Σχόλια πάνω στην ποιητική σύνθεση της Αυγής Λίλλη, Στην άκρη μια ουρά (Θράκα 2021)
του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ
Με την τρίτη κατά σειρά ποιητική κατάθεσή της Στην άκρη μια ουρά, η Αυγή Λίλλη συγκροτεί έναν πολυσήμαντο ποιητικό χώρο, στον οποίο τα ήδη κατακτημένα όπλα μιας σπαρακτικής διακειμενικότητας, μιας ανατρεπτικής όρασης και κυρίως μιας βίαιης αποστακτικής επεξεργασίας του λόγου οξύνονται ακόμη περισσότερο. Όπως, καταδεικνύει τόσο ο τίτλος όσο και η καλαίσθητη εκδοτική της ανά χείρας συλλογής-συνθετικού ποιήματος, η Αυγή Λίλλη διαλέγεται δημιουργικά με τον γνωστό, σκοτεινό μύθο της μικρής γοργόνας του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Πιο συγκεκριμένα, ο διάλογος εντοπίζεται αφενός στον άνισο αγώνα με τον χρόνο που επιβάλλεται προοδευτικά, τραυματικά και αδιαπραγμάτευτα στην ύπαρξη και αφετέρου στον αρχέγονο έρωτα, ο οποίος αν και δρα προς στιγμήν εξισορροπητικά στην έντονη παρουσία του θανάτου, προβάλλει, εντούτοις, αντιθετικά και επίμονα από τη μια το τυραννικό δράμα του ανικανοποίητου, ανεκπλήρωτου κι από την άλλη το δράμα της αναπόφευκτης φθοράς του τελειωμένου. Το βιβλίο αυτό, με άλλα λόγια, αποτελεί, κατά την άποψή μου, μια σύνοψη ιδεών που αναπηδά από βιώματα έρωτα και απώλειας και συμπυκνώνει αισθητικά τη βιολογική, αλλά και ποιητική ωρίμανση της ποιήτριας, η οποία μοιάζει να εισέρχεται σε μια εποχή αποχαιρετισμού του έρωτα.
Πιο συγκεκριμένα η αμείλικτη, αλλά και τολμηρή ποιητική ματιά της Λίλλη ιχνηλατεί σε αυτό το ποιητικό παραμύθι ενηλίκων τα ανεπαίσθητα μυστήρια που καθορίζουν τις προσωπικές σχέσεις, την παντοδυναμία της αγάπης και του έρωτα, καθώς και το σπαραγμό του ερωτικού, αλλά και ποιητικού σώματος μπροστά στην απάτη και την οριστικότητα του θανάτου. Έτσι τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής σηματοδοτούν τη δραματική μετατόπιση του ποιητικού υποκειμένου (σε σχέση πάντα με τις προηγούμενες συλλογές της ποιήτριας) προς τον εσώτερο βιωματικό πυρήνα, εκεί όπου μονίμως αναθρώσκουν μνήμες, λύπες, αισθησιασμός, συγκινήσεις, διαψεύσεις και ματαιώσεις. Παρατηρούμε, λοιπόν, σε αυτή τη συλλογή μια πιο συγκεκριμενοποιημένη αίσθηση ωριμότητας, υπαρξιακής περισσότερο παρά βιολογικής υφής, στην οποία ο έρωτας συνοδεύεται από τον σωματοποιημένο φόβο του θανάτου.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο στοχασμός γύρω από τη φθαρτή ανθρώπινη φύση, το πεπερασμένο και το εφήμερο, η έννοια του χρόνου, το απροσπέλαστο και μεταφυσικό, η δυναστευτική μνήμη ως εφιάλτης της σχέσης με τον εαυτό μας και τους άλλους, η μοναξιά, υπαρξιακή και οντολογική που προέρχεται από το αδύνατο της ανθρώπινης επικοινωνίας και τέλος η επώδυνη απώλεια ή προδοσία του έρωτα, είναι ουσιαστικοί άξονες της συλλογής που συμπλέκονται αξεδιάλυτα με τον σκοτεινό μύθο της γοργόνας του Άντερσεν και αποκαλύπτουν, εν τέλει, ένα ποιητικό σύμπαν διαποτισμένο από μια πίκρα βίαια καταχωνιασμένη. Η επιλογή της ποιήτριας, πάντως, να συνομιλήσει με τον αρχικό μύθο και όχι με την πιο γνωστή happy end εκδοχή του μύθου της Disney, αποκαλύπτει την πρόθεσή της να αποδώσει τη σκοτεινή αλλά και φωτεινή όψη της αρχέγονης δύναμης του έρωτα που συνέχει το σύμπαν.
Πιο συγκεκριμένα, η ποιήτρια ιχνηλατεί με πρόσχημα τον μύθο τα “ανεπαισθήτως” που καθορίζουν εντέλει τις προσωπικές σχέσεις, καθώς και τον σπαραγμό του σώματος και του πνεύματος μπροστά στην αδυναμία της ερωτικής πλήρωσης και κατ’ επέκταση της ανθρώπινης επικοινωνίας. Στην ποιητική αυτή σύνθεση, λοιπόν, ο έρωτας ως επώδυνη απουσία και ως μνήμη-πληγή συμπλέκεται τραγικά και αξεδιάλυτα με τον έρωτα ως εναγώνια αναζήτηση της πληρότητας της ίδιας της ύπαρξης, στοιχειώνοντας το τραγούδι-ποίηση. Γι’ αυτό το ίδιο το ποίημα μετατρέπεται εξελικτικά σε υπαινικτικό σχόλιο για την αναπότρεπτη φθορά του χρόνου και του έρωτα. Εξελικτικά, επομένως, συνειδητοποιούμε ότι τόσο ο παιγνιώδης και ελαφρύς τίτλος του βιβλίου όσο και ο εξαιρετικός σχεδιασμός του εξωφύλλου και η εικονογράφηση της Άννας Φωτιάδου, λειτουργούν όπως και οι σειρήνες αποπροσανατολιστικά-σαγηνευτικά εγκλωβίζοντας ξαφνικά τον αναγνώστη μέσα σε ένα σκοτεινό και σαρκοβόρο σύμπαν γεμάτο «σπασμένα γυαλιά, λεπίδες αιχμηρές».[1]
Μέσα σε αυτό, λοιπόν, το συγκρουσιακό και συχνά τραυματικό μυθικό πλαίσιο, η Αυγή Λίλλη αναδεικνύει μέσα από την καθημερινότητα ένα αρχέτυπο, ένα ποιητικό, γυναικείο πρόσωπο, που η μοιραία ομορφιά του είναι περισσότερο ελεγείο ερωτικού πάθους παρά θρίαμβος του γυναικείου αισθησιασμού. Με αυτούς τους όρους το βιωματικό αντικαθρέφτισμα του ποιητικού υποκειμένου στο κάτοπτρο του μύθου-παραμυθιού αποτελεί στην κυριολεξία το πυρηνικό κύτταρο μιας αρχέτυπης, γυναικείας φωνής που εξακτινώνεται σε όλα τα μείζονα και ελάσσονα νοήματα του βιβλίου. Δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, που γυναίκα-φύση-ελευθερία ταυτίζονται δυναμικά στην εν λόγω συλλογή, γεγονός που αφενός μας παραπέμπει σε μητριαρχικούς πολιτισμούς και αφετέρου συνδέεται διακειμενικά με τον μύθο, αλλά και με τον ανεξάντλητο μαστό της δημοτικής μας μούσας.
Πρέπει να επισημανθεί, ωστόσο, ότι παρά το γεγονός ότι η συλλογή εκφράζει με σαφήνεια την άρνηση της γυναίκας να αποδεχτεί την αντρική οπτική και ονοματοθεσία του έρωτα και της γυναικείας ταυτότητας, δεν έχουμε στην πραγματικότητα μια γυναικεία επαναστατική γραφή (η οποία επιχειρεί συγκρουσιακά να αποκαλύψει και εν συνεχεία να αποσαρθρώσει ποιητικά εμπεδωμένες, στην κοινωνική μας συνείδηση, συμβολικές δομές που συντρίβουν τη γυναίκα), αλλά μια ποίηση που πηγάζει κατευθείαν από μια βαθιά ερωτική εσωτερικότητα και η οποία έχει έντονη τη συνείδηση της σωματικής της διάστασηςˑ μια ποίηση γραμμένη από μια γυναίκα που επιχειρεί και επιτυγχάνει σε αρκετές περιπτώσεις να εκφράσει με καθολικότητα την ισχύ του ερωτικού πάθους και της επιθυμίας, τη σωματοποίηση του πόθου και τη μη εκπλήρωσή του.
Η γυναίκα-γοργόνα δεν είναι, επομένως, μόνο ερωτική και γόνιμη, εταίρα και μητέρα, σαγηνευτική, αλλά και επικίνδυνη όπως προβάλλεται από τον κυρίαρχο ανδρικό λόγο· είναι εκείνη που μολονότι βουλιάζει μέσα στον φυλετικό πόνο και το ιδιωτικό πένθος, ταυτίζεται, εντούτοις, αέναα με όλες τις μυστήριες, αρχέτυπες και αντιφατικές δυνάμεις της φύσης (γόνιμες και καταστροφικές ταυτόχρονα) και συνεχώς αναγεννάται. Και για τούτο επαναστατεί ερωτικά και ποιητικά συντάσσοντας επίμονα έναν γυναικείο αντίλογο, απέναντι σε έναν κόσμο που επιχειρεί να πετσοκόψει τη μυστηριακή δύναμη του έρωτα και ν’ αλλοιώσει το βαθύ μυστήριο της ύπαρξης.
Δεν είναι τυχαίο, κατά τη γνώμη μου, ότι και στο παραμύθι της γοργόνας-σειρήνας και στην παρούσα συλλογή, σημαίνουσα τόσο θεματικά όσο και μορφολογικά είναι η δεσπόζουσα παρουσία του τραγουδιού-ποίησης, το οποίο από τη μια λειτουργεί λυτρωτικά, σαγηνεύοντας το ποιητικό υποκείμενο και τον αναγνώστη-εραστή, ενώ από την άλλη η απουσία του λόγου (στο παραμύθι η γριά-μάγισσα κόβει τη γλώσσα της μικρής γοργόνας) λειτουργεί καταστροφικά, ακρωτηριάζοντας και παγιδεύοντας εντέλει την ερωτική εμπειρία σε ένα ατελές σώμα-ποίημα. Αυτή, εξάλλου, η αντιφατική κατάσταση του έρωτα και της ποίησης, αποτυπώνεται λειτουργικά τόσο στην ίδια την υβριδική μορφή της γοργόνας-σειρήνας, η οποία είναι μισή γυναίκα μισή ψάρι, όσο και στην κυρίαρχη, αλλά και πολύσημη παρουσία του ζωογόνου, αλλά και επικίνδυνου στοιχείου του νερού και της θάλασσας. Το δεσπόζον, πάντως, -τόσο για τον μύθο όσο και για την ίδια την ποιητική σύνθεση- στοιχείο του νερού που μεταλλάσσεται (νερό, στερεό, αιθέρας), δεν συνδέεται μόνο άρρηκτα με τον μύθο του Άντερσεν, αλλά και με την ίδια τη συγγραφική διαδικασία.
Βρισκόμαστε, με άλλα λόγια, αντιμέτωποι με ιδιαίτερα σύνθετους σχηματισμούς από αντιφατικά στοιχεία ή από μυθολογικές-συμβολικές παραστάσεις που αντιτίθενται. Η προτίμηση, επομένως, της ποιήτριας αφενός στην υβριδική, αλλά και αμφίσημη μυθολογική μορφή-προσωπείο της γοργόνας-σειρήνας που δρα ως εν-διάμεσο, και αφετέρου στην κυριαρχία στοιχείων αμφίσημων, όπως το νερό, οδηγεί εν τέλει προοδευτικά στη αναγνωστική μετάβαση σε συμβολικές ψυχικές περιοχές που συνδηλώνουν τις απαρχές και το τέλος, τον κίνδυνο και την ασφάλεια, την αποκάλυψη και την απώλεια και οι οποίες φέρουν πάνω τους το σημάδι του χρόνου. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι τόσο το υγρό στοιχείο του νερού όσο και η ποίηση δείχνουν ιδιαίτερη προτίμηση στη διαδικασία συνένωσης των αντιθέτων. Υλοποιημένη, πάντως, η συνενωτική αυτή διαδικασία μέσα από την ποίηση, διεκδικεί το δικαίωμα να υπάρχει και να γράφεται σε μια γλώσσα αποκαλυπτική της μυστηριακής σχέσης του ανθρώπου με τον έρωτα, τον θάνατο και τη βαθύτερη, πρωταρχική του φύση.
Η δεσπόζουσα, επίσης, υβριδική διάσταση της γυναίκας-γοργόνας-ποίησης υποστηρίζεται και μορφολογικά, καθώς το συνθετικό ποίημα συμπλέκει την παραδοσιακή και τη μοντέρνα ποιητική μας παράδοση. Κι αυτό γιατί η ποιήτρια δεν προϋποθέτει μόνο την παραδοσιακή προσωδία (η παρουσία της εσωτερικής ομοιοκαταληξίας ή της ψευδορίμας είναι δεσπόζουσα), αλλά ταυτόχρονα πατά γερά και στη μοντερνιστική παράδοση του ελεύθερου στίχου. Πιο συγκεκριμένα δεν εντοπίζουμε μόνο ποιήματα με συνεχείς επαναλήψεις και κομβικές σε ρυθμικό και οργανωτικό επίπεδο ομοιοκαταληξίες όπου κυριαρχεί η δημιουργική μείξη λυρικού και αφηγηματικού, αλλά εντοπίζουμε και μοντέρνα, ελευθερόστιχα ποιήματα, στοιχείο που καταδεικνύει την πρόθεση της ποιήτριας να παραμένει ανοικτή τόσο στην προσωδιακή όσο και στη μοντερνιστική ποιητική.
Η Αυγή Λίλλη, με άλλα λόγια, επιχειρεί μια δημιουργική ανίχνευση των ειδολογικών και μορφολογικών ορίων όχι μόνο του παραδοσιακού, αλλά και του μοντέρνου ποιητικού λόγου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ερμηνείας, οι χαρακτηρισµοί που κατά καιρούς συνόδευσαν το πεζό ποίηµα, όπως «αµφίφυλο» είδος, «ερµαφρόδιτο» ή «νόθο», δεν είναι μόνο δηλωτικοί της αµηχανίας που προκάλεσε τότε η αµφισβήτηση των ειδολογικών στερεοτύπων του διφυούς χαρακτήρα του, αλλά αποκαλύπτουν εν προκειμένω μιαν υβριδική ποιητική, η οποία αφενός συμπλέκει διακειμενικά το παραμύθι με την ποίηση και αφετέρου διαρρηγνύει τα στεγανά παραδοσιακής και μοντερνιστικής ποίησης, επιχειρώντας την αλληλοδιείσδυση και τον µεταξύ τους διάλογο.
Μορφολογικά, επίσης, τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής διακρίνονται για τη σαφή νοηματική πύκνωση και για τη στέρεή τους δομή απαλλαγμένη από πλατειασμούς και περιττολογίες. Παρά την έντονη ερωτική και υπαρξιακή διάθεση της ποιήτριας, αποφεύγονται κατά βάση οι αφηρημένες έννοιες και η ροπή του στοχασμού προς τη γενικότητα, στοιχεία που θα μπορούσαν να προκαλέσουν εύκολα ρήγμα στην υλικότητα της ποιητικής εικόνας και, κατά συνέπεια, στην ικανότητα του στίχου να πυροδοτήσει τη συγκίνησή μας. Στις καλύτερές της στιγμές, η ποιήτρια θα έλεγα ότι ισορροπεί μορφολογικά ανάμεσα σε μια προσπάθεια να φτάσει στον όσο γίνεται καθαρότερο λυρισμό και νοηματική πύκνωση, στοιχεία που επιτυγχάνονται με τη λεκτική καταβύθιση στον πυρήνα της καίριας αίσθησης. Παράλληλα, με το εξομολογητικό, στοχαστικό καταστάλαγμα και το σκοτεινό χιούμορ της που πολύ συχνά προβάλλεται με τελετουργικό τρόπο στην ποιητική σκηνή αποφεύγεται η συναισθηματική διάχυση και επιτυγχάνεται η δέουσα ποιητική απόσταση από τα θέματα που πραγματεύεται.
Κλείνοντας, θα ήθελα να σημειώσω εμφαντικά ότι τα σύντομα κατά βάση ποιήματα της παρούσας συλλογής συνθέτουν το λυπημένο ημερολόγιο μιας προσωπικής, γυναικείας οδύσσειας, με κορυφαίες στιγμές, εικόνες επιβεβαιωτικές ενός σωματοποιημένου, αδυσώπητου πλην καταλαγιασμένου φόβου και μιας προφανούς ή υφέρπουσας μοναξιάς. Πατώντας γερά στον μύθο της μικρής γοργόνας του Άντερσεν, η ποιήτρια πραγματεύεται με αφοπλιστική ειλικρίνεια, οξυδέρκεια και αυτοσαρκασμό το πένθος της ερωτικής απώλειας και πλέκει, εν τέλει, μιαν ερωτική ιστορία ενηλικίωσης, σπαραγμού και καλλιτεχνικής αυτογνωσίας. Γι’ αυτό παρά τις επιμέρους ενστάσεις για υπέρμετρη κατά περιοχές σκοτεινότητα, η ποιητική σύνθεση της Αυγής Λίλλης Στην άκρη μια ουρά, με το στοχαστικό και μυθολογικό της βάθος αποτελεί αναμφισβήτητα μια δυναμική αναγνωστική πρόταση που λειτουργεί εξελικτικά στην ποιητική της πορεία. Αναμένουμε, ωστόσο, από την ποιήτρια τον εμπλουτισμό της θεματικής και το πλάτεμα της κοσμοθεωρίας της στις επόμενες συλλογές.
Φωτοχυσία
καὶ σῶσόν με
Στης γης το βασίλειο με το φως
να γεννιόμουνα ένα σκαθάρι,
το χώμα να σκαρφαλώνω στάρι
στάρι, μέχρι τον θώρακα ο καιρός
να φέρει στο χορτάρι ένα δείλι.
Δροσιά, πάχνη, όαση: βεντάλια
με σμαραγδένια φύλλα∙ δόξα σοι!
Σκαλί σκαλί καθέτως στη στήλη
θα φτάσω, στο μυστικό υπερώο:
τη ραχοκοκαλιά σου. Τη βία
θα υμνώ των ισχίων τα βράδια,
με αχόρταγα θα υψώσω χάδια
στη λεκάνη σου ένα ηρώον,
θα ξαναγράψω τη ζωολογία.
~.~
ποτάμια, δάση, θρίαμβοι, ρομφαίες και στιλέτα
αγάπη, μίσος, δόρατα, κοντάρια, μια φαλτσέτα
με κάθε α και κάθε ω στο δέλτα και στο μέλος
με σκίζει, ρίχνει στον βωμό τραγούδι ποθημένο
αργά να το αιμορραγώ αιώνια να ανασταίνω
αἰδώς, αἰδώς, ἀείδομαι ὀδύνῃ ᾠδὴν αἰδοῖαν
~.~
Ζούγκλα
Αλύπητα στης ζούγκλας το υγρό κρεβάτι
θα σε ρίξω. Σε δάσος τροπικό με ορμή
ή σε σαβάνα θα σε πάρω. Θα ’σαι κάτι
σαν στολίδι και λάφυρο: δικό μου κορμί.
Σαν ορχιδέα θα ’μαι ανοιχτή, θα στάζω
σε ιδρωμένα δάχτυλα∙ γδέρνω, δαγκώνω
σαν φυτό σαρκοφάγο. Ασημένιο μου βάζο,
θα σε γυαλίζω με τη γλώσσα ώς τον πόνο
τον ήδιστο ν’ αγαπηθούμε. Θα φωλιάσει
στον κόλπο μου το πιο μεγάλο πουλί και
ψηλά θ’ ανέβουμε μακριά απ’ τη χάση
της ζωής που δεν ζούμε, ωραίε μου λύκε.
Εγώ το λιοντάρι, στα πόδια σου η μερίδα
δικιά μου τροφή, ο μόνος κόσμος που είδα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ
[1] Δεν είναι τυχαίο ότι η προηγούμενη συλλογή της ποιήτριας τιτλοφορείται Η Σφαγή του αιώνα (Θράκα 2018).