*
του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ
Ποιος είχε τη δυνατότητα να φέρει τατουάζ σε εμφανή σημεία του σώματός του, να βάφει τα μαλλιά του σε ασυνήθιστες αποχρώσεις ή να τα κουρεύει σε εξωτικές κόμες, να κάνει piercing σε παράδοξα σημεία του κορμιού του; Στις δυτικές κοινωνίες τέτοιες διακοσμητικές επεμβάσεις υπήρξαν κατά κανόνα προνόμιο είτε περιθωριακών ομάδων (αρχικά) είτε καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων (στη συνέχεια). Παρά την απόσταση που μπορεί να χωρίζει τη φιγούρα του παρανόμου από αυτή ενός celebrity, υφέρπει και στις δύο περιπτώσεις ένας κοινός συμβολισμός: ένας συμβολισμός που δηλώνει ότι αυτός που κοσμεί το σώμα του με τέτοια στολίδια μπορεί να το κάνει γιατί βρίσκεται εκτός της παραγωγικής διαδικασίας και άρα εκτός των συμβατικών νόμων που διέπουν την εμφάνιση των υπολοίπων.
Τέτοιες πρακτικές όμως πλέον τείνουν να γίνουν κοινός τόπος. Ένας οδηγός λεωφορείου ή ένας ταμίας σε μία τράπεζα μπορούν να φέρουν ένα «μανίκι» με την ίδια άνεση που το κάνει κι ένα ακριβοπληρωμένο και καλοκουρδισμένο γρανάζι της βιομηχανίας του ποδοσφαιρικού θεάματος. Ο συμβολισμός εδώ υφίσταται μια ανεπαίσθητη αλλά κρίσιμη μετατόπιση. Αντί για μια πραγματική απόσταση από τον ανελέητο κύκλο της παραγωγής, υποδηλώνεται μια φαντασιακή τέτοια. Ένα σκουλαρίκι στη μύτη φαίνεται σαν μια μικρή χειρονομία εξέγερσης που δεν τραβιέται όμως στα άκρα. Φαίνεται να λέει: «Αφήστε με να ανακυκλώνω όποια εικόνα του εαυτού μου επιθυμώ, εφόσον δεν σας ενοχλώ και δεν διαταράσσω τον κύκλο της παραγωγής».«Μη μου την εικόνα τάραττε», φωνάζει ένα τέτοιο υποκείμενο, αναζητώντας εκείνο το αρχιμήδειο σημείο που θα του επιτρέψει να αποσπάσει την εικόνα του εαυτού του από τους υλικούς όρους της αναπαραγωγής του. Η μετατροπή του τατουάζ σε μια τετριμμένη πρακτική μοιάζει έτσι να τροφοδοτεί τη μετατροπή της εικόνας σ’ ένα γενικό ισοδύναμο εντός της ψυχικής και συμβολικής οικονομίας των εαυτών. (περισσότερα…)