Κρατώντας ζωντανή την αναπνοή μιας «εξαρχής χαμένης υπόθεσης»

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Κυριάκου Μαργαρίτη,
Εννέα, Ίκαρος, 2021

Τι συνιστά ένα μυθιστόρημα; Εκτενής αφήγηση γύρω από έναν συγκεκριμένο μύθο, βεβαίως. Συγκεκριμένη πλοκή, επίσης. Άρτιοι χαρακτήρες, αναγνωρίσιμοι και υφολογικά διακριτοί μεταξύ τους, οπωσδήποτε. Πώς λοιπόν ένα βιβλίο πεντακοσίων σχεδόν σελίδων, όπου η αφήγηση περιστρέφεται μονολογικά γύρω από ένα τοπικά προσδιορισμένο ιδεολογικό (έως και προσωπικό) ζήτημα, όπου οι παγιωμένες αφηγηματολογικές θεωρίες καταρρίπτονται, τα είδη αλλά και τα γένη διαπλέκονται οριακά κατορθώνει να υπηρετήσει επάξια και χωρίς επιφυλάξεις το είδος που αναγράφεται στο εξώφυλλο;  Το Εννέα του Κυριάκου Μαργαρίτη επαναφέρει και απαντά ξανά όλα τα ήδη απαντημένα ερωτήματα, κεντρίζοντας συνάμα το αναγνωστικό αισθητήριο – συγκινεί και ανοικειώνει, τέρπει και ενοχλεί.

Πρόκειται προφανώς για ένα λογοτεχνικό αρχιτεκτόνημα το οποίο θεμελιώνεται μεταφυσικά πάνω στον ιερό αριθμό 9. Πολλαπλάσιο του ορθόδοξου ιερού 3, ίδιο με τον αριθμό των μουσών, «υψηλότερο από τους απλούς αριθμούς, ίσως φτάνει να εκφράσει το μυστήριο επαρκώς»,[1] το εννέα «το ακαταμέτρητο» (ό.π., 265) κρατά σαν σφιχτή σταυροβελονιά τα αιωρούμενα επιμέρους στοιχεία του έργου. Ο αφηγητής συγγραφέας βρίσκεται στο παράκτιο Φλίτγουντ της Αγγλίας όπου στο μπαρ του ξενοδοχείου “Σαβόι” θα συναντηθεί νοερά με τον νεκρό δήμιο Χάρι Αλεν, τον “εκτελεστή” του Στέμματος στην Λευκωσία κατά τον απελευθερωτικό αγώνα 1955-1959. Ο Άλεν είναι ο άνθρωπος πίσω από την αγχόνη των εννέα αγωνιστών που άφησαν την τελευταία τους πνοή κάτω από το ικρίωμα και τη θηλιά: «Τη αυτή ημέρα, ο άνθρωπος που κάθεται πλάι μου, ο νεκρός στο Σαβόι, στην πρώτη αποστολή του στην Κύπρο, μετά την προαγωγή του σε αρχιδήμιο, κρέμασε τον Μιχαλάκη Καραολή και τον Ανδρέα Δημητρίου, πρώτους από εννέα παιδιά. Η ανάσα τους είναι παντού πάνω του. Τη θέλω πίσω. Ολόκληρη» (ό.π., 79). Με μόνιμη υπόκρουση το «Hotel California», σε μια λούπα η οποία κάθε φορά ενορχηστρώνεται διαφορετικά, ο αφηγητής περιδιαβαίνει ολόκληρη την ιστορία της Κύπρου, συνθέτοντας έτσι, εν έτει 2021, το συναξάρι των εννέα κρεμασμένων παιδιών (ό.π., 21):[2]

Στις 12 Μαρτίου, ημέρα Τρίτη, ο Μιλτιάδης πήγε να δει το παιδί, μόνος. Του έδωσε μια κούτα τσιγάρα. Ο Ευαγόρας δεν θα προλάβαινε να την καπνίσει. Την τελευταία, εξάλλου, ρουφηξιά, την είχε κάνει ο Γρηγόρης Αυξεντίου, πριν από εννιά ημέρες. Στην αυλή θαμμένος, ο μάστρος, από τις 7 Μαρτίου, περίμενε τον Ευαγόρα.

Εκείνος το ανακοίνωσε στον πατέρα: «Θα με εκτελέσουν», είπε. «Η ημέρα ορίστηκε. Και είναι Πέμπτη». Ασφαλώς ήταν Πέμπτη. Έτσι άρχισε η αγχόνη. Έτσι τελείωσε. Στο Τίμιο Ξύλο, με κρίνα, βασιλικούς και τριαντάφυλλα. Εννέα στεφάνια.

«Θέλω», συνέχισε ο Ευαγόρας, «να ανάψεις μια λαμπάδα στον Αϊ-Γιώρκη. Θέλω να μου φέρεις τη μάμμα μου να τη δω. Και θέλω και τον σταυρό μου.»

Στην ακτή του χωριού μου, το πλοιάριο Άγιος Γεώργιος[3] έχει μπει σε ένα είδος μουσείου, σε ένα κουβούκλιο. Τώρα δεν γίνεται να το αγγίξει κανείς. Όταν ήμασταν, όμως, παιδιά, ανεβαίναμε στο κατάστρωμά του, από εκεί για να δούμε το μέτρο του κόσμου, τον ουρανό και τη θάλασσα. Έτσι μάθαμε τα χαράγματα. Σε τόσα ταξίδια. (ό.π., 387).

Από την αρχή του βιβλίου ο αφηγητής ομολογεί πως διαλέγεται με το Hotel Savoy του Γιόζεφ Ροτ, αλλά μοιάζει, με τον σπειροειδή υπαρξιακό συλλογισμό του, να ενσαρκώνει στις σελίδες του έναν νέο Θρύλο ενός νέου Άγιου Πότη. Πέραν των διακειμενικών αναφορών που διατρέχουν γόνιμα και ζωηρά τον λόγο του Μαργαρίτη (Έντγκαρ Άλλαν Πόε, Αρτούρ Ρεμπώ, Γιόζεφ Ροτ, Αλμπέρ Καμύ, Διονύσιος Σολωμός, Κ. Γ. Καρυωτάκης, Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Οδυσσέας Ελύτης, Νίκος Καρούζος κ.ά.), το έργο αναμετράται δυναμικά και με το θεατρικό γένος (η αξιοπρόσεκτη δραματουργία του βιβλίου στήνεται ενδεχομένως διαμέσου και του δεδηλωμένου ενδιαφέροντος του συγγραφέα για τον κινηματογράφο) και βεβαίως το γένος το ποιητικό.  Αυτό που σε μια επιπόλαιη κρίση και ανάγνωση μπορεί να εκληφθεί ως μονολογικό παραλήρημα, δεν είναι τίποτε άλλο από τη λεγόμενη —ένθεη, φυσικά— νέα ποίηση: «Να τι ήρθα να κάνω στο χείλος του κόσμου. Έναν περίπατο παρά θιν’ αλός ατρυγέτοιο και πολυφλοίσβοιο θαλάσσης. Έτσι άρχισε η αρχαία ποίηση. Έτσι, συν Θεώ, αρχίζει και η νέα, η ιστορία ενός αμνημόνευτου μέλλοντος, ο στεναγμός του» (ό.π., 17). «Εδώ άδω την μπαλάντα εννιά κρεμασμένων παιδιών» (ό.π., 65), δηλώνει φιλόδοξα ο Μαργαρίτης. «Ίσως έτσι να αρχίζω να επιτελώ την ενότητα» (ό.π., 22), γράφει, εννοώντας μια ποθούμενη πνευματική ένωση έναντι της μη εκπληρούμενης πολιτικής ένωσης. Αντί αυτής της ένωσης, ο συγγραφέας αναλαμβάνει να δημιουργήσει ό,τι μπορεί να κρατήσει ζωντανή την ιδέα και την ιστορία της: «Η νέα ποίηση με περιμένει. Μαζί με όλους, είδος μεικτό, αυτάδελφο, ασυντέλεστο. Θα το πω Μυθιστόρημα. Είναι ο Θεάνθρωπος» (ό.π., 100).

«Ζητιανεύοντας […] την απολογία του γένους» (ό.π., 317), ο λόγος του Εννέα συντίθεται με ρυθμό και όραμα ποιητικό από την αρχή μέχρι το τέλος. Εφαρμόζει προσφιλή ρητορικά σχήματα της ποίησης, όπως την παρήχηση, για παράδειγμα, του Ρω (του Ρω —όχι μόνο του έρωτα αλλά και της Ρωμιοσύνης;— με κεφαλαίο: ό.π., 18-22, 224-225) και την επανάληψη (και παράφραση), εν προκειμένω, του γνωστού στίχου του Κώστα Μόντη «δεν κάνω ποίηση, μητέρα, έχω αντίγραφα» (από «Το τρίτο γράμμα στη μητέρα»), ο οποίος λειτουργεί ως επωδός. Εν αρχή ην ο (ποιητικός – με όλες τις έννοιες) λόγος και ο Μαργαρίτης το γνωρίζει καλά, αφού από τις πρώτες κιόλας σελίδες το Εννέα παρασύρει τον αναγνώστη στον σαρωτικό του συν-ειρμό:

Στο κατώφλι σταματώ, και κοιτώ στον ιστό τη σημαία της Αγγλίας, τη λευκή, με τον ερυθρό σταυρό που σαλεύει στο σούρουπο. Νωρίτερα έβρεξε. Τώρα φυσά σιγανά. Το συρματόσκοινο χτυπά στο σιδερένιο κοντάρι. Την αντήχηση συνοδεύουν τα κύματα, βοή υδάτων πολλών: η θάλασσα, λίγα μέτρα πιο κάτω. Στην εικόνα απλώνεται πούσι.

Η σημαία θυμίζει νοσοκομείο. Στην Αθήνα θα έχουν ανάψει τα φώτα, γαλάζιο και κόκκινο νέον, ο σταυρός του Ευαγγελισμού. Το νέον τρίζει, υπομνηματίζοντας τρίλιες πουλιών που έχουν αποδημήσει εις Κύριον. Εκεί καίγονται κάποια μαμούνια.

Ο κόσμος, γενικώς ομιλούντες, οδοιπορεί στην ασθένεια. […]

Το έψιλον γέρνοντας προσομοιάζει ωμέγα. Ο θαυμασμός, η καμπύλη του· και η φωνή απ’ το πλήθος: μακάριοι οι μαστοί που σε θήλασαν! Η δίψα αγριεύει το δείλι. […]

Στο έργο του Ροτ, ο ήρωας και αφηγητής, ονόματι Γκαμπριέλ Νταν, περνά τα τελευταία χρόνια σε στρατόπεδο της Σιβηρίας, ως αιχμάλωτος πολέμου. Τώρα, στο κατώφλι του ξενοδοχείου, βρίσκεται «ξανά μπροστά στις πύλες της Ευρώπης».

Αυτή τη χαμένη αδελφή μου γυρεύω: τον εκ νέου Ευαγγελισμό της Ευρώπης μου, με έναν σταυρό από νέον, με ένα νέον πνεύμα στις εκτάσεις της Δύσεως. Πόσα έψιλον θροΐζουν στο γέρμα: Ελένη, Ελλάδα, Ελευθερία. Θα είναι η καμπύλη του στήθους, ή των χειλιών στο χαμόγελο. Ένα ωμέγα αυτάδελφου δέους: χαίρε, ω χαίρε. […]

Ο κόσμος όλος οδοιπορεί στην ασθένεια. Εγώ θέλω να βαδίσω στα σκοτεινά. Σε μνημείο του νησιού μου, όπου και τα εννιά κρεμασμένα παιδιά, βρίσκω το ίαμα, μια γραφή στο νερό και στην άμμο, το έσχατο έψιλον: Ένωσις – Ένωσις – Ένωσις.

Η βοή των υδάτων, αυστηρή και γλυκεία, σταθμίζει το αίτημα, αναγράφοντας στον αφρό την επιστολή του Αποστόλου: τα πάντα και εν πάσι Χριστός.

Η σημαία θροΐζει, τρίζει το νέον, βήματα αντηχούν στο λιθόστρωτο: κάποιος φεύγει, κάποιος έρχεται – ολοένα· ολοένα. Η υποδοχή κυοφορείται στο κατευόδιο. Η συνάντηση γαλουχείται στον χωρισμό. Η μνήμη κοιτάζει ένα έκδηλα άδυτο μέλλον.

Το ξενοδοχείο, αίφνης, προσομοιάζει τύμβος και μνήμα.[4]

Το Γέρμα, που ελληνιστί παραπέμπει στο λιόγερμα, τη δύση κόσμου και βίου, είναι, στα ισπανικά, θηλυκό, σκληρό επίθετο, που σημαίνει τη στείρα γυναίκα. Αλλά εγώ ήρθα ως εδώ για να βρω τον πλείονα καρπό, σε μαρτυρία και μαρτύριο. Την ηχώ της ενότητας. Την ανάσα από εννέα παιδιά που ανασυγκροτούν ερωτική γονιμότητα. (ό.π., 29).

Ολόκληρο το βιβλίο συνιστά έναν χειμαρρώδη συνειρμικό και ρυθμικό λόγο, όπου η μοντερνιστική παράδοση της ροής της συνείδησης θα περικυκλώσει πλείστα είδη της πεζογραφίας, πέραν της ιστόρησης του μύθου: βιογραφία, αυτοβιογραφία, ημερολόγιο, μαρτυρία, απομνημόνευμα, χρονικό – ένα γνήσιο (και, κυρίως, ανεπιτήδευτο) autofiction. Στο βιβλίο του Μαργαρίτη, ένα βιβλίο όπου η βιογραφική καταγραφή και η αυτοβιογραφία συγχέονται επιτυχώς (ή επικίνδυνα) με τις προφορικές μαρτυρίες (ή και φήμες), ο ογκόλιθος του μυθιστορηματικού είδους θεμελιώνεται, αφενός, πάνω στις επιταγές των συγγενικών ειδών, θέτοντας υπό αμφισβήτηση, αφετέρου, την πλέον ίσως παγιωμένη αφηγηματολογική θεωρία του περασμένου αιώνα – στο Εννέα ο αφηγητής είναι ο συγγραφέας. Ο Μαργαρίτης, ο οποίος επανέρχεται σε αυτοβιογραφικές αναφορές (ενίοτε φέρνοντας σε αμηχανία τον αναγνώστη· ο συγγραφέας αναφέρεται συχνά στο στενό οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον, αλλά και σε “τρίτα” πρόσωπα, απλούς γνωστούς ή γνωστούς γνωστών) αναφέρει, ενδεικτικά, επιτελώντας ουσιαστικά την ανάσταση του συγγραφέα:

Ο εν λόγω μεταφραστής υψώνει τώρα στη δεύτερη δύναμη το πυρηνικό πρόσωπο όλης της εργασίας μου, τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη. Η πρώτη μου αναφορά σε αυτόν έγινε σε ιστορία με τίτλο Ρέκβιεμ για τους απόντες. Αρχικά λεγόταν Κυπριακό ρέκβιεμ, αλλά ο εκδότης έκρινε τον τίτλο μη εμπορικό και ζήτησε να τον αλλάξω.

Η αντικατάσταση της λέξεως κυπριακό με τον όρο απόντες εύχομαι να εξηγεί ότι η Κύπρος είναι ένα ζεστό και αβυσσαλέο κενό. Η μεγάλη απουσία. Η γλυκεία χώρα. Η νήσος από κρεμασμένα παιδιά. Σε αυτά ανασαίνουν όλοι οι άνθρωποι του κόσμου, προπαντός οι νεκροί. Τι να πουλήσουν; Μια εξαρχής χαμένη υπόθεση. (ό.π., 210)[5]

Η ιδεολογία που διαπνέει το βιβλίο δεν είναι μόνο αισθητική, αλλά και πολιτική, εθνική. Ο Σταυρός, στον οποίο όλο και επανέρχεται ο Μαργαρίτης, ως εικόνα, ως ρυθμό, ως μεταφορά, δεν είναι μόνο ο σταυρός του μαρτυρίου (και της λύτρωσης) των Εννέα· είναι ο σταυρός, το σημείον της Ένωσης και επομένως ένα σύμβολο, όπως εξηγεί ο ίδιος επανειλημμένα[6] ένα σύμβολο ερωτικό. Η αυτοθυσία για την πατρίδα γίνεται ερωτική πράξη: «Η αρχή της ΕΟΚΑ σημαδεύει στον έρωτα: Ένωσις – Ένωσις – Ένωσις. Τέκνο Διγενή και Αφροδίτης, είναι ο πιο ένδοξος και ο πιο ερωτευμένος αγώνας. Ασφαλώς, και ο πιο ευπαθής. Μια εξαρχής χαμένη υπόθεση. Η εξήγησή της είναι η πατρίδα μου» (ό.π.,  105). Και ακολούθως, κοφτά και αδιαπραγμάτευτα:

Τούτη την ώρα, θα πω ότι η ΕΟΚΑ είναι ο μοναδικός αγώνας στην ανθρώπινη ιστορία, που τον εκτέλεσαν κατά το πλείστον παιδιά του κατηχητικού, ακόλουθοι του Ευαγγελίου, μιμητές του Χριστού. Αυτοί δεν ήθελαν ούτε να βρίσουν τον εχθρό τους.

Λοιπόν.

Η ΕΟΚΑ δεν είναι αγώνας· είναι η αγωνία μιας παγκόσμιας ενώσεως. Ολίγα άνθη στην κόρη. Είναι ερωτικό αγώνισμα, χαμένο εξαρχής. Η ΕΟΚΑ είναι μαρτύριο. Τίποτε άλλο γνησίως κυπριακό δεν υπάρχει. Τις ει; Η εννεανώνυμη νύμφη μου. Τη μαρτυρία δεν χρειάζεται να τη γράψει κανείς. Την έχουν πει τα παιδιά της ΕΟΚΑ, με ανάσες που στολίζουν την άβυσσο. Άλλο αν δεν την ακούμε. Αν δεν αναπνέουμε. (ό.π., 112).

Πώς όμως άραγε προσλαμβάνει ο αναγνώστης την εμμονική, θα έλεγε κανείς, επανάληψη όχι μόνο του πόθου που δεν εκπληρώθηκε και σημάδεψε, εκατέρωθεν, την πορεία της κυπριακής καταστροφής, αλλά και την —χωρίς επίκριση και μάλλον με “κατανόηση”— αναφορά σε αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της νεότερης κυπριακής ιστορίας, όπως οι Γεώργιος Γρίβας Διγενής, Νίκος Σαμψών, Πολύκαρπος Γιωρκάτζης (ό.π., 99-100, 111-118); Παρότι οι φορμαλιστές των απαρχών του περασμένου αιώνα φαίνεται να έχουν λύσει το πρόβλημα προ πολλού, πόσο εύκολο είναι τελικά να προσπεράσει κανείς το θεματικό περιεχόμενο, όταν το τραύμα είναι ζωντανό; Είναι μήπως η εξήγηση και η συγχώρεση; Γράφει ευθαρσώς, μεταξύ λογοτεχνίας και ομολογίας, ο Μαργαρίτης: «Καθώς περπατούμε στην οδό Λήδρας, ο δήμιος χαμογελάει ειρωνικά. Δεν τον συνερίζομαι. Μετά το δεύτερο έτος του αγώνα, η Λήδρας ονομάστηκε Μίλι Θανάτου, εξαιτίας ενός ομοιότυπου του Πολύκαρπου Γιωγκάτζη, ενός διδύμου ανταγωνιστή του, του Νίκου Γεωργιάδη, γνωστότερου ως Σαμψών. Αυτός σκορπούσε αδιακρίτως τον θάνατο, στην ποδιά της πριγκίπισσας. // Να με συγχωρείς. Να μας συγχωρείτε. // Η άμπελος χάνει τους μολυσμένους καρπούς της» (ό.π., 115). Και επιστρέφει συνεχώς στο ίδιο θέμα, αμετανόητα, θα μπορούσε κιόλας να τον επικρίνει κανείς: «Η Ένωσις δεν ήρθε. Η υπόσχεση, όμως, ήταν προφητεία ενός μέλλοντος που έχει συμβεί προ πολλού. Η Αθηνά έβαλε (δηλαδή: έλαβε) φωτοστέφανο, πλεγμένο από εννέα συν τέσσερα φύλλα ελιάς. Το φωτοστέφανο ήταν η Ένωσις. Ακόμη είναι» (ό.π., 235).

Ακόμα και αν ο αναγνώστης ενοχληθεί όμως, ο συγγραφέας, με ευθιξία αντιστρόφως ανάλογη των πολιτικών μορφών, αναλαμβάνει την ευθύνη (επαναλαμβάνοντας σε όλο το έργο χαρακτηριστικά προστακτικές ως άλλες χριστιανικές εντολές): «Όλοι ξέρουν ότι ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν ένα λάθος. Όλοι αυτοί έχουν δίκιο. Μα προς Θεού. Μη με διαβάζετε. […] Ανεβαίνω στο δωμάτιο αργά. Από το παράθυρο, ρίχνω στη θάλασσα μιαν άδεια μποτίλια. Ένα κενό. Είναι το μήνυμα ενός ανεξήγητου τόπου. Ν’ αναπνέετε»  (ό.π., 407). Διακόπτοντας και παραθέτοντας συνεχώς, όπως ομολογεί στο Υστερόγραφο (ό.π., 461), ο Μαργαρίτης επιβεβαιώνει την αυτοσυνειδησία του· γράφει, αφηγείται, παραδέχεται, αποδέχεται, ομολογεί, εξομολογεί, ψέγει, τιμά:

Ήδη ακούω τη συνήθη αντίρρηση. Οι υπερβολές. Η ένταση. Οι αγιογραφίες. Γιατί δεν γράφεις κάτι πιο συναρπαστικό; Με αρχή, μέση, τέλος. Με περιπέτεια. Με συγκίνηση και συναίσθημα. Με αμεσότητα. Να ταυτιστεί λιγάκι και ο αναγνώστης.

Τελικά: γιατί δεν κάνεις μυθοπλασία; Και: γιατί δεν κάνεις ποίηση; Ω, μητέρα.

Κυρίως: ω, αναγνώστη, υποκριτή, όμοιέ μου, αδελφέ μου. Μα ξέρω, το ξέρω. Ό,τι προαιρείστε, είπα κάποτε. Ευχαριστούμε, ακούω, δεν θα πάρουμε· ή δώσαμε. Τόσες υπερβολές σ’ έναν τόμο. Τόσα ύψη. Ποιος έχει όρεξη να θυμάται τα μνήματα;

Δεκτά όλα. Θα παρακαλούσα μόνο να μην προσβάλουμε και τα γραπτά των παιδιών. Όχι για τα γραπτά τους. Αυτά δεν κινδυνεύουν. Για εμάς λέω. Για να μην ντροπιαστούμε. Αν τα σταφύλια δεν είναι του γούστου μας, ας μην τα πούμε αναιδώς κρεμαστάρια. Τα παιδιά κρεμάστηκαν. Αν δεν το αντέχουμε, ας κοιτάξουμε αλλού. (ό.π., 272).

Ο συγγραφέας επιμένει να κοιτάζει με ειλικρίνεια στο σκότος, μα και στο φως: «Στα σκατά (επιτρέψτε μου), η Έλλαμψη. Στην Κύπρο» (ό.π., 78). Κι αν όμως ο αναγνώστης δεν είναι μέσα στο κυπριακό συγκείμενο; Ποιο το όφελος, εύλογα θα διερωτηθεί κανείς. Τι καθιστά λοιπόν το τοπικό καθολικό ή, έστω, πανελλήνιο; Η συγκίνηση για τη θυσία των ηρώων, των νέων που πίστεψαν στο θαύμα, ο πόθος και ο πόνος του τόπου, η τρυφερότητα στις αφηγούμενες ιστορίες για έρωτα και ελευθερία είναι μερικές από τις απαντήσεις. Επιπλέον, η αναβαθμισμένη χρήση της μεταφοράς που στολίζει δυναμικά τη γλώσσα, η ιδιάζουσα χρήση του χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός, η μπαχτινική εναργής υφοποίηση ακόμα και σε ένα μονολογικό κείμενο, η αφυπνιστική διαπλοκή των ειδών και ο γοργός ρυθμός αφήγησης δεν αφήνουν αδιάφορο κανέναν αναγνώστη. Ωστόσο, σημαντικός σκόπελος για τον αναγνώστη καθίσταται η έκταση. Ο ιδεολογικός πυρήνας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η αφήγηση είναι ούτως ή άλλως ανεξάντλητος: «Τόσο παλιά είναι η υπόθεση της Ένωσης. Τόσο ουσιωδώς ανεπίκαιρη και καθημερινή. Και τόσο χαμένη» (ό.π., 287) θα παραδεχθεί ο συγγραφέας, ο οποίος, όποια και αν έχει ιδεολογία, κατά βάθος ξέρει πάντα την αλήθεια. Το θέμα παρέλκει, καθώς η —σαφής, μεν, ανολοκλήρωτη, δε— πλοκή δεν φαίνεται να καταλήγει κάπου όσον αφορά τα γεγονότα και τις σκηνές του εκτυλισσόμενου με αμέτρητες αναδρομές μύθου. Το ζητούμενο, εντούτοις, είναι η πραγμάτωση της αφήγησης, η κατάκτηση της ποίησης, η εξιλέωση της γραφής (και των γραφών), η απαθανάτιση και η διάσωση του μύθου και όχι η ιστορία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία· το Εννέα είναι μυθιστόρημα. Ίσως ένα μυθιστόρημα όχι για όλους, αφού προκαλεί την ιδεολογία του αναγνώστη και ακροβατεί έως και ενοχλητικά ανάμεσα στα είδη, θέτοντας εν αμφιβόλω το κυρίαρχο εξ αυτών, το μυθιστόρημα. «Δεν είναι όλα για όλους» όμως, κατά την κλισέ ρήση.  Και αν ο Μαργαρίτης αποφασίσει να γράψει «για όλους», η συγγραφική του κατάκτηση θα είναι βέβαιη, αφού είναι, αδιαμφισβήτητα, ένας ξεχωριστός τεχνίτης της μυθοπλασίας, ένας γνήσιος ιδεολόγος και πιστός υπηρέτης της ποίησης.

ΑΥΓΗ ΛΙΛΛΗ


Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] Κυριάκος Μαργαρίτης, Εννέα, Ίκαρος, 2021, 42.
[2] Αναφερόμενος και στους άλλους μεγάλους ήρωες του αγώνα, τον Στυλιανό Λένα, τον Μάρκο Δράκο, τον Κυριάκο Μάτση και τον Γρηγόρη Αυξεντίου, οι οποίοι είναι επίσης θαμμένοι στα Φυλακισμένα Μνήματα, ο Μαργαρίτης επανειλημμένα ομολογεί ότι οι Εννέα είναι ουσιαστικά Δεκατρείς: ό.π., 451.
[3] Το πλοιάριο με το οποίο ο Γεώργιος Γρίβας Διγενής κατέπλευσε στην Κύπρο το 1954: «Τον Νοέμβριο του 1954, στα ίχνη της Αφροδίτης, ένα καράβι προσάραξε σε όρμο του χωριού Χλώρακα, δυτικά της Πάφου, φέρνοντας μυστικά, εξ Ελλάδος, τον Κύπριο συνταγματάρχη Γεώργιο Γρίβα. Τον φιλοξένησαν (τον έκρυψαν) στο σπίτι τους ο παππούς μου Χαράλαμπος και η γιαγιά μου Αναστασία. Έκρυψαν και όπλα. Στην ίδια αυλή παίζαμε, κάποτε, πόλεμο, που είναι και η λέξη-κλειδί για όσα προσπαθώ να εκφράσω σε αυτές τις σελίδες – εννοώ το ερωτικό παιχνίδι. Ο Σταυρός» (ό.π., 98).
[4] Εκτενές παράθεμα: ό.π., 11-15.
[5] Βλ. επίσης την πλέον σημαντική πληροφορία για το έργο και την αυτοσυνειδησία του Κυριάκου Μαργαρίτη: «Τα περισσότερα χρονικά, γνωστό ότι ξεκινούν την αφήγηση από καταβολής κόσμου. Εξαίρεση αποτελεί το έργο στο οποίο, εδώ και μια δεκαετία, οφείλω την κάθε μου λέξη: η Εξήγησις της γλυκείας χώρας Κύπρου, η ποία λέγεται Κρόνακα, τουτέστιν Χρονικόν, του τίμιου Λεοντίου Μαχαιρά, ποιητή και ιππότη, μέγα μάστρου του 15ου αιώνα» (ό.π., 93)
[6] Βλ. εδώ, παραπάνω, υποσ. 2 και 4.

*

Advertisement