Σφραγίδα του Θεόδωρου Α΄ Λάσκαρη, του πυργοποιού της επιγραφής, από τη συλλογή του Κέντρου Βυζαντινών Σπουδών του Dumbarton Oaks στην Ουάσινγκτον. Σώζεται κατά το ήμισυ: στην πρόσθια πλευρά έφερε παράσταση του αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη, ενώ στην οπίσθια του ηγεμόνα, με πλήρη αυτοκρατορική περιβολή.
*
ΓΡΑΦΕΣ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ #1
Εκλογή κειμένων-Επιμέλεια στήλης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ
«Καὶ καινὸν οὐδέν, εἰ λαλεῖ σοι καὶ τάφος· ἡ γὰρ γραφὴ κράζοντας οἶδε τοὺς λίθους»: οι στίχοι αυτοί του Θεόδωρου Πρόδρομου, του Βυζαντινού ποιητή του 12ου αιώνα, μας θυμίζουν ότι ο γραπτός λόγος έχει τη δύναμη να κάνει ακόμα και τις πέτρες να μιλούν. Η αρχαιότητα μας κληροδότησε χιλιάδες επιγραφές σε λίθο, με ποικίλο περιεχόμενο. Κατά τους χρόνους της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της κοινώς γνωστής ως Βυζάντιο, ο αριθμός τους μπορεί να μειώθηκε αισθητά, δεν έπαυσαν όμως να είναι παρούσες και δεν υστερούν ούτε ως ιστορικά τεκμήρια, ούτε ως μνημεία της γλώσσας και της λογοτεχνίας της περιόδου. Η μικρή εκλογή που αναπτύσσουμε εδώ, στοχεύει στο να κάνει ευρύτερα γνωστές τις βυζαντινές επιγραφές των μεσαιωνικών χρόνων, μέσα από μια επιλογή κειμένων διαφόρων ειδών, προερχόμενων από διαφορετικές περιοχές της αλλοτινής βασιλείας των Ρωμαίων.
~.~
Πέμψον βοήν, άλαλος, άψυχος πέτρα!
Η αρχαία Ηράκλεια η Ποντική, ή Ποντοηράκλεια, ήταν ένα από τα κύρια λιμάνια της Βιθυνίας στον Εύξεινο Πόντο. Κατά τη διάρκεια της βυζαντινής περιόδου εξακολούθησε να ακμάζει, χάρη στη στρατηγική της θέση στους χερσαίους και τους θαλάσσιους δρόμους και στη γειτνίασή της με την Κωνσταντινούπολη. Σήμερα διατηρεί το όνομά της ελαφρώς παραλλαγμένο —Karadeniz Ereğli— και λιγοστά λείψανα του βυζαντινού της παρελθόντος, με κυριότερα τα τείχη και το τζαμί του Ορχάν Γαζή, έναν χριστιανικό ναό του 5ου αιώνα που μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος μετά το 1453.
Στα βυζαντινά τείχη της πόλης υπήρχε ως τον 19ο αιώνα μία σημαντική για την ιστορία της επιγραφή. Ο λίθος έχει πλέον χαθεί, αλλά το κείμενο διασώθηκε, με την απώλεια μέρους του τέταρτου στίχου:
Ἄν οἱ λίθοι κράζωσιν ἐκ παροιμίας,
πέμψον βοήν, ἄλαλος, ἄψυχος πέτρα,
τὸν πυργοποιὸν κράζε, τὸν κτίσαντά σε·
κέλευσμα μικρὸν προσ[………………]
Κομνηνοφυοῦς Λασχάρου Θεοδώρου
αὐτοκρατοῦς τὸν πύργον ἤγειρε, ξένε.
Η επιγραφή απευθύνεται με αμεσότητα στον ξένο ο οποίος θα θαύμαζε τον πύργο που ίδρυσε ο Θεόδωρος Λάσκαρης, για να ενισχύσει την οχύρωση της πόλης. Προστάζει επιτακτικά τον φορέα της, τη δίχως φωνή, άψυχη πέτρα, να μιλήσει και να διακηρύξει ποιος είναι ο πυργοποιός, ο κτίστης. Πριν από κάθε άλλη ιδιότητα του Λάσκαρη, προτάσσεται το επίθετο κομνηνοφυής —γέννημα, ρίζα των Κομνηνών αυτοκρατόρων— προκειμένου να τονιστεί η βασιλική καταγωγή του και να νομιμοποιηθεί συνακόλουθα η ανάληψη της εξουσίας από τον ίδιο.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης ήταν ο ιδρυτής της αυτοκρατορίας της Νίκαιας, του μικρασιατικού βυζαντινού κράτους που σχηματίστηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204. Η εξόριστη βυζαντινή κυβέρνησή του είχε να αντιμετωπίσει από τη μία τους Λατίνους της Κωνσταντινούπολης και από την άλλη τους Σελτζούκους της Μικράς Ασίας. Το 1211, ο Θεόδωρος Λάσκαρης νίκησε στη μάχη της Αντιόχειας του Μαιάνδρου τον σουλτάνο Καϊχοσρόη Α΄, αλλά λίγο αργότερα ηττήθηκε σε μάχη με τις δυνάμεις των σταυροφόρων. Κατάφερε όμως να σταθεροποιήσει και να επεκτείνει την επικράτειά του, και το 1214 προσάρτησε την Ποντοηράκλεια, την οποία έλεγχε ως τότε ο Δαυίδ Κομνηνός, από τον κλάδο της οικογένειας που ίδρυσε την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας. Η ίδρυση του πύργου τοποθετείται αμέσως μετά το έτος αυτό.
Η επιγραφή της Ποντοηρακλείας συγκαταλέγεται σε μία μακρά σειρά κειμένων που τοποθετήθηκαν επάνω σε οχυρώσεις, λαξευμένα σε λίθο ή πλασμένα με κεραμικές πλίνθους. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του ιστορικού του βίου, το Βυζάντιο υπήρξε ένα εμπόλεμο κράτος και επένδυε διαρκώς στην ίδρυση και επισκευή κάστρων, πύργων και άλλου είδους οχυρωματικών έργων. Πολλά από αυτά έφεραν επιγραφές στις οποίες απαθανατίζονταν οι συντελεστές και ο χρόνος κατασκευής τους, γίνονταν επικλήσεις για θεία προστασία και διακηρύσσονταν η ισχύς των βασιλέων των Ρωμαίων και η μέριμνά τους για τους υπηκόους τους. Οι διατυπώσεις ποίκιλαν, από τις πιο απλές και λακωνικές φράσεις, έως τα πολύστιχα έμμετρα επιγράμματα που αποτελούσαν ειδικές παραγγελίες και αντιπροσωπεύουν την υψηλή ποίηση της περιόδου. Η μεγαλύτερη συλλογή κειμένων αυτού του είδους σώζεται μέχρι σήμερα στα τείχη της Κωνσταντινούπολης.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΛΛΗΣ
Η επιγραφή δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1877 στο Corpus Inscriptionum Graecarum IV, αρ. 343. Η πιο πρόσφατη κριτική της έκδοση, την οποία ακολουθούμε εδώ, είναι του Andreas Rhoby, στο Byzantinische Epigramme auf Stein (Βιέννη 2014), αρ. ΤR44.
*