Ελένη Χαϊμάνη, Το υποκείμενο

*

της ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΪΜΑΝΗ

Το υποκείμενο που δημιουργείται εδώ διαφέρει κατάφορα από μια ιστορική στιγμή της καθημερινότητας. Είναι φτιαγμένο μονάχα από ασχημάτιστες εικόνες που το περιγράφουν ή από  τις προτάσεις που ο συγγραφέας  θα του έθεσε στα χείλη. Δεν έχει παρελθόν, κανένα μέλλον και φορές-φορές ούτε και καμιά εξέλιξη πέρα από τη ζωή του στο χαρτί. Είναι ένα απομονωμένο μετέωρο που περνά τον ορίζοντά σας χωρίς να κατορθώνει να σχηματίσει τη δική του οικογένεια ή αν τη σχηματίσει να μην μπορέσει ποτέ να τη χαρεί.

Κατά πάσα πιθανότητα, αυτή η εσωτερική ζωή που αποδίδεται στον χαρακτήρα να βγαίνει από τη δική σας, άγρυπνη, προσωπική ενδοσκόπηση. Συνεχώς διαμορφώνει και διαμορφώνεται, κι έτσι όπως δεν έχει σώμα, παρά μόνο ιδανική ταυτότητα, γεμίζει αδιόρατα κάποιες φορές κάποιο καινούργιο σώμα.

Το πρόσωπο λοιπόν αυτό, δεν πιστεύει στην τύχη. Πιστεύει στις μικρές αποφάσεις και στις μικρές νίκες. Αγαπά τη σκιά του και την αγκαλιάζει. Προχωρά μέσα της όπως πατάει μια γάτα, με κινήσεις απαλές και προσπαθεί να πιαστεί μαζί της στα χέρια. Πιθανόν στον πόλεμο ουδέποτε να πήγε, αν ήταν πρόσωπο ιστορικό, θα έζησε όμως τη στιγμή λες κι ήτανε να πάει.

Κι αν μπορώ ν’ αποδείξω, πόσο εύκολα οι ηχητικοί συνδυασμοί των λέξεών του έχουν εντελώς διαφορετικές σημασίες στις διάφορες γλώσσες που μιλάτε μπορώ να αποδείξω, επίσης, πως τα φωνήεντα είναι γι’ αυτό η εξέλιξη της φωνής του, της παλλόμενης υπόστασης του ‒ κι αυτά σίγουρα δεν θα ήταν τα ιώτα και τα έψιλον ιώτα, καθώς βγαίνουν από την μπροστινή πλευρά και είναι αρκετά ενθουσιώδη και χαρούμενα· ενώ στα υπόκωφα όμικρον ύψιλον, τα ωμέγα και τα όμικρον που βγαίνουν από  πίσω, απ’ το βυθισμένο μέρος του λαιμού του, το κάνουν να μοιάζει περισσότερο αψύ, δύστροπο, ίσως και γι’ αυτό, περισσότερο αληθινό.

Όμως, όπως τίποτε δεν πρέπει να μπαίνει ανάμεσα στη φύση και στη ματιά του καλλιτέχνη, τίποτε ανάμεσα στον θεό και στην ψυχή, όπως και τίποτα ανάμεσα στον συγγραφέα και στο υποκείμενό του, έτσι και η φαντασιογραφία θα πρέπει —και οφείλει— να είναι σε γλώσσα μεγαλόπρεπη κι αληθινά υψηλή για κάτι το οποίο ουδέποτε του συνέβηκε, αλλά και που είναι πολύ πιθανό να του συνέβη.

Τι θα ’λεγε, ας πούμε, σαν έφτανε μπροστά κατάμονο στο θείο; Πως ήταν Μέγας Εραστής, εγκρατής στα θέλγητρα των θηλυκών ή κάποτε απλώς καλός κολυμβητής και πως κολύμπησε στα βάθη γαλάζιων πόντων;

Έτσι θα σας μιλούσε, μικρός γαλαζοαίματος· και με μισό εγκέφαλο θα είχε κοσκινίσει, τα άγρια θεάματα, τις δυνατές συσπάσεις που θα ’χε τρανώσει μέσα του ο συγγραφέας, γιατί κι αυτός, αν δεν περάσει μέσα από το υποκείμενο δεν καταφέρνει ποτέ του να γεννήσει τον υποβλητικά σκοτεινό αρχάγγελο βυζαντινού εικονογράφου που στέκεται απάνω του ετοιμοθάνατος, κάθε στιγμή, έτοιμος να ζυγίσει, να προσμετρήσει το καλό με το κακό.

Το υποκείμενο εδώ σαφώς διαφέρει από οποιαδήποτε ιστορία που πιθανόν να έχετε ακούσει. Παγιδευμένο στα ζεστά πηχτά νερά μερικών λευκών χαρτιών, πλάσμα στον κόρφο μου βαθύ, τρεμοπαίζει φαιδρό-φαιδρό στο πελαγίσιο κύμα.

Βάζει το όνειρο μπροστά και προχωρώντας το κοιτάζει. Και περπατά ωσότου να το φτάσει. Κι υπάρχουνε φαντάσματα εκεί μα εκείνο —το υποκείμενο—, προχωρά και τα αφήνει πίσω.

Το παιχνίδι της λεπτομέρειας γεμίζει το κλειστό του περίγραμμα δημιουργώντας κοσμήματα με τον σταυρό, γραμμές κυματιστές, νήματα, πουλιά και ρόδακες σε μια καταπληκτική σύνθεση. Η σύνθεση αυτή, του εσωτερικού του φωτισμού, απασχολεί πολύ τον συγγραφέα καθώς μια από τις διαδεδομένες πλάνες, είναι πως τα υποκείμενα είναι υπέρ το δέον σκοτεινά. Μα όταν οι πόρτες είναι ανοιχτές, τότε το φως τους είναι αρκετό, όσο χρειάζεται για να ’ναι και αναπαυτικό στα μάτια. Για τούτο και συγκεντρώνει το φως στην κεφαλή, για να σας πέσει από κει πάνω μαλακό, έχοντας την αλαζονεία εκείνου που νιώθει πως ανήκει σε μια ράτσα κυρίαρχη —πάντα έτοιμο να εκφράσει τη γνώμη του και να απορρίψει κάθε αυθεντία— μα σύγχρονα φέρνοντας απάνω του και  το αίσθημα κάποιου φτωχού σας συγγενή… Σίγουρα θα σας φανεί προσβλητικό ακόμα και για τα ζητήματα μικρής σημασίας.

Ενώ στο τέλος η θλιβερή δουλειά είναι μονάχα μία. Να  εναποθέσει εκείνος που το έφτιαξε βαριά τα στέφανα με τις κατάλευκες ταινίες τριγύρω από το υποκείμενό του. Καθώς φεύγει, δίχως μόλυνση καμία, δίχως ποτέ να ζεσταθεί επάνω σε μια σάρκα.

ΕΛΕΝΗ ΧΑΪΜΑΝΗ

*

Advertisement