Ελένη Χαϊμάνη

Ο «Μέγας  Αποστρέφων» και η γυναικεία ποίηση του 21ου αιώνα

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

Ελένη Χαϊμάνη,
Η τρίτη βάρδια,
Σμίλη, Αθήνα 2023

To να κάνει δημόσια λόγο ένας άντρας κριτικός και δημιουργός για τη γυναικεία ποιητική παραγωγή ενέχει από μόνο του εξαρχής μια αντίφαση και θέτει δυναμικά ξανά στο προσκήνιο μια συζήτηση χιλιοφορεμένη περί της λεγόμενης «γυναικείας γραφής», περί θεματικών και τρόπων που είναι προσφιλείς στις γυναίκες ποιήτριες και περί των ορίων εντός των οποίων οι τελευταίες είθισται –ή και ορίζεται από κάποιους πως οφείλουν– να κινούνται. Πρόκειται για μια συζήτηση που έχει καταδείξει προ πολλού τα όριά της κι ωστόσο επιμένει να επαναλαμβάνεται αενάως ωσάν παραδοσιακό εορταστικό έθιμο, με την κάθε ιδεολογική γραμμή, συντηρητική, προοδευτική, προνεωτερική ή μετανεωτερική, να διαβάζει στρεβλά κι αποσπασματικά τη γυναικεία ποιητική παραγωγή και να εστιάζει μονάχα σε όσα επιβεβαιώνουν τις ήδη προκατασκευασμένες κι έτοιμες θεωρήσεις της. Και πάντοτε, φυσικά, με τη συνήθη και μεγαλοπρεπή διατύπωση με την οποία μας παρουσιάζεται κάθε φορά η εκάστοτε «λήψη του ζητουμένου». Το τελευταίο, μάλιστα, διάστημα προβάλλεται έντονα τόσο από γυναίκες δημιουργούς κάτω των 40 ετών όσο και μέσα από ορισμένες βραχύβιες συλλογικότητές τους το πρόταγμα της «αγάπης» ως ικανό από μόνο του να αποτελέσει υπόδειγμα συνεκτικής αφήγησης, καθώς και η επίταση μιας ασαφούς κι άνευ ορίων «συμπεριληπτικότητας» που εντούτοις υποκρύπτει υποδόρια μυριάδες αποκλεισμών.

Προερχόμενος από τον έμμετρο χώρο που εξ ορισμού συνειδητά και οριοθετείται και αποκλείει ώστε να είναι σε θέση να δομήσει αφήγημα ικανό να αντέξει στο χρόνο και τη μεταβολή των εποχών, στέκομαι ιδιαίτερα στα αίτια που ελάχιστες νέες ποιήτριες επιλέγουν σήμερα να εκφραστούν στον έμμετρο και κανονικό στίχο. Είτε αφορούν νεωτερικές στρεβλώσεις περί της αλλαγής του λεκτικού που συντελέστηκε δήθεν διά παντός με το πέρασμα στο μοντερνισμό, είτε έχουν να κάνουν με μια νεανική ευκολία εστίασης στο προσωπικό έναντι του συλλογικού και καθολικού και σε μια ημερολογιακή πεζολογική καταγραφή άνευ της παρουσίας του λυρισμού είτε ακόμα σχετίζονται και με ορισμένες μειοψηφικές απολήξεις μεταμοντέρνων εκφάνσεων του φεμινιστικού κινήματος που καλούν τις γυναίκες δημιουργούς να απεκδυθούν κάθε «κορσέ» δομημένο από το άλλο φύλο, οι αιτίες που στρέφουν τις νέες δημιουργούς μακριά από τον έμμετρο στίχο είναι ένα ζήτημα πέρα για πέρα υπαρκτό και άξιο προβληματισμού και συζήτησης, παρά τα διαφορετικά συμπεράσματα που μπορεί κανείς να καταλήξει. Δεν είναι λίγες, μάλιστα, οι περιπτώσεις ποιητριών των τελευταίων δεκαετιών που ξεκίνησαν να γράφουν έμμετρα –ή έστω σε επικοινωνία με μια ρυθμική ποίηση- και γρήγορα άφησαν αυτόν τον τρόπο έκφρασης στην άκρη, προσαρμοζόμενες σε εφήμερες κι επικαιρικές επιταγές που ενδεχομένως να ανοίγουν το δρόμο σε κάθε λογής «βραχείες λίστες» και στην εκτίμηση μιας κατεστημένης μερίδας του εγχώριου ποιητικού επιστητού. Αν αυτά, ωστόσο, είναι τα όρια της σκέψης και των ονείρων της εποχής μας, ποια μοίρα τότε περιμένει όποια ποιήτρια παρεκκλίνει από τη νόρμα; (περισσότερα…)

Δευτερόλεπτα πριν

*

Υπάρχουν, σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, κάποιες χρονικές συχνότητες που καθορίζουν τα πράγματα και που μόλις συμβαίνουν τα μεταλλάσσουν.

Αυτές οι χρονικές συχνότητες, λοιπόν, λαμβάνουν χώρα στον καθένα από εμάς με τρόπο δυσδιάκριτα εμφανή, αλλά μόνο όταν είναι πλέον πολύ αργά. Και για την υπεράσπιση τη δική μου και των υπολοίπων θα πρέπει να διευκρινίσω εδώ πως δεν συμβαίνουν όλες με τον ίδιο τρόπο. Δεν ανιχνεύονται όλες με τον ίδιο μεγεθυντικό φακό των γεγονότων.

Λόγου χάρη, ουδέποτε κανείς θυμάται τι έκανε τα δευτερόλεπτα πριν από κάποια ανέλπιστα ευχάριστη είδηση ή ένα γεγονός το οποίο του συνέβη. Είναι, θα παρατηρήσει κάποιος ιδιαίτερα οξυδερκής, σαν τούτα τα δευτερόλεπτα μεταξύ των στιγμών ποτέ να μην υπήρξαν. Μετά από αυτό που επιτέλους μας συμβαίνει, το υπέροχα καλό ή τραγικά κακό, το πρωτόφαντα ωραίο, είναι φυσικό κι επόμενο κανείς να μην έχει διάθεση να θυμηθεί τι έκανε πριν, ώστε να καταγράψει αυτή την αδιόρατη μικρή ρωγμή ανάμεσα στο χρόνο για να προσδιορίσει πόσο άλλαξε ανάμεσα στη στιγμή που τίποτα δεν είχε αλλάξει – και στην επόμενη, από την οποία δεν θα ’μενε ποτέ ξανά ο ίδιος.

Μπορεί να έπλενε τα πιάτα εκείνη τη φορά και το κρύο νερό να κυλούσε ανάμεσα στα δάχτυλα, ενώ σχημάτιζε μέσα στις σαπουνάδες φούσκες διάφανες και γυαλίζουσες που θα τις απελευθέρωνε στον αέρα. (περισσότερα…)

Η αγγελία

*

της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ

Κάποτε ήρθε στην εφημερίδα μια αρκετά παράξενη αγγελία, τέσσερις σειρές όλες κι όλες.

«Ζητείται ικανός βιογράφος να γράψει την ζωή μου. Απαραίτητη προϋπόθεση, να διαθέτει φαντασία, χρόνο και έμφυτη ικανότητα στα ψέματα. Πληροφορίες…»

Όταν είδε ο υπάλληλος στα γραφεία της εφημερίδας το παράξενο κείμενο, γέλασε δυνατά και κοίταξε τριγύρω, μη τον έβλεπε κανείς, θα τον περνούσαν σίγουρα για τρελό ή κάπως μεθυσμένο ενώ εκείνος είχε κόψει το ποτό εφτά χρόνια πριν∙ κι αυτό γιατί του είχε απαγορεύσει το σεβαστό δικαστήριο να βλέπει, έστω και τα Σαββατοκύριακα, την κόρη του, κι έτσι δεν πρέπει να γνώριζαν, τότε, τι θυσίες είναι ικανός να κάνει ένας πατέρας για το βλαστάρι του και δεν το ξανάβαλε στο στόμα του. Εδώ και δυόμισι χρόνια, ευτυχώς, την έβλεπε πιο συχνά.

Σκούπισε στο πουκάμισο τα γυαλιά του∙ γεμίζανε δαχτυλιές κάθε τόσο κι όλο νόμιζε πως έβλεπε ορθογραφικά λάθη στο χαρτί και διόρθωνε γραπτά που δεν είχαν κανένα λάθος. Έτσι και εκείνη την στιγμή, τα σκούπισε μηχανικά και άρχισε να την ξαναδιαβάζει. Μπα! το ίδιο έλεγε. Ποιος παλαβός, σκέφτηκε, στέλνει κάτι τέτοιο να δημοσιευτεί; Και καλά, συνέχισε, άντε να βρεθεί ένας άλλος παλαβός να του γράψει την ιστορία του, ποιος θα βρεθεί να καταπιεί τόσα ψέματα; Χαμογέλασε, και την άφησε πιο πέρα στο γραφείο, ούτε καν στα υπ’ όψιν, ενώ βάλθηκε να οργανώσει τις άλλες, τις πλέον σοβαρές που είχαν φτάσει στα χέρια του.

Οι ώρες περνούσανε βασανιστικά αργά. Κάποια στιγμή σήκωσε με κούραση το βλέμμα του από τον υπολογιστή. Χρειάστηκε κάμποσα λεπτά ωσότου να ξεδιαλύνει μέσα του πόσο είχε περάσει από την προηγούμενη στιγμή που έκανε το ίδιο. Και η αλήθεια είναι πως μόλις σήκωσε τα μάτια, ψαχούλεψε επάνω στο γραφείο του, για εκείνη την αλλόκοτη αγγελία. Πρέπει να ήταν αυτή που δεν τον άφηνε διόλου να συγκεντρωθεί. (περισσότερα…)

Ελένη Χαϊμάνη, Το υποκείμενο

*

της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ

Το υποκείμενο που δημιουργείται εδώ διαφέρει κατάφορα από μια ιστορική στιγμή της καθημερινότητας. Είναι φτιαγμένο μονάχα από ασχημάτιστες εικόνες που το περιγράφουν ή από  τις προτάσεις που ο συγγραφέας  θα του έθεσε στα χείλη. Δεν έχει παρελθόν, κανένα μέλλον και φορές-φορές ούτε και καμιά εξέλιξη πέρα από τη ζωή του στο χαρτί. Είναι ένα απομονωμένο μετέωρο που περνά τον ορίζοντά σας χωρίς να κατορθώνει να σχηματίσει τη δική του οικογένεια ή αν τη σχηματίσει να μην μπορέσει ποτέ να τη χαρεί. (περισσότερα…)

Ο θρύλος του τρελού

*

της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ

Με τους ψυχικά απόκληρους τα πράγματα παίρνουν αναπάντεχες τροπές καμιά φορά. Για να νιώσει κανείς έναν τέτοιο, θα πρέπει να έρθει πολύ κοντά του και να αφουγκραστεί εκείνη τη ρωγμή ή μάλλον όχι τόσο τη ρωγμή, όσο τη στιγμή που αυτή η ρωγμή κατάφερε να σπάσει τον φλοιό του εγκεφάλου του και να χύσει τους νευρικούς νευρώνες του έξω.

Σ’ ένα απομονωμένο χωριό της Δυτικής Ελλάδος στα είκοσι μου χρόνια, ένα καλοκαίρι οπωσδήποτε θανατερό για την πρωτεύουσα, βρέθηκα να απολαμβάνω την ησυχία που μου παρείχε τούτο το απόμερο μέρος. Βλέπετε η ζωή, λειτουργώντας με μυστήριους τρόπους καμιά φορά, δημιουργεί μια περίεργη φούσκα, για λίγο μόνο καιρό, όσο να δημιουργήσει συνθήκες κατάλληλες για την μετέπειτα πορεία του καθενός.

Σ’ εκείνο το χωριό λοιπόν, που ουδέποτε είχα ψάξει να το βρω μέσα στα σχολικά βιβλία της Γεωγραφίας έμαθα μια ιστορία που λίγο πολύ θα σας τη διηγηθώ  όπως πάνω κάτω μου την είπε εκείνος. Δεν σκοπεύω να χρησιμοποιήσω λογοτεχνικές πινελιές για να την χρωματίσω ή να την ωραιοποιήσω, διότι φαντάζομαι, χωρίς να το ξέρω με βεβαιότητα, πως ούτε και σ’  εκείνον θα άρεσε να πειράξω το παραμικρό. (περισσότερα…)

Ελένη Χαϊμάνη, Ένας χρόνος

*

Μεγάλα σύννεφα, πελεκητά, περιδιαβαίνοντας τον κόσμο του Γενάρη ανασκαλεύουν ανθρώπινες ψυχές για τον Καινούργιο Κόσμο. Ένα παράξενο τετραδιάστατο λουλούδι ανοιγοκλείνει τα πέταλα κάτω απ’ την σκιά της θούγιας. Γεια σας κοπάδια γνώριμα, σύντροφοι της ζωής μας, εδώ που διαστέλλονται οι τρεις σας διαστάσεις, ποια μαθηματικά θα αρνηθούν τη γλύκα του μελιού πάνω στο μυ της γλώσσας; Στο μήκος σας, στο πλάτος σας, στο ύψος της Αξίας, ας προστεθεί ισάξια το τέταρτό σας Κύμα όσο μικρό κι αν φαίνεται, όσο βαθύ κι αν είναι.

Κάθε Φλεβάρη ο κουτσός καταριέται τον ουρανό για το μισό του πόδι. Αναθεματίζει όποιον τον ακούει ψηλά και γελά υστερικά μπροστά στο πρόσωπό Του. Πιστεύει βέβαια, πως όλο και Κάποιος τον ακούει, αλλά δεν του δίνει την απαιτούμενη προσοχή που ζητά κι αυτό τον κάνει να λυσσάει ακόμη πιο πολύ. Ψηλά, Αυτός που τον ακούει κάνει υπομονή και δεν δίνει σημασία. Κι έτσι για καιρό καμιά απάντηση δεν δίνεται σε κάθε βρίσιμό του. Κάθε τέσσερα χρόνια φτάνει η τιμωρία. Τότε ο κουτσός, παρακαλεί τον ουρανό, εκλιπαρεί θα έλεγε κανείς, να του ξεριζώσει από ψηλά τούτη την μία μέρα. (περισσότερα…)

Ελένη Χαϊμάνη, Η Λενιώ

*

Σηκώθηκε με κόπο απ’ το ντιβάνι, ακούγοντας τα κόκκαλα της να τρίβονται κάτω απ’ το γερασμένο της πετσί. Το σήκωσε πιέζοντας το, ανάμεσα στa δυο δάχτυλα, αντίχειρα και δείχτη, και όταν το άφησε, αυτό άργησε πολύ να επιστρέψει στην αρχική του θέση. Τα γεμάτα φολίδες απ’ την ξηροδερμία καλάμια της, πονούσαν μες στο κρύο, παρότι κοιμόταν αποβραδίς με τις μάλλινές της κάλτσες.

Η καλύβα ήταν κρύα, χειμώνας καιρός και δίπλα στη θάλασσα ήταν πολύ βαρύ να το αντέξει. Κι όμως, έμαθε να ζει σ’ εκείνες τις συνθήκες, και η αποδοχή της πραγματικότητας, της έκανε καλό. Νίφτηκε με κρύο νερό στο πρόσωπο και έσφιξε τα δόντια. Περνώντας απ’ το μικρό χολ απέναντι από την κεντρική πόρτα, κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη. Κωμικό πρόσωπο πάντοτε, ο Πειρασμός κι ο Διάβολος. Τα γαλανά της μάτια ήταν το μόνο νεανικό σημάδι που έφερνε απάνω της. Μεγάλα, με μια στραβή γωνία πως τα κάτω είχαν την δύναμη να τρομάξουν τον κάθε ατρόμητο που την έβλεπε. Κάνοντας να φύγει, να φτιάξει τον καφέ της, είδε στο πλάι την σηκωμένη της καμπούρα, σα κόκκαλο που έβγαινε με βία από τη βάση του κορμού και προσπαθούσε χαζά να το καλύψει με τα βαμβακερά μαλλιά της. Τα χώριζε πάντοτε στη μέση, αυστηρά, και τα χτένιζε με μανία μέχρι κάτω και αυτά κατέληγαν σαν μια ουρά στην βάση της καμπούρας. Είχε περισσότερο το φως μιας μούσας, παρά μιας χάριτος. Ήταν, ομολογώ, μάλλον άσχημη παρά ωραία στο πρόσωπο. (περισσότερα…)

Άγνωστος

 

της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ

Χαζέψαμε πολλές φορές την υποκρισία, τη φριχτή υποκρισία σκλάβων και υποταγμένων, οι οποίοι είχαν ταχθεί στην απασχόληση της ψυχαγωγίας των ανθρώπων.

Κούκλες μελαγχολικές, μακάβριες, είχαν κάνει το ανθρώπινο κοινό να πιστεύει ότι είχαν κάποιο είδος κοσμοθεωρίας που παρουσίαζαν στον οποιονδήποτε. Δεν θελήσαμε να τους χαλάσουμε το όνειρο στο οποίο ζούσαν· άλλωστε οι ίδιοι εμείς αφήσαμε να πιστέψουν ότι τους βλέπαμε σαν το νερό που βγαίνει από την έρημο. Εμείς ψάχναμε τους ανθρώπους.

Αυτούς που θα πήγαιναν μπροστά στα μάτια μας κεντρίζοντάς μας με την βελόνα της Τέχνης τους. Ήταν καιρός για σκέψη και περισυλλογή κι αν οι άλλοι ψάχνανε στην αμμουδιά νομίσματα, βότσαλα, κοχύλια, ξύλα λιωμένα μες στο κύμα και σίδερα των καραβιών, αυτοί τίποτα! Μόνο καθώς μπαίνανε μέσα της· σε μια ματιά, της δώσανε ολόκληρη την ψυχή τους, που παρουσιαζόταν στον οποιονδήποτε, σαν άσειστο κι αδιάβατο βουνό φτιαγμένο από γρανίτη.

Και θα ’ταν σαν απολύτρωση, μια αίσθηση ευτυχίας, λες και θα ’χε εκπληρωθεί το πιο βαρύ απέναντι στον ίδιο τους τον εαυτό καθήκον, βρισκόμενοι έτοιμοι, βέβαιοι χωρίς τον δισταγμό και κύριοι της στιγμής τους χωρίς την παραμικρή ενόχληση για το όνομά τους, το αυθεντικά λαϊκό.

Ποτέ, κάποιος που ξέρει την τέχνη του δεν θ’ άφηνε να δουν το ξεμάγεμα του κόσμου, την κατάλυση του μυστηρίου και του θαύματος· και αν ο κόσμος θέλησε να διασκευαστούν ξανά τα αισθήματα για να τα ξαναδεί σε άλλη φόρμα, εύκολη, παλιές του συγκινήσεις, ήταν γιατί είχε μάθει στην επικαιρότητα ενός πανηγυριού και τούτο τον ξαλάφρωνε.

Η ομορφιά, όμως, που δεν ανήκει σε καιρό, που είναι μια κι αιώνια – αχ! πόσα θα δίναμε κι εμείς για να την ακολουθήσουμε από κοντά γιατί άλλο χρέος δεν μάθαμε παρά το χρέος της ομορφιάς και της μεταποίησης, αφού πάντα ήμασταν παραπονούμενοι και διψασμένοι για ομορφιά τόσο, που ψάχναμε μέχρι και στ’ άσχημα για να την βρούμε, μάθαμε πως η ομορφιά είναι μια…

Ψάχναμε αυτούς που ανακάλυψαν την διάσπαση των ατόμων και λευτέρωσαν την γιγάντια και καταστροφική δύναμή τους καιρό προτού η επιστήμη ανακαλύψει την διάσπαση των ατόμων του ουρανίου! Θα διέβλεπαν κάτω από το από το βάθος τους τον τραγικό σπαραγμό των τρομοκρατημένων που θ’ αγωνιζόταν με χιλιάδες τρόπους κρυφούς να βροντοφωνάξουν στον κόσμο απαγορευμένες αλήθειες.

Το λιγότερο θα ήταν πολύ παρηγορητικά τα χειροκροτήματα μας έστω κι αν ήταν αραιότατα, θα πει πως δεν συγκινούμασταν μονάχα με τις φάρσες μα νιώθαμε αρκετά βαθιά τον εαυτό τους, τον αυθεντικό τους χώρο με τις σκιαγραφήσεις, τους οραματισμούς, τις παραστάσεις που προβάλλουν από μέσα, όπως κάποια οστρακόδερμα δημιουργούν το περίβλημά τους από τις εσωτερικές εκκρίσεις τους.

Οι νέες μορφές φτιαγμένες από ρινίσματα, ημιτόνια κι αποχρώσεις που γκρέμισαν όλη την ύπαρξη την συμμετρική με τις ευγενικές γραμμές, χωρίς επίδειξη, χωρίς προκλητικότητα και λέξεις, θα μας τύφλωνε για λίγο όπως θα κοιτούσαμε ψηλά να βρούμε ήλιο.

Ο αυριανός κόσμος είναι κόσμος σκληρός, ένας κόσμος φτιαγμένος από μπετόν-αρμέ και γεμάτος δορυφόρους, που δεν θα φέρνει τίποτε πάνω του, παρά μονάχα τα θλιβερά ίχνη από κούκλες μακάβριες και μελαγχολικές.

Το να στρογγυλεύεις τον λόγο σου κατέληξε αδυναμία μπροστά στις μηχανές και τα κουμπιά τους κι όσοι θελήσαμε κι είχαμε τ’ όνειρο να κάνουμε τέσσερα βήματα έξω απ’ τον πλανήτη για να δούμε τι επιτέλους συμβαίνει έξω από ’δω, μας είπανε τρελούς, ονειροπόλους. Όχι με σκάφανδρο πειρατικό, κλεμμένο, όχι με διαστημόπλοια σαν αστροναύτες αλλά τέσσερα βήματα πιο έξω από την στέρεα γη, σαν τον Χριστό που περπάτησε έξω απ’ την στεριά, δίχως να πέσει μέσα ή να πνιγεί, τουλάχιστον αυτό μας είπαν να πιστέψουμε. Και το πιστέψαμε λες και εξαρτιόταν απ’ αυτό ολόκληρη η ζωή μας.

ΕΛΕΝΗ ΧΑΪΜΑΝΗ

 

 

Ελένη Χαΐμάνη, Ήλιος

~.~

Η απόφαση ν’ ανέβει κάποιος το βουνό δεν πρέπει να παίρνεται ελαφρά τη καρδία. Πρέπει να καταλαγιάζει μέσα μας η στιγμή, η σωστή ώρα που θ’ αντικρίσουμε το τραύμα.

Βλέπετε, η θάλασσα με τις μεγάλες εκτάσεις σπαρμένες τούφες θαλασσινού αφρού, με το νερό που την καλύπτει σαν αγκαλιά για τους ειδήμονες αφήνει έξω ανεξερεύνητα και αβαθή τα πιο σοβαρά σημεία· ας πούμε, το γεγονός πως όποιος χάνεται σ’ αυτήν στέκει λένε ευλογημένος γιατί η λήθη της φτάνει ίσαμε τον ουράνιο θόλο δίχως σύνορα για τους ανθρώπους, μια ευθεία γραμμή του ορίζοντα, το μόνο τίμημά της, αφού όποιος γνωρίζει από νερά εξαγνιστικά, γνωρίζει επίσης ότι σε στέλνουν απ’ ευθείας στα επάνω στρώματα χωρίς πολλά-πολλά γραφειοκρατικά. Αν θέλετε να πεθάνετε, κάντε το δίπλα σε νερό.

Γιατί τα υψώματα είναι ένα άλλο πράγμα, καθώς ανεβαίνει κανείς ψηλαφητά σε κάθε μια στροφή και βλέπει άλλη στροφή να διαδέχεται την προηγούμενη, αυτό προϋποθέτει κούραση αληθινή πρώτον και σιγουριά για την απόφασή σου να μη λιποψυχήσεις κατά την άνοδο και πόσο μάλλον κατά την πτώση…

Πάντοτε σκεφτόμουν πως να βρίσκεσαι ψηλά σημαίνει πως έχεις δεχτεί το μοιραίο που κρύβει η ύπαρξή σου. Αυτή την αδιόρατη στιγμή που θέλεις να επικοινωνήσεις με ό,τι υπάρχει πιο ψηλά από σένα. Άλλοι, πιο κοντόφθαλμοι και πέραν του δέοντος θεοσεβείς θα την ονόμαζαν ύβρη. Όμως ας πάρουμε μια βαθιά ανάσα εδώ που φτάσαμε στην κορυφή και ας παρατηρήσουμε τον αέρα, είναι περισσότερο ελαφρύς απ’ το κανονικό, αβαρής και φαντάζομαι θυμίζει λίγο τον παράδεισο· κι ας αναλογιστούμε για λίγο μόνο πόσο λίγο χρόνο χρειάζεται ένα ύψωμα να βαφτιστεί με τ’ όνομά μας!

Πλησιάζοντας πιο πολύ τον ήλιο θα βρούμε τραγικό το πάλεμα μαζί του κι αν χρειαστεί να πέσουμε, θώρακας με θώρακα, θα πέσουμε! Αλλά θα πέσουμε και η τιμή θα είναι δική μας. Δικό μας και το ύψωμα.

Όταν ήμασταν μικροί πιστεύαμε πως οι ήρωες είναι αυτοί που κραδαίνουνε στα χέρια τους τα όπλα και πάνε σε άλλες πολιτείες μακρινές για να παλέψουν για ότι πιστεύουνε πως είναι η αξία που κρεμιέται στην μύτη από το ξίφος τους. Με τα χρόνια όμως, δεν ξέρω με τι άλλο μετράται η δύναμη των ηρώων αν όχι με τις αληθινές αποφάσεις· με το απροσδιόριστο δευτερόλεπτο που ξέρεις αν είσαι ο ήρωας ή δεν είσαι.

Το ύψωμα θα παραμείνει βουβό και μετά απ’ την κατάβασή μας. Οι μικρές πινακίδες στο χώμα με ένα ονοματεπώνυμο και μια αναφορά ηλικίας με τα χρόνια σίγουρα θα ξεχαστεί, γιατί είναι η μοίρα να ξεχνιούνται τα υψώματα όταν κατεβαίνουνε σε μάχη με τις ακρογιαλιές αλλά, αν θέλετε να φύγετε σαν ήρωες να πέσετε από ψηλά.

ΕΛΕΝΗ ΧΑΪΜΑΝΗ

~.~

Ελένη Χαϊμάνη, Άφες ημίν (διήγημα) 

 

Ήταν τέσσερις μέρες που η καρδιά του άρχισε να φθίνει, να παίρνει δρόμο διαφορετικό. Έπεφτε αυτές τις μέρες σε λήθαργο βαθύ και καταλάβαινε πως αυτός ο ακανόνιστος και πιο γρήγορος ρυθμός της προμήνυε κακό.

Μέσα σ’ αυτές τις λίγες μέρες πρόλαβε και ειδοποίησε τα παιδιά του, που κατοικούσαν διάσπαρτα σε διάφορα σημεία της χώρας. Τότε, μόλις τα είδε σηκώθηκε από το κρεβάτι ευθύς λες και ήταν  νέος και πάλι, με μια ζωντάνια ακατανόητη για τους άλλους· κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας με βοήθεια και άρχισε να κουβεντιάζει μαζί τους, τώρα που τα είχε όλα τους  εδώ.

Ήταν υπέροχη μέρα, ρωτώντας για τα νέα τους τους καθησύχασε για την υγεία του και στο τέλος σώπασε. Έβλεπες το βλέμμα του να τα κοιτά, ή μάλλον να κοιτά πίσω από αυτά. Θυμόταν όταν ήταν όλα τους μικρά και δίχως σκοτούρες, όταν οι σκοτούρες ήταν μοναχά δικές του για να τις κουβαλήσει. Εκείνα μιλούσαν δυνατά και κάποιες φορές ο τόνος της φωνής ανέβαινε επικίνδυνα. Τότε κατάλαβε για ποιο λόγο τα παιδιά του διάλεξαν να ζήσουν μακριά και από κείνον και από τον τόπο τους· όλους μαζί ο κόσμος δεν  θα τους χωρούσε.

Ήταν καλός πατέρας θα έλεγε, μάλλον συνηθισμένος  που το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να είναι το τραπέζι τους γεμάτο· ενώ έβλεπε όσο περνούσαν τα χρόνια τα παιδιά του ν’ απομακρύνονται το ένα από το άλλο, εκείνος φρόντιζε πάντοτε το τραπέζι να ήτανε γεμάτο. Δεν έφταιγε αυτός, κι αυτόν έτσι τον είχαν μεγαλώσει οι δικοί του και έμαθε ότι το να κρύβεις τα συναισθήματά σου είναι πάντοτε καλό, τίποτα δεν βγήκε καθώς ξύνεις την επιφάνεια των πραγμάτων. Αυτό λοιπόν δίδαξε και τα παιδιά του.

Πόσο θα ήθελε να ήταν αλλιώς τα πράγματα, να συνέβαινε κάτι και να τα έφτιαχνε όλα απ’ την αρχή. Να μάθαινε κι εκείνος αλλιώτικα, για να μάθει και τα παιδιά του έτσι. Θυμήθηκε την μάνα του που έλεγε μια παροιμία συνεχώς όταν δεν της βγαίναν τα κουκιά, όταν δεν μπορούσε ή δεν προλάβαινε να τα κάνει όλα όπως ήθελε: «Μην κλαίς πάνω από χυμένο γάλα» και ξαφνικά κοίταξε τα παιδιά του και άρχισε να κλαίει· ένα μικρό δάκρυ στην αρχή ν’ ανοίξει ο κρουνός κι έπειτα όλα κατέβαιναν ασταμάτητα.

Ζήτησε με ανάσα βαριά και μπερδεμένη να ξαπλώσει και ήταν η πρώτη φορά μετά από πολλές μέρες που δεν έβγαλε ούτε ένα από αυτά τα βογγητά πόνου που έκαναν το σπίτι να κουνιέται. Την επόμενη μέρα δεν ξανασηκώθηκε, τον βρήκαν να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά.

«Δεν άντεξε η καρδιά του» είπε ο γιατρός που φώναξαν εκείνο το πρωί για να κάνει την γνωμάτευση του θανάτου. Και τα παιδιά του παραξενεύτηκαν αληθινά που είχε ο πατέρας τους καρδιά, τόσα χρόνια ποτέ δεν την είχαν ακούσει να χτυπάει!

Για την οικονομία του χώρου θα παραβλέψουμε όλες τις τυπικές διαδικασίες, που δεν μας αφορούν κιόλας  ενώ, στον θάνατο είναι περιττές για μας τους υπολοίπους· και θα βρεθούμε την ημέρα της κηδείας στεκάμενοι στην νεκρώσιμο ακολουθία που θα έχει κάποιο ενδιαφέρον…

Δεν θα πρέπει οι άνθρωποι να πεθαίνουν μέρες καλοκαιρινές ή μέρες που έχουν πάνω τους τον δυνατό τον ήλιο· η αντίθεση των δακρύων με την κάψα του καλοκαιριού και της καλοκαιρίας θολώνει την θλίψη στα μάτια των παρευρισκόμενων τόσο που δεν μπορείς να δεις αν κλαίνε στ’ αληθινά ή αν ο ιδρώτας τους κυλώντας απ’ το μέτωπο καταλήγει στα βλέφαρα κι έπειτα πιο κάτω κι αυτό το λένε κλάμα.

Μέσα στην εκκλησία οι συνεχιζόμενες εκπνοές δηλητηριάζουν τον αέρα. Τα παλιά κεριά που ανάβει κανείς μόλις μπαίνει αντικαθιστώνται αρκετά γρήγορα από νέα κι έτσι, κανένα κερί δεν προλαβαίνει να επιτελέσει τον σκοπό του· να καεί ολόκληρο για την μνήμη αυτού για τον οποίο ανάφτηκε, μόνο κάποιες σταγόνες λιώνουν πάνω του και ύστερα πετιέται. Τρομερή σπατάλη σε κεριά και στους ανθρώπους…

Η νεκρώσιμος ακολουθία δεν θα πρέπει να ακολουθήθηκε  κατά γράμμα και να ειπώθηκαν όλα τα λόγια ανάπαυσης που θα πρεπε να ειπωθούν, ένεκα του καύσωνα στον οποίο έγινε αναφορά πιο πάνω, τα παιδιά πάνω από το ανοιχτό φέρετρο περισσότερο κοίταζαν ποιοι ήρθαν να τιμήσουν τον νεκρό παρά τα γαρύφαλλα που στόλιζαν το άσπρο μαξιλάρι και στα πολλά σούσουρα και χαμηλές φωνές που ακούστηκαν μέσα στην εκκλησία κάποιοι απ’ αυτούς που δεν άντεξαν βγήκαν στον περίβολο. Με κλάματα ή και χωρίς. Οι πιο πολύ βγήκανε να πάρουνε αέρα.

Οι κηδείες τελικά, αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να ειδωθούν οι άνθρωποι· πιο πολύ από τους γάμους, καθώς η λύπη φέρνει πιο κοντά εκείνους που έχουν χρόνια να μιλήσουν μεταξύ τους και τους μαλακώνει τις καρδιές. Εκεί θα δεις να αγκαλιάζονται αυτοί οι οποίοι πριν λίγο καιρό δεν αντάλλασσαν κουβέντα μεταξύ τους· και για να πούμε την αλήθεια ο νεκρός τουλάχιστον θα ήταν ευχαριστημένος που έκανε τέτοιο καλό εν αγνοία του, ίσως θα ’πρεπε να ’χε πεθάνει χρόνια πριν για τους φέρει πιο κοντά αλλά, άντε πες το αυτό στα παιδιά του…

Στην γωνία, ένας νέος άνδρας φτυαρίζει το χώμα που θα δεχτεί το άψυχο σώμα, ανασκαλεύει τη γη, την αφρατεύει με την τσάπα προτού να πιάσει στα χέρια του το φτυάρι και επειδή έχει στείλει πολλούς στον κάτω κόσμο με αυτόν τον τρόπο έχει κάθε δικαίωμα να χωρατεύει για τους πεθαμένους και να πειράζει τις γριές που έρχονται από πάνω του για του πουν πως έκανε καλή δουλειά στο άνοιγμα· μ’ εκείνον να τους απαντά: «Το δικό σου, θειά, θα ’ναι καλύτερο!», κι επειδή όπως είπαμε έστειλε πολλούς στον κάτω κόσμο κανείς δεν θυμώνει μαζί του γι’ αυτά τα λόγια αντιθέτως, οι πιο πολλοί γελούν, ακόμα κι οι γριές…

Οι περισσότεροι από αυτούς που στέκονται από πάνω την ώρα που βάζουνε τον δυστυχή στο χώμα, ακόμα και τα παιδιά του, οι γριές και οι παραβρισκόμενοι είναι πιο πολύ από περιέργεια και ίσως για να σιγουρευτούν πως είναι εκείνος που μπαίνει μέσα και όχι εκείνοι, πως τον ξεγελάσανε και σήμερα, στέκονται από πάνω από την ανοιχτή τρύπα του χώματος που χάσκει σαν στόμα ανοιχτό που του παίρνει την ψυχή το τέλος· κάθονται από πάνω σαν δικαστές και έτοιμοι να δώσουν την ετυμηγορία αυτοί, λες και τους ζητήθηκε, αν ο πεθαμένος τελικά έζησε και πέθανε μια ζωή σωστή κατά τας ρήσεις των ευαγγελίων.

Ας σταθούμε πιο πίσω από τούτη την δυσάρεστη στιγμή, δυσάρεστη ασφαλώς για τον νεκρό… Και ας σύρουμε το βλέμμα μας στο πέρας της τελετής και αφού πέσουνε τα καθιερωμένα λουλούδια πριν ο νεκρός σκεπαστεί για πάντα, που τι να τα κάνει, δηλαδή λες και θα του χρησιμέψουν πουθενά εκεί που πάει, όταν αφήνουν τον νεαρό άνδρα μέσα στο λιοπύρι να κάνει την δουλειά του· την έχει κάνει τόσες πολλές φορές που ξέρει ακριβώς τον χρόνο και το εκατοστό του χώματος που θα του χρειαστεί.

Και φεύγουν. Κατεβαίνουν εκεί που θα σερβιριστεί ο καφές και θα συλλυπηθούν την οικογένεια. Όλοι θα συζητήσουν αν βρέθηκε η γυναίκα του, που ’χε πεθάνει πριν δεκαπέντε χρόνια. Οι μισοί θα ορκιστούν πως αποκλείεται να έχει βρεθεί και πως θα τον θάψουν από πάνω και οι άλλοι μισοί θα γελάσουνε με την καρδιά τους από τις ιστορίες που θ’ αναφερθούν για χάρη του νεκρού, σίγουρα θα υπάρξουν και οι συνήθεις ιστορίες περί ψυχών που πάνε και αν πάνε, διότι είθισται στις κηδείες να αναζητούν το μεγάλο αίνιγμα της ζωής και του θανάτου αφού είναι ο μόνος χρόνος που τους επιτρέπεται να τον σκεφτούν δίχως οι σκέψεις τους να λοξοδρομήσουν, αφού τον έχουν εδώ, τώρα, αύριο θα είναι άλλη μέρα…

Κι αφού πιουν τον καφέ, κι αφού γελάσουν –γιατί κηδεία σωστή δίχως γέλιο τελικά δεν γίνεται όπως ξορκίζεις το κακό, ή τουλάχιστον έτσι λένε– θα δουν να κατεβαίνει τον δρόμο ο άνδρας που επιτέλεσε το έργο. Έχει το ένα του χέρι στο τιμόνι από το μηχανάκι και με το άλλο κρατά το φτυάρι περασμένο χαλαρά στην πλάτη του ενώ έχει πλατύ χαμόγελο ενόσω κατεβαίνει, τόσο πλατύ που θαρρεί κανείς πως έφερε εις πέρας κάτι πολύ σημαντικό, κάτι που κανένας άλλος εκτός από αυτόν δεν θα μπορούσε να το κάνει…

Σταματά το μηχανάκι του στην είσοδο κι αφήνοντας το φτυάρι με την ανάποδη έξω από την πόρτα του καφενείου παραγγέλνει κρασί και τινάζει τα ρούχα του και τα παπούτσια που είναι γεμάτα χώμα· κι αρχίζει να σφυρίζει έναν σκοπό πίνοντας το κρασί του, έναν σκοπό σε όλους τους λίγο πολύ γνωστό. Εκείνη την στιγμή κάθε γριά θα σταυροκοπηθεί.

ΕΛΕΝΗ ΧΑΪΜΑΝΗ