του ΣΠΥΡΟΥ Ν. ΠΑΠΠΑ
Κώστας Μπουρναζάκης,
Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια,
Ίκαρος, Αθήνα 2020, σ. 88.
Ο Κώστας Μπουρναζάκης, έχει μια κάπως ιδιότυπη πορεία στην ποίηση. Οι στόχοι του, αν υπάρχουν τέτοιοι, είναι μάλλον διαφορετικοί από των δημιουργών εκείνων, που δημοσιεύουν με κάποια τακτικότητα ποιητικές συλλογές. Με χρονική απόσταση δέκα εννέα ετών, ανάμεσα στις δύο πρώτες συλλογές του: Αρχιπέλαγος (Ίκαρος, 1997) και Πρόσωπα και δοκιμασίες (Ίκαρος, 2016), παρουσίασε, προσφάτως, την τρίτη ποιητική του συλλογή, με τίτλο Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια (Ίκαρος, 2020).
Στη συλλογή αυτή περιέχεται και η ενότητα Εννιά θαλασσινές μεταμορφώσεις, η οποία, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, είχε δημοσιευθεί, σε έκδοση «εκτός εμπορίου», το 2016. Είναι φανερό ότι στην περίπτωση του Μπουρναζάκη, η διαδικασία σύνθεσης και η δημοσίευση ποιημάτων δεν συνδέονται χρονικά. Και από αυτή τη σκοπιά, μάλλον δεν θα μας προκαλούσε έκπληξη, αν μαθαίναμε ότι στο «συρτάρι» του υπάρχουν και άλλα ποιητικά έργα που περιμένουν καρτερικά τη μελλοντική τους εκτύπωση.
Η συλλογή Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια αποτελείται από έξι ενότητες (ή σειρές) ποιημάτων: «Τα κρύσταλλα των ταξιδιών», «Καλειδοσκόπιο», «Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια», «Πορφυρωμένος Ίκαρος», «Εννιά θαλασσινές μεταμορφώσεις», «Συναντήσεις».
Σε μία πρώτη, γενική θεώρηση του βιβλίου αυτού, διαπιστώνομε ότι η νησιώτικη —και ακριβέστερα, η κρητική— καταγωγή του δημιουργού, έχει συμβάλλει ουσιαστικώς στη διαμόρφωση μιας ορισμένης αντίληψης του κόσμου και της ανάλογης μυθολογίας του. Κατά κάποιον τρόπο, φαίνεται να του προσέφερε συγκεκριμένο ποιητικό χώρο και ποικίλες δυνατότητες για την αισθαντικότητά του. Tην επίγνωση ότι είναι μία ανθρώπινη ύπαρξη στην περιοχή της Μεσογείου, την περιοχή που συνυπάρχει προαιώνια με τις μορφές, τα σύμβολα, τις πνοές της αρχαϊκής γης και την ηγεμονία του ήλιου. Στην ποίηση του Μπουρναζάκη διακρίνεται ένας βαθύς, ανυπόκριτος θαυμασμός για τον κόσμο αυτό, για το κύμα πλούσιας ζωής που τον διαπερνά και περιβάλλει τα πάντα με μία δυνατή αίσθηση αφθαρσίας και ελευθερίας. Σε τούτα, πρέπει να προστεθεί η ικανότητα του ποιητή να δίνει με πυκνότητα, μέσα στις πρωτότυπες, αλλεπάλληλες εικόνες του, όλα αυτά τα στοιχεία, δημιουργημένα με τον πλούτο της ζωγραφικής του φαντασίας, με πυκνούς λυρικούς σπινθήρες, με περιεκτικές συνδέσεις των βιωμάτων του, έχοντας τις αισθήσεις του σε διαρκή εγρήγορση. Όλα αυτά, δοσμένα σε μιαν ιδιαιτέρως μεγάλη γλωσσική έκταση και με ξεχωριστή ευστοχία, σημάδι βαθιάς και γόνιμης επαφής με τη «μητρική λαλιά».
Μια θαλερή ακολουθία προχωρεί απ’ την Κνωσό στη Γόρτυνα,
με σταλακτίτη ακόμη το πολύαστρο, περνώντας λόφους καστανούς –
σπαθάτα σώματα ικεσίας, με σείστρα, στάχυα και τρικράνια·
λάμπει στα φύλλα το διάδημα του πρίγκιπα, φράζει τους ίσκιους ρυθμικά·
κι όταν η μέρα πάρει ν’ ανεβαίνει, από τα σκαλοπάτια της Φαιστού
σε μονοπάτια μυτερά που αχνίζουν, οκτώ παγόνια τριγυρνούν,
στο πλάτωμα της έκστασης βεντάλιες τα ζαφείρια τους, κήποι τα βύσσινά τους· τότε
ο χρυσοχόος του γαλήνιου άρχοντα σκύβει σταλάζοντας τον ήλιο, μεθάει μόνος και άτρωτος
κι από την απόγκρεμη αμορφία, την τέρψη φέρνει των απέριττων μορφών:
αιώνιες πέρλες στην ορεία κρύσταλλο, ανάερα την Πότνια θηρών,
την ίδια τη Βριτόμαρτι – φυσάει παντού
κι απ’ του νου τους κλειδωμένους κίονες μεμιάς περνά τ’ άπεφθο φως,
κι είσαι ξανά στο άδυτο, αγρίμι φτερωμένο, πορφυρωμένος Ίκαρος.
(«Πορφυρωμένος Ίκαρος»)
Καθρέφτες φλόγας και ονείρων
στα μάτια των ξεκούραστων σπιτιών,
στο δρόμο που ανεβαίνει σαστισμένος
με τ’ αναμμένα πεύκα, τις συκιές, τους αθανάτους,
και συναντάει σα χρησμούς στον πρώτο λόφο
τα μυστικά των αμπελιών να λάμπουν ξένοιαστα·
κυλάει μυριόφωνο χρυσάφι στη δίψα του μεσημεριού,
με φύλλα σείστρα, με οργιές απείραχτης χαράς·
τα μύρα του φασκόμηλου, της αψιθιάς, του δίκταμου,
χαράζονται ολοκόκκινα στο πρόσωπο του ήλιου,
που ανήμερος αρπάζεται στα βράχια μ’ ένα βλέμμα
τινάζοντας το έρεβος με πανδαιμόνιο πουλιών
απ’ την καρδιά του ως πέρα στις σπιλιάδες του πελάγου.
Δεν είναι τώρα μια στιγμή να μην σκιρτά καλή γιορτή,
δεν είναι τώρα μια φωνή να μη χορταίνει αγκαλιά,
δεν είναι τώρα μια φωτιά που να μην δίνει κι άλλο σώμα.
(«Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια, 9»)
Είναι αξιοπρόσεκτη η τάση της ποίησής μας, που από τα χρόνια της Κρητικής Λογοτεχνίας, του Σολωμού, του Κάλβου, και πλειάδας άλλων ποιητών μας (Παλαμά, Σικελιανού, Παπατσώνη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσου, Γκάτσου, Αλέξ. Μάτσα, Παπαδίτσα), μας δίνει μετουσιωμένο το ελληνικό τοπίο. Φανερώνεται, κάθε φορά αποτυπωμένο σε νέους γλωσσικούς συνδυασμούς, το ιδιαίτερο φως που θερμαίνει κι εμψυχώνει την πορεία των ανθρώπων μέσα στη μακραίωνη ελληνική διαδρομή.
Το τοπίο του Μπουρναζάκη, σε αυτή τη συλλογή —όπως και στο Αρχιπέλαγος—, έχει τους ρυθμούς, την ομορφιά και τα πυρακτωμένα συστατικά της ύλης της Μεσογείου. Όλα ανασαίνουν σε μια πυρετική ατμόσφαιρα, κατευθυνόμενα και συνεπαρμένα από την ακτινοβολία του ηλιακού φωτός ή αντιστοίχως, από τη νυκτερινή μαγγανεία της σελήνης. Όντα και στοιχεία μετέχουν σε μια μαγευτική ατμόσφαιρα, με ακατάβλητη εμπνοή, που οδηγεί τα πάντα, προς κάποιαν αποκαλυπτική έκσταση. Η φύση και ο ποιητής επικοινωνούν βαθιά, ταυτιζόμενοι στα ζωτικά τους «μυστικά»:
Ολόιδια με πυρκαγιά η θάλασσα
γεμάτη από ροδόσταμο και τύχη
με κέντημα χαμόγελου ανάερο
στο πρώτο-πρώτο καλοκαίρι, περιμένει·
φτάνει για κάθε πίκρα ένα πέλαγο
και ξελογιάζει τη φωνή του στον πουνέντε,
ορμάει στην άμμο με λυτά μαργαριτάρια
λαμποκοπά στα βράχια ενός ονείρου·
μεγαλωμένα τα πανιά πάνω στις πράσινες σπιλιάδες
και τα δελφίνια ανηφορίζουν σ’ ατέρμονους παιάνες ήλιων
της θύμησης, του Αυγερινού, παράφορων αγγέλων αίμα —
ήλιων αχόρταγων για ήλιους, ήλιων των ήλιων Υπερίωνες,
με την καρδιά τους ν’ ανατέλλει στο πιο μεγάλο μεσημέρι
παράτολμη κι ολόχρυση, γυμνή μες στην καρδιά μου.
(«Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια, 1»)
Κατάμεστος ανένδοτα τζιτζίκια
και γύρω χρυσογάλανη ερημιά·
τρελά πετροχελίδονα
θερίζουν ασταμάτητα
τις ξένοιαστες φωνές της γης·
για τους ξυπόλητους κορμούς
λαμπάδιασμα ολότρεµο, βαθύ, ξεθεωμένο —
πηγαίνω τώρα πιο κοντά και μένω.
Προσάναμμα µια λέξη που δε λέγεται —
µα όχι ρέμβη, όχι δίψα, σπίθα, ή μετέωρο·
κάτι απροσμέτρητο υπάρχει
όλβιο, ανεξάντλητο κι ατρόμητο
ή κι οργωμένο απ’ τον ήλιο της καρδιάς,
ηχώ ανεξιχνίαστη, σε κάθε λίκνο χαρισμένη,
και φέρνει διάφανο το θάμβος μέσα µου
σε τούτο τον κατάφωτο πευκώνα
που ξέρω πως δεν έχει τέλος.
(«Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια, 2»)
Στις αισθήσεις του ποιητή κυριαρχεί η βεβαιότητα της ομορφιάς. Και οι αισθήσεις αυτές είναι στραμμένες στη μοναδικότητα της ελληνικής φύσης και ζωής, όχι όμως σε μία «φωτογραφική» αποτύπωση του τοπίου, αλλά ως ένα οραματικό σύνολο και ταυτοχρόνως ως μια ενδοσκόπηση, η οποία, ωστόσο, δεν καταλήγει σε «θεωρία», ή σε κάποιου είδους «διδασκαλία» για τον αναγνώστη, αλλά μορφοποιείται σε «αντικειμενικές» εικόνες, κινήσεις και ενέργειες. Κι επειδή ο δημιουργός αποκρούει τις συμβατικές περιγραφές, το ποιητικό του όραμα, είναι αναλόγως γνήσιο της αντιληπτής, της ορατής ζωής, ή ακριβέστερα, την εμπεριέχει και την ανασυνθέτει, σε μια πληρέστερη «αλήθεια».
Τόσο κοντά ο ουρανός κι η θάλασσα –
φρεσκολυμένες φλόγες πάνω τους ζεσταίνονται,
τα έρημα μπαλκόνια αναβοσβήνουν και χορεύουν
λικνιστικά μεγαλωμένα στα βαθυπράσινα νερά.
Από τα σκαλοπάτια του όρμου η ζωή πιο άγνωστη:
διστάζει, λαμπυρίζει, χάνει το πέταγμά της μια στιγμή –
λύπες χαρές ζευγαρωμένες μοιράζονται στα βλέμματά μας
μεμιάς βουβαίνουν και τον ψίθυρο της νύχτας,
κι είναι σαν κάποιο μυστικό πεισματωμένο
να εμποδίζει και το στεναγμό του ανέμου –
όταν
ένα τρεχαντηράκι
άξαφνα έσκισε το πέλαγο
κι άνοιξε όλο απ’ άκρη σ’ άκρη
το αγέρωχο βελούδο του ορίζοντα:
Μόλις σταματημένη κι ακόμη σιγοτρέμει η Άμαξα του Ηνίοχου·
αυτό είναι τ’ ακρωτήρι του Περσέα – για τ’ ανοιχτά του νότου πλέει·
η Αργώ βουλιάζει στη μαιανδρική της Ιωλκό
σπιθίζοντας, κι από ψηλά τ’ Ακοίμητα Λαγωνικά
γυρνάν με πυρωμένα μάτια στον Τοξότη· δες
το χρυσό στεφάνι που κυλά η Ανδρομέδα
λαχανιασμένη, κι έρχεται ως την αυλή του Ωρίωνα·
κι ο Σείριος που θαρρετά διαβαίνει όλες τις πάνω ερημιές
του ακύμαντου Ηριδανού, και σαν υπνωτισμένος σε λιγάκι
θα ’ναι στου Κύκνου το ακρολίμνι…
Ά σιωπή σιωπή με τ’ ανεξάντλητα περάσματα,
ταξίδι της καρδιάς στ’ αγάλματα του απέραντου,
θάλπος που φτάνει στην κρυφή, μοιραία γη σαν εορτή,
νύχτα δική μας πορφυρή και με του χρόνου τα κλειδιά δοσμένα.
(«Με την ανάσα των άστρων, 1»)
Ο ποιητής συνθέτει με αναρίθμητες εικόνες το έργο του. Εικόνες ιδωμένες για πρώτη φορά, φωτισμένες από απροσδόκητες οπτικές γωνίες, γεμάτες από την αδιάκοπη χαρά της ζωής και από μία, θα λέγαμε, «αρμονική ελευθερία». Οι εικόνες αυτές, άλλοτε αναπτύσσονται με γαλήνιο λυρισμό κι άλλοτε σαν ένα ορμητικό κύμα μιας έξαρσης σχεδόν πανθεϊστικής, δίνοντας έτσι στο ποίημα το «θριαμβικό» ελληνικό φως στη συνάντησή του με τους ευφρόσυνους ψυχικούς παλμούς του δημιουργού.
Ο νους μας ήταν ήλιος με τ’ άλογα αφημένα,
λάβα των άστρων τα κορμιά μας
χρυσώναν τώρα το σκοτάδι, κλείναν στα σύννεφα το φόβο·
–ω ταξιδιώτες, ώ αθώοι– ξυπνάει τ’ αγνάντεμα τα όρη,
κι οι πλώρες του καλοκαιριού λυμένες και τα χορευτικά νησιά του
γίνονται τ’ ουρανού τα μάγια, τα φτερωμένα του μπαλκόνια·
εκεί μας φέρνει ο αγέρας όσο κρατάει τ’ ανάστημά του,
εκεί ανάβει η ομορφιά εκεί σκορπά τα χρώματά της –
γαλάζια μουσική η μέρα στο κεφαλόσκαλο ανεβαίνει.
Ο νους μας ήταν ήλιος στων λουλουδιών το αίμα
κι η θάλασσα παντού καιγόταν απ’ τα πρωτάκουστα φιλιά,
κι η μέντα της λαλιάς κρατούσε όλο τ’ αηδόνισμα του χρόνου·
πάνω στο μαύρο μεσημέρι πουλιά και σπάρτα κυματίζουν
κι ούτε δροσιάς μικρή καμπάνα ή παραθύρι ν’ ανασαίνει,
να μοιραστούν καρδιές και φλόγες και τα σκιρτήματα των δρόμων.
Τώρα ποια λάμψη να πραΰνει – κι εμείς απ’ τ’ άσπρο ακρογιάλι
μόνοι ανεβήκαμε τα βράχια, πάνω απ’ τον ίλιγγο των όρμων,
ώ πώς μας πήρε άξαφνα πέρα τ’ απέραντο νερό
κι αμίλητοι περάσαμε το γελαστό του σώμα
ολόισια προς τους θεούς της βαθυπράσινης φωτιάς.
(«Ταξίδι, 2»)
Ερημοκλήσι απόγκρεμο
στο σάλαγο των μεθυσμένων θυμαριών
στην ευφροσύνη μυριάδων ανεμώνων,
πάνω απ’ την αναγάλλια, το συντάραχο
ίσκιων φτερών αφρολουσμένων·
μες στο μελτέμι άστρο ανυπάκουο
κι αδόνητο στην όποια τύρβη
που γοερά μανιάζει πάντα κάθε ανθρώπινο μυαλό.
Όσοι ποθήσαν το φωσφορισμό μιας χάρης,
τ’ ορμήνεμα μιας προσμονής,
βοσκοί το περισσότερο ή ναυτικοί,
ή κι οδοιπόροι σε βαριά μπουμπουνητά,
σε ήλιους Ιουλίου ή Αυγούστου,
δεχτήκαν στην ατέρμονη σιγή σου
κάποιο προμήνυμα μικρό, πονετικό,
κάποιο λεπτής χαράς παράξενο ακόνισμα.
Περνώντας με φουρτούνα το μπουγάζι
στον πρώτο κάβο που σιμώσαμε σε είδα
κατάφωτο στους βράχους τριαντάφυλλο
γαλήνια μεριδιάνα της ελπίδας.
(«Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια, 5»)
Εκτός των χρονολογιών στο κάθε ποίημα —που δεν ξέρομε, αλήθεια, αν είχαν σημασία να καταγραφούν, ίσως μόνο για τον ίδιο τον δημιουργό, εν είδει ημερολογίου—, οι πολλές διαφορετικές ποιητικές μορφές, δείχνουν ότι όλα αυτά τα κείμενα ανήκουν σε μιαν εποχή ποικίλων φορμαλιστικών και εκφραστικών αναζητήσεων, δηλαδή σε πεδία που αντιπροσωπεύουν κάποιο δημιουργικό ζητούμενο. Οπωσδήποτε, όμως, η αρτιότητα ενός εκάστου, δικαιώνει τις επιλογές του ποιητή. Και επιτρέπει και σε εμάς να γνωρίσομε καλύτερα την αυθεντική «φωνή», την «περιοχή», και το ιδιαίτερο «αποτύπωμά» του. Στο επόμενο ερωτικό ποίημα, αντικρίζομε τη λεπταίσθητη και αρμονική προσωποποίηση του αιώνιου μυστηρίου της γυναίκας:
Όχι δεν σ’ είδα σ’ όνειρο!
Μα τι παράξενο να είσαι αληθινή –
όταν κι η λεύκα με το πέρασμά σου
για μια στιγμή μένει μετέωρη,
έπειτα ξάφνου προχωρεί
σ’ ένα κατάφωτο μυστήριο
κι έχουν γεμίσει τα μαλλιά της
με μυριάδες κόκκινα χορευτικά πουλιά.
Μα τι παράξενο να είσαι αληθινή –
όταν κοιτάς μες απ’ τους ήλιους
των απέραντων προσώπων σου
κι η θαρρετή τους έννοια σιωπηλά
κάνει την πόλη ανέγγιχτη κι αθώα,
στους δρόμους όλοι μαγεμένοι ακολουθούν
μια λάμψη ριψοκίνδυνης βασίλισσας.
Μα τι παράξενο να είσαι αληθινή –
όταν ο χρόνος από σένα παίρνει ανάσα,
γίνεται ρίγος και ηχώ, στροβιλιστή καρδιά του ανέμου,
κι ανατινάζει τα ρολόγια των ανθρώπων,
γυρνά τις έλικες του γέλιου, των δακρύων,
πιο πάνω ακόμη απ’ τους αητούς της νοσταλγίας,
σιμά ή πιο πέρα κι απ’ του φεγγαριού τη χίμαιρα.
Μα τι παράξενο να είσαι αληθινή –
όταν τα χέρια σου ξυπνάν κι ανοίγουν τον Παράδεισο,
κόβουν γαλάζια, αλησμόνητα λουλούδια
και διαπερνάνε τους καπνούς της μοναξιάς,
έρχονται, ζωγραφίζουν μέσα μου μια χρυσαφένια πλώρη
που αδιάκοπα ξανοίγεται προς την ωραία μουσική,
την αστρική πατρίδα των σμαράγδινων ματιών σου!
Μα τι παράξενο να είσαι αληθινή!
(«Μα τι παράξενο να είσαι αληθινή»)
Τα ποιήματα της συλλογής Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια, στις ποικίλες θεματικές περιοχές τους, «συνομιλούν» μεταξύ τους σαν ένα σύνολο, ως εκφράσεις και εικόνες ομόκεντρων ψυχικών καταστάσεων. Αποτελούν πορείες, προεκτάσεις, αντηχήσεις και εκμυστηρεύσεις μίας ποιητικής μυθολογίας, που χάρη στην ποιότητα του λόγου του δημιουργού τους, στο οξύ ποιητικό του βλέμμα, στη δύναμη μετουσίωσης των εσωτερικών του τοπίων αλλά και της πρωτοφανέρωτης σε εκείνον φύσης, γίνεται συλλογική, καθώς αποτυπώνει έναν ελληνικό κόσμο, ξεχωριστής λυρικής έντασης και ομορφιάς.
ΣΠΥΡΟΣ Ν. ΠΑΠΠΑΣ
___________________