*
Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ
«Περὶ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»
Αποδόσεις του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (1/4)
Φύση λεπταίσθητη και μοναχική, ο Γρηγόριος γεννιέται και πεθαίνει στην Αριανζό της Καππαδοκίας (329/330 – π. 390). Στενός φίλος του Βασιλείου, έχοντας συνδεθεί μαζί του κατά τη διάρκεια των σπουδών τους στην Καισάρεια και κατόπιν στην Αθήνα, αποσύρεται μαζί του στην ερημία κι ασκητεύει στα ερημητήρια του Πόντου, μετά –και παρά– τις λαμπρές σπουδές του στα μεγάλα κέντρα της ελληνικής σοφίας (Καισάρεια Παλαιστίνης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα). Απροθύμως προσέρχεται στην ιερωσύνη ύστερα από την επίμονη ώθηση του πατέρα του και γίνεται επίσκοπος Ναζιανζού, εξού και ο τοπωνυμικός προσδιορισμός που έκτοτε τον συνοδεύει. Ανέρχεται εν συνεχεία στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Βασιλεύουσας πόλης, υπερασπιζόμενος την ορθοδοξία της Συνόδου της Νίκαιας έναντι του αρειανισμού που κυριαρχεί στην Κωνσταντινούπολη· από όπου με αποφασιστική προθυμία κι αυτόβουλη διάθεση θα παραιτηθεί, όταν φουντώνουν έριδες, αντιπαλότητες και φρατριασμοί, καθώς «ἐστερεῖτο τῆς ἀδαμάστου καρτερίας καὶ τῆς ἀκορέστου φιλαρχίας, ἥτις εἶναι ἀπαραίτητος εἰς τὸν περὶ τὰ πολιτικὰ πράγματα ἀσχολούμενον ἄνδρα» (Κ. Παπαρρηγόπουλος). Επέστρεψε για να ζήσει τον επίλοιπο βίο του στην άσημη γενέτειρά του, μέσα στην ησυχία της προσευχής και της ποιητικής συγγραφής, έχοντας βασανιστεί επί χρόνια από βαριά ασθένεια.
Βαθύνους και υψιπέτης θεολόγος, (προσωνύμιο μετ’ οριστικού άρθρου –ο θεολόγος– παγίως συνοδευτικό του ονόματός του, απονεμημένο από την Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο), διακήρυξε και υπεράσπισε την ορθόδοξη πίστη της Νίκαιας έναντι του αρειανισμού, με τα βαρυσήμαντα θεολογικά και δογματικά γραπτά του –ιδίως με την Πνευματολογία του– τα οποία καθοριστικά επέδρασαν και διαμόρφωσαν τις δογματικές αποφάσεις της Β΄ Οικουμενικής Συνόδου. Πολυγράφος συγγραφέας, με έντονη και βαθιά αποτυπωμένη την κλασική του παιδεία στα έργα του, αγωνίστηκε ώστε η κλασική παιδεία να γίνει κτήμα των χριστιανών και κατέλιπε πλήθος Λόγων δογματικών, Ομιλιών αγιολογικών, πανηγυρικών, ηθικών κι επιταφίων μα και πολλές Επιστολές. Ιδιαίτερη θέση στο όλο συγγραφικό του έργο κατέχει όμως η ποίησή του, η οποία περιλαμβάνει τα Επιγράμματά του, που αποτελούν το Η΄ βιβλίο της Ελληνικής (ή Παλατινής) Ανθολογίας, κυρίως όμως και πρωτίστως τα Έπη του (18000 περίπου στίχοι), κατανεμημένα σε Έπη θεολογικά και Έπη ιστορικά. Ο Γρηγόριος στα ποιήματά του «χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά […] τα αρχαία πρότυπα, δηλαδή το εξάμετρο, το ελεγειακό δίστιχο, το ιαμβικό τρίμετρο και (σπανίως) τα ανακρεόντεια. Κατά βάση τηρεί τους κανόνες της προσωδίας, με μερικές σποραδικές εξαιρέσεις, οι οποίες ήδη αντικατοπτρίζουν ελαφρώς τη γλωσσική εξέλιξη της εποχής. Είναι φυσιολογικό που μαζί με το μετρικό σχήμα έχει υιοθετήσει, ως ένα βαθμό, και το λεξιλόγιο των προτύπων: για τους εξαμέτρους το λεξιλόγιο του Ομήρου και για τα ιαμβικά τρίμετρα το λεξιλόγιο των τραγικών, κατά κύριο λόγο του Ευριπίδη» (Wofram Hörandner).
Ποιητής με βαθύτατα λυρικό και προσωπικό ύφος ο Γρηγόριος αποδέχεται το κάλεσμα της ποίησης (την ποιητική μανία των Ελλήνων) ως προφητική αποστολή, όπως αποτυπώνεται στην Παλαιά Διαθήκη κι ιδίως στον Δαβίδ. Παρά τον διδακτικό τόνο πολλών ποιημάτων του (κι ιδίως των θεολογικών), ο διάχυτος λυρισμός του διαφέρει από των αρχαίων αλλά και συγκινεί τους νεώτερους αναγνώστες ως τις ημέρες μας, καθώς εκφράζεται με μία θλίψη και μυστηριώδη μελαγχολία προσωπική (υποκειμενική), παντελώς σχεδόν άγνωστη στους αρχαίους (Παπαρρηγόπουλος), κυριαρχεί η αυτοπαρατήρηση (H.-G. Beck), η εκμυστήρευση και η εξομολόγηση. Διόλου τυχαία εξάλλου, στο πρόσωπο του Γρηγορίου έχουν αναγνωρίσει οι μελετητές την ενσάρκωση της στροφής της πρώιμης βυζαντινής λογοτεχνίας προς την αυτοβιογραφία.
Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, ο εξάδελφος του Παπαδιαμάντη, καταπιάστηκε ενωρίς να μεταφράσει εμμέτρως τμήματα από το ποιητικό έργο του Γρηγορίου, σε δύο τεύχη: το 1914 δύο μακρά ποιήματα περί Παρθενίας, και (πιθανότατα) το 1925 μία μεγαλύτερη εκλογή από τα Έπη. Τις αποδόσεις αυτές ξεκινούμε σήμερα, ανήμερα της μνήμης του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού (του θεολόγου και ποιητή), να σταχυολογούμε στην ανθολογία μας.