Day: 18.02.2023

William Gaddis, Οι Αναγνωρίσεις

*

Προλεγόμενα-Mετάφραση ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΕΙΒΑΔΑΣ

♦♦♦

Λίγες σελίδες από τις Αναγνωρίσεις  (The Recognitions, 1955), οι οποίες σκοπίμως δεν περιέχουν κάποια από τα εξαιρετικότερα σημεία του έργου, μα είναι απλώς οι πρώτες του βιβλίου. Πρόκειται για ανεπιμέλητο δείγμα από το πρώτο χέρι της μετάφρασης που ξεκίνησε πριν από πάρα πολλά χρόνια, το 1998, η οποία δεν ολοκληρώθηκε είτε επειδή οι εκδότες δεν ήταν σε θέση να αντιληφθούν περί τίνος πρόκειται είτε επειδή δεν ήταν σε θέση να αναλάβουν την έκδοσή του.

Ένας ελάχιστος δειγματισμός, για το πώς κρίνεται ο λογοτεχνικός μεταμοντερνισμός, για το γεγονός πως οι θεωρούμενοι σύγχρονοι κορυφαίοι αγγλόφωνοι πεζογράφοι δεν επιδίδονται παρά σε επαναπροσεγγίσεις της τέχνης του Ουίλλιαμ Γκάντις (ΗΠΑ, 1922-1998), για το πως αποδίδουν την αισθητική του δίχως να την εξελίσσουν. Για το πως ο Γκάντις ήταν όλα όσα συνέβησαν και λειτούργησαν μετά απ’ αυτόν στις κορυφές της μεταμοντέρνας αγγλόφωνης πεζογραφίας –με βάση τα όσα εκδόθηκαν μέχρι χθες το πρωί– και για το πώς η σύγχρονη αγγλόφωνη, και όχι μόνο, πεζογραφία στις καλύτερες στιγμές και επιδόσεις της αποτελεί πιστοποίηση μοναδικότητας των Αναγνωρίσεων.

♦♦♦

Ακόμη και η Καμίλλα είχε απολαύσει τα μασκαρέματα, εκείνα εκ του ασφαλούς όπου η μάσκα μπορούσε να πέσει την κρίσιμη στιγμή που εκλαμβάνεται ως πραγματικότητα.

Όμως η πομπή ψηλά στον άγνωστο λόφο, που ήταν οριοθετημένος από κυπαρίσσια, παρωθημένη από τους μονότονους ψαλμούς του ιερέα και αργοπορημένη από τις παύσεις κατά τις δεκατέσσερις στάσεις της Οδού του Μαρτυρίου (για να μην αναφέρω τη νεκροφόρα άμαξα μέσα στην οποία βρισκόταν, ένα όχημα που έμοιαζε με πάγκο ενός μπαρόκ ζαχαροπλαστείου που το τραβούσε ένα λευκό άλογο), θα μπορούσε να διαταράξει τη συνεσταλμένη της όψη, εάν ήταν σε θέση να την βλέπει.

Ισπανική μάζωξη την αποκάλεσε ο αιδεσιμότατος Γκουίον – κατόπιν: όχι από αδιαφορία, μα μ’ έναν τόνο συγκρατημένης ανησυχίας. Ανέκαθεν του άρεσαν τα ταξίδια, όταν ήταν νεότερος, κι αυτή του η παρόρμηση να διευρύνει τον ορίζοντά του ήταν τελικά εκείνη που του είχε δώσει την απαιτούμενη ευκαιρία να την υλοποιήσει (στην εν λόγω περίπτωση, ένα καράβι με προορισμό την Ισπανία), και κόστισε τη ζωή της γυναίκας με την οποία υπήρξε παντρεμένος πριν από έξι χρόνια.

– Θαμμένη εκεί παρέα με κάμποσους νεκρούς καθολικούς, βρισκόταν η κατάρα της θείας Μέυ. Η θεία Μέυ ήταν η αδελφή του πατέρα του, μια στείρα ακλόνητη γυναίκα, κατά το καλβινιστικό ιδεώδες πιστή στον άντρα που υπήρξε αιδεσιμότατος Γκουίον πριν απ’ αυτόν. Επιτελούσε το καθήκον της με κάθε ευκαιρία που προσέφεραν οι αυθεντικές χριστιανικές προσβολές.

Διότι οι δύο οικογένειες είχαν κι άλλον λόγο να νιώθουν αποστροφή πέρα από τη φαινομενικά ιδιότροπη αποδοχή που έδειχνε ο χήρος για τον θάνατο της γυναίκας του. Αρνούνταν να του συγχωρέσουν πως δεν επέστρεψε το άψυχο κορμί της Καμίλλα στην πατρίδα της, για να το εναποθέσουν στο άσπιλο προτεσταντικό χώμα της Νέας Αγγλίας. Αυτό ήταν το δικό τους Μαρτύριο, το κουβαλούσαν πέρα σ’ εκείνον τον ζοφερό πολυτελή Γολγοθά με μια αξιοθαύμαστη έκφραση πουριτανικής αγανάκτησης.

Ιδού τι είχε συμβεί. Νωρίς το φθινόπωρο, το ζευγάρι είχε σαλπάρει για την Ισπανία. – Ένας θεός ξέρει τι πάνε να κάνουν εκεί πέρα, ανάμεσα σε όλους εκείνους τους… εκείνους τους ξένους, ειπώθηκε μεταξύ άλλων. – Μια ολόκληρη χώρα γεμάτη με δαύτους, επίσης.

– Και η Καθολική, γκρινιάρα θεία Μέυ, αρνιόταν ακόμη και να επαναλάβει το όνομα του πλοίου με το οποίο ταξίδευαν, λες και μπορούσε να διαισθανθεί την άμεση καταστροφή που προμήνυε και τον αλληλοσπαραγμό που θα κατάκλυζε ολούθε τη θάλασσα με νίκες ανώφελες, ο οποίος για είκοσι χρόνια αναμενόταν. Παρ’ όλα αυτά, επιβιβάστηκαν στο Purdue Victory και αναχώρησαν από το λιμάνι της Βοστώνης, όντας προετοιμασμένοι για όλων των ειδών τις αντιξοότητες εκτός από εκείνες που άφηναν πίσω τους κι εκείνες τις καταστροφές με την εμβέλεια και τη συγκυριακή τους αυθεντικότητα τις οποίες τα χριστιανικά δικαστήρια και οι ασφαλιστικές εταιρίες, με ταπεινότητα υποστήριζαν ad hominem, πως ήταν ενέργειες του Κυρίου. Την Ημέρα των Αγίων Πάντων, την έβδομη μέρα εν πλω και στο μέσον του ταξιδιού, ο Κύριος επιβιβάστηκε στο Purdue Victory και έδρασε: Η Καμίλλα αρρώστησε από οξεία σκωληκοειδίτιδα.

Ο χειρουργός του πλοίου ήταν ένας φακιδιάρης αξύριστος μικροκαμωμένος άντρας του οποίου τα ρούχα, γεμάτα μουτζούρες, λεκέδες και καψίματα από τσιγάρα, αγκάλιαζαν το κορμί του πιασμένα μ’ έναν μπερδεμένο σπάγκο. Τα κουμπιά του παντελονιού του που ήταν από καραβόπανο ήταν εξ αρχής φτιαγμένα, κατά τον τρόπο μιας δαιμόνιας εξαπάτησης για λόγους οικονομίας, από επενδυμένο χαρτόνι. Μετά από αμέτρητα πλυσίματα έμοιαζαν πλέον σαν μια σειρά από γκρίζα απομεινάρια κατά μήκος του ανοίγματος που έχασκε ανάμεσα στα πόδια του.

Μολονότι μια μπουτονιέρα διακρινόταν καμιά φορά μέσα από κάποιο άνοιγμα στο πανωφόρι του, το άνθος, επίσης, αποδείχθηκε πως ήταν από χαρτόνι, κι ο ίδιος έμοιαζε πως ήταν από εκείνους που διώχνουν τον αφρό από το ποτήρι της μπύρας με τη ράχη μιας βρομερής χτένας που βαστούν στην κωλότσεπη, και καθαρίζουν τα νύχια τους πάνω στο τραπέζι με τις άκρες του πιρουνιού για τη σαλάτα, πράγματα τα οποία, όντως έκανε. (περισσότερα…)

Advertisement