριμένης προσέγγισης θα συμφωνούσε με την παρούσα καταχώρηση άνευ της έγγραφης αδείας του…», «αυθαίρετη εικασία» κ.ά. κ.ά. κ.ά… Το δακτυλόγραφο ολόκληρο κατακόκκινο. Στην πρώτη σελίδα με κόκκινα κεφαλαία γράμματα: «ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΝ!» Μου εξήγησε ότι δεν είναι επιτρεπτό τέτοια έργα να αποτελούν πανεπιστημιακά συγγράμματα. Το μισό έργο κλεμμένο από διάφορες ελληνικές και ξένες εκδόσεις, απαράδεκτες παραδοχές και πλήθος αμπελοφιλοσοφιών. Είπα στον Κονδύλη ότι θα μπορούσαμε να του απαντήσουμε πως το έργο δεν μπορεί να ενταχθεί στη Φιλοσοφική μας Σειρά χωρίς καμιά περαιτέρω εξήγηση και δικαιολογία. Μου απάντησε κοφτά: «ο κύριος Καθηγητής πρέπει να ξέρει πως εμείς ξέρουμε

ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΠΟΥΖΑΚΗΣ

 

 

 

 

Ο Μανώλης Μπουζάκης στο Θέατρο Κυδωνία των Χανίων σε εκδήλωση της 24ης Ιουλίου 2020. Μαζί του οι Κώστας Κουτσουρέλης και Μιχάλης Βιρβιδάκης.