ΝΠ | Ιστορία

Η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση: 45 χρόνια διαψεύσεις

*

του ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

~.~

Σαράντα πέντε χρόνια συμπληρώνονται σε λίγες μέρες από την επίσημη εισδοχή της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Τρεις υποσχέσεις είχαν λάβει οι Έλληνες, τρεις θετικές εξελίξεις προσδοκούσαν από την ένταξή τους το 1981. Η πρώτη ήταν η βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου, η ενδυνάμωση της οικονομίας και των εισοδημάτων. Η δεύτερη, η στήριξη της διεθνούς θέσης της χώρας, ιδίως έναντι του αναθεωρητισμού της Τουρκίας, που ελάχιστα χρόνια πριν είχε καταλάβει τη βόρεια Κύπρο. Τέλος, αίτημα αυτονόητο αφού οι μνήμες της Χούντας ήταν ακόμη νωπές, οι Έλληνες προσδοκούσαν την εμπέδωση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Και οι τρεις αυτές προσδοκίες αποδείχτηκαν φρούδες. Οικονομικά, η Ελλάδα είναι σήμερα πολύ φτωχότερη από το 1981, συγκρινόμενη με τις λοιπές ευρωπαϊκές χώρες. Τότε ήμασταν πιο εύποροι από τους Ισπανούς λ.χ., πολύ πιο ευκατάστατοι από τους Πορτογάλους, ενώ απείχαμε παρασάγγες από τις, κομμουνιστικές ακόμη, χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Σήμερα, οι μετρήσεις μάς φέρνουν έσχατους σε αγοραστική δύναμη, κυριολεκτικά στον πάτο. Και αυτό δεν είναι το μόνο. Το 1981 είχαμε ακόμη ισχυρή αγροτική παραγωγή, αξιόλογη βιομηχανία, ελάχιστο δημόσιο χρέος. Σήμερα είμαστε μια καταχρεωμένη χώρα εξαρτημένη από την μονοκαλλιέργεια του τουρισμού.

Ανάλογα ισχύουν για την ασφάλεια της χώρας. Από το 1981 και εντεύθεν, οι τουρκικές διεκδικήσεις όχι μόνο δεν ανασχέθηκαν, αλλά γιγαντώθηκαν κιόλας, φέρνοντάς μας στα πρόθυρα του πολέμου τουλάχιστον τρεις φορές. Η μεν Κύπρος μπήκε και αυτή στην Ένωση, ωστόσο αυτό δεν παρενόχλησε καθόλου την ερωτοτροπία των εταίρων μας με την Άγκυρα. Εμείς υποχρεωθήκαμε να πάρουμε πίσω κάθε βέτο και ένσταση σχετική με τις ευρωτουρκικές σχέσεις, οι Τούρκοι δεν εξαναγκάστηκαν στην παραμικρή υποχώρηση. Στην πράξη, οι ευρωπαϊκοί θεσμικοί μηχανισμοί (τελευταίο παράδειγμα τα επιχειρούμενα, έστω, περί ευρωάμυνας) έγιναν προνομιακό πεδίο της γείτονος διά των οποίων ενισχύουν την πίεση που μας ασκούν. (περισσότερα…)

Εικόνες από μια έκθεση

*

Εθνική Πινακοθήκη

Επετειακή ομαδική έκθεση βυζαντινής αγιογραφίας με τίτλο

Η σαγήνη της ιερής εικόνας

Εγκαίνια: Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

 ~.~

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ

(Απόσπασμα από το ενημερωτικό φυλλάδιο της έκθεσης)

Ου προσκυνῶ τὴν ὕλην, προσκυνῶ δὲ
τὸν τῆς ὕλης δημιουργὸν
ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ:
Λόγος Πρῶτος Ἀπολογητικός

Πώς θα ήταν σήμερα οι ναοί μας αν είχαν εικόνες;

Τι θα συνέβαινε αν οι εικονολάτρες είχαν επικρατήσει των εικονομάχων και πετύχαιναν την αναστύλωση των ιερών εικόνων;

Αχειροποίητη μορφή.
Εικόνα θεία κι εύμορφη…

Αντί για τις τωρινές τοιχογραφίες των ναών μας, αντί για ζώα, δέντρα και πουλιά, τώρα τι θα απεικονίζαμε; Το αδύνατον; Τον Ιησού Χριστό με μύτη και μάτια; (περισσότερα…)

«Πελέκι που αστράφτει μοναξιά»: ο ποιητής Φαίδων ο Πολίτης (1928-1986)

*

της ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ

Τυφλά, διψασμένα λιοντάρια
της γενιάς μου,
που σαπίζετε στην άμμο,
σας χαιρετώ.
 
Τα δάκρυα κι οι βρυχηθμοί
μας είναι κοινά.

«Ο Φαίδων κι ο Βασιλικός κάθονταν τότε σε ένα ωραίο αρχοντικό της οδού  Βασιλίσσης Όλγας, απέναντι από τον κινηματογράφο «Κολοσσαίον». Ο Φαίδων είχε πολλά και ωραία βιβλία, που ποτέ του δεν τα δάνειζε, απευθυνόταν στην υπηρέτριά του με τον πληθυντικό και έλεγε ωραία ανέκδοτα ή σόκιν πολλές φορές στα αγγλικά. Γενικά είχε κάτι το αριστοκρατικό επάνω του, που το επέτεινε η απομίμηση του Ουάιλντ στα λόγια, στους τρόπους, στην εμφάνιση. Ήταν πολύ ευαίσθητος αλλά με αρκετές μεγαλοαστικές υποχοντρίες, που δε σ’ άφηναν να καταλάβεις αν η ποίησή του έβγαινε από ανάγκη ζωής ή αποτελούσε εκδήλωση αισθητισμού».

Ο Φαίδωνας Ιωαννίδης (γνωστός ψευδωνυμικά ως Φαίδων ο Πολίτης) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1928 και λίγο αργότερα η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Θεσσαλονίκη στην οδό Παπακυριαζή. Έκανε σπουδές αγγλικής γλώσσας και φιλολογίας σε Αγγλία και Αμερική, και μοιάζει να πέρασε και να μην ακούμπησε από το λογοτεχνικό παρεάκι της Θεσσαλονίκης, τον Βασίλη Βασιλικό, τον  Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου, τον Γιώργο Ιωάννου και τον Ντίνο Χριστιανόπουλο. (περισσότερα…)

Ένας οικοδόμος από την Κέα

Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος στο Λιγουριό

~.~

ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #17
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ

«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.

~.~

Ένας οικοδόμος από την Κέα

Μία επιγραφή δεν χρειάζεται να είναι απαραιτήτως εκτενής, έμμετρη ή λόγια, για να έχει σημασία. Ακόμα και το πιο σύντομο και απλοϊκό κείμενο —μια μικρή φράση, ένα σκέτο όνομα ή μία μεμονωμένη χρονολογία— μπορεί να προσφέρει πολύτιμες ειδήσεις για πρόσωπα και πράγματα του παρελθόντος. Σε αυτή την περίπτωση ανήκει η επιγραφή που σώζεται σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα βυζαντινά μνημεία της Αργολίδας, κοντά στην αρχαία Επίδαυρο.

Ο ναός του Αγίου Ιωάννη του Ελεήμονος βρίσκεται στην είσοδο του Λιγουριού, ενός οικισμού που έχει γίνει στις μέρες μας γνωστός λόγω της γειτνίασής του με το θέατρο της Επιδαύρου. Πρόκειται για μία χαρακτηριστική εκκλησία των αρχών του 12ου αιώνα, στη μορφή που κτίζονταν τότε οι ναοί της νότιας Ελλάδας, με τη σταυροειδή στέγαση και έναν τρούλο στο κέντρο. Το ποικίλο υλικό που έχει χρησιμοποιηθεί στην οικοδόμησή της —μεταξύ άλλων ανάγλυφα μάρμαρα και μεγάλοι λίθοι που ήρθαν μάλλον από τα ερείπια της Επιδαύρου—, ορισμένες ατέλειες της κατασκευής και η φθορά του χρόνου, της προσδίδουν τη χάρη ενός κάπως αδρού, «χειροποίητου» κτίσματος. (περισσότερα…)

Der Historikerstreit / Η έριδα των ιστορικών

*

του ΗΛΙΑ ΑΛΕΒΙΖΟΥ

~.~

Tu n’ a rien vu à Hiroshima. Reste à Hiroshima avec moi.

Η όλη συζήτηση (που αναβιώνει κατά καιρούς) σχετικά με τη μαύρη τρύπα που αντιπροσωπεύει το Άουσβιτς μέσα στην ιστορία του δυτικού κόσμου (ή και στην παγκόσμια ιστορία) κινείται κατά κανόνα πάνω σε δύο άξονες: αυτόν της μοναδικότητας και αυτόν της βαρβαρότητας. Ο πρώτος άξονας, ο «ιστορικός», περιστρέφεται γύρω από δύο άκρα. Το ένα από αυτά (Α) βεβαιώνει ότι το Άουσβιτς συνιστά ένα απολύτως ιδιαίτερο ιστορικό συμβάν χωρίς προηγούμενο ενώ το άλλο (Β) το τοποθετεί εντός μιας πορείας που διέπεται από μια ενιαία λογική, εντάσσοντας σε αυτή τα γκούλαγκ και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Βρετανών στην Αφρική. Ο «ηθικός» τώρα άξονας διαθέτει και αυτός δύο πόλους. 1) Είτε το Άουσβιτς είναι το άκρον άωτον της βαρβαρότητας, ο βαθμός μηδέν της ηθικής, 2) είτε το βλέπει κανείς σχεδόν και ως business as usual: δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία σφαγή στην ιστορία και μόνο οι αφελείς έχουν την πολυτέλεια να το βλέπουν ως το προπατορικό αμάρτημα της ανθρώπινης ιστορίας – κι εδώ ο Καρλ Σμιτ σίγουρα θα είχε πολλά να πει για την υποκρισία των φιλελευθέρων κατηγόρων του.

Με απόλυτη φυσικότητα συνταιριάζονται κατόπιν η θέση περί ιστορικής μοναδικότητας με αυτή περί απόλυτης βαρβαρότητας (Α-1): το Άουσβιτς είναι μια ανεπανάληπτη έκρηξη κτηνωδίας, χωρίς όμως ποτέ να είναι κανείς βέβαιος για το ποια είναι στη θέση αιτίου και ποια στη θέση αιτιατού: η μοναδικότητα συνεπάγεται τη βαρβαρότητα ή το ανάποδο; Στον αντίποδα τώρα, συνδυάζεται η θέση περί ιστορικής συνέχειας με αυτή της ηθικής ακηδίας (Β-2): η ιστορία ανέκαθεν ήταν βουτηγμένη στο αίμα, όπου εδώ το αδιάφορο κούνημα των ώμων θέλει να παραστήσει ότι είναι το τίναγμα της σκλαβωμένης πλάτης μετά την καμτσικιά.

Τι θα προέκυπτε όμως αν η διασταύρωση γινόταν κατά διαγώνιο τρόπο; (περισσότερα…)

Τα λογοτεχνικά αρχεία: Η περίπτωση του αρχείου του Νίκου Εγγονόπουλου

Ο Νίκος Εγγονόπουλος στο εργαστήριό του

*

ΤΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΣ ΠΟΛΙΤΗ

~.~

Τα λογοτεχνικά αρχεία αποτελούν αναπόσπαστο και σημαντικό μέρος της διεθνούς αρχειακής κληρονομιάς δεδομένου ότι τα λογοτεχνικά και εικαστικά έργα ως αριστουργήματα της ανθρώπινης δημιουργικής διάνοιας, αποτελούν «Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς». Το Τμήμα Αρχείων Λογοτεχνίας και Τέχνης του Διεθνούς Συμβουλίου Αρχείων από το 2009 έχει θέσει ως αποστολή του την διάδοση της πολιτιστικής αξίας και μαγείας – όπως είναι ακριβώς διατυπωμένο – των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών αρχείων μέσα από την δημιουργία ενός παγκόσμιου δικτύου αρχειονόμων, επιμελητών και χρηστών, παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με τις τοποθεσίες και την ποικιλομορφία των λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών συλλογών σε όλο τον κόσμο και  δίνοντας κατευθύνσεις για τις βέλτιστες πρακτικές σχετικά με την καταλογογράφηση, την αποθήκευση, την δημοσιοποίηση και προώθηση αυτών των πολιτιστικών αρχειακών θησαυρών.[1]

Σύμφωνα με το ελληνικό νομοθετικό πλαίσιο τα λογοτεχνικά αρχεία αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία ιδιωτικών αρχείων. Πρόκειται για αρχεία λογοτεχνών ή γενικότερα ανθρώπων των γραμμάτων (λογίων και διανοουμένων που διακρίθηκαν στις τέχνες και τα γράμματα), ακόμα και προσώπων ή φορέων που σχετίζονται με την ιστορία της λογοτεχνίας χωρίς να συμμετέχουν άμεσα στη λογοτεχνική παραγωγή, όπως είναι για παράδειγμα τα αρχεία εκδοτών, φιλολόγων, κριτικών, δημοσιογράφων, λογοτεχνικών περιοδικών, λογοτεχνικών σωματείων και ενώσεων μέσα από τα οποία μπορεί να χαρτογραφηθεί η λογοτεχνική παραγωγή της χώρας.

Τα αρχειακά κατάλοιπα εντοπίζονται σε δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς μετά από  δωρεά των ίδιων των λογοτεχνικών παραγωγών ή των κληρονόμων τους ή από άλλους που έχουν περιέλθει στην κατοχή τους. Γενικότερα μπορεί κανείς να αναζητήσει αναλυτικούς καταλόγους λογοτεχνικών αρχείων ηλεκτρονικά στο Εθνικό Ευρετήριο Αρχείων, πρόκειται για μια υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους (όπου καταγράφεται το σύνολο του αρχειακού πλούτου της χώρας).[2]  Όπως επίσης και στον ειδικό κατάλογο λογοτεχνικών αρχείων του 19ου και 20ού αιώνα που έχουν δημιουργήσει από κοινού η Ελληνική Αρχειακή Εταιρεία  και το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο.[3]

Το αρχείο του Νίκου Εγγονόπουλου περιήλθε στην κατοχή του Παντείου Πανεπιστημίου και της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών τον Ιανουάριο του 2022, μετά την ευγενική χορηγία της κόρης του ποιητή, Εριέττης Εγγονοπούλου. Η διαχείρισή του γίνεται με την ευθύνη και την επιμέλεια της Ελισάβετ Αρσενίου (Καθηγήτριας Νεοελληνικής Φιλολογίας του Τμήματος Επικοινωνίας Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών), του Κώστα Χριστόπουλου (Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Εικαστικών Τεχνών της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών Αθηνών) και του Γιάννη Στογιαννίδη (Αναπληρωτή Καθηγητή του Τμήματος Αρχειονομίας Βιβλιοθηκονομίας, Συστημάτων Πληροφόρησης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής) στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος ArchArt με τίτλο «Αρχείο Νίκου Εγγονόπουλου: ψηφιοποίηση, τεκμηρίωση και δημοσιοποίηση του» που χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.). Μέχρι πρότινος το μοναδικό πλήρως ψηφιοποιημένο αρχείο στην Ελλάδα ήταν του Κ. Π. Καβάφη υπό την αιγίδα του Ιδρύματος Ωνάση[4] παράλληλο με αντίστοιχα ψηφιακά αρχεία του εξωτερικού όπως του William Blake[5], της Emily Dickinson[6], του Dante Gabriel Rossetti[7], του Walt Whitman[8] και άλλων πολλών σπουδαίων δημιουργών. Η πρόσφατη επεξεργασία του Αρχείου Εγγονόπουλου δημιουργεί αφενός ένα πρότυπο ως προς τη μεθοδολογία ψηφιοποίησης και τεκμηρίωσης αρχείων προερχόμενων από λογοτέχνες που είναι συγχρόνως εικαστικοί καλλιτέχνες, (περισσότερα…)

Κάπου αλλού, ήτοι άλλοθι

*

του ΒΑΣΙΛΗ ΠΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ

~.~

Το Ρίφενσταλ του Γερμανού Άντρες Φάιελ είναι μια ταινία τεκμηρίωσης ‒ και όχι μυθοπλασίας. Μόνο που δεν γλιτώνει εύκολα από αυτήν την τελευταία. Το αρχειακό και τεκμηριωτικό υλικό που διαθέτει και εκθέτει είναι ήδη εμβαπτισμένο μέσα στη φημολογική και ακριτομυθική ύλη όπου την έχουν βουτήξει στα τόσα χρόνια απόστασης, οι αντιρρήσεις και οι αμφισβητήσεις, οι υποψίες και αιτιάσεις που περιέβαλλαν τόσα χρόνια, από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το κεντρικό πρόσωπο της τεκμηριωτικής αναζήτησης της εν λόγω ταινίας, δηλαδή τη Γερμανίδα σκηνοθέτιδα Λένι Ρίφενσταλ. Η Ρίφενσταλ έθεσε το ταλέντο της στην υπηρεσία του ναζιστικού καθεστώτος, υπήρξε έμπιστη του Χίτλερ, αλλά, ευτυχώς για αυτήν, χωρίς να είναι μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ενώ ταυτόχρονα ήταν εισηγήτρια ενός ρωμαλέου νεοκλασικισμού της ντοκυμανταιρίστικης εικόνας, που θεωρήθηκε αισθητική αποκάλυψη, έστω κι αν φλερτάρει κάποτε, για τα σημερινά μας μάτια, με μια πομπώδη, και κιτς πλέον, αρχαιολατρία. (Τα ίδια αισθητικά χαρακτηριστικά εντοπίζουμε και στην καθ’ ημάς φωτογράφο Νelly’s. Οι δύο γυναίκες μάλιστα είχαν συνεργαστεί επ’ ευκαιρία της Ολυμπιάδας του 1936.)

Ως εκ τούτου, πολλοί διανοητές θέλησαν να ξεχωρίσουν ρητώς και σαφώς τα «ατοπήματα» της προσωπικής της ζωής με τη ρηξικέλευθη αυθεντικότητα του εικονοπλαστικού της στυλ. Κάποιοι άλλοι επέμεναν, τουναντίον, ότι το περιεχόμενο δεν μπορεί να διακριθεί από την αισθητική μορφή, ανατρέχοντας στη γνωστή πλέον θέση ότι αυτά τα δύο, στυλ και περιεχόμενο, είναι άρρηκτα δεμένα και αδιαχώριστα και ότι κάθε στυλ προϋποθέτει μια ηθική ευθύνη και επιλογή. Πάντως σε αμφότερες τις θέσεις κοινός παρονομαστής είναι ότι η Ρίφενσταλ αποτελεί ένα προκλητικό παράδοξο, μιαν απαραγνώριστη σαγήνη που μας θέτει ενώπιον των ευθυνών μας όσον αφορά σε θέματα αισθητικού γούστου. Η αισθητική περιέχει μήπως μια ηθική, είναι από μόνη της μια ηθική, και δεν έχει να λογοδοτήσει περαιτέρω; Ή αυτή η θέση μπορεί να έχει επικίνδυνες συνέπειες: είναι ένα παμπάλαιο ζήτημα που η περίπτωση Ρίφενσταλ θέτει εκ νέου.

Θα ήταν μάταιο και αφελές να πιστεύουμε ότι το εν λόγω ντοκυμανταίρ (περισσότερα…)

Εἰς τὸ ὄρος Ὀζέου

To μικρό μοναστήρι της Αγίας Τριάδας της Καρυάς, με την αιωνόβια καρυδιά στα δεξιά του, όπως σωζόταν το 1908 (φωτογραφία από το έργο του Δ. Αιγινήτη, Το κλίμα της Αττικής).

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ ΠΑΛΛΗ

~.~

Το 1796, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως απέλυσε ένα σιγίλλιο με το οποίο ρύθμιζε υποθέσεις μονών της Αθήνας. Μεταξύ άλλων, το έγγραφο επικύρωνε την προσάρτηση «τοῦ ἱεροῦ μοναστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος κειμένου εἰς τὸ ὄρος Ὀζέου μετὰ τοῦ μετοχίου αὐτῆς τοῦ Ἁγίου Νικολάου», στην κραταιά τότε μονή των Ασωμάτων Πετράκη. Το Όζεον όρος —ή Οζιά, Νοζέα και Καρά-Οζ, σε άλλες εκδοχές— δεν ήταν άλλο από την Πάρνηθα, το αρχαίο όνομα της οποίας γνώριζαν ελάχιστοι λόγιοι και οι ξένοι περιηγητές που συνέρρεαν στην Αθήνα, αναζητώντας το αρχαίο κλέος της. Όσο για την αναφερόμενη στο σιγίλλιο μονή, ήταν η λεγόμενη Αγία Τριάδα της Καρυάς, κτισμένη στην πλευρά του βουνού που έβλεπε στο λεκανοπέδιο, μέσα στα ελατοδάση και υπό τον ίσκιο, ως τις αρχές του περασμένου αιώνα, μίας πελώριας καρυδιάς.

Η Πάρνηθα, η οποία προστατεύει το αθηναϊκό πεδίο από τον βοριά όπως ένα στιβαρό τείχος, παρουσίαζε τότε μία εικόνα κάπως διαφορετική από αυτή που γνωρίζουμε σήμερα, ιδιαίτερα μετά τις πυρκαγιές των τελευταίων ετών. Μία από τις πιο άρτιες περιγραφές της οφείλουμε στον Άγγλο λοχαγό Γουίλλιαμ Μάρτιν Ληκ, που ανέβηκε στο βουνό στις αρχές του 1806, μαζί με τον ηγούμενο του μικρού μοναστηριού της Αγίας Τριάδας. Αντίθετα με ό,τι θα φανταζόταν κανείς, η ανάβαση ήταν αρκετά εύκολη, χάρις στις διαδρομές που βρίσκονταν σε χρήση για τη μεταφορά αγαθών από διάφορες τοποθεσίες του όρους.

Πυκνή βλάστηση σκέπαζε σχεδόν όλες τις πλαγιές και τις περισσότερες κορυφές της Πάρνηθας. «Το κάτω μέρος του βουνού καλύπτεται με πεύκα· καθώς ανεβαίνουμε, αναμειγνύονται δρύες και έλατα, και σε μεγάλο βαθμό, προς την κορυφή, το δάσος αποτελείται αποκλειστικά από τέτοια δέντρα», γράφει ο Ληκ στο έργο του Travels to the Νorthern Greece. (περισσότερα…)

Θραύσματα

Αλβανικό Μέτωπο, φωτογραφία αρχείου. Κατά πάσα πιθανότητα, ο πατέρας.

*

του ΓΙΩΡΓΟΥ Σ. ΤΟΣΚΑ

~.~

«Δεν ήταν, λοιπόν, τόσο απλό
ούτε τόσο απαλό το τέλος.»
ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, Το δικό μας αίμα

Οι ιστορίες όλων των ανθρώπων έχουν παράλληλες –καμμιά φορά και αντιπαράλληλες αλλά με την ίδια κατεύθυνση– φορές. Πόσο αντέχει κανείς να ξύνει τις πληγές του; Όσο ζει; Υπάρχουν όμως στιγμές που οι μνήμες φέρνουν μπρος μας ακούσματα και ιστορίες αληθινές, γραμμένες θραυσματικά σε υποσυνείδητα ενίοτε μισοσβησμένα, άλλοτε ως βάλσαμο κι άλλοτε ως σφάχτες. Με μιαν αλήθεια όμως βιωμένη στο λόγο. Με την απόσταση που ο χρόνος και οι γεωγραφικές συντεταγμένες το επιτρέπουν. Και με τη διαθλαστική ματιά των επιγόνων.

Ο πατέρας και παππούς των παιδιών μας, από δώδεκα χρονών –αρχές του ’30– στέλνεται μόνος σε συγγενείς στην Αθήνα, βγάζει το Γυμνάσιο και καταφέρνει να σπουδάσει μηχανικός αεροσκαφών στην Αεροπορία. Μια φορά σε μια δοκιμαστική πτήση με διπλάνο, καθόταν στο πίσω κάθισμα. Είχε όμως ξεχάσει να δέσει τη ζώνη του. Ο πιλότος κάνει ξαφνικά «loop», αναστροφή, αλλά ο νέος τότε μηχανικός κρατιέται.

Το βράδυ της 6ης Ιουνίου του 1933 φρουρούσε ως νεαρός υπαξιωματικός της αεροπορίας στην λεωφόρο Κηφησίας. Κάπου κοντά άκουσε τον –ευτυχώς άστοχο– πυροβολισμό με στόχο τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Δυο χρόνια αργότερα έλαβε μέρος στο αποτυχημένο κίνημα των τότε βενιζελικών κι αριστερών αξιωματικών κι αποστρατεύεται.

Ο πόλεμος του ’40 τον βρίσκει επιλοχία του πεζικού στα βουνά της Χειμάρρας. Συνέχεια στην πρώτη γραμμή. Εκεί που, όπως διηγήθηκε, οι φωτογράφοι δεν τολμούσαν να φθάσουν. Ο ίδιος λέει –είπε– ότι έζησε γιατί τραυματίστηκε. Δεν θ’άντεχε άλλο. Και πάλι κατά τύχη επέζησε.

Όταν στο ύψωμα επάνω σκοτώθηκε ο χειριστής του οπλοπολυβόλου, το πήρε εκείνος. Μέχρι που μια ιταλική ριπή γάζωσε την χλαίνη και τον βρίσκει στο πόδι κοντά στο γόνατο. Η σφαίρα πέρασε το πόδι αφήνοντας διαμπερές τραύμα. Ήταν ήδη σούρουπο, έπεσε σιγά-σιγά το βράδυ. Σύρθηκε κάτω από έναν θάμνο, τυλίχτηκε στην κομματιασμένη χλαίνη του και λούφαξε με την πληγή του αιμάσουσα. Πώς πέρασε η παγωμένη νύχτα, μόνο εκείνες οι ψυχές το ξέρουν. Το πρωί περνά ένας ημιονηγός του Ερυθρού Σταυρού με το μουλάρι του. Βλέπει ένα ρυάκι αίμα να κατρακυλά από τον θάμνο. Κοιτάζει από κάτω, τον βλέπει. Στο μουλάρι κουβαλούσε έναν βαριά τραυματισμένο Ιταλό αξιωματικό. Παρότι οι αξιωματικοί –ακόμα κι οι εχθροί– προηγούνταν, τον πετά και παίρνει τον πατέρα. Γύρω από τον λόφο –μαθαίνει αργότερα– κοίτονται δεκάδες σκοτωμένοι Ιταλοί. Ήταν ανήμερα της γιορτής του, 27 Δεκεμβρίου, όταν τραυματίστηκε. (περισσότερα…)

Πείνα

*

του ΔΗΜΗΤΡΗ Ε. ΣΟΛΔΑΤΟΥ

~.~

Η Αθήνα πεινούσε και πάγωνε. Έξι βαθμούς υπό το μηδέν η θερμοκρασία. Δύο εβδομάδες κράτησε το χιόνι. Στο Πεδίον του Άρεως έφτασε στο ένα μέτρο. Ογδόντα χρόνια είχε να κάνει τέτοιο ψοφόκρυο στην Αττική. 700.000 άνθρωποι πέθαναν απ’ την πείνα και τα λοιμώδη νοσήματα τον χειμώνα του 1941-1942. Οι νεκροί έφταναν καθημερινά τους τετρακόσιους. Το δεύτερο εξάμηνο του 1941 οι γεννήσεις στην Αθήνα ήταν 5.400 και οι θάνατοι 20.300. Πέθαναν 15.000 περισσότεροι άνθρωποι απ’ όσους γεννήθηκαν. Το πρώτο εξάμηνο του 1942 η διαφορά εκτινάχθηκε στους 22.500 περισσότερους νεκρούς. Οι θάνατοι δεν αναφέρονταν σκοπίμως επίσημα, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν τα κουπόνια σίτισης των αποθανόντων απ’ τους συγγενείς τους.

Δημοσιεύονταν στις εφημερίδες οι συνταγές της πείνας: «Σέσκουλα πουρέ, χορτόσουπα με χθεσινά αποφάγια, κρεμμυδόσουπα, λαχανόσουπα, σούπα με ελιές, βλιτοκεφτέδες, ζελέ από χόρτα, πλιγουροκεφτέδες, λάχανο με κάστανα, μελιτζάνες με πουρέ πατάτας, κολοκύθια με βλίτα στον φούρνο, κολοκύθια γεμιστά με τραχανά και πατατοτηγανίτες». Η περαιτέρω ευρηματικότητα των συνδυασμών επαφίονταν στην οξύνοια του ατόμου που λιμοκτονούσε.

Ο Σουηδός διπλωμάτης και μέλος του Ερυθρού Σταυρού στην Ελλάδα από το 1942, Πολ Μον, γράφει:

«Η πόλη παρουσίαζε θέαμα απελπιστικό. Άντρες πεινασμένοι, με τα μάγουλα ρουφηγμένα, σέρνονταν στους δρόμους. Παιδιά, με όψη σταχτιά και γάμπες λιγνές σαν πόδια αράχνης, μάχονταν με τα σκυλιά γύρω στους σωρούς των σκουπιδιών. Όταν το φθινόπωρο του 1941 άρχισε το κρύο, οι άνθρωποι έπεφταν στους δρόμους από εξάντληση. Τους μήνες εκείνου του χειμώνα σκόνταφτε κανείς κάθε πρωί πάνω σε πτώματα. Σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας οργανώθηκαν νεκροφυλάκεια. Τα καμιόνια της δημαρχίας έκαναν κάθε μέρα τον γύρο τους για να μαζεύουν τους πεθαμένους. Στα νεκροταφεία τους σώριαζαν τον έναν πάνω στον άλλον. Ο σεβασμός για τους νεκρούς, τόσο βαθιά ριζωμένος στους Έλληνες, είχε στομωθεί».

* (περισσότερα…)

«Ε! Ιστορία»: Από την κόπρο στη μεθιστορία

*

Άγιος ή προδότης;
Το «αδύνατον» Μυθιστόρημα του Νίκου Σαμψών

γράφει η ΔΗΜΗΤΡΑ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

[2/12]

~.~

Το σχέδιο της Νέας Κρόνακας, της οποίας ο Σαμψών αποτελεί το δεύτερο στη σειρά μυθιστόρημα, εγείρεται ως σύλληψη το 2016 επί των ερειπίων του πρωτολείου, ομοουσίου της σχεδίου με τίτλο Κρόνακα, του οποίου το πρώτο –και τελευταίο– μυθιστόρημα φέρει τον ίδιο τίτλο.[37] Ανέκδοτα παραμένουν άλλα έξι μυθιστορήματα του εν λόγω κύκλου, έν τινι τρόπω αποκηρυγμένα, γραμμένα ανάμεσα στα 2014 και 2018, τα οποία ο Κυριάκος Μαργαρίτης ομαδοποιεί άτυπα ως Παλαιά Κρόνακα, έναντι της Νέας, με παιγνιώδη νύξη στο σχήμα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης.

Με εμφανή τον συσσωρευμένο μόχθο, ωριμότερη διάθεση, δομικότερη σύλληψη και πιο διασαφηνισμένη πορεία πλεύσης, η Νέα Κρόνακα φιλοδοξεί να απαρτιστεί από έντεκα μυθιστορηματικές τριλογίες, εκ των οποίων μέχρι στιγμής έχει εκδοθεί η πρώτη (Εννέα, Σαμψών, Συμβάν 74). Κάθε τριλογία καλύπτει τις ταραγμένες δεκαετίες του κυπριακού προβλήματος 1950, 1960 και 1970, με κάθε τόμο να πραγματεύεται, αντιστοίχως, το έπος του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα (1955–1959), τα χρόνια της Ανεξαρτησίας (1960– ) και τα γεγονότα του Πραξικοπήματος και της Εισβολής, όχι χωρίς αναγωγές εντός ενός εκάστου από τη μία δεκαετία στην άλλη. Παρότι ο Μαργαρίτης είχε ανακοινώσει τη συμπερίληψη στη Νέα Κρόνακα άλλων δεκαεπτά δοκιμιακών τόμων,[38] από τους οποίους έχουν εκδοθεί μέχρι στιγμής οι έξι και εκ των οποίων ορισμένοι προέκυψαν εν παρόδω ως πάρεργα,[39] ο συγγραφέας, έχοντας περάσει από πολλές φάσεις του σχεδιασμού, φαίνεται να εντάσσει στο σχέδιό του προς το παρόν μόνο τα τριάντα τρία μυθιστορήματα. Αξίζει να αναφερθεί ότι σε κάθε έναν από τους μυθιστορηματικούς τόμους, αλλά και στους δοκιμιακούς προστίθεται ένα παραρτηματικό postscriptum, το οποίο αναδεικνύει στοιχεία της μεθόδου εργασίας και πηγές που αξιοποιήθηκαν.

(περισσότερα…)

Ἀπὸ τί εἶναι φτιαγμένη ἡ ἱστορία;

*

τοῦ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ

~.~

Τὸ ἀνώτερο εἶδος ἱστοριογραφίας εἶναι ἐκεῖνο ποὺ οἱ ἐπαγγελματίες ἱστορικοὶ τοῦ καιροῦ μας τὸ βλέπουν κάπως ἀφ’ ὑψηλοῦ, ἂν δὲν τὸ περιφρονοῦν κιόλας: ἡ κλασσικοῦ τύπου ἀφήγηση, ἐκείνη ποὺ ἐκθέτει γραμμικὰ τὰ συμβάντα, ἡ ἀποκαλούμενη ὑποτιμητικὰ «γεγονοτική». Ἡ πολιτική, στρατιωτικὴ καὶ διπλωματικὴ ἱστορία κυρίως, καὶ τὰ ὑποείδη τους.

Καὶ ὑπερέχει αὐτὴ ἡ ἱστοριογραφία κατὰ πολὺ ἀπὸ τὶς τωρινὲς ἱστορικὲς σχολὲς γιὰ δύο λόγους. Ὁ πρῶτος ἔχει νὰ κάνει μὲ τὰ ἐκφραστικά της μέσα. Ἱστορῶ σημαίνει ἀφηγοῦμαι, διηγοῦμαι, ἀναθιβάλλω καταπὼς ἔλεγε ὁ Κορνάρος. Ἀνακαλῶ χρονικὰ μιὰ ἁλυσίδα συμβάντων, ἀφήνω τὰ ἴδια τα συντελεσθέντα νὰ παρουσιάσουν τὸν ἑαυτό τους, νὰ αὐτοαναλυθοῦν, κρατῶ τὰ συμπεράσματα τὰ δικά μου γιὰ τὸ τέλος καὶ περιορίζω τὶς εἰδικὲς ἔννοιες στὸ ἐλάχιστο.

Οἱ μεγάλοι τῆς ἀφηγηματικῆς ἱστορίας, ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο καὶ δῶθε, ἦταν πρὶν ἀπ’ ὅλα σπουδαῖοι παραμυθάδες, ἦταν τεχνίτες τοῦ λόγου, ἤξεραν νὰ αἰχμαλωτίζουν τὴν προσοχὴ τοῦ ἀναγνώστη, νὰ τὸν τέρπουν μὲ τὸ πιὸ ἁπλὸ μέσο, ἐκθέτοντάς του γραμμικά τα καθέκαστα. Οἱ σημερινοὶ ἱστορικοὶ πάλι, ἀκόμη καὶ οἱ πιὸ εὐφραδεῖς ἀνάμεσά τους, ἐπειδὴ συνήθως ἀναλύουν πολὺ καὶ ἀφηγοῦνται λίγο, ἢ καὶ καθόλου, στὴν καλὴ περίπτωση εἶναι ἐξαίρετοι λόγιοι. Πάει νὰ πεῖ, χαμένοι ἀπὸ χέρι στὴ σύγκριση.

Ὁ δεύτερος λόγος ἔχει νὰ κάνει μὲ τὸν γνωστικὸ πλοῦτο τῆς ἀφηγηματικῆς ἱστορίας. Πλάι στὴ λογοτεχνία, ἡ ἀφηγηματικὴ ἱστορία εἶναι ἡ μόνη ποὺ μελετᾶ στὸ ὠμό, χαοτικό της ξετύλιγμα τὴν ἀνθρώπινη πράξη. Ἄρα καὶ ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ φέρει στὸ φῶς τὴν ἀβυσσαλέα τυχαιότητα ποὺ διέπει τὴ ζωή μας, τὴν ἰλιγγιώδη ἀπροσδιοριστία ποὺ ὁρίζει τὴ μοίρα μας. Ἀλλὰ καὶ τὴν μεγαλειότητα τῶν ἀνθρώπινων παθῶν. (περισσότερα…)