της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗ
Απόσπασμα μυθιστορηματικής βιογραφίας [1]
Η Ελισάβετ απόρησε με το μεγάλο πλήθος που είχαν καλέσει οι Χιλλ στη χριστουγεννιάτικη γιορτή της Σχολής τους· κυριολεκτικά το αδιαχώρητο. Πήρε το μάτι της τον άγγλο πρέσβη να αγορεύει στο κέντρο μιας συντροφιάς, ενώ η σύζυγός του τον κοίταζε με θαυμασμό. «Μακάρι κι εγώ να κάνω σήμερα μια ανοιχτή συζήτηση μαζί του για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση που αναστατώνει την Αθήνα αλλά και για το μέλλον τής…» δεν πρόλαβε να αποτελειώσει την ευχή και της φάνηκε πως λίγο πιο μακριά, σε άλλη παρέα, είδε τον Ρίτσαρντ· προχώρησε διακριτικά λίγα βήματα μπροστά, για να σιγουρευτεί· δεν είχε κάνει λάθος, αυτός ήταν. Δεν το περίμενε, δεν ήταν προετοιμασμένη. Η καρδιά της άρχισε να κτυπά δυνατά, ένιωθε πως θα σπάσει.
Η επιμελώς κρυμμένη προσμονή της για μια τυχαία έστω συνάντηση μαζί του γινόταν ανέλπιστα πραγματικότητα. Σαν αστραπή έλαμψε στη μνήμη της η πρώτη φορά που είχε συναντήσει σε δεξίωση τον ωραίο, αεράτο κι ελκυστικό, νεαρό άμισθο ακόλουθο της βρετανικής πρεσβείας. Συναντήθηκαν μετά και σ’ άλλες δεξιώσεις. Γλυκομίλητος ήταν πάντα στις συζητήσεις τους που στρέφονταν σε θέματα της τρέχουσας πολιτικής, χωρίς να λείπουν και τα προσωπικά, κυρίως γύρω από τα παιδικά χρόνια τους, της προσφυγιάς εκείνη, των σπουδών εκείνος· χρόνια που, όπως ισχυρίζονταν κι οι δυο, διαμόρφωσαν το μέλλον τους, που έγινε παρόν.
Καθώς τον παρατηρούσε από μακριά θυμήθηκε την ιστορία που της είχε κάποτε διηγηθεί. Ο πατέρας του, πλοίαρχος του πολεμικού ναυτικού, τον προόριζε για τα καράβια και μόλις έκλεισε τα δώδεκα τον πήρε μαζί του ναυτόπουλο να τον προετοιμάσει ως δόκιμο αξιωματικό. Σχεδόν αυτολεξεί ξεπήδησαν από τη μνήμη της τα λόγια του Ρίτσαρντ και το έντονο ύφος με το οποίο τότε τα είχε ξεστομίσει: «Όμως εγώ δεν ήμουν γεννημένος για ναυτικός· απεχθανόμουν τη σκληρή δουλειά στο καράβι, κι ας γινόμουν ακόμη και πλοίαρχος, όπως ο πατέρας μου· δεν με γοήτευε ούτε η θάλασσα ούτε τα καράβια ούτε οι ναυμαχίες. Ήθελα να σπουδάσω». Και κατάφερε να γυρίσει πίσω και να φοιτήσει στο ονομαστό κολέγιο Christ Church της Οξφόρδης.
«Και να τος ακόμη εδώ, δίπλα στον πρέσβη πατέρα του, τον αξιότιμο Έντμοντ Λάιονς! Σίγουρα θα είναι ενθουσιασμένος, που κάνει μια ιδανική πρακτική στη διπλωματία» σκέφτηκε η Ελισάβετ. Και διαθέτει τα καλύτερα προσόντα, γνώσεις, ξένες γλώσσες και πάνω από όλα εργατικότητα, άψογη συμπεριφορά, προσήνεια, έμφυτη ευγένεια και φιλοδοξία ανόδου.
Τον θαύμαζε και τον ζήλευε για την υπομονή και την επιμονή του να μην υποτάσσεται εύκολα στα σχέδια που έκαναν άλλοι για το δικό του μέλλον κι ας ήταν αυτοί οι άλλοι ο πατέρας του. «Τέτοια αγωνιστικότητα κι επιμονή θέλω να έχω κι εγώ για τα δικά μου σχέδια, για το δικό μου μέλλον…» ευχόταν μυστικά, όταν αστραπιαία διασταυρώθηκαν τα βλέμματά τους. Τον είδε ν’ αφήνει την παρέα του και να πλησιάζει προς το μέρος της· ήταν το μόνο που ανομολόγητα ήθελε να συμβεί, κι ας ένιωθε άβολα με το καυτό αιμάτινο κύμα που κατάλαβε πως άρχισε να πυρπολεί το πρόσωπό της.
Στάθηκε απέναντί της χαμογελαστός, τής τράβηξε το δεξί χέρι, το φίλησε με εγγλέζικη ευγένεια και της είπε με αεράτο ύφος:
—Χρόνια πολλά, χαριεστάτη δεσποινίς Ελισάβετ. Ο Θεός να σας ευλογεί. Νόμιζα δεν θα επιστρέφατε ποτέ εις τας Αθήνας. Λείψατε από όλους μας.
—Ευχαριστώ που δεν με ξεχάσατε, είπε εκείνη ντροπαλά και νιώθοντας τις παρειές της να φλέγονται, απέφυγε να τον κοιτάξει στα μάτια· δεν ήθελε να προδώσει το ισχυρό σκίρτημα της καρδιάς της.
Εκείνος όμως εννόησε την πηγή του προδοτικού κόκκινου χρώματος στο χλομό πρόσωπο που θυμόταν και της πρόσφερε έτοιμη τη δικαιολογία:
—Κάνει πολύ κρύο σήμερα και φυσάει δυνατός ψυχρός αέρας· το βλέπω στο πρόσωπό σας. Να προσέχετε μην αρρωστήσετε. Γιατί όμως μείνατε τόσα χρόνια στα Χανιά; Φαντάζομαι θα περνούσατε καλά στον τόπο σας.
—Όχι, καλά δεν πέρασα. Κατέβηκα για λίγο να τακτοποιήσουμε κάποια οικογενειακά περιουσιακά θέματα με τον αδελφό μου και τη μητέρα μου κι έμεινα πέντε χρόνια.
—Μου φάνηκαν περισσότερα… Ας είναι· δεν ξέρω αν έχετε πληροφορηθεί ότι μετά την αναχώρησή σας έγινα μόνιμος έμμισθος ακόλουθος της βρετανικής πρεσβείας εδώ, θέση τελείως ανεξάρτητη από τη θέση του πατέρα μου και, καθώς καταλαβαίνετε, στόχος μου είναι να ενισχύσω εδώ το κύρος της χώρας μου.
—Σας συγχαίρω ειλικρινά. Το αξίζετε, έχετε όλα τα προσόντα κι η άριστη γνώση σας των ελληνικών και των γαλλικών δεν θα πάει χαμένη· εύχομαι να πετύχετε, του είπε με τυπική ευγένεια, χωρίς να μπορεί να εκδηλώσει τη χαρά της, όχι για την προαγωγή του, αλλά που τον ξανάβλεπε. «Αχ, πότε τέλος πάντων θα απαλλαγώ από αυτήν την αιδώ, που γίνεται φραγμός στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων μου;» παραπονιόταν μυστικά στον εαυτό της, ενώ η αόρατη φλόγα συνέχιζε το έργο της στις παρειές της, όσο εκείνος συνέχιζε να της μιλεί.
—Θα ήθελα, αγαπητή μου Ελισάβετ της Κρήτης, να σας φανώ χρήσιμος. Λόγω της θέσης μου με ενδιαφέρουν τα προβλήματα των υπηκόων του ελληνικού βασιλείου, που υπήρξαν κάποτε υποτελείς της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αν δεν σας φανώ αδιάκριτος, πείτε μου περισσότερα για την περίπτωσή σας.
—Δεν θέλω να σας υποχρεώνω με δικά μου θέματα…
—Μην ανησυχείτε, αγαπητή μου, η δική σας περίπτωση είναι ιδιωτική, δεν θα θίξει δα και το συμφέρον της Βρετανίας… (περισσότερα…)