μυθιστόρημα

Το πνεύμα του καρναβαλιού

*

M A R G I N A L I A
γράφει ο Γιώργος Πινακούλας

Δύο τόμους δοκιμίων αφιερωμένων αποκλειστικά στο μυθιστόρημα έχει δημοσιεύσει ως τώρα ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. Ο πρώτος τόμος φέρει τον τίτλο Υπό το φως του μυθιστορήματος (Πόλις, 2015) και ο δεύτερος έχει τίτλο Μυθιστορηματικό αναγνωστήριο (Πόλις, 2021). Τα τριάντα επτά συνολικά δοκίμια που συγκεντρώνονται στους δύο αυτούς τόμους έχουν γραφτεί και δημοσιευτεί σε διάφορα έντυπα κατά τη διάρκεια πολλών ετών: το παλιότερο απ’ αυτά δημοσιεύτηκε ήδη το 1996 και το πιο πρόσφατο μόλις το 2021. Μπορούμε συνεπώς να πούμε πως, διαβάζοντάς τα, ο αναγνώστης μπορεί να σχηματίσει μια συνολική άποψη για την περί μυθιστορήματος αντίληψη του Ζουμπουλάκη.

Τι αναλύει ο Ζουμπουλάκης όταν αναλύει ένα μυθιστόρημα; Ο ίδιος λέει πως «το μυθιστόρημα σκέφτεται, με τρόπο αινιγματικό, τη ζωή και τον κόσμο» και όποιος διαβάζει μυθιστορήματα «θέλει ακριβώς, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, να ξεδιαλύνει λίγο το αίνιγμα της ζωής του, να φωτίσει το μυστήριό της, μα και να διευρύνει τα όρια της δικής του κατανόησης του κόσμου και των ανθρώπων».[1] Ξεκαθαρίζει λοιπόν ρητά πως δεν τον απασχολεί η τεχνική του μυθιστορήματος, οι αφηγηματικοί τρόποι, το χτίσιμο των χαρακτήρων κ.λπ. Ούτε πάλι τον ενδιαφέρει η γλώσσα, η ιδιαίτερη πολυφωνική γλώσσα του μυθιστορήματος, ούτε και ο ρυθμός ή η μουσικότητα της έκφρασης. Το μόνο που κοιτάζει σ’ ένα μυθιστόρημα είναι το περιεχόμενό του: οι απαντήσεις που δίνει στα ερωτήματα της ζωής, πώς μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε καλύτερα την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Αυτό λοιπόν που αναζητά ο Ζουμπουλάκης στο μυθιστόρημα είναι ιδέες, κοινωνιολογικές παρατηρήσεις, φιλοσοφικές θεωρίες. Ακόμα χειρότερα, πολλές φορές αυτό που αναζητά είναι απλώς ένα ηθικό δίδαγμα, πρακτικές υποδείξεις για το πώς πρέπει να ζεις, για το ποιο είναι το κακό και ποιο το καλό. (περισσότερα…)

Η Ελλάδα ως μοσχοϊτιά των ονείρων μας

*

της ΜΑΡΙΑΣ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΑΤΟΥ

Νατάσα Κεσμέτη
ΙVAἜσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης
Ἁρμός, 2017

ΙVA στὰ Ρωσικὰ σημαίνει ἰτιά. Ἡ λέξη, τόσο ἴδια μὲ τὴ δική μας ὡς εἰκόνα καὶ ὡς ἦχος, μᾶς εἰδοποιεῖ πὼς βρισκόμαστε μπροστὰ σὲ μιὰ λογοτεχνικὴ περίπτωση ποὺ δουλεύει μὲ σύμβολα ἤ, τὸ λιγότερο, ποὺ εἶναι καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ νομίζουμε. Πρέπει λοιπὸν νὰ προσέξουμε. Ἔσοπτρο μυστηριώδους ὀθόνης ὁ ὑπότιτλος, μᾶς καθιστᾶ ἀκόμα πιὸ προσεκτικούς: Ἐσωτερικὴ προβολὴ πάνω σὲ μιὰ καταδική μας, ἀόρατη γιὰ τοὺς ἄλλους, ὀθόνη. Ἄραγε νὰ εἶναι ἡ ζωή μας αὐτή; Νὰ εἶναι ἡ μοναδική γιὰ τὸν καθένα μας ἀλήθεια;

Ἡ Νατάσα Κεσμέτη ἔρχεται καὶ μὲ τὸ ἐργο της αὐτό νὰ μᾶς ἐπιβεβαιώσει πὼς ναί, ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο, καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.

Ἡ συγγραφέας χαρακτηρίζει τὴν ΙVA της μυθιστορία. Σήμερα, ἡ λέξη μυθιστορία εἶναι συνώνυμη μὲ τὴ λέξη μυθιστόρημα, ὅπως τὸ εἶδος αὐτὸ διαμορφώθηκε κι ἔφτασε στὸ ἀπόγειό του τὸν 19ο αἰ., ὡστόσο, ἡ λέξη μυθιστορία ἀνακαλεῖ ἱστορίες ρομαντικές, μὲ ἐρωτικὸ περιεχόμενο, ποὺ ἀγαπήθηκαν στὰ χρόνια τους, σὲ Ἀνατολὴ καὶ Δύση, ὅπως οἱ βυζαντινὲς ἐκεῖνες τῶν χρόνων τῶν Παλαιολόγων: Φλώριος καὶ Πλάντζια Φλώρα, Καλλίμαχος καὶ Χρυσορρόη, Βέλθανδρος καὶ Χρυσάντζα. Ἐρωτικὲς ἱστορίες πάθους ποὺ ἔγραψαν ἀνώνυμοι Ἕλληνες συγγραφεῖς, ἐπηρεασμένοι κυρίως ἀπὸ προβηγκιανὰ πρότυπα ‒ μὲ ἔντονο ὅμως τὸ ἑλληνικὸ ὕφος καὶ ἦθος καὶ, φυσικά, ἀπὸ τὸ πανανθρώπινο παραμύθι. Ἡ Νατάσα Κεσμέτη, συνειδητά νομίζω, διαλέγεται μὲ τὶς πρωτόλειες αὐτὲς συγγραφὲς γιὰ αἰσθητικοὺς λόγους, ἀλλὰ καὶ γιὰ λόγους νόστου. Γιατὶ αὐτὸ εἶναι πρωτίστως ἡ ΙVA· ἕνα νοσταγικὸ ταξἰδι. (περισσότερα…)

Κρατώντας ζωντανή την αναπνοή μιας «εξαρχής χαμένης υπόθεσης»

*

της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ

Κυριάκου Μαργαρίτη,
Εννέα, Ίκαρος, 2021

Τι συνιστά ένα μυθιστόρημα; Εκτενής αφήγηση γύρω από έναν συγκεκριμένο μύθο, βεβαίως. Συγκεκριμένη πλοκή, επίσης. Άρτιοι χαρακτήρες, αναγνωρίσιμοι και υφολογικά διακριτοί μεταξύ τους, οπωσδήποτε. Πώς λοιπόν ένα βιβλίο πεντακοσίων σχεδόν σελίδων, όπου η αφήγηση περιστρέφεται μονολογικά γύρω από ένα τοπικά προσδιορισμένο ιδεολογικό (έως και προσωπικό) ζήτημα, όπου οι παγιωμένες αφηγηματολογικές θεωρίες καταρρίπτονται, τα είδη αλλά και τα γένη διαπλέκονται οριακά κατορθώνει να υπηρετήσει επάξια και χωρίς επιφυλάξεις το είδος που αναγράφεται στο εξώφυλλο;  Το Εννέα του Κυριάκου Μαργαρίτη επαναφέρει και απαντά ξανά όλα τα ήδη απαντημένα ερωτήματα, κεντρίζοντας συνάμα το αναγνωστικό αισθητήριο – συγκινεί και ανοικειώνει, τέρπει και ενοχλεί.

Πρόκειται προφανώς για ένα λογοτεχνικό αρχιτεκτόνημα το οποίο θεμελιώνεται μεταφυσικά πάνω στον ιερό αριθμό 9. Πολλαπλάσιο του ορθόδοξου ιερού 3, ίδιο με τον αριθμό των μουσών, «υψηλότερο από τους απλούς αριθμούς, ίσως φτάνει να εκφράσει το μυστήριο επαρκώς»,[1] το εννέα «το ακαταμέτρητο» (ό.π., 265) κρατά σαν σφιχτή σταυροβελονιά τα αιωρούμενα επιμέρους στοιχεία του έργου. Ο αφηγητής συγγραφέας βρίσκεται στο παράκτιο Φλίτγουντ της Αγγλίας όπου στο μπαρ του ξενοδοχείου “Σαβόι” θα συναντηθεί νοερά με τον νεκρό δήμιο Χάρι Αλεν, τον “εκτελεστή” του Στέμματος στην Λευκωσία κατά τον απελευθερωτικό αγώνα 1955-1959. Ο Άλεν είναι ο άνθρωπος πίσω από την αγχόνη των εννέα αγωνιστών που άφησαν την τελευταία τους πνοή κάτω από το ικρίωμα και τη θηλιά: «Τη αυτή ημέρα, ο άνθρωπος που κάθεται πλάι μου, ο νεκρός στο Σαβόι, στην πρώτη αποστολή του στην Κύπρο, μετά την προαγωγή του σε αρχιδήμιο, κρέμασε τον Μιχαλάκη Καραολή και τον Ανδρέα Δημητρίου, πρώτους από εννέα παιδιά. Η ανάσα τους είναι παντού πάνω του. Τη θέλω πίσω. Ολόκληρη» (ό.π., 79). Με μόνιμη υπόκρουση το «Hotel California», σε μια λούπα η οποία κάθε φορά ενορχηστρώνεται διαφορετικά, ο αφηγητής περιδιαβαίνει ολόκληρη την ιστορία της Κύπρου, συνθέτοντας έτσι, εν έτει 2021, το συναξάρι των εννέα κρεμασμένων παιδιών (ό.π., 21):[2] (περισσότερα…)

«Παράγουμε ασταμάτητα παρελθόν. Είμαστε εργοστάσια παρελθόντος»

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Georgi Gospodinov, Χρονοκαταφύγιο
μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος, 2021
«Παράγουμε ασταμάτητα παρελθόν. Είμαστε εργοστάσια παρελθόντος […] Δεν πρέπει να υπάρχουν κάπου εργοστάσια ανακύκλωσης του παρελθόντος; Μήπως να ανακυκλώνεται ανάποδα προς κάποιο μέλλον, έστω και σε δεύτερη χρήση; Πάρε να ’χεις ερωτήσεις» (σ. 141)

Στο Χρονοκαταφύγιο ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ συνομιλεί με το έργο του Ζέμπαλντ, επαναθέτοντας κριτικά ερωτήματα για τη μνήμη και την ιστορία, καθώς και τα όρια των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων στις προσλήψεις του έθνους και των μνημονικών κατασκευών. Τα μυθοπλαστικά χαρακτηριστικά του βιβλίου οδηγούν στη διαρκή διατύπωση καυστικών πολιτικών σχολίων για την έννοια της προόδου, της ζωής και του θανάτου. Ο συγγραφέας διαφοροποιείται παράλληλα από τον Ζέμπαλντ στις αφηγηματικές τεχνικές του ή —για να είμαστε πιο ακριβείς— εξελίσσει αυτές τις αφηγηματικές πρακτικές, αξιοποιώντας και επικαιροποιώντας συνθετικά ό,τι θα μπορούσε να οριστεί ως μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, απαλλαγμένο όμως από τις αρνητικές νοηματοδοτήσεις του όρου. Το φιλοσοφικό δοκίμιο συναντά την κριτική θεωρία, το μυθιστόρημα την ποίηση, η αποσπασματική ή άλλοτε αποφθεγματική μορφή την έννοια του αρχείου, ο ρεαλισμός την κριτική ιστοριογραφία της Ευρώπης του 20ού και 21ου αι., καθώς και μπορχεσιανά μοτίβα.

Επιπλέον, πολυφωνικά στο βιβλίο εναλλάσσονται διαφορετικές αφηγήσεις για το παρελθόν, οι οποίες επιτονίζουν την υποκειμενική ερμηνεία των αφηγητών, φέρνοντας στο προσκήνιο διαφορετικές στιγμές από τα ιστορικά δρώμενα του 20ού αιώνα. Με όλους αυτούς τους τρόπους ο συγγραφέας πολυσυλλεκτικά “δοκιμάζει” τα όρια της γραφής και επομένως και της αναγνωστικής πρόσληψης, διατηρώντας, όπως γίνεται σε κάθε βιβλίο του, τα ερωτήματα και τις προοπτικές για το μέλλον των ανθρώπινων συμβάντων σε ανοιχτή διαπραγμάτευση. Όπως δηλώνεται εξαρχής ως αρχικό μότο μόνο τα επινοημένα πρόσωπα στο μυθιστόρημα είναι αληθινά. Έτσι στη λογοτεχνική μυθοπλασία προκαλούνται ταλαντώσεις από τον συγγραφέα στο δίπολο αληθινό-ψεύτικο. (περισσότερα…)

Ανοιχτά ερωτήματα, δίχως εύκολες απαντήσεις

*
Ευσταθία Ματζαρίδου
φτερά στο τσιμέντο
Περισπωμένη, 2021

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

Παρ’ όλη την οξύτατη και πολυεπίπεδη κρίση της εποχής, ο καθένας μπορεί να εκδώσει χωρίς τεράστιο κόστος τα γραπτά του. Σε συνθήκες επίσης όπου συντεχνιακές ομάδες προωθούν βιβλία που δεν τηρούν αυτονόητα λογοτεχνικά κριτήρια, δεν είναι πάντα εύκολο να εντοπιστούν βιβλία και συγγραφείς οι οποίοι αξιοποιούν ή εξελίσσουν ποιοτικά και πολύτροπα το λογοτεχνικό πεδίο. Το τρίτο βιβλίο της Ευσταθίας Ματζαρίδου φτερά στο τσιμέντο δεν επιβεβαιώνει απλώς την ισχυρή γραφή της συγγραφέα, αλλά επιπλέον, χωρίς να καταλήγει σε έναν ρηχό μελοδραματισμό, διαπραγματεύεται ζητήματα πολυπρισματικά σχετικά με την αναπηρία, την απομάγευση της “αγίας” οικογένειας, το φύλο, τα αδιέξοδα των σχέσεων και της επιθυμίας. Όλη αυτή η θεματολογία, που ανέφερα ενδεικτικά, απαντάται συχνά στη σύγχρονη νεοελληνική λογοτεχνία λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς. Στην περίπτωση της Ματζαρίδου είναι ο περίτεχνος τρόπος οργάνωσης και εκτύλιξης της γραφής της, ο οποίος συγκροτεί τη δύναμη και τη λογοτεχνικότητα του κειμένου. Η αφήγηση της ηρωίδας ωθεί τους αναγνώστες/στριες σε θέσεις οικειοποίησης του κειμένου ώστε να ενταχθούν στο οικογενειακό σύμπαν της έστω και ασφυκτικά. Όλες οι στρεσογόνες συνθήκες και τα αδιέξοδα των περιχαρακωμένων χαρακτήρων που παρατίθενται και σχολιάζονται από την “ανάπηρη” κόρη αποκτούν μια κοφτερή οξύτατη υλικότητα εξαιτίας της χρήσης της γλώσσας. Η συγγραφέας δεn διστάζει να αποδομήσει τη στερεοτυπία της ταυτότητας της “ανάπηρης”, που δεν ανατρέπεται, αλλά ούτε συνδέεται με εύκολες αναγνώσεις ενός ρηχού οίκτου: «[…] όταν κάποιος σου προκαλεί οίκτο, χάνεις το ενδιαφέρον σου γι’ αυτόν, ή καλύτερα δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο χλευασμού, ο οίκτος ακυρώνει τον χλευασμό» (σ. 139). (περισσότερα…)

Δεν θα περάσετε, κύριε!

του ΘΑΝΟΥ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗ

(Από το —υπό διαμόρφωση— μυθιστόρημα, Η ερωτική ζωή του κυρίου Χίτλερ. Μιλά η Ασημίνα.)

Δεν θα περάσετε, κύριε! Μικρή βαρκούλα η χώρα μου, μικρό νησάκι το κορμί μου, ριγμένο σ’ ένα ατέλειωτο, φουρτουνιασμένο πέλαγος στον αιώνα της τρικυμίας. Μικρά και φτηνά τα όνειρά μου, ενωμένα με την εποχή και τον καιρό τους, παιδί τους και προέκτασή τους είμαι κι εγώ, χωρίς να μπορώ να κάνω και διαφορετικά. Ημιθανή και ατελέσφορα τα σχέδιά μου, με νεκρό κι άψυχο τον ουρανό από πάνω τους, αν υπήρξε ποτέ ζωντανός και δεν είναι ο αμετακίνητος ουρανός παρά μια πλάνη που μας μάθαιναν τότε που ήμασταν πιο εύπιστα, για να αποδεχτούμε τον κόσμο όπως έχει και όπως μας τον όρισαν εκείνοι, δεν θα περάσετε, κύριε!

Δεν θα περάσετε, κύριε! Ο δρόμος που διαβαίναμε σαν ήταν καλοκαίρι γέμισε με αγριόχορτα και ζιζάνια, τα όνειρα άρχισαν να παίρνουν σταδιακά την όψη της σήψης, η ψυχή ξεκίνησε να αποκολλάται από το σώμα μας που πλέον ζει μηχανικά κι από κεκτημένη μονάχα ταχύτητα, μη βλέποντας αυτό το μηχανοποιημένο τερατούργημα στο οποίο αρχίζει ο άνθρωπος να μετατρέπεται. Η πρόσοψή μας γίνεται ρομποτική, οι αρτηρίες μας καλώδια, ο εγκέφαλός μας μικροτσίπ. Θλιβερό το προνόμιό μας να είμαστε η γενιά της μετάβασης, σε μια ζωή που δεν ξέρει πού να πατήσει στέρεα. Σβήνει η ανθρωπότητα, κύριε, τελειώνει, χάνονται μία – μία και ξεγράφονται, πετιούνται σαν μποτίλιες στο απύθμενο και πολυδιάστατο διάστημα όλες οι πτυχές της παρουσίας της, αύριο θα ξημερώσει ένας κόσμος αλλότριος, όπου όλα θα συνεχίζονται αυτόματα σα να μην έχει μεσολαβήσει η παραμικρή αλλαγή, σα να ξεφύτρωσε και πάλι ο ίδιος ουρανομάχος ήλιος, ωστόσο δεν θα βρισκόμαστε πια εδώ ούτε εμείς ούτε οι άμεσοι απόγονοί μας για να τον αντικρύσουν, δεν θα περάσετε, κύριε!

Δεν θα περάσετε, κύριε! Τα φωτεινά μονοπάτια δίπλα στα ρυάκια σκοτεινιάζουν στις παρυφές του χειμώνα, τα νησιά ξεφυτρώνουν στο πέλαγος σαν αχιβάδες θαρρώντας πως η ζωή είναι πανηγύρι ενώ δίπλα τους ο κόσμος έχει πια πεθάνει, τα πρώτα όνειρα της νιότης στάζουν άμορφη βλέννα καθώς ο καιρός συννεφιάζει. Το παιδί που δεν ήμασταν ποτέ, κύριε, στέκει νεκρό και πνιγμένο στην άκρη της παραλίας, ξεβράστηκε στο κύμα και το αφυδατωμένο πρόσωπό του βλέπει προς την άμμο και προς το σκοτάδι, το χαμόγελο που ποτέ δεν φύτρωσε μας κυνηγά και μας καταστρέφει κάθε ώρα και στιγμή, μας καλεί να ανεβάσουμε ακόμα περισσότερο την ένταση και να αποστρέψουμε το βλέμμα μας, μας ζητά να υπογράψουμε ακόμα πιο ανανεωμένα συμβόλαια υποταγής της υπόστασής μας στην απάνθρωπη πραγματικότητα, μας υποδέχεται σ’ ένα μιλλένιουμ της αποσύνθεσης, σε έναν κόσμο που καταρρέει με κρότους και λυγμούς και το απολαμβάνει βογγώντας και καυλώνοντας με όλες του τις τεχνητές αισθήσεις, δεν θα περάσετε, κύριε!

Δεν θα περάσετε, κύριε! Αιώνες ουρλιάζουν ακατάπαυστα, ζητώντας τη φαλκιδευμένη τους δικαίωση, μάνες αποχωρίζονται τα παιδιά τους, με το θάνατο παρόντα ήδη από τη στιγμή της γέννας, ερωτευμένοι που σκορπίστηκαν στα συντρίμμια των καιρών ξέρουν πως δεν θα αγκαλιάσουν ποτέ ξανά την αγάπη τους. Κραυγές από τα βάθη των εποχών ξυπνούν μπροστά στο επερχόμενο τέλος, φωνές από την πικρότερη εκδοχή της ανθρωπότητας έρχονται και πάλι ενώπιόν μας για να μας καθορίσουν και να μας δείξουν το δρόμο, μόνο που ο δρόμος πια έχει μεταλλαχθεί και χάνονται κι αυτές στο τσουβάλιασμα, εξισώνονται με το μηδέν και το μηδέν τις διαιρεί και τις κερδίζει, τις ρουφά πλάι του με ηδονή και γλύκα. Νιώθω το είναι μου, κύριε, να ενώνεται μαζί τους και να μετουσιώνομαι σε ουρλιαχτό, σε σύνθημα, σε επανάσταση, σε αιτία να υπάρχω σ’ αυτόν το σάπιο κόσμο και να φέρω το όνομα του ανθρώπου, ξέροντας πως κι αυτό ακόμα δεν έχει την παραμικρή σημασία και επίπτωση στην πορεία του κόσμου, δεν θα περάσετε, κύριε!

Δεν θα περάσετε, κύριε! Υπήρξα στη ζωή για να σας πω αυτή τη λέξη, η μοίρα με γέννησε και με οδήγησε για να σταθώ απέναντί σας και να πεθάνω καθώς θα με ποδοπατάτε και θα με λιώνετε σαν κατσαρίδα. Μια μικρή κουκκίδα στο απέραντο χάος, ένα μικρό αηδόνι στις ατελείωτες συστάδες του δάσους, μια ακόμα φωνή που γεννήθηκε από το τίποτα, ούρλιαξε κλαίγοντας απελπισμένη μπροστά στο απόλυτο μηδέν και της προορίζεται να σιγήσει. Βρέθηκα μπροστά σας για να συντηρήσω μια απλή, φοβισμένη και τρυφερή φλογίτσα, σαν τη φρυκτωρία στο βουνό, δίχως συναίσθηση του πού θα οδηγήσει η απεγνωσμένη μου κίνηση κι αν θα βρεθεί κάποιος να συνεχίσει σε κάποια απόμερη κι άγνωστη σε μένα κορφή το δικό μου μοναχικό μονοπάτι, σαν το βάδισμα στα τυφλά, στο απόλυτο κενό και το σκοτάδι, μη γνωρίζοντας αν θα γεννηθεί μια επιφάνεια με την κίνηση του ποδιού σου ή αν θα πνιγείς στο αδηφάγο βάραθρο. Ίσως και να μην υπάρχει συνέχεια μετά από μένα, ίσως εδώ ο κύκλος να τελειώνει οριστικά και να προσκυνάμε για πάντα την ευθύγραμμη ζωή σε μια τυχαία απόληξή της, ίσως απλά αποτελώ την τελευταία εκπρόσωπο ενός κόσμου προ πολλού νεκρού και λησμονημένου, γραφική και απόμερη στην εξέλιξη μιας εποχής αλλότριας, ίσως εντέλει η ανθρωπιά και η αγάπη να έχουν ξεπουληθεί και μεταλλαχθεί κι αυτές σε κάτι πιο ευπώλητο, βρε αδερφέ, δεν θα περάσετε, κύριε!

Θα με σκοτώνετε και θα σβήνω γελώντας, θα με συνθλίβετε και θα τραγουδώ χαμογελαστή και θα σιγομουρμουρίζω εκείνα τα γλυκά λόγια από τα μαγικά βρεφικά μας τραγούδια που έκαναν την ψυχή να κοιμηθεί και να γλυκοχαθεί στον λατρευτό κόσμο του ονείρου. Δεν είναι όμορφη η μελωδία της ζωής και της αγάπης, κύριε; Δεν είναι ανυπέρβλητη η ένωσή σου με τα πρωταρχικά στοιχεία του Γαλαξία, κύριε; Δεν είναι μαγευτική η αίσθηση της γαλήνιας και της αιώνιας επιστροφής μας, κύριε; Δεν είναι υπέροχο να παραμένει κανείς Άνθρωπος, κύριε;

ΘΑΝΟΣ ΓΙΑΝΝΟΥΔΗΣ

Η μοίρα του εγκλωβισμένου ανθρώπου

Σταμάτης Πολενάκης
Η πάλη με τον άγγελο
Ενύπνιον, 2021

του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ

Από το πρώτο του βιβλίο, Το χέρι του χρόνου, μέχρι και τη βραβευμένη με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης (2017) ποιητική συλλογή Τα τριαντάφυλλα της Μερσέδες (Μικρή Άρκτος, 2016), ο Σταμάτης Πολενάκης έχει καταφέρει να δημιουργήσει ένα συμπαγές ποιητικό κόσμο με έντονο το ιστορικό, το υπαρξιακό και το πολιτικό υπόβαθρό. Το ίδιο ποιητικό σύμπαν διερευνάται και διευρύνεται με επιτυχία πεζογραφικά στο πρόσφατο μυθιστόρημά του Η πάλη με τον άγγελο (Ενύπνιο, 2020), στο οποίο ο αφηγητής-συγγραφέας ακολουθεί τον Ντοστογιέφσκι στη σύλληψη και τη γραφή των Δαιμονισμένων του, καταλήγοντας μέσα από την παταγώδη αποτυχία της ρωσσικής επαναστατικής ουτοπίας στον φανταστικό συγγραφέα Γιούρι Άιντελμαν, αλλά συνάμα αποκαλύπτοντας στην έξοδο του βιβλίου τη φοβερή εικόνα της ανθρωπότητας παγιδευμένης μέσα σ’ ένα αεροπλάνο τυλιγμένο στις φλόγες.

(περισσότερα…)

Καλό και κακό μυθιστόρημα

 

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Αν μέχρι πριν λίγα χρόνια θέταμε το ερώτημα «υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία;», ο καθένας μας, από τον απλοϊκότερο αναγνώστη μέχρι τον εμβριθέστερο θεωρητικό, θα μπορούσε να δώσει πολύ συγκεκριμένη απάντηση. Οι περισσότεροι μάλιστα θα έτειναν στο ότι φυσικά και υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε καλή και κακή λογοτεχνία.

Τις τελευταίες δεκαετίες όμως τείνει να ξεθωριάσει αυτή η βεβαιότητα. Ο Ουμπέρτο Έκο στο Περί λογοτεχνίας ειρωνεύεται τέτοιου είδους διαχωρισμούς και επισημαίνει ότι λογοτεχνικά είδη που για πολύ καιρό είχαν υποστεί τη ρετσινιά της παραλογοτεχνίας (όπως το αστυνομικό μυθιστόρημα π.χ.), μπορούν πλέον να εισχωρήσουν – πανηγυρικά – στον Κανόνα. Ξαφνικά ένα μυθιστόρημα που πουλάει πολύ (κραυγαλέο κριτήριο έλλειψης ποιότητας κάποτε…) μπορεί να είναι ταυτοχρόνως και καλό μυθιστόρημα.

Ας επικεντρωθούμε λοιπόν στο μυθιστόρημα και ας δούμε αν τελικά νομιμοποιούμαστε να κάνουμε αξιολογικές κρίσεις. Ας ελέγξουμε επίσης ποια εργαλεία μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για έναν τέτοιο σκοπό.

Άλλοτε, ένα βασικό κριτήριο για τον διαχωρισμό του καλού και του κακού μυθιστορήματος ήταν η δυσκολία που προέβαλλε το κείμενο κατά την πρόσληψή του. Ένα δύστροπο κείμενο, ένα δυσνόητο, απροσπέλαστο, κουραστικό εν πολλοίς έργο, κρινόταν αυτομάτως καλό, ποιοτικό και βαθύ. Ακολούθως όσο πιο εύκολο, εύπεπτο, «απολαυστικό» το κείμενο, τόσο πιο χαμηλά μπορούσαμε να το κατατάξουμε στην αξιακή κλίμακα. Το παμπάλαιο ζητούμενο της αριστοτελικής «απόλαυσης» είχε εξοβελιστεί στο πυρ το εξώτερον.

Φτάσαμε σε σημείο να πιστεύουμε, για ένα έργο που δεν έχει καθόλου πλοκή ή χαρακτήρες, ότι είναι ποιοτικό για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Η πλοκή και οι χαρακτήρες θεωρήθηκαν παραπλανητικά στοιχεία. Αποσπούν τη προσοχή μας από την ουσία του κειμένου. Και εάν η έλλειψή τους ή ο αχνός σχεδιασμός τους προκαλούν δυσκαμψία στην αφήγηση, αυτό, για τους θιασώτες της plotless πεζογραφίας, αποτελεί αψευδές σημάδι ποιότητας.

Παρ’ όλα αυτά ένα μεγαλο έργο μπορεί να είναι δύσληπτο, αλλά μπορεί να καταπίνεται και σαν νεράκι. Μπορεί να έχει ολοκληρωμένους χαρακτήρες ή ανδρείκελα που μιλάνε χωρίς προφανή λόγο και αιτία. Μπορεί να έχει συμπαγή μύθο ή να συντίθεται από σκόρπια επεισόδια. Η πρόσληψη και η ανανοηματοδότησή του έχει να κάνει με την πνευματική σκευή, τις δυνατότητες, τις προδιαθέσεις, το γνωστικό υπόβαθρο και την ψυχολογική κατάσταση του αναγνώση. Κάτι που είναι «δύσκολο» για τον έναν, αποδεικνύεται πολύ «εύκολο» για κάποιον άλλο.

Το πόσο δύσκολο ή εύκολο φαίνεται ένα έργο εξαρτάται ακόμα από την τεχνοτροπία του και τις κατασκευαστικές του προδιαγραφές. Για παράδειγμα, η εκτεταμένη χρήση του εσωτερικού μονολόγου μπορεί να παίζει διαλυτικό ρόλο στην προσοχή του αναγνώστη και να κρύβει ή να αφανίζει την όποια δράση. Οι μακροσκελείς περιγραφές πιθανόν να έχουν ανάλογο αποτέλεσμα. Ενώ για άλλους αναγνώστες μπορεί να είναι η ξερή δράση που αποδεικνύεται απωθητική. Η αξία και η αποτελεσματικότητα των αφηγηματικών τρόπων έχουν να κάνουν με το είδος, τον ρυθμό, την πυκνότητα, τη δοσολογία, τη χρήση τους σε μια ιστορία και τις λειτουργίες που επιτελούν.

Το μυθιστόρημα φτιάχνεται πάνω σε τρεις πυλώνες: την τεχνική, το ύφος και την ιδεολογία. Τα δύο πρώτα, τεχνική και ύφος, είναι στοιχεία που συχνά – όχι πάντα – φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού. Η ιδεολογία για να ανιχνευτεί θέλει κάποιες φορές να σκάψουμε κάτω από το ύφος και το περιεχόμενο. Η ιδεολογία συνιστά τα θεμέλια του μυθιστορήματος και ενδεχομένως το σημαντικότερο κομμάτι του.

Ιδεολογία είναι το σύνολο των ιδεών που εκφράζονται σε ένα μυθιστόρημα, ρητά ή άρρητα, και δημιουργούν το ιδεολογικό του υπόβαθρο. Η ιδεολογία έχει στενή σχέση με αυτό που λέμε το «νόημα» του κειμένου, αλλά θα την περιορίζαμε αισθητά αν τη συναρτούσαμε μόνο με αυτό. Ουσιαστικά, νόημα και ιδεολογία έχουν σχέση αμφίδρομη. Το νόημα προκύπτει από την ιδεολογία και η ιδεολογία περικλείει – σαν ωκεανός – το νόημα.

Κατά τον Μπαρτ ιδεολογία είναι γενικότερα το «σύνολο της πολιτισμικής γνώσης που ενεργοποιείται από την αφήγηση». Ενώ έναν πιο σαφή ορισμό δίνει ο Ζενέτ, σύμφωνα με τον οποίο η ιδεολογία μιας αφήγησης μπορεί να ανευρεθεί στα αξιώματα και στις προκαταλήψεις που σχηματίζουν από κοινού μια κοσμοθεωρία και ένα σύστημα αξιών και που – αυτό είναι το σημαντικό – ωθεί τον αναγνώστη να δεχθεί αυτόν τον μυθοπλαστικό κόσμο ως πιθανό και εφικτό. Η ιδεολογία σε αυτή την προσέγγιση υπάρχει στο κείμενο για να ενισχύσει την αληθοφάνειά του. Εδραιώνει την αληθοφάνεια του κειμένου. Χτίζει την πειστικότητά του.

Αυτό μας δίνει μια ευκαιρία να κάνουμε έναν διαφορετικό αξιολογικό διαχωρισμό ανάμεσα στην καλή και κακή λογοτεχνία. Το καλό μυθιστόρημα, που έχει πλούσιο ιδεολογικό υπέδαφος και περιμένει από εμάς να το ανακαλύψουμε, είναι πιο πειστικό, πιο αληθοφανές, πιο στέρεο σε σχέση με το λεγόμενο κακό μυθιστόρημα, που είναι φτωχό σε ιδεολογικά κοιτάσματα και, όσο και να σκάψουμε, δεν θα βρούμε τίποτα μέσα του. Δεν θα συναντήσουμε δηλαδή τίποτα πέρα από ένα πλέγμα από στερεότυπα, ρηχές και κλισέ ιδέες, επιφανειακούς στοχασμούς, έλλειψη βάθους, πρωτοτυπίας και πλουραλισμού. Συνήθως ενεδρεύουν εκεί μανιχαϊστικές και απλοϊκές αντιλήψεις για τον κόσμο. Και είναι ευδιάκριτη η ροπή προς έναν στείρο συντηρητισμό που αποσκοπεί στο να εκβιάσει τη συναίνεση των πιο αργόστροφων αναγνωστικών αντανακλαστικών· είναι εκεί για να αποκοιμίζει το κοινό, όχι να το ξυπνάει, να το προβληματίζει ή να του γεννά ερωτήματα. Ενισχύει εκείνες τις πνευματικές και πολιτισμικές βεβαιότητες των αναγνωστών που αποκτήθηκαν με τον πιο ράθυμο τρόπο. Εν τέλει δεν πείθει για την αλήθεια του.

Η καλή λογοτεχνία πρέπει να φέρει πάντα έναν αέρα αμφισβήτησης. Αυτό φυσικά μπορεί να ανευρεθεί στο κομμάτι της τεχνικής ή στην αισθητική του ύφους, αλλά κυρίως πρέπει να το δούμε στο πεδίο της ιδεολογίας.

Ένα κακό, ένα εμπορικό μυθιστόρημα (και εμπορικό λέμε με την έννοια ότι είναι φτιαγμένο για να κολακέψει το κοινό του, να μην το αναστατώσει, να μην του προκαλέσει μετατόπιση ιδεολογικών τευτονικών πλακών) μπορεί να είναι άψογο στην τεχνική του. Είναι δυνατόν η ιστορία να ρέει, να ταυτιζόμαστε με τους ήρωες, να συγκινούμαστε με όσα γίνονται κτλ. Μπορεί το ύφος να είναι ιδιαίτερα φροντισμένο και να του δίνει μια φινέτσα. Εκεί που χωλαίνει όμως ήταν, είναι και θα είναι το ιδεολογικό κομμάτι. Η ιδεολογική ένδεια, όσο και αν φτιασιδωθεί, δεν κρύβεται.

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν πάει ένα βήμα παραπέρα όταν συνδέει την τεχνική του μυθιστορήματος με τον κοινωνικό και οικονομικό παράγοντα και, κατά συνέπεια, με ιδεολογικά πεδία. Σύμφωνα με αυτή την προοπτική οι παραδοσιακές τεχνικές (ο παντογνώστης αφηγητής ας πούμε) αναπαράγουν την αστική νοοτροπία, την αστική κοσμοθεωρία, ενώ νέες και ρηξικέλευθες τεχνικές (για την εποχή τους), όπως ο εσωτερικός μονόλογος, παρεμβαίνουν στο ιδεολογικό συνεχές, το αναδιαμορφώνουν, φέρνουν ανατροπές και αναδεικνύουν καινούργιες οπτικές. «Η τεχνική εξέλιξη είναι για τον συγγραφέα η βάση για την πολιτική του εξέλιξη» λέει ο Μπένγιαμιν[1]. Υπό αυτό το πρίσμα η τεχνική δεν είναι ουδέτερη, ούτε αποφορτισμένη ιδεολογικά.

~.~

Το ύφος ήταν και είναι άλλο ένα πεδίο διάκρισης ανάμεσα στο καλό και κακό μυθιστόρημα. Ένα κακό μυθιστόρημα έχει συνήθως επιτηδευμένο ύφος. Ή, αντίθετα, η γλώσσα του βρίσκεται αγκυλωμένη στην επικράτεια του κλισέ. Η χρήση του λόγου είναι συντηρητική, μονοσήμαντη και απηχεί το πενιχρό ιδεολογικό του φορτίο. Οι λέξεις χάνουν το νεύρο τους. Τα λεκτικά και ρητορικά σχήματα είναι χιλιοακουσμένα. Καμία αίσθηση ρίσκου δεν διαφαίνεται στη γλώσσα.

Το κακό μυθιστόρημα αγαπά την ευρυθμία και είναι υφολογικά ακίνητο, γιατί αποστρέφεται και φοβάται την ειρωνεία. Η ειρωνεία σίγουρα θάλλει σε μια περιοχή νοηματικής αμφισημίας, σε μια περιοχή όπου η σημασία μετεωρίζεται ανάμεσα σε δύο αντίθετους πόλους. Και αυτός ο μετεωρισμός δεν έχει να κάνει με την τυχαιότητα, δεν είναι αυθαίρετος, αλλά ξεκινά από μια παιγνιώδη διάθεση να παίξει με την αίσθηση της ισορροπίας και στη ουσία να διασαλεύσει αυτή την ισορροπία.

Στην πεζογραφία επιτελεί ακόμα μία λειτουργία: η ειρωνεία είναι ένας παράγοντας που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην επικύρωση της εξουσίας και της αυθεντίας του αφηγητή. Αυτός ξέρει πλευρές της αλήθειας που εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε. Με την ειρωνεία ανοίγουν χώροι αφηγηματικής ευρυχωρίας και μπορούμε να δούμε πράγματα που δεν ήταν ορατά πριν. Η ειρωνεία δεν δείχνει, αλλά σημαίνει. Όπως όλα τα στοιχεία του ύφους, έχει και αυτή επίδραση στο συναίσθημα και αποτελεί πάντα ένα κλείσιμο του ματιού του αφηγητή προς τον φανταστικό αναγνώστη, μια πρόσκληση για συμμετοχή.

Κάποιες φορές η ειρωνεία κλονίζει την αληθοφάνεια του κειμένου (μιας και μας υπενθυμίζει τόσο έντονα την παρουσία του αφηγητή που μπορεί να ξεχάσουμε την ίδια την ιστορία). Έτσι λειτουργεί αντιθετικά σε σχέση με την ιδεολογία η οποία αποσκοπεί, όπως είπαμε, στο εντελώς αντίθετο: επιχειρεί να ενισχύσει την αληθοφάνεια. Ό,τι δημιουργεί σύγκρουση και ένταση μέσα σε ένα μυθιστόρημα, είναι καλό. Η δυναμική των σχέσεων ανάμεσα στην τεχνική, το ύφος και την ιδεολογία δημιουργεί συχνά κατάλληλες συνθήκες για αφηγηματική υπέρβαση. Όταν τα τρία τεκτονικά στοιχεία βρίσκονται σε κατάσταση αγαστής συμφωνίας και απόλυτης σύμπνοιας, η φλόγα του μυθιστορήματος κινδυνεύει να σβήσει.

ΦΩΤΗΣ ΔΟΥΣΟΣ

[1] Για όλες αυτές τις αναφορές και συνοπτικά για τη σχέση Ιδεολογίας και λογοτεχνικού κειμένου βλ. Luc Herman και Bart Vervaeck, “Ideology and Narrative Fiction”στο The Living Handbook of Narratology, https://www.lhn.uni-hamburg.de/node/99.html

 

Οι παλιοί δάσκαλοι

2019-10-30-37258-befunky-project-1

*

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Πολλά από τα τεχνικά στοιχεία που παίζουν καθοριστικό δομικό ρόλο στις σύγχρονες αφηγήσεις μας είτε μιλάμε για τη λειτουργία τους στο μυθιστόρημα είτε στο θεατρικό κείμενο είτε στο σενάριο, υπάρχουν εν σπέρματι σε έργα του απώτερου ή και του πιο πρόσφατου παρελθόντος. Με την εδραίωση του μυθιστορήματος ως αφηγηματικού είδους, από τον 17ο αιώνα και μετά τα εν λόγω στοιχεία γίνονται εργαλεία εκ των ων ουκ άνευ για την κατασκευή του κειμένου. Οι καλοί μάστορες του λόγου ξέρουν να τα χειρίζονται και να τα προσαρμόζουν στα γραπτά τους εκουσίως ή και ακουσίως.

Μια τέτοια περίπτωση είναι βεβαίως αυτή του Τόμας Χάρντυ. Ο βικτωριανός συγγραφέας εμφανίζεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο μια εποχή που το βρετανικό μυθιστόρημα βρίσκεται στις δόξες του. Τρόλλοπ, Ντίκενς, Σέλλεϋ, Τζωρτζ Έλλιοτ, Γουίλκυ Κόλλινς, αδελφές Μπροντέ και τόσοι άλλοι παραδίδουν τα χορταστικά, πολυσέλιδα μυθιστορήματά τους, πολλά από τα οποία γράφονται αποσπασματικά και δημοσιεύονται σε συνέχειες σε περιοδικά και εφημερίδες. Το κοινό καταναλώνει με βουλιμία τις ιστορίες τους. Οι συστροφές της πλοκής προκαλούν αναγνωστικό παραλήρημα. Τα παθήματα των ηρώων ερεθίζουν την ενσυναίσθηση.  Λόγω της αποσπασματικής δημοσίευσης σχεδόν κάθε κεφάλαιο τελειώνει με πολύ ισχυρό cliffhanger. Με ένα ερώτημα δηλαδή να αιωρείται, με το σασπένς σε εκκρεμότητα, με τη μοίρα των ηρώων σε αμφίβολη κατάσταση. Οι αναγνώστες πρέπει να συνεχίσουν πάση θυσία το διάβασμα. Τα σύγχρονα σήριαλ χρωστάνε πολλά σε αυτή την τεχνική.

Το μυθιστόρημα του Χάρντυ, Ο Δήμαρχος του Κάστερμπριτζ, η ζωή και ο θάνατος ενός ανθρώπου με χαρακτήρα (μτφρ. Τόνια Κοβαλένκο, εκδόσεις Gutenberg) δεν ξεφεύγει από τον κανόνα. Τα σύντομα κεφάλαιά του τελειώνουν κατά κανόνα με τρόπο που σε κάνουν να θες να συνεχίσεις την ανάγνωση. Άλλο ένα βικτωριανό page turner λοπόν. Όμως στη φαρέτρα του Χάρντυ κρύβονται και άλλα όπλα. (περισσότερα…)

Ο διάβολος στη Μόσχα

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΙΝΑΚΟΥΛΑ

Μια ζεστή ανοιξιάτικη βραδιά, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1930, εμφανίστηκε ξαφνικά στη Μόσχα ο ίδιος ο διάβολος αυτοπροσώπως. Δε συστήθηκε βέβαια ως διάβολος· το επισκεπτήριό του έγραφε «καθηγητής Βόλαντ», και παρουσιάστηκε ως ειδικός στη μαύρη μαγεία. Μαζί του κατέφτασε και η εκλεκτή συνοδεία του, μια παρδαλή ομάδα που περιλάμβανε τον Μπεγκεμότ, έναν μεγάλο μαύρο γάτο που μπορούσε να στέκεται στα δυο πόδια, να μιλάει με ανθρώπινη φωνή και ενίοτε να μεταμορφώνεται σε άνθρωπο· τον αχώριστο φίλο του Κορόβιεφ ή Φαγκότ, έναν ψηλό, καλοντυμένο και ιδιαίτερα εύγλωττο ταχυδακτυλουργό που φορούσε μισοσπασμένο πενσνέ· τον τρομερό και φοβερό Αζαζέλο, μια πραγματικά δαιμονική φιγούρα, έναν γεροδεμένο κοκκινομάλλη που τα μάτια του ήταν διαφορετικά το ένα από τ’ άλλο και ο οποίος ήταν άσος στο σημάδι με όπλο· και, τέλος, την όμορφη δαιμόνισσα Γκέλλα. Ο διάβολος-Βόλαντ και η συνοδεία του αναστάτωσαν για κάμποσες μέρες την καθημερινότητα των Μοσχοβιτών. Ιδιαίτερα η παράσταση που έδωσαν ενώπιον χιλιάδων θεατών στο Βαριετέ προκάλεσε τεράστια αναταραχή. Αλλά και οι ξεκαρδιστικές φάρσες του ζεύγους Μπεγκεμότ και Κορόβιεφ εις βάρος ανυποψίαστων πολιτών δημιούργησαν επίσης πανδαιμόνιο. Ακόμη πιο βαθιά άλλαξε η ζωή κάποιων συγκεκριμένων προσώπων, και ειδικά του μετρ και της Μαργαρίτας. Ο ανώνυμος μετρ, ένας σπουδαίος αλλά παραγνωρισμένος συγγραφέας, είχε γράψει ένα σπουδαίο έργο, για το οποίο όμως δεν μπορούσε να βρει εκδότη: μια λογοτεχνική εξιστόρηση της ανάκρισης του Χριστού απ’ τον Πιλάτο. Αυτό το έργο προκάλεσε την καταστροφή του. Η Μαργαρίτα, ερωτευμένη μαζί του μέχρι θανάτου, θα κάνει τα πάντα για να τον σώσει· δε θα διστάσει ακόμα και να πουλήσει την ψυχή της στο διάβολο.

Αυτή είναι με λίγα λόγια η υπόθεση του Μετρ και η Μαργαρίτα, του opus magnum του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ. Το αριστούργημα του Μπουλγκάκοφ γράφτηκε τη δεκαετία του 1930. Ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας ξεκίνησε να το γράφει ήδη από το 1928 και το δούλευε διαρκώς μέχρι το θάνατό του το 1940. Θα χρειαστεί όμως να περάσουν είκοσι έξι χρόνια προτού μια πρώτη, λογοκριμένη έκδοση του βιβλίου δει το φως της δημοσιότητας το 1966. Η πρώτη πλήρης έκδοση θα γίνει τελικά το 1973. Από τότε και μέχρι σήμερα το βιβλίο του Μπουλγκάκοφ διαβάζεται όλο και περισσότερο, έγινε διάσημο στη Ρωσία και διεθνώς, αγαπήθηκε με πάθος, μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, ενέπνευσε μουσικά και ζωγραφικά έργα.[1] (περισσότερα…)