Ταποθαμέναμας
Ξεμακραίνει το σιωπηλό φίδι της πομπής
και χάνεται
πάντα χάνεται αλλά μένει
σκέφτομαι πάλι ταποθαμέναμας
σαν τα παιδιά
δεν έχουν φύλο
δεν έχουν παρελθόν ούτε ιδιότητες
δεν είναι εργάτες δικηγόροι δάσκαλοι γιατροί
δεν είν’ μάνες κλέφτες στρατηγοί
κομμωτές αδελφές πολιτικοί ή κρεοπώλες
είναι απλώς
ταποθαμέναμας.
Πότε-πότε ανάβουν
τα κρύα βράδια τους φανοστάτες
σε παλιές ασπρόμαυρες ταινίες
ή κουρδίζουν ατέλειωτα
μ‘ αφηρημένο χαμόγελο τις λατέρνες στην Πλάκα
Αλλού πάλι ταποθαμέναμας δεν ξέρουν
και πολεμούν ακόμα στα Στενά
στην Τριπολιτσά στη Χιμάρα
βλέπεις κανείς δεν τόλμησε να τους μηνύσει
Ταποθαμέναμας είναι αισιόδοξα και τρυφερά
τα βράδια κουρνιάζουν στον ύπνο μας
ρουφούν την ανάσα μας στο πηχτό σκοτάδι
τα χαράματα μάς χαρίζουν τα όνειρά τους
για μια γουλιά καφέ κι ένα αποτσίγαρο
ύστερα ζαλώνονται πάλι τ’ άρματα
και πολεμούν αδιαμαρτύρητα στο πόστο μας
ελπίζοντας πάντα να συγχωρεθούν
για να ζήσουν ξανά
~.~
Το σπίτι στη Σαλαμίνα
Όπως το έζησα
Μνήμη Μύρας και Νάσου Νικόπουλου
Λάσπες θεμέλια τσιμπούσια και γέλια
δωμάτια ψηλά με βαθιούς ουρανούς
πευκάκια λιγνά τρομαγμένα
ξεμαλλιάρικα γύρω τα βάτα του δάσους
παιδιά σκυλιά θαλασσόνερα αγκαλιασμένα
μ’ αστέρια στις χούφτες προζύμι
της νύχτας ψιχάλες κι αλάτι φυρό
στης Φανερωμένης το θάμπος
αφανέρωτης τότε ζωής γλυκασμός
Τώρα ζει μοναχό του
ανατολής και δύσης τη ρέμβη
μες στον πυκνό του αέρα
μπαινοβγαίνουν οι ώρες ψιθυριστά
με τον ήλιο στα πλάγια
στριφογυρνάνε στα τζαμωτά
σα μέλισσσες κήπου
την άυλη τρυγούνε τη γύρη
Κουβέντες παλιές φουντώνουν το δείλι
βουίζουν μ’ ήρεμο πάθος
τρίζει το τζάκι φλέγεται για μια ρίζα ελιάς
τα πουλιά κελαηδούν και τις νύχτες
τυλίγονται τα κυπαρίσσια στις μακριές τους σκιές
λόγια ξεχασμένα κουρνιάζουν στις φυλλωσιές
και πάντα αδικημένες οι γάτες ολόγυρα
φύλακες πιστοί των ψυχών
Στο σπίτι της Σαλαμίνας
τριγυρνούν τις Κυριακές
μεσ’ τις χνουδωτές τους ρόμπες
οι φωτεροί του απόντες
κοιτούν κατάματα το πέρα στο Πέραμα
πίσω από τα τζάμια
μισοκλείνουν τα μάτια
στων νερών το στραφτάλισμα
στης Ελευσίνας το πλάι
παινεύουν το μωβ της αρμπαρόριζας
που αναπαύεται στο βορινό παρτέρι
τους μικρόφυλλους κισσούς oro di bogliasco
πεινασμένα που βυζαίνουν τους τοίχους
τ’ αειθαλή λιγούστρα
που αλεξίσφαιρα λάμπουν στο φως
ύστερα γυρνούν την πλάτη στη θάλασσα
στο βάθος πλάι στο πιάνο περιμένει ο Ναμπούκο
να πιούνε μαζί καφέ στο σοφρά
σε φλιτζάνια διαφανή με κίνηση αργή
που αιωρείται διαθλασμένη στο φως
από κάτω ακούγεται ρυθμικός πάντα
ο ξύλινος αργαλειός να υφαίνει τα Νήματα
Όλα ανασαίνουν ήσυχα πάνω απ’ το κύμα
το σπίτι με την τετράγωνη λιακωτή του αγκάλη
κι όλες τις βρύσες του ξάγρυπνες
για την ξηρασία που ξημερώνει
χαμογελούν αχνά στον Καιρό
με την σοφία του βράχου
ΗΡΩ ΝΙΚΟΠΟΥΛΟΥ
Εικαστικό έργο: Ηρώ Νικοπούλου
*