Ματτέο Νούτσι, Τα δάκρυα των ηρώων

*

Μετάφραση-Επιλόγισμα: Μαρία Φραγκούλη

~.~

Η   χ α μ έ ν η   ε π ο χ ή

Μόλις τον είδαν να φθάνει, το μουρμουρητό εξασθένησε και μια αφύσικη σιωπή έπεσε στον Κεραμεικό. Ορισμένοι είχαν την ίδια εντύπωση όπως πριν από έναν χρόνο, κατά την περίφημη έκλειψη ηλίου. Σαν η ζωή των ανθρώπων να έσβησε ξαφνικά. Μα στην Ιερά Πύλη και στο Δίπυλον, ο ουρανός ήταν διαυγής· ο Ηριδανός συνέχιζε να κυλά αργά στα δρομάκια της γειτονιάς των αγγειοπλαστών· και ο τσουχτερός άνεμος του Υμηττού περνούσε ανάμεσα από τα σπίτια, συνοδεύοντας το βορεινό αεράκι. Όλα ήταν όπως κάθε μέρα για τους Αθηναίους, εκείνο το πρωινό στο τέλος του χειμώνα. Εκτός από την τρομακτική σιωπή που είχε προσβάλει το πλήθος των παρευρισκομένων. Νέοι, ηλικιωμένοι, γυναίκες, παιδιά, μέχρι και μερικοί ξένοι – που ήταν φίλοι ή συγγενείς, υποστηρικτές ή εχθροί. Όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στον άνδρα που προχωρούσε με μικρά βήματα κρατώντας ένα στεφάνι. Ο ισχυρότερος άνδρας της Αθήνας εδώ και τριάντα χρόνια. Ο άριστος της μεγάλης Ελλάδας που θα γινόταν μεγαλύτερη αν μονάχα ο πόλεμος εναντίον της Σπάρτης είχε τελειώσει γρήγορα και νικηφόρα. Το παρουσιαστικό του ήταν όπως πάντα. Πρόσωπο σμιλεμένο με συμμετρικές γραμμές, σαν έτοιμο μοντέλο για τα αναρίθμητα αγάλματα που θα τον αναπαριστούσαν σε αθάνατη στάση. Φαινόταν εκείνος που όλοι είχαν γνωρίσει. Άλλωστε, στις πιο δύσκολες περιστάσεις ήξερε να δίνει τον καλύτερο εαυτό του.

Έτσι θα εξελίσσονταν τα πράγματα ακόμη και τώρα που είχε φθάσει γι’ αυτόν η οριστική δοκιμασία; Ο λοιμός που έπληττε την Αθήνα εδώ και μήνες, για τον οποίο ο ηγέτης απήγγειλε έναν από τους πιο εξαιρετικούς λόγους του, τώρα δεν ήταν πια μια λέξη με την οποία κατακτούσε τα πλήθη ούτε μια πολιτική εμμονή· απλώς μοίραζε τον θάνατο. Ήρθαν λοιπόν όλοι εκεί, στον Κεραμεικό, γι’ αυτόν. Για τον Περικλή. Ο ηθικός οδηγός που ποτέ δεν υπέκυψε σε προκαταλήψεις και ανώφελους φόβους. Ο στρατηγός ο ικανός να καθησυχάζει τον λαό του όταν έχανε τον έλεγχο μέσα σε παράλογο φόβο. Ο ρήτορας που μπορούσε να τρομοκρατεί τους πολίτες όταν ήταν έρμαια ανάρμοστης τόλμης. Βρίσκονταν εκεί για να τον παρατηρήσουν, να τον διερευνήσουν στη δυσκολότερη στιγμή. Τον κοίταξαν σχεδόν δίχως να ανασάνουν, ενώ προχωρούσε προς τον τελευταίο από τους πεσόντες του. Κανείς δεν είπε λέξη, αργότερα όμως κυκλοφόρησαν ιστορίες. Σε κάποιον φάνηκε ότι έτρεμε. Κάποιος σκέφτηκε ότι δεν ήθελε πια να προχωρήσει κι ήταν έτοιμος να οπισθοδρομήσει. Εντούτοις, το στεφάνι που κρατούσε σφιχτά δεν πρόδιδε καμιά ταλάντευση των χεριών, τα σύντομα βήματα του πενθούντος άνδρα έμοιαζαν όντως με βήματα στρατιώτη. Διέσχισε τα τελευταία λίγα μέτρα με βραδύτητα. Μεγάλη βραδύτητα, σύμφωνα με κακόβουλα σχόλια. Μετά έφθασε μπροστά στο σώμα. Σταμάτησε. Ο λοιμός τού πήρε την αδερφή, τον πρωτότοκο γιο Ξάνθιππο, τους καλύτερους φίλους και πολλούς συγγενείς, εκείνος όμως ποτέ δεν υπέκυψε. Η ξακουστή σταθερότητα, η δύναμη της ψυχής που ήταν το καύχημά του, η ικανότητα να αντέχει χωρίς να φανερώνει τα συναισθήματά του. Η Αθήνα πάντα θαύμαζε αυτό το είδος ήρωα που την οδηγούσε στη δημοκρατική της πορεία. Τώρα, για τον Περικλή είχε φθάσει η κρίσιμη δοκιμασία.

Έσκυψε πάνω από το πρόσωπο του Πάραλου. Το νεανικό πρόσωπο του τελευταίου νόμιμου γιου, το πιο αγαπημένου. Το κοίταξε έντονα σαν υπνωτισμένος. Ήταν λευκό, τα χείλη βιολετιά, τα μάτια σφαλιστά, το μέτωπο διασχιζόταν από αφύσικες γραμμές που σχεδιάζονταν ανάμεσα στις κραυγές του σωματικού πόνου του θανάτου. Κούνησε το χέρι με ελαφρύ δισταγμό. Ίσως για μια στιγμή επιθύμησε να απλώσει τα δάχτυλα προς εκείνες τις γραμμές, μα σταμάτησε. Κράτησε το χέρι στον αέρα, συνήλθε, ένιωσε ένα ρίγος. Άφησε κάτω το στεφάνι. Έσφιξε τις γροθιές στους κροτάφους, έκλεισε τα μάτια. Έκανε να σηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Ακούμπησε τα χέρια στα γόνατα και προσποιήθηκε. Προσπάθησε να μην κοιτάξει τίποτα, κράτησε κλειστά τα μάτια. Ανάσανε δυνατά. Ξανάνοιξε τα μάτια. Μια κίνηση ακόμη. Σαν να έψαχνε στήριγμα. Έπειτα ακούστηκε ένας συριγμός, ένας συριγμός που ανέβαινε από άγνωστα βάθη. Ο συριγμός μεταμορφώθηκε σε ένα είδος μουγκρητού, ενώ το σώμα του Περικλή –που ξαφνικά σαν να διαλύθηκε σε ένα άμορφο σακί απροσδιόριστου βάρους– έπεφτε πάνω στο σώμα του Πάραλου. Ένα διαπεραστικό ουρλιαχτό διατάραξε την ησυχία του Κεραμεικού. Οι λυγμοί ανέβηκαν στον ουρανό σαν κραυγές πουλιών. Ήταν λυγμοί που όλη η Αθήνα μπορούσε να ακούσει. Διότι ο Περικλής για πρώτη φορά έκλαψε. Έκλαψε με όλη τη δύναμη που είχε μέσα του, όλα τα δάκρυα που είχε συγκρατήσει σε τόσα χρόνια πολιτικών και προσωπικών αγώνων, με νίκες, ήττες, απογοητεύσεις, πικρούς θριάμβους. Έκλαψε για πολύ. Και όταν σταμάτησε να κλαίει, γύρω του είχαν απομείνει μόνο οι πιο πιστοί. Οι υπόλοιποι ήδη τριγύριζαν να το διαδώσουν, πολλοί τον χλεύαζαν. Οι φήμες εξαπλώθηκαν. Ο σπουδαίος άνδρας κατέρρευσε, έλεγαν μερικοί, προσποιούμενοι κατανόηση. Ο ηγέτης της δημοκρατίας κατέρρευσε για πάντα, μουρμούριζαν άλλοι, κρύβοντας ένα χαμόγελο ικανοποίησης. Όλοι επαναλάμβαναν ότι δεν άντεξε τον πόνο. Διότι η σταθερότητά του, τελικά, έδειξε μια βαθύτερη φύση, μια κρυφή και καταστροφική αδυναμία. Η ηθική κυριαρχία του Περικλή, για χρόνια αδιαμφισβήτητη και φαινομενικά αδιαφιλονίκητη, είχε τελειώσει.

Τι συνέβη εκείνη τη μέρα του 429 π.Χ. πολλοί προσπάθησαν να διηγηθούν. Σύμφωνα με τις κακές γλώσσες, ο Περικλής σώθηκε από τον ίδιο του τον θάνατο που συνέβη λίγους μήνες αργότερα, όταν –όπως πολλοί Αθηναίοι και γνωστοί του– κι αυτός χτυπήθηκε από μια βραδύτατη, επιθετική μορφή της επιδημίας. Ο θάνατος έσωσε τη φήμη του; Ίσως. Άραγε, όμως, γιατί τόση απαξίωση για εκείνα τα δάκρυα; Κάποιος αναρωτήθηκε. Δεν θυμούνταν οι Αθηναίοι τον Αχιλλέα; Μήπως δεν γνώριζαν από μνήμης τη σκηνή όταν ο μεγαλύτερος των ηρώων μάθαινε πως ο Πάτροκλος σκοτώθηκε από τον Έκτορα; Ήταν ξακουστοί στίχοι.

[…] κι ο πόνος μαύρο σύννεφο
τον Αχιλλέα κάλυψε· χούφτωσε στάχτη με τα δυο του χέρια
και στο κεφάλι του τη ρίχνει, τ’ όμορφο πρόσωπο ασχημίζοντας·
βρόμικη τέφρα κάθισε στον άψογο χιτώνα, κι αυτός
μακρύς φαρδύς στη σκόνη τεντωμένος, τραβούσε
με τα χέρια του, μαδούσε τα ωραία μαλλιά του. [1]

Δεν γνώριζαν λοιπόν όλοι οι Έλληνες τα δάκρυα του Αχιλλέα που «άγρια βογκούσε / η περήφανη καρδιά του»[2], δάκρυα που σκορπίστηκαν για μέρες μέχρι σχεδόν να χάσει την τεράστια ηρωική του δύναμη; Τότε, γιατί τόση τιμή για τον Αχιλλέα και τόση απαξίωση για τον Περικλή; Τι συνέβη στην Αθήνα του 5ου αιώνα ώστε να λησμονήσει τόσο βίαια ένα μεγαλειώδες παρελθόν; Την απάντηση θα έδινε ένας άνδρας ο οποίος, τη μέρα που ο Περικλής έκλαιγε πάνω στο σώμα του γιου του, δεν είχε ακόμη γεννηθεί. Έπρεπε να περάσουν δύο χρόνια ώσπου στα δωμάτια των αριστοκρατικών της Αθήνας να εξαπλωνόταν η φήμη ότι ήρθε στον κόσμο ένα παιδί στην οικία του Αρίστωνα, ένας μικρός που ονομάστηκε Αριστοκλής και στην εφηβεία θα επονομαζόταν Πλάτων.

MATTEO NUCCI

~.~

Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο Le lacrime degli eroi (Einaudi, Torino 2013) που μας μεταφέρει στην καρδιά των ομηρικών επών. Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια, οι θρυλικοί ήρωες που πολέμησαν στις σκληρότερες μάχες δεν φοβούνται να εμφανιστούν με δάκρυα. Από απόγνωση, πόνο, οργή, έρωτα, νοσταλγία, κλαίνε χωρίς ποτέ να νιώσουν ντροπή. Κλαίνε με λυγμούς, φωνάζουν, τρέμουν, κλαίνε για να χορτάσουν από κλάμα. Επειδή σε αυτά τα δάκρυα –όπως αφηγείται ο Ματέο Νούτσι στο εν λόγω βιβλίο, που είναι ταξίδι, μελέτη και μυθιστόρημα– έγκειται η ρίζα ενός αδάμαστου πάθους. Μόνο οι άνθρωποι που έχουν τη δύναμη να μην κρύβουν τις αδυναμίες τους μπορούν να νικήσουν τον πιο μισητό εχθρό: τον φόβο της θνητότητας. Ο Matteo Nucci (Ρώμη, 1970) έχει μελετήσει την αρχαία σκέψη κι έχει εκδώσει δοκίμια για τον Εμπεδοκλή, τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα. Επίσης, κυκλοφορεί σε μετάφρασή του μια κριτική έκδοση του πλατωνικού Συμποσίου (Einaudi, 2009). Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Sono comuni le cose degli amici (φιναλίστ για το βραβείο Strega 2010), Il toro non sbaglia mai (2011), È giusto obbedire alla notte (υποψήφιο για το βραβείο Strega 2017), καθώς και το δοκιμιακό Labisso di eros (2018) – όλα από τον εκδοτικό οίκο Ponte alle Grazie. Διηγήματά του περιλαμβάνονται σε ανθολογίες και λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ τα άρθρα και τα ταξιδιωτικά του ρεπορτάζ δημοσιεύονται στο εβδομαδιαίο περιοδικό il venerdì της εφημερίδας la Repubblica. Το έργο του έχει μεταφραστεί σε ισπανικά, αγγλικά και γερμανικά.

~.~

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΡΙΑΣ
[1] Ιλιάδα, Σ 21-26, βλ. Ομήρου Ιλιάς, μετάφραση – προλεγόμενα – επιλεγόμενα Δ. Ν. Μαρωνίτης, Άγρα, Αθήνα 2016.
[2] Ιλιάδα, Σ 33-34, στο ίδιο.

~.~