~ . ~
Η λογοτεχνία και το δικαίωμα στη μνήμη
του ΝΙΚΟΥ ΣΓΟΥΡΟΜΑΛΛΗ
Πόσο πολλά πράγματα περνάνε διαρκώς στη λήθη, με κάθε ζωή που σβήνει, πώς ο κόσμος αδειάζει από μόνος του, καθώς κανένας δεν ακούει, δεν ζωγραφίζει και δεν διηγείται τις ιστορίες που μένουν πάνω σε αμέτρητους τόπους και αντικείμενα, που από μόνα τους δεν έχουν τη δυνατότητα της μνήμης.1 Μέσα σε τέσσερις μόλις γραμμές, ο Ζακ Άουστερλιτς, βασικός ήρωας στο ομώνυμο μυθιστόρημα του σημαντικού Γερμανού συγγραφέα Β. Γκ. Ζέμπαλντ (1944-2001), αναπτύσσει έναν πολύ γόνιμο στοχασμό για τη σχέση του ανθρώπου με τα πράγματα. Σχέση που διανοίγεται στον χρόνο, άρα έγχρονη, φθαρτή, εκτεθειμένη στην καταστροφή. Με δύο λόγια: σχέση θνητή. Κάθε ζωή που σβήνει παρασύρει στο διάβα της και τα πράγματα με τα οποία σχετίστηκε. Η λησμονιά μοιάζει αναπόφευκτη – και είναι αναπόφευκτη, μέχρις ότου βρεθεί κάποιος να τα αναστήσει. Ανασταίνονται τα πράγματα; Ανασταίνονται. Αυτό υπονοεί ο Άουστερλιτς. Διαβάζουμε ξανά: «ο κόσμος αδειάζει […] καθώς κανένας δεν ακούει, δεν ζωγραφίζει και δεν διηγείται τις ιστορίες που μένουν πάνω σε αμέτρητους τόπους και αντικείμενα, που από μόνα τους δεν έχουν τη δυνατότητα της μνήμης».
Νοούμενη στο κλίμα μιας εποχής όπου τόποι, ονόματα και πράγματα φεύγουν, πάνε και έρχονται με ρυθμούς ταχύτατους, η σκέψη του Άουστερλιτς κρύβει κάτι το επαναστατικό. Στην αγοραία, μηχανική αναπαράσταση των πραγμάτων, ο Άουστερλιτς επιβάλλει μια χρονικότητα ολότελα διαφορετική: ο Άουστερλιτς δεν βιάζεται, βραδυπορεί· παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, τον στοχάζεται, βυθίζει το βλέμμα στις απύθμενες δυνατότητες που τα πράγματα προσφέρουν. Σε πείσμα της εμπορικής αξιοποίησης των δυνατοτήτων τους, στη λογική της οποίας τα πράγματα πρέπει σε κάτι να χρησιμεύουν, ο ήρωας του Ζέμπαλντ, κοιτάζει τα πράγματα και ανασύρει ιστορίες· ιστορίες που πρακτικά μπορεί να ’ναι άχρηστες, ωστόσο μας φέρνουν σε επαφή με κάτι ανεπίστρεπτα χαμένο. Αυτή τη, φαινομενικά, ανεπίστρεπτη, αμετάκλητη ζωτικότητα είναι που ο Άουστερλις γυρεύει να ανατρέψει – ο Άουστερλιτς και μαζί του ο Ζέμπαλντ.
Ενάντια στη φθοροποιό ισχύ του χρόνου, η αποστολή του συγγραφέα φέρνει στο νου όλο και περισσότερο εκείνη του αλχημιστή· γιατί τι άλλο θυμίζει ο συγγραφέας αν όχι τον αλχημιστή του Μεσαίωνα που ονειρεύεται να μετατρέψει τον άνθρακα σε θησαυρό, που ψάχνει το ελιξίριο της ζωής; Από τέτοιο σκαρί είναι καμωμένος ο συγγραφέας και ακριβώς αυτός είναι ο στόχος του: να μετατρέψει τον άνθρακα σε θησαυρό, να βρει το ελιξίριο της ζωής ‒ να δώσει αθανασία σε πράγματα και ιστορίες. Η λησμονιά μοιάζει, λοιπόν, αναπόφευκτη ‒ και είναι αναπόφευκτη μέχρι να αναλάβει ο αφηγητής. Ο storyteller, μορφή αρχετυπική που οι ρίζες της κρατούν καλά μέσα στον χρόνο, αναλαμβάνει ένα βαρύτιμο καθήκον: να δώσει μνήμη. Τόποι, πρόσωπα και αντικείμενα που από μόνα τους στερούνται τη δυνατότητα της μνήμης διεκδικούν τη θέση τους στην Ιστορία, αναζητούν τη θέση τους σε αυτόν τον κόσμο – γυρεύουν, πιο απλά, τον αφηγητή τους. Κάπου εδώ εγείρονται όμως ενστάσεις: αλήθεια, τι δουλειά έχει ο storyteller με τη διαφύλαξη της μνήμης; Η πρόσβαση στο παρελθόν δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του ιστορικού; Έχει η τέχνη αληθειακές αξιώσεις; Μπορεί να έχει; Και αν ναι, με ποιον τρόπο; Στο ζεύγμα «Ιστορία-Λογοτεχνία» διαβάζουμε τη σύγκρουση μεταξύ αλήθειας και ψέματος. Όπου Ιστορία αλήθεια, όπου Λογοτεχνία ψέμα.
Τα ερωτήματα αυτά δεν προέκυψαν σήμερα, το παρελθόν αντηχεί επίμονα. Ένα καλό παράδειγμα έρχεται από την αρχαιότητα. Στο δίλημμα «Ηρόδοτος ή Θουκυδίδης»2 συμπυκνώνεται το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης αιώνων: από τη μια μεριά, ο παραμυθάς Ηρόδοτος, ο «πατέρας της ιστορίας» —διάκριση τιμητική που διατηρείται μέχρι και σήμερα, οι αντοχές της όμως διαρκώς δοκιμάζονται—, ο οποίος ιστορεί τις συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και Περσών πιστεύοντας, επηρεασμένος από τον Αισχύλο, ότι οι Θεοί ορίζουν τις τύχες των ανθρώπων. Μύθος και πραγματικότητα αναμειγνύονται, οι Θεοί παρεμβαίνουν στα ανθρώπινα, πλοκή που ώρες-ώρες θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα, όνειρα, χρησμοί και θαύματα συνεπικουρούμενα από ρητορικά σχήματα παρεμβάλλονται στην κυρίως αφήγηση ― ο Ηρόδοτος πόρρω απέχει από να τον πάρουμε στα σοβαρά. Η λογοτεχνικότητά του μοιάζει ασήκωτη. Και ας είχε στόχο με το έργο του, όπως ο ίδιος έγραφε, «να μην ξεθωριάσει με τα χρόνια ό,τι έγινε από τους ανθρώπους, μήτε να σβήσουν άδοξα έργα μεγάλα και θαυμαστά, πραγματοποιημένα άλλα από τους Έλληνες και άλλα από τους βαρβάρους». Η πρόθεση καθίσταται ρητή: διαφύλαξη της μνήμης, διάσωση του παρελθόντος. Στην αντίπερα όχθη βρίσκουμε τον Θουκυδίδη. Ο ιστορικός που φέρνει τον Διαφωτισμό πριν τον Διαφωτισμό, τη νεωτερικότητα πριν τη νεωτερικότητα: στην Ιστορία του Θουκυδίδη δεν υπάρχει χώρος για Θεούς· μεθοδικότητα, συστηματική έρευνα, πιστότητα, ταξινόμηση, ακρίβεια, προσεκτική αξιολόγηση των πηγών, αμερόληπτη κρίση για τις ιστορικές εξελίξεις. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που υπερβαίνει τις αρετές αυτές ή, σωστότερα, που τις κάνει να υπάρχουν ως τέτοιες: πίσω από την πιστή καταγραφή των γεγονότων βρίσκεται ο συγγραφέας Θουκυδίδης, ο αφηγητής Θουκυδίδης, ο μόνος ικανός να συνθέτει γεγονότα (και όχι απλώς να τα καταγράφει), να φτιάχνει χαρακτήρες, να αυξομειώνει —άλλοτε επιβραδύνοντας και άλλοτε κορυφώνοντας— τη δραματική ένταση, να μπολιάζει με ρητορικά σχήματα τις δημηγορίες του, να χρησιμοποιεί μεταφορές και παρομοιώσεις για να εικονοποιήσει τον λόγο του. Η αξιοθαύμαστη μαεστρία με την οποία στήνει τον χαρακτήρα του Περικλή σε τίποτα δεν έχει να κάνει με αμερόληπτη κρίση· η κομβική θέση στην οποία τοποθετεί τον περίφημο Διάλογο των Μηλίων, για να λειτουργήσει ως προοικονομία στην πανωλεθρία των Αθηναίων στη Σικελία, υποδηλώνει υψηλής τάξης συνθετική ικανότητα. Είναι άδικο να μιλάμε για τον ιστορικό Θουκυδίδη ξεχνώντας τον λογοτέχνη Θουκυδίδη. Το ένα δεν πάει χωρίς το άλλο. Επαναφέρουμε επομένως το ερώτημα: έχει η λογοτεχνία μερίδιο στην ιστορική μνήμη; Αντιγράφω από τον Πωλ Ρικέρ:
(περισσότερα…)