*
της ΝΑΤΑΣΑΣ ΚΕΣΜΕΤΗ
Παλιέ μου φίλε, μέ ὅσα μοῦ ἔγραψες πρίν ἀπό καιρό γιά τίς μετατροπές πού συντελοῦνται μέσα στόν χρόνο, μ’ ἔκανες νά ἀνατρέξω πάλι στόν ἀνθρωπολόγο στοχαστή καί ποιητή, γιά τόν ὁποῖο σοῦ μίλησα παλιότερα, ὅταν μετέφραζα ποιήματα καί ἄλλα κείμενα του. Σοῦ μεταφράζω τώρα ἕνα ἀκόμα ἀπόσπασμα:
Ὁ κόσμος τῆς γεωλογικῆς προφητείας ἔχει ἐξαφανιστεῖ. Ὑπάρχει μόνον ὁ ἀχανής ἀνήσυχος ποταμός τῆς ζωῆς πού ἐξαπλώνεται σέ κάθε πιθανή ζωφόρο κόγχη, ὀνειρευόμενος τόν δρόμο του πρός κάθε πιθανή μορφή. Ἐξαρχῆς δέν ὑπάρχουν διαλείμματα σ’ αὐτόν τόν ποταμό. Τά ἄϋλα γαλάζια ἀποτυπώματα δέν ἦσαν παρά μιά ψευδαίσθηση δημιουργημένη ἀπό τήν φυσική κάθοδο. Τό ἀσβέστιο στά κόκκαλά μας, τό ἅλας στό αἷμα μας δέν προῆλθαν ἀπό τό εὐθύ χέρι τοῦ Τεχνίτη. Ἀντίθετα, ἦσαν μέρος τῆς κληρονομιᾶς μας ἀπό μιά ἀρχαία καί ξεχασμένη θάλασσα.
Κι ὅμως παρ’ ὅλη αὐτή τήν πλημμυρίδα ἀλλαγῶν, τήν κίνηση καί τήν καταστροφή, ὑπάρχει μιά τεράστια εὐστάθια στά μορφολογικά σχέδια τά ὁποῖα εἶναι ἀποτεθειμένα στά μεγάλα φύλλα τῶν στρωματώσεων τίς μεγάλες κατηγορίες τῆς ζωῆς. Ἔχουν ὅλα, ἤ τά πλεῖστα ἀπό αὐτά ἐπιβιώσει ἀπό τήν πρώτη καταγραφή ἀπολιθώματος. Δέν ἐξαφανίζονται. Τά εἴδη ἀλλάζουν, μπορεῖ νά πεῖ κανείς, ἀλλά ἡ Φόρμα, αὐτό τό μεγαλύτερο ζῶο πού ἁπλώνεται σ’ ὅλο τό μῆκος τῶν δισχιλιετιῶν, ἐπιζεῖ. Ὑπάρχει μιά παράξενη ἀνακούφιση σ’ αὐτήν τήν ἀνακάλυψη.
Παρά τήν ἀνακούφιση τῆς βεβαιότητας πώς ἡ Φόρμα ἤ ἀλλιῶς τό μεγαλύτερο Σχέδιο, ἡ εὐρύτερη Μορφή ἐπιζεῖ, ἀναρωτιέμαι ἄν οἱ ἀργές μετατροπές εἶναι μιά ἀντίληψη πού βρίσκει ἀνταπόκριση στούς πολύ νεότερους ἀπό μᾶς. Βρίσκει; Κι ἔπειτα… προλαβαίνουν; Ἄλλά ὄχι μόνον αὐτό. Κάνε λίγη ὑπομονή μαζί μου, θα δεῖς ποῦ θέλω να καταλήξω:
Παλιέ μου φίλε, εὐχαριστῶ πού μοῦ ἔγραψες γιά τίς καταβασίες σου σέ κείνη τήν ἀκτή, ὅπου ἡ μνήμη κοινῶν μας φίλων εἶναι ὀδυνηρά ζωντανή. Ἕνα σημεῖο, ἕνας τόπος συνδέεται τόσο μέ ἕνα πρόσωπο ἤ περισσότερα, πού τελικά μέσα μας… γίνεται ἕνα σύνθετο πρόσωπο, ἕνα ψηφιδωτό ἴσως. Ψηφιδωτό χειρονομιῶν, χαρακτηριστικῶν καί φωνῶν, πολλῶν φωνῶν πού ἀναγνωρίζουμε τί λένε ἤ μᾶλλον τί ἔλεγαν, σέ μιά γλώσσα ἀρκετά οἰκεία γιά μᾶς. Μπορεῖ τώρα νά ἀνακαλύπτουμε ὅτι δέν τούς κατανοήσαμε ὅσο θά ἤθελαν ἤ δέν τούς δώσαμε περισσότερα ἀπό τόν ἑαυτό μας γιά νά μᾶς κατανοήσουν, ἀλλά τό Σχῆμα μιᾶς ἐπαρκῶς συγγενοῦς γλώσσας ἀνάμεσα σε μᾶς καί σέ κείνους παραμένει καί ἐπιζεῖ.
Ὅμως ἐμεῖς, πού εἴμαστε ἤδη (οἱ) προηγούμενοι, βρισκόμαστε στήν δυσχερῆ θέση νά μήν μποροῦμε νά μεταδώσουμε στούς πολύ νεότερους μιά γλώσσα ἑλκυστική, διαυγῆ καί ἀνοιχτή στούς ἀδιόρατους ἤ ταχεῖς μετασχηματισμούς. Κι αὐτό γιατί ἡ γλώσσα γιά νά προσεγγίσουμε ἤ καί νά ἀποκρυπτογραφήσουμε τούς πανάρχαιους συμβολισμούς εἴτε στόν λόγο εἴτε στίς ἱερές καί κοσμικές τέχνες, εἴτε ἀλλοῦ, ἔχει βουβαθεῖ.
Δέν ἦταν πάντα ἔτσι. Κάπου δυό αἰῶνες πρίν ὑπῆρχε ζωντανή καί λειτουργοῦσε ἄμεσα, καί γιά μεγάλους ἀριθμούς ἀνθρώπων, ἄν ὄχι γιά τήν πλειοψηφία τους σέ Εὐρώπη καί Ἀμερική. Γιατί ξεχάστηκε; Νομίζω πώς ὅλοι λίγο πολύ εἴμαστε σέ θέση νά δώσουμε μερικές ἀπαντήσεις. Παραμερίζοντας πρός στιγμήν, καί ὅσο εἶναι δυνατό, τούς πολέμους πού δέν σταμάτησαν ποτέ, μετά τήν λήξη τοῦ Β΄ Παγκόσμιου, εἶναι πασίδηλο αὐτό πού κατάφερε ὁ καπιταλισμός τῆς ὑπερκατανάλωσης πληροφοριῶν καί εἰκόνων:
Ὄχι ἁπλῶς ἄδειασαν οἱ λέξεις ἀπό τό περιεχόμενό τους, ὄχι ἁπλῶς ἔμειναν ἀποξεραμένα τσόφλια, ἄχρηστα γιά τίς ξεχαρβαλωμένες ἀνθρώπινες μηχανές, ἀλλά κάτι πολύ χειρότερο· ἀκινητοποιημένοι οἱ ἄνθρωποι τῶν κινητῶν μπροστά σ΄ἕνα τεράστιο ἄδειο ἐξαναγκάζονται σέ μιάν ἀδιέξοδη ἐπιλογή: ἤ βία ἤ νεκρική ἀδιαφορία. Δές γύρω μας τώρα δά… Δέν συνέβαινε τό ἴδιο, ὅταν ὁ ἀγαπητός μας φίλος Νίκος Φωκᾶς ἄκουσε τήν μικρούλα ἐγγονή νά τοῦ δίνει τά Κοχυβαδάκια. Φαντάζομαι τήν χαρά του, ὄχι μόνον γιά τήν σύνθεση ἑνός νέου ὀνόματος, ἀλλά γιατί εἶμαι σίγουρη πώς εἶχε διαβάσει τό Ὁ Ἄνθρωπος καί τό Κοχύλι τοῦ Βαλερύ. Κατά μία ἀπίστευτη συγκυρία, μετακινώντας βιβλία ἐδῶ στό νησί, βρῆκα τήν ἔκδοση τῆς Ἰνδίκτου (2005 σέ ἐπιμέλεια καί πρόλογο τοῦ Δ. Ἄρμάου) ἀπό τήν ὁποία σοῦ ἀντιγράφω, ἐλπίζοντας πώς τήν ἔχεις καί μπορεῖς εὔκολα νά ἀνατρέξεις:
Ὅπως λέμε ἕνα «Σονέτο» ἤ μιά «Φούγκα» γιά νά σημάνουμε μορφές μέ σαφήνεια ὁρισμένες, τό ἴδιο λέμε: μιά «Κόγχη» μιά «Κασσιδέα», ἕνας «Μύρηξ ὁ ἀκανθωτός», μιά «Ἁλιῶτις», μιά «Χοιρίνη», πού εἶναι ὀνόματα κοχυλιῶν· τόσο οἱ πρῶτες ὅσο καί οἱ δεύτερες λέξεις φέρνουν στό νοῦ μιά δράση πού ἀποβλέπει στή χάρη καί αἰσίως τελειοῦται. Τί εἶναι λοιπόν αὐτό πού δέν μέ ἀφήνει νά καταλήξω σέ κάποιον πού χάριν κάποιου ἔφτιαξε τούτη τήν παράξενα ἐπινοημένη, δουλεμένη, κεκοσμημένη ἀχιβάδα πού μέ παιδεύει;
Μάζεψα τούτη δῶ ἀπό τήν ἄμμο. Μοῦ προσφέρθηκε διότι ἀκριβῶς δέν εἶναι κάτι ἄμορφο, μά ἕνα πράγμα πού ὅλα του τά μέρη, ὅλες οἱ ὄψεις του μοῦ φανέρωναν μιάν ἀλληλεξάρτηση καί σάμπως μιάν ἀξιοπρόσεκτη ἀλληλουχία, μιά συμμέλεια τέτοιας λογῆς, πού μ’ἕνα μονάχα βλέμμα θά μποροῦσα νά διαβλέψω καί νά προβλέψω τή διαδοχή τῶν ἐμφανίσεων αὐτῶν. Τά μέρη αὐτά, τίς ὄψεις τοῦτες συνέχει ἕνας δεσμός ἀλλιώτικος ἀπό τή συνεκτικότητα καί τή συμπάγεια τῆς ὕλης. Ἄν συγκρίνω τοῦτο τό πράγμα μ’ἕνα βότσαλο, ἀνακαλύπτω ὅτι τό πρῶτο εἶναι εὔκολα ἀναγνωρίσιμο, ἐνῶ τό δεύτερο ἐλάχιστα. Ἄν σπάσω καί τά δύο, τά θραύσματα τοῦ κοχυλιοῦ δέν εἶναι κοχύλια, τά θραύσματα ὅμως τοῦ βότσαλου εἶναι ὡσαύτως ἄλλα βότσαλα, ὅπως καί τό ἴδιο ὑπῆρξε ἀναμφιβόλως θραῦσμα ἑνός ἄλλου μεγαλύτερου. Ἀκόμη, ἄλλωστε, ὁρισμένα κομμάτια μοῦ κάνουν νύξη γιά τή μορφή ἐκείνων πού ἄλλοτε προσφύονταν σ’αὐτά: συναρπάζουν τή φαντασία μου, κατά κάποιο τρόπο, καί δροῦν ἐρεθιστικά ὀλίγον κατ’ ὀλίγον γιά μιάν ἐξέλιξη: ἀπαιτοῦν ἕνα ὅλον…
Ὁ Βαλερύ μιλοῦσε μέ γλωσσικούς κώδικες πού παρέλαβε ἀπό προηγούμενους καί τήν μετέδιδε στούς σύγχρονους καί στούς μελλοντικούς του παραλῆπτες μέ μιά γαλήνια βεβαιότητα, ἡ ὁποία ἀκτινοβολεῖ στόν λόγο του, πώς εἶναι δυνατή κάποια κατανόηση τῶν στοχασμῶν του γύρω ἀπό τόν Ἄνθρωπο καί τό Κοχύλι· πώς δέν τούς ἀπευθύνεται σέ μιάν ἄγνωστη ἤ ὁλότελα ξένη ὁμιλία· πώς ἡ συνομιλία εἶναι ἐφικτή.
Θυμᾶμαι καλά πώς κάποτε εἶχες συμφωνήσει λέγοντας: ὄντως ἔχει χαθεῖ στοὺς συγχρόνους μας αὐτὴ ἡ γλώσσα ἡ ἱκανὴ νὰ δεξιωθεῖ καὶ νὰ οἰκειωθεῖ τὸ ἀσύλληπτο μιᾶς τελείως ἄλλης πραγματικότητας, τὸ ὑπερφυὲς καὶ μυστηριακὸ τῆς ὁποίας ὡς Κόσμο φιλότητας καὶ διαισθάνομαι καὶ ποθῶ ἀλλὰ γιὰ τὴν ὕπαρξη τοῦ ὁποίου πάντα προβληματίζομαι-μιά ἐσωτερική μου ἀντίφαση…
Δέν εἶμαι σίγουρη πώς σοῦ εἶχα ἀπαντήσει ἀμέσως, σοῦ τό γράφω τώρα: καί ποιός ἄνθρωπος ἦταν ποτέ ἀπελευθερωμένος ἀπό αὐτήν τήν ἀντίφαση; Ὁ Παῦλος τήν ἀποκαλοῦσε ταλαιπωρία, δυστυχία του. Ἴσως ἄλλοτε, πιό εὐσεβίστικα καί μέ κάποια περιφρονητικά ὑπονοούμενα νά τήν ὀνόμαζαν «ἀδυναμία». Ἡ ἴδια δέν πιστεύω πώς ὑπάρχει κανείς ἀπελεύθερος, ὥς τόν πυρήνα τῆς ὕπαρξής του, σύμφωνος σέ ὅλα καί δίχως οὐσιαστικές ἀντιφάσεις. Ἡ σύγκρουση ἀνάμεσα στό ἐπιθυμῶ καί δέν ἐπιθυμῶ, στό θά ἤθελα ἀλλά ἀλλιῶς κινεῖται ἡ βούλησή μου ἀπό μιάν, ἴσως ἄγνωστη, ἐνάντια ὤθηση, εἶναι ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ἀνθρώπινης συνθήκης.
Ἔστω πώς εἶναι σπάνιο, ἄν ὄχι ἀδύνατο, νά ξεφύγουμε ἀπό τήν κατάσταση τῶν ναρκωμένων, καί, γιά πλῆθος λόγων, πάντοτε ἐν ὑπνώσει. Παραταῦτα ὅσο ἀναπνέουμε ὀφείλουμε κάτι νά περισώζουμε· πόσο μᾶλλον πού ἔχουμε εἰσέλθει σέ ὁλότελα νέα καί ὥς τώρα ἄγνωστη Γεωλογική Ἐποχή· αὐτήν πού ὀνομάσθηκε Ἀνθρωπόκαινος, ἄν καί φοβᾶμαι πώς θά εἶναι Ἀνθρωπόκενος. Τό πρῶτο μας χρέος εἶναι ἀπέναντι στήν Ἀμετάδοτη Γλώσσα. Ἀκόμα κι ἄν δέν ξέρουμε γιά ποιόν καί γιατί.
Σκέπτομαι τά μεγέθη τῶν χριστιανῶν στοχαστῶν (ὄχι μόνον τούς Καππαδόκες) πού ἦσαν, πρίν ἀπ’ ὅλα, ἐχέφρονες. Δέν ἔπασχαν ἀπό παράκρουση, οὔτε ἦσαν ἀφοσιωμένοι σέ ἐξωφρενικές ἰδεοληψίες. Τό γεγονός πώς ἄσκησαν τόση καταπληκτικά μακρόχρονη ἐπίδραση, ὀφειλόταν στήν Χάρη αὐτῆς τῆς Ἀμετάδοτης, γιά μᾶς, γλώσσας· στό νά ἀναγνωρίζουν καί νά μεταδίδουν συμβολισμούς ἔμφορτους μέ ζωντανά νοήματα κατά τρόπο ἄμεσο, ὄχι ὅμως μηχανικό ἤ αὐτοματικό. Γιά νά διακινδυνεύσω νά τό πῶ πιό ἁπλά, μνημονεύοντας καί πάλι τόν Νίκο Φωκᾶ: τό θέμα εἶναι ἐξωγλωσσικό.
Ὄχι ὅμως, ὅπως τό βλέπω, ἀπό τήν πλευρά τῶν πολιτιστικῶν ἀξιῶν, ἀλλά ἀπό τήν ἀρχέγονη ὀπτική τῆς συμβολικῆς καί μυθικῆς πραγματικότητας,τῆς ὁποίας ἡ ἐπιφάνεια ἀποξηράνθηκε καί ἡ ἴδια ὑποχρεώθηκε νά ἀποτραβηχτεῖ σέ ἀκόμα βαθύτερες στρωματώσεις. Ἔμεινε χωρίς ἐπιπτώσεις στόν ἐγκέφαλο μας ἡ ἀπώλειά της;*
Προσπαθῶ νά πῶ πόσο σοβαρό εἶναι νά ἀσχοληθοῦμε μέ αὐτήν τήν ἀπώλεια χωρίς φόβο. Ναί, δέν εἴμαστε πλάσματα τῆς Χάριτος, ἀλλά μποροῦμε νά ὑπερα σπιστοῦμε τό ὅραμά της. Στήν ἱστόρηση τῆς Πεντηκοστῆς βλέπουμε «γλῶσσες φωτιᾶς» στά κεφάλια τῶν ἀποστόλων, καί, αἰῶνες τώρα, ἀκοῦμε γιά τήν δωρεά τῆς ξαφνικῆς ἱκανότητα τῶν μαθητῶν νά μιλᾶνε διαφορετικές «γλῶσσες»· ἀλλά προσπερνᾶμε, ὡς ἄνευ νοήματος, τό ἴδιο τό γλωσσικό γεγονός. Δηλαδή τήν δραστική ἱκανότητα ἄμεσης ἀποκρυπτογράφησης ποικίλων κωδίκων καί ἐπιπέδων κατανόησης, μέ συνέπειες τόσο στήν πρακτική, ἐξωτερική ζωή, ὅσο καί στήν προσωπική, ἐσωτερική. Μ’ ἄλλα λόγια, τό ξεθεμέλιωμα τῆς Βαβελικῆς ἀσυνεννοησίας, πού καθιστᾶ δυνατή μιά διπλή συνάντηση· τόν Διάλογο, γιά τόν ὁποῖο μίλησε τόσο ἐμπνευσμένα ὁ Μάρτιν Μποῦμπερ, καί σχετικά πρόσφατα ὁ π. Στῆβεν Μιούζ. Θά ἀκουγόταν οὐτοπική φαντασία, ἄν σήμερα τολμούσαμε να μιλήσουμε γιά συνάντηση μέ τόν ἄλλον δικό μας ἑαυτό, ὅπως καί αὐθόρμητη συνομιλία μέ τόν ἄλλον ἑαυτό… τῶν ἄλλων;
Ἴσως κινδυνεύουμε νά προκαλέσουμε τό γέλιο, τήν λοιδωρία, ἤ τό νά μᾶς γυρίσουν ἀδιάφορα τήν πλάτη· νά μᾶς ποῦν φτιαγμένους, τσιπαρισμένους, ψεκασμένους κρονόληρους. Mποροῦμε ὅμως νά μήν φοβόμαστε τίποτα ἀπ’αὐτά. Καί κυρίως νά μήν φοβόμαστε νά ἔρθουμε πρόσωπο μέ πρόσωπο μέ τήν ἄσχημη καί ζοφερή πραγματικότητα πού ἔχει ἐγκατασταθεῖ καί μᾶς ἔχει σέ ὅλα προλάβει καί προκαταλάβει. Ἀρκεῖ νά μή μᾶς καταρρακώσει ὁλοκληρωτικά. Ἔχουμε ἀκόμα μερικά Γεωλογικά Λεπτά προτοῦ ἡ Ἀνθρωπόκαινος ἀποδειχθεῖ ὄντως Ἀνθρωπόκενος. Δέν προτείνω καμιά ἱεραποστολή, δέν ἔχω καμιά τέτοια ψευδαίσθηση. Θυμᾶμαι ὅμως τό προκλητικό θάρρος τῆς Φλάννερυ Ο’ Κόνορ, πού μισότυφλη ἀπό τόν Lupus πού τήν καθιστοῦσε κάθε μέρα περισσότερο ἐξαρτημένη, πιό ἀνάπηρη· ἀνακαλῶ τό παράλογο θάρρος της νά βλέπει, στά παραμορφωμένα φρικιά τῶν ἡρώων της, τήν πραγματικότητα διαπερασμένη ἀπό τήν Χάρη ἤ ἀλλιῶς τήν Παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Χωρίς καθόλου νά ἀμφισβητῶ πώς στούς μυστικούς ὅλων τῶν ἐποχῶν καί τούς χαρισματικούς, πού ποτέ δέν ἔπαψαν νά λειτουργοῦν στήν ἀφάνεια, μποροῦμε κάπως νά διαισθανθοῦμε τήν ζωντανή Παρουσία ὡς Σιγηλή Γλώσσα: καί στίς συναντήσεις, καί στά ἔργα καί στίς λέξεις καί στήν τέχνη καί σέ ὅλα, δέν πιστεύω πώς πιά μᾶς ἀρκεῖ αὐτή ἡ εὐφρόσυνη διαίσθηση. Δέν μποροῦμε νά ζήσουμε οὔτε μέ τήν νοσταλγία ὅσων ὑπῆρξαν, οὔτε μέ ἕνα ἀδιάκοπο παράπονο γιά τήν ἀπουσία τους σήμερα.
Εἶναι σέ μᾶς πού πέφτει ὁ κλῆρος νά τήν διακρίνουμε μέσα στίς πιό ἐχθρικές ἤ καί βάναυσες συνθῆκες. Ἐπειδή δίχως αὐτήν τήν Σιγηλή Γλώσσα, τίποτα δέν ἔχει κανένα νόημα. Καμιά δημιουργία δέν εἶναι δημιουργία, καμιά ζωή δέν εἶναι ζωή· μόνο νέκρα πρίν ἀπό τόν θάνατο.
Γνωρίζοντας τήν ἀγάπη σου γιά τήν ποίηση, σοῦ ἀντιγράφω ἕνα ἀκόμα ποίημα πού πρόσφατα μετέφρασα, ἐλπίζοντας πώς θά σοῦ ἀρέσει, παλιέ φίλε μου:
«Ἀγάπη γι’ Ἄλλα Πράγματα»
Εὔκολο νά ἀγαπᾶς ἕνα ἐλάφι
Γιά δοκίμασε νά φροντίσεις ἔντομα καί ἰσχνά δέντρα
Ν’ ἀγαπήσεις τόν νερόλακκο μέ τό χλιαρό νερό
Ἀπ’ τή βροχή τῆς περασμένης ἑβδομάδας.
Ἄφησε μοναχά τους τώρα τά βουνά.
Ἄφησε τίς καθάριες λίμνες τριγυρισμένες πεῦκα.
Οἱ ἄνθρωποι ἀραδιάζονται στή σειρά νά τά θαυμάσουν.
Πλησίασε ἐκεῖνα πού γλιστροῦν μακριά στό σκοτάδι.
Νιῶσε εὐγνώμων ἀκόμη καί γιά τήν πλήξη
Ἄς μοιάζει κάποτε νά περιλαμβάνει ὅλο τόν κόσμο
Σκέψου τόν παγετό
Πού θά ραγίσει τά κόκαλά μας στό τέλος.
Ξεκίνησα το γράμμα μου μέ ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τόν παλαιοντολόγο, ἀνθρωπολόγο, δοκιμιογράφο καί ποιητή Λώρεν Άισλυ καί ξαναγυρίζω σ’αὐτόν, τόν τόσο ἀσυνήθιστο, ἐνορατικό Δαρβινιστή:
Ἡ περιπέτεια τῆς ἀναζήτησης τοῦ ἀνθρώπου γιά βεβαιότητα, σέ τελευταία ἀνάλυση, εἶναι περιπέτεια ἀναζήτησης νοήματος. Ὅμως τό νόημα εἶναι μᾶλλον θαμμένο μέσα του, παρά στό κενό ὅπου, ἀπό τήν ἀρχαιότητα, μάταια ἔχει ψάξει γιά οἰωνούς. Σ’ αὐτό τό ξετύλιγμα ἴσως ἡ πρώτη πράξη νά ἐκτελέστηκε ἀπό ἕνα σκέτο θηρίο μέ τρομακτικό κεφάλι πού ὀνειρεύτηκε κάποιο δύσκολο καί ἀφάνταστο πράγμα ἀπαγορευμένο στούς συντρόφους του. Πιθανόν οἱ ἀστραπές ὀμορφιᾶς καί ἐνόρασης πού τόσο βαθιά μᾶς ταράζουν εἶναι πρωτίστως προφητικές γιά κεῖνα τά ἐπιτεύγματα πού ἡ φυλή ἴσως μπορέσει νά πραγματοποιήσει. Ὅ,τι μᾶς ἐμποδίζει εἶναι ἡ ἀμφιβολία· ἡ δύναμη νά κάνεις τό καθετί φυσικό δίχως τό συνοδευτικό του χάρισμα νά βλέπει πέρα ἀπό τό φυσικό, σέ κεῖνο τό ἀνέκφραστο βασίλειο ὅπου οἱ λέξεις «φυσικό» καί «ὑπερφυσικό» παύουν νά ἔχουν νόημα.
Ὅλα τοῦτα σήμερα ἀκούγονται ὄχι μόνον προφητικά ἀλλά κατεπείγοντα. Σέ ἕνα ἀχρονολόγητο ἀπόσπασμα, κάπου στά 1959 ὁ Άισλυ ἔγραψε στά σημειωματάρια πού κρατοῦσε καί βρέθηκαν μετά τόν θάνατό του: Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μονάχος στό σύμπαν… Μόνον στήν πράξη τῆς ἀγάπης, σέ σπάνια καί κρυμμένη κοινωνία μέ τήν φύση, μπορεῖ πραγματικά νά δραπετεύσει ἀπό τόν ἑαυτό του.
Σέ φιλῶ καί ἐλπίζω πώς, ὅσο χαλαρά συγκροτημένα κι ἄν παρουσιάζονται ὅσα σοῦ ἔγραψα, ἡ συνθετική σου ἱκανότητα θά σέ ὁδηγήσει στόν πυρήνα τῆς ἔγνοιας καί τῆς ἀγωνίας μου. Μακάρι νά μήν ἀργήσεις νά μοῦ ἀπαντήσεις.
ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ
*
*
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
* Ἄκουσα ἕνα καθηγητή ἐνδοκρινολογίας νά λέει πώς: ἄν συνεχίσει στήν Ἑλλάδα νά ἰσχύει τό ἐξαιρετικά ὑψηλό ποσοστό τοκετῶν μέ καισαρική, ἐτησίως πάνω ἀπό 70%, σύντομα οἱ γυναῖκες θά ξεχάσουν πῶς νά γεννοῦν φυσιολογικά, γιατί ὁ γυναικεῖος ἐγκέφαλος θά τό λησμονήσει, θά τό διαγράψει! Φαντάσου ἐπίπτωση… Ἤμασταν τόσο σίγουροι γιά τό «ἔνστικτο».
** Stephen Muse,When Hearts Become Flame,An Eastern Orthodox Approach to the διά–Λογος of Pastoral Counseling, 2011. Ἑλληνική μετάφραση, Γρηγόρης, 2013.
*** Ἀγάπη γι’ Ἄλλα Πράγματα, Tom Hennen
**** Ὁ Λώρεν Ἄϊσλυ (1907-1977) ἦταν ἕνας ἀπό τους πλέον ἐπιφανεῖς καί σεβαστούς ἀνθρωπολόγους. Ἀκόμη ἴσως ἦταν ἀπό τους σπουδαιότερους συγγραφεῖς σχετικά μέ τήν φύση, τήν ἐξέλιξη, καί τήν θέση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στό σύμπαν. Γράφτηκε γι’αὐτόν: ἡ φράση Ἄν ὑπάρχει κάτι μαγικό πάνω σέ τοῦτο τόν πλανήτη, περιέχεται στό νερό, προέρχεται ἀπό αὐτό πού ὁ ἴδιος θεωρῶ ὡς το μεγάλο του ἀριστούργημα Τό Ἀπέραντο Ταξίδι. Μέ ἐνδιαφέρουν περισσότερο οἱ ποιητικές του ἐνοράσεις ἀπό τήν στοιβαρή του ἐπιστήμη· εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους μαΐστορες ἐκείνου τοῦ ὕφους ποιητικοῦ δοκιμίου πού εἶναι γνωστό ὡς «το κρυμμένο δοκίμιο», τό ὁποῖο μεταχειρίστηκε γιά νά ἑρμηνεύσει περίπλοκες ἐπιστημονικές ἰδέες, ὅπως ἡ ἀνθρώπινη ἐξέλιξη, στό εὐρύ κοινό. Ἀνάμεσα στά ἄλλα βιβλία του περιλαμβάνονται τά : Ὁ αἰώνας τοῦ Δαρβίνου, Τό ἀπροσδόκητο σύμπαν, Ἡ νυχτερινή χώρα, τό αὐτοβιογραφικό Ὅλες οἱ παράξενες ὧρες. Σέ μιάν ἄλλη παρουσίαση διαβάζουμε: «Πρωτοσυνάντησα Τό Ἀπέραντο Ταξίδι τοῦ Λ. Ἄϊσλυ τυχαίως στά στόκ μιᾶς πανεπιστημιακῆς βιβλιοθήκης. Ὁ Ἄ. γράφει γιά τήν φύση μέ τά μάτια ἑνός στοιχειωμένου ποιητῆ πού βλέπει τόν φυσικό κόσμο νά γλιστράει μακριά ἀκόμα καί καθώς τόν κοιτάζουμε. Εἶναι πολύ δύσκολο νά μεταφέρεις σέ κάποιον πού δεν ἔχει διαβάσει κάτι δικό του τί εἶναι αὐτό πού κάνει τή γραφή του τόσο ἰδιαίτερη. Εἶναι δεξιοτέχνης τῆς γλώσσας. Ἡ ἀντίληψή του ὅσων παρατηρεῖ στήν φύση εἶναι αὐθεντική καί φρέσκια. Ἡ δομή τῶν δοκιμίων του με ἐπιχειρήματα σέ μορφή ἱστοριῶν, προχωρεῖ ἀπό κάποια γενική παρατήρηση σ’ ἕνα ἀπρόβλεπτο συμπέρασμα, εὐφραίνει και ξαφνιάζει τόν ἀναγνώστη.» (Doug Vaughn, Washington, DC).
Πίνακες:
Xenry Fuseli, Silence (λεπτομέρεια)
Eliot Hodgkin,The Forest Fathers
*