(
[ Νύξεις για τα πάθη των λέξεων ]
του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ
Συστηματική έκθεση των απόψεών του για την κατάσταση της ελληνικής γλώσσας σήμερα, ο Κονδύλης δεν μας άφησε στα έργα του. Τις θέσεις του, τις κατά τ’ άλλα γνωστές στους συνομιλητές του, τις συνάγει κανείς από νύξεις και σκόρπιες αναφορές στα κείμενά του για τη σύγχρονη Ελλάδα. Θα τις συνόψιζα σε τέσσερις βασικές διαπιστώσεις: Η ελληνική γλώσσα βρίσκεται σε πορεία φθίνουσα κατά το μέτρο που παρακολουθεί την γενική παρακμή της ελληνικής κοινωνίας. Ο οικονομικός παρασιτισμός αντανακλάται στον πνευματικό πιθηκισμό που με τη σειρά του οδηγεί αδήριτα σε στειρότητα διανοητική, εκφραστική και γλωσσική. Ακόμη και το μόνο υψηλής ποιότητας πνευματικό προϊόν της σύγχρονης Ελλάδας, η ποίηση, στην πραγματικότητα χρωστάει τη ζωτικότητα του όχι στις στενές νεοελληνικές συνθήκες αλλά στους δεσμούς της με το παμπάλαιο και πολυστρώματο γλωσσικό της όργανο: αρδεύεται και γονιμοποιείται από τις ιστορικές πηγές της ελληνικής. Η συρρίκνωση της ελληνικής συνεπάγεται αναγκαία την κατασίγαση της υψηλής ποίησης. Αντιστρόφως, η παρακμή της δεύτερης δηλώνει δυνητικά το προχωρημένο στάδιο της εργαλειοποίησης της πρώτης. Με τα δικά του λόγια:
Η εκποίηση του έθνους με την υλική έννοια θα συνοδευτεί και από την πλήρη πνευματική του στειρότητα, αν η μεταμοντέρνα σύμφυρση των πάντων με τα πάντα πραγματωθεί αποκλειστικά ως σύμφυρση μεταξύ κακοχωνεμένων δάνειων στοιχείων και αν η φθορά των ελληνικών, ή εν πάση περιπτώσει εξελληνισμένων, ιδεολογημάτων καταλήξει συν τοις άλλοις σε συρρίκνωση ή εργαλειοποίηση της γλώσσας τέτοια, ώστε να μην μπορεί πια να παραχθεί στον νεοελληνικό χώρο το μόνο προϊόν που –ακριβώς χάρη στην μοναδική δυναμική μιας πολυστρώματης και παμπάλαιας γλώσσας– έχει παραχθεί ώς τώρα σε υψηλή ποιότητα: ποίηση.
Αξίζει να παραβάλει κανείς αυτές τις θέσεις με τις σχετικές απόψεις του Κορνήλιου Καστοριάδη. Και οι δικές του παρεμβάσεις σε γλωσσικά ζητήματα υπήρξαν σποραδικές αλλά επανειλημμένες και ιδιαίτερα δυναμικές. Θιασώτης της διδασκαλίας των αρχαίων στο πρωτότυπο και εξαιρετικά λεπταίσθητος ερμηνευτής ο ίδιος της Σαπφώς, του Σοφοκλή και άλλων συγγραφέων, ο Καστοριάδης επεσήμανε την αδιάσπαστη συνέχεια της ελληνικής ώς τις μέρες μας, αντιτάχθηκε σφόδρα στην επιβολή του μονοτονικού, καταφέρθηκε βίαια κατά των μαθητευόμενων μάγων της ακαδημαϊκής και εκπαιδευτικής συντεχνίας, τόνισε την ορολογική ένδεια της νέας ελληνικής ιδίως στον φιλοσοφικό και επιστημονικό λόγο και εισηγήθηκε τον συστηματικό εμπλουτισμό της με όλους τους δυνατούς τρόπους, από την επιστράτευση αυτούσιων αρχαίων λέξεων και ριζών ώς τον λελογισμένο δανεισμό, κυρίως από το λεξιλόγιο της λατινικής.
Παρόμοιες απόψεις βρίσκουμε σε πλείστους όσους κορυφαίους Έλληνες ποιητές και στοχαστές των τελευταίων δεκαετίων όλων των τάσεων και των πολιτικών ιδεολογιών (Σεφέρη, Ελύτη, Γκάτσο, Χειμωνά, Φωκά, Ελεφάντη, Γιανναρά, Ράμφο, Πατίλη, Καλιόρη κ.ά.). Η εκτίμηση της γλωσσικής παρακμής είναι γενική, όπως και η εκτίμηση ότι τα αίτια του κακού είναι εντέλει εξωγλωσσικά κατά την επισήμανση του Νίκου Φωκά. Την σχέση μεταξύ κοινωνικοπολιτικού και γλωσσικού λαϊκισμού την έχει δείξει εναργώς τριάντα χρόνια τώρα ο Γιάννης Καλιόρης. Πώς λ.χ. ο ξύλινος λόγος της κομμουνιστικής αριστεράς, μέσω του ΠΑΣΟΚ, γενικεύεται και καθίσταται καθολικός. Και πώς το ψαλίδισμα των εννοιών και των λέξεων, ο εκφραστικός αυτοευνουχισμός δηλαδή, γίνεται συν τω χρόνω όργανο ιδεολογικής πειθάρχησης και ελέγχου. Τη δεκαετία του 1980 αρκούσε μια γενική σε -έως για να θεωρηθεί ο γράφων αντιδραστικός.
Ρόλο γλωσσικού χωροφύλακα έπαιξαν δυστυχώς και άνθρωποι σημαντικοί, όπως ο Ε. Κριαράς, με θέσεις άκριτες όπως το περίφημο εκείνο «υπάρχουν λέξεις περιττές». Γενικά, οι γλωσσολογούντες της εποχής μας (πλην Μπαμπινιώτη και κάποιων άλλων εξαιρέσεων) κινούνται στη γραμμή του δημοτικιστικού ρεβανσισμού, του αντεστραμμένου καθαρευσιανισμού δηλαδή που αναζητά διαρκώς εχθρούς για να επιβεβαιώσει την κακόζηλη ρυθμιστική εξουσία του. Εκατό χρόνια μετά τον Τριανταφυλλίδη, και φευ στο όνομά του, θεωρούν ότι η ελληνική δεν έχει κανένα πρόβλημα κι ότι μέγιστος κίνδυνος που την απειλεί είναι ο (νεο)καθαρευουσιανισμός…
Τα αρχιγράμματα που κοσμούν τη στήλη είναι του ζωγράφου Δημήτρη Γέρου.
*
*