Αντικατοπτρισμοί ενός κατακερματισμένου κόσμου

της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ

Ελισάβετ Λαμπροπούλου,
Ετεροτοπίες, Ενύπνιον, 2022

Οι Ετεροτοπίες είναι το πρώτο βιβλίο της Λαμπροπούλου. Αποτελεί ένα ενδιαφέρον και συγκροτημένο εναρκτήριο λάκτισμα, σαφώς επηρεασμένο από την ποίηση του Σαχτούρη και την ελλειπτική φρίκη του σαχτουρικού κόσμου. Ανάλογα κι εδώ η Λαμπροπούλου συνθέτει έναν «τόπο» με «αναθήματα ακουμπισμένα στο υπαρκτό», όπως γράφει στο αρχικό ποίημα της συλλογής. Αυτός ο «τόπος» κατοικείται από παράδοξες εικόνες που οπτικοποιούν το παράλογο της κοινωνικής πραγματικότητας και των ψυχικών εξαλλαγών που αυτή δημιουργεί. Παράδειγμα το ποίημα «Ο εφημεριδοπώλης», από την πρώτη, κατεξοχήν σαχτουρική, ενότητα που σχολιάζει τη φονική ανθρώπινη φύση, το θάνατο, το αδιέξοδο της ύπαρξης:

Το εγγαστρίμυθο αγόρι
με το ραμμένο στόμα
πουλάει εφημερίδες
στον ουρανό

Ο κόσμος καίγεται! Καταστροφή!
φωνάζει

Οι πεθαμένοι τις αγοράζουνε
με τα σκουριασμένα νομίσματα που έβγαλαν
από τ’ άκαμπτα στόματά τους
Ατάραχοι τις ξεφυλλίζουν
με αδιάφορα δάχτυλα
Διαβάζουν μόνο τις νεκρολογίες
περίεργοι να μάθουν
πώς δραπέτευσαν
αυτοί που είναι να ’ρθουν.

Η συλλογή απαρτίζεται από πέντε ενότητες πλαισιωμένες από έναν πρόλογο δύο ποιημάτων και ένα καταληκτικό ποίημα-επίμετρο. Στην πρώτη ενότητα κυριαρχούν οι εικόνες ενός σπασμένου κόσμου, υπερρεαλιστικά μεγεθυσμένου σε δυστοπικά σκηνικά και ελλειπτικά στιγμιότυπα. Μέσα σε αυτά τα σκηνικά πλέουν παραμορφωμένα τα πράγματα και οι άνθρωποι, ή καλύτερα τα εξαλλαγμένα φάσματα των προσώπων και των πραγμάτων σε ονειρικές συνθέσεις, συχνά εφιαλτικές: «Ο φαροφύλακας / άναψε το κεφάλι του / φλεγόμενος τριγύριζε / στον πύργο / Κι ο αέρας μύριζε παραφίνη / κι ο ουρανός ήταν / μια πηχτή πετρελαιοκηλίδα / μέσα του πετούσε αργά/ το πλοίο «η Ελπίς» / με το κατάρτι του / έγδερνε το φεγγάρι/ γέμιζε η νύχτα / άσπρο πύον / κι αστέρια / δεν υπήρχαν πάνω / πουθενά […]». Τα πράγματα αποκτούν μια επίβουλη λειτουργία, όπως τα λέπια των ψαριών που γίνονται νυστέρια και κόβουν το νερό, οι νιφάδες- στάχτες και τα δηλητηριώδη όμποε. Τα εξαρθρωμένα αντικείμενα –άλλη μια σαχτουρική οφειλή– παίζουν εξέχοντα ρόλο, όπως και η αποσπασματική κατάστρωση των εικόνων και η κίνηση των μορφών που ανεβοκατεβαίνουν σε μια ιδεατή κλίμακα μεταξύ γης και ουρανού, δηλ. μεταξύ του πραγματικού και της φασματικής του παραμόρφωσης. Μια φαντασία ζωγραφική που θυμίζει κάποτε τις σαγκανικές πτήσεις και τα ανεστραμμένα παράδοξα του Μαγκρίτ.

Αυτή η τεχνική εφαρμόζεται σε αυξομειούμενες δόσεις και στις επόμενες ενότητες, όπως στη δεύτερη («Νοσταλγία»), όπου παρουσιάζονται οι πόλεις που ζει η ποιήτρια: Βερολίνο και Θεσσαλονίκη. Κι εδώ τα υλικά της πραγματικότητας αποσυναρμολογούνται σε μια ονειρική αναδιάταξη. Έτσι αναπόφευκτα αυτά τα υλικά αποκτούν έναν ισχυρό συμβολισμό, με την όραση και την αποσπασματική παρατακτικότητα των εικόνων να παίζουν κυρίαρχο ρόλο.:

Η οδός Δεσπεραί

Χθες ονειρεύτηκα
την οδό Δεσπεραί
στένευε με μια
απελπιστική βιασύνη
μέσα της κλείνοντας
μονόφθαλμες γάτες
που ξεκοιλιάζουν κάδους σκουπιδιών
τον αλλήθωρο θυρωρό
που παριστάνει
ότι κοιτάζει ευθεία
το παλιατζή
κι ένα παλιό παπούτσι
που σκοντάφτει στις υδρορροές
τα γέρικα μπαστούνια
που τρεκλίζουν στο πεζοδρόμιο
το νεαρό ζευγάρι που φιλιέται
δίπλα στο έξαλλο μουστάκι
του Γάλλου στρατηγού
καθώς ουρλιάζει
Inacceptable!

Εμένα

που να φύγω
δεν πρόφτασα

Συχνά το συμβατικό και το ρεαλιστικά αναγνωρίσιμο εξοκέλλει στο παράδοξο, τα ασυνάρτητα απορρίμματα της ζωής γίνονται τα διαφυγόντα σήματα της απονοηματοδοτημένης τάξης πραγμάτων:

Το γράμμα

Στον δρόμο
μια μαύρη νάιλον σακούλα χορεύει
ένας μαύρος σκύλος χωνεύει
αστικά σκουπίδια
μια πόλη μαύρη πλαστική
τυλίγει τους κατοίκους της
— Είναι για δώρο; ρωτάει ο πωλητής
— Όχι, γι’ ανακύκλωση
απαντώ
ρίξτε τους στον συμπιεστή
Στην οδό της Μεγάλης Νύχτας
ο γαλάζιος ταχυδρόμος περνάει
πετάει
σαΐτες βομβαρδιστικά
μέσα απ’ τα μισάνοιχτα παράθυρα
— Έρχεται χαρτοπόλεμος
φωνάζει
Στα γραμματοκιβώτια
η άστεγη μπαλαρίνα ψάχνει
τα τούλια της
ο άστεγος χορευτής
τη μουσική του
εγώ
το σπίτι μου
[…]

Αυτό που ουσιαστικά εικονοποιεί είναι η δυσαρμονία του σύγχρονου ανθρώπου που «διψάει για ουρανό» και ασφυκτιεί σε καριέρες, αβάσταχτες μεγαλουπόλεις, μοναξιά, συμβατικές σχέσεις, έλλειψη. Τα παραπάνω δεν τα ονοματίζει αλλά τα συνθέτει σε μικρά παράλογα αφηγήματα, αφαιρώντας τους τη ρεαλιστική προφάνεια και διογκώνοντάς τα μέσω της απιθανότητας της σκηνοθεσίας. Πίσω από αυτά τα σουρεαλιστικά φάσματα ακούμε, όπως και στον θρεμμένο στο μεσοπολεμικό μετιέ Σαχτούρη, τον απόηχο του θλιμμένου πιερότου που κλαίει στο φεγγάρι, μόνο που τώρα το φεγγάρι είναι πηχτό, γεμάτο αίμα. Τα καθαρά περιγράμματα στα οποία κινούνται τα ιστορούμενα, οι ρηματικοί χρόνοι σε ενεστώτα κυρίως και λιγότερο παρατατικό, η γλωσσική οικονομία της απλής πρότασης και η παρατακτική σύνδεση δημιουργούν το στυλιζάρισμα και την ακινησία της νεκρής φύσης. Μέσα σε αυτή εγκλωβίζονται τα πρόσωπα, αιωρούμενα σαν μαριονέτες στο κενό, μίμοι και μάσκες ενός ακίνητου κόσμου.

Η κυρία Μ.

Η κυρία Μ.
στον καθρέφτη
της τουαλέτας προσωπικού
βγάζει το νεσεσέρ της
πουδράρει άσπρο
το πρόσωπό της
με τη μάσκαρα βάφει
τα μάτια της μαύρα
με το κραγιόν
τα χείλια της μπλαβιά
Ύστερα επιστρέφει στο γκισέ
πίσω από στοίβες εκκαθαριστικών
βυθίζεται

πνιγμένη

Αυτή η τεχνική ακολουθείται και στα πιο εμπράγματα ποιήματα της συλλογής όπου και πάλι παρακολουθούμε μοναχικές παρουσίες σε χώρους στεγανούς, που αποδίδονται ρηματικά με την κυριαρχία της στοιχειώδους πρότασης: ουσιαστικό και ρήμα σε με ακολουθία ενεργειών-μηχανικών επαναλήψεων, με διακριτή απουσία επιθέτων αλλά μονήρη ρήματα-πράξεις, ένας κόσμος δοσμένος μονοδιάστατα, μετωπικά, σε μια κενότητα. Σε αυτό το κενό δεσπόζουν τεμαχισμένα πρόσωπα και πράγματα ως αντικατοπτρισμοί ενός κατακερματισμένου κόσμου, ένα συνεχές ασύνδετων εικόνων ως σύμβολα της ασυνέχειας των ψυχικών αυτοματισμών.

Τα ελβετικά φράγκα

Τα ελβετικά φράγκα που περίσσεψαν
υπολογίζουν στο συρτάρι
διαδρομές.

Γενεύη – Montreux
Rlace de Neuve – Parc des Bastions

κι η Άννα στο διαμέρισμα
να διασχίζει το χολ – βγαίνει

και η Άννα στον σταθμό
να περνά τις μεταλλικές μπάρες – να επιβιβάζεται

κι η Άννα στο τρένο
να κάθεται στο κουπέ – να κοιμάται

να κοιμάται – ονειρεύεται
μακριά

μακριά να πετάει – να εκτροχιάζεται
να πέφτει – ν’ αποβιβάζεται
απ’ τον ταχύ
συρμό του κόσμου

Τα παραπάνω συνθέτουν μια αξιόλογη πρώτη συλλογή με ένα σαφή και γλωσσικά ώριμο ποιητικό κόσμο που μπορεί να έλκει την καταγωγή του από τη σαχτουρική παλέτα, ωστόσο στις επιμέρους ενότητες της σύνθεσης δεν στέκει μόνο εκεί αλλά διαμορφώνει ένα πιο προσωπικό και διακριτό ιδίωμα. Κατά τη γνώμη μου, οι υπερρεαλιστικές πτήσεις που αφθονούν κυρίως στην πρώτη ενότητα θα έπρεπε να μειωθούν, καθώς οι ονειρικές αναγωγές, αν και γοητευτικές, ενίοτε οδηγούν σε ακαταληψία και να εμμείνει σε μια πιο εύληπτη φόρμα, γιατί σε αυτή τη φόρμα εντόπισα τα πιο άρτια κείμενα της συλλογής και έναν πιο ευθύβολο συμβολισμό. Εκεί η ελλειπτικότητα δεν χάνει τη διαύγειά της ούτε ο αναγνώστης τα μέσα για την προσπέλαση και την απόλαυση του κειμένου.

ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ

*

Advertisement