*
του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
Δημήτρης Πέτρου,
Εικοστός κόσμος,
Πόλις, 2022
Ανεξάρτητα από αξιολογικές θεωρήσεις ή ζητήματα γούστου, γεγονός παραμένει πως το ευρύτερο κύρος που κατάφερε να κατακτήσει ο νεώτερος λυρισμός προήλθε από την προσπάθεια σύλληψης και μετάδοσης μιας ορισμένης συνολικής εικόνας του κόσμου. Το παράδοξο ήταν βέβαια πως ένα “υποκειμενικό” είδος καλούνταν να επωμιστεί την αναπαράσταση ενός ολόκληρου κοσμοσυστήματος που βρισκόταν σε πλήρη εκτατική και εντατική ανάπτυξη. Το εκρηκτικό κοινωνικό περιεχόμενο του καλπάζοντος —καταστροφικού κυρίως, αλλά την ίδια στιγμή και δημιουργικού— εκσυγχρονισμού όλων των τομέων της ανθρώπινης ζωής έπρεπε να διαπεράσει το φίλτρο της ποιητικής υποκειμενικότητας και να ξαναπαρουσιαστεί στο πεδίο της γλώσσας ως κατακτημένη κριτική γνώση και αισθητική υπέρβαση.
Το βάρος και η δυσκολία αυτής της αντίφασης, η ένταση υποκειμενικού-αντικειμενικού, υπήρξε ο πυρήνας των μεγάλων επιτεύξεων αλλά και των μεγάλων αποτυχιών στις ποικίλες προσπάθειες για την πολυπόθητη ποιητική Weltanschauung. Μια τέτοια “κοσμοθεωρία” υπήρξε ο ορίζοντας προσδοκιών του υψηλού μοντερνισμού. Η ανταπάντηση του αυτονομημένου λογοτεχνικού πεδίου στις συνεχείς κρίσεις του κοινωνικού και του πολιτικού. Συνειδητοποιήθηκε και αποτυπώθηκε ποικιλοτρόπως στον λεγόμενο δυτικό κανόνα, ήδη από τον Χαίλντερλιν, στον Ρίλκε, στην Έρημη Χώρα και τα Cantos, και εδώ σε μας, από την σικελιανική μεγάλη απόπειρα ώς το Μυθιστόρημα και το Άξιον Εστί. Εντούτοις, ανάλογες ποιητικές προθέσεις ατόνησαν και εν πολλοίς εγκαταλείφθηκαν από το τελευταίο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα και εξής, συντονιζόμενες ίσως με την «λήθη του ιστορικού» και το γενικότερο μεταμοντέρνο πνεύμα απόρριψης της μεγάλης τέχνης, των μεγάλων πολιτικών σχεδίων, της ολότητας κ.λπ.
Το νέο βιβλίο του Δημήτρη Πέτρου, Εικοστός κόσμος, είναι μια σημαντική ποιητική κατάθεση γιατί φαίνεται να μεταθέτει τον κατεστημένο ορίζοντα προσδοκιών και να επανεισαγάγει το στοίχημα μιας ποιητικής αναπαράστασης που διεκδικεί τη συνολική θέαση. Το γεγονός βέβαια της ίδιας της ύπαρξης των προηγούμενων προσπαθειών —άρα και των, σχετικών ή μη, αποτυχιών— του κανόνα σε αυτό το πεδίο, κατευθύνει την εκδρομή του σε διαφορετικές, αναγκαστικά λιγότερο φιλόδοξες οδούς, πράγμα που μπορεί να διαπιστωθεί, μεταξύ άλλων, από τη “μετρημένη” έκταση της σύνθεσης αλλά και την υπερίσχυση του λυρικού στοιχείου απέναντι στο επικό.
Ωστόσο, η υψηλή πρόθεση μιας συνθετικής (ανα)διατύπωσης του τι τελικά διακυβεύτηκε στον «αιώνα των άκρων» παραμένει και χαρακτηρίζει από την αρχή ώς το τέλος τον Εικοστό κόσμο. Ήδη ο τίτλος φαίνεται να σημαίνει προς αυτήν την κατεύθυνση, καθώς η ανοικειωτική μεταλλαγή της πολυχρησιμοποιημένης φράσης παραπέμπει όχι τόσο στην αφήγηση του αιώνα, παρά μάλλον σε μια χαρτογράφησή του. Επιπλέον, το εισαγωγικό μότο από τον Tractatus του Βιττγκενστάιν («[…] δεν θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε σαν τι θα έμοιαζε ένας “μη λογικός” κόσμος») θέτει ρητά στον αναγνώστη το ζήτημα του Υψηλού, την αναπαράσταση του μη-αναπαραστάσιμου, ως την ίδια στιγμή στόχο αλλά και επικίνδυνη ανασταλτική σκιά που συνοδεύει εξαρχής το ποιητικό εγχείρημα.
Το βιβλίο φαίνεται να αρθρώνεται σε τέσσερα μέρη. Σχηματοποιώντας, θα λέγαμε πως το πρώτο και το τελευταίο σκιαγραφούν τον χώρο του ποιητικού υποκειμένου και τα δύο ενδιάμεσα εκείνον του ποιητικού αντικειμένου, ωστόσο η αλληλοδιείσδυση των δύο επιπέδων είναι διαρκής. Το πρώτο (σ. 9) αποτελεί ένα αυτοαναφορικό προοίμιο, όπου, ακολουθώντας τη μοντερνιστική παράδοση, η ποιητική ταυτότητα εμπλέκεται σε έναν «μοναδιαίο σχετικισμό». Προσπαθεί δηλαδή να υπερβεί τον κλειστό κόσμο της ατομικής συνείδησης, καθώς η αναπαράσταση της κοινωνικής ολότητας πρέπει αναγκαστικά να πάρει τη μορφή ποικίλων υποκειμενικών κόσμων που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Έτσι, με τους απόηχους του Οροπεδίου του Μιχάλη Κατσαρού να ακούγονται μάλλον ευδιάκριτα, διαβάζουμε: «Είμαι ο χτεσινός και ο επόμενος. / Ο Πομερανός και ο Βεδουίνος. / Ο βιομηχανικός εργάτης. Ο δρομέας. / Ο ερχόμενος και ο αναχωρητής. / Είμαι ένα σπίτι διάτρητο από σφαίρες / στα περίχωρα […]».
Στο δεύτερο μέρος («Ραψωδία για το βεληνεκές», σσ. 13-22) επιχειρείται η ποιητική συμπύκνωση εκείνου που σημάδεψε τον εικοστό αιώνα: της πολεμικής αναμέτρησης. Έχοντας, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, βασικό και διαρκές διακείμενο την Ιλιάδα, ο Πέτρου προβαίνει εδώ σε μια αφήγηση με έντονο εξπρεσσιονιστικό τόνο, ενώ ενδιάμεσα και παράλληλα εκτυλίσσεται και προβληματοποιείται ρητά εντός του κειμένου η διαδικασία συγκρότησης της “αρμόζουσας” ποιητικής εκφοράς.
Στην πρώτη σελίδα μάλιστα, μέσω ενός λειψού διαλόγου ανάμεσα στον Όμηρο και τον ποιητή, δραματοποιείται ο διακειμενικός υπερκαθορισμός: «[…] Δίπλα μορφή τυφλή, απορημένη / σε ραψωδίες πάλευε να κλείσει την παραφροσύνη. / Γυρίζει και μου λέει: / —Πού πήγαν οι Θεοί; / […] Τώρα ποιος θα βάλει το θυμό σε τάξη; // Νύχτα ψυχρή χωρίς διαβουλεύσεις. / Δεν απαντώ. // —Πού είδες ομορφιά; / Βασιλική πληγή μέσα σ’ αυτό το χάος; // Νύχτα ψυχρή και ξάστερη, γεμάτη κρότους.» O αρχαίος ψάχνει να βρει νόημα και ύψος στην μάχη, όμως ο νεωτερικός πόλεμος δεν προσφέρεται για ανάλογες παραμυθίες. Στην επόμενη σελίδα μοιάζει να μιλάει ο ίδιος ο Όμηρος —ή, ίσως, ο ποιητής έχοντας ενσωματώσει την ιστορική “διαφορά” που αντιπροσωπεύει ο Όμηρος— αντιπαραβάλλοντας τις αρχετυπικές στιγμές του πολέμου με τη μη-αναπαραστάσιμη φρίκη της μοντέρνας, ολοκληρωτικής, εκδοχής του: «Όμοιες οι κραυγές. Η οσμή του αίματος στην άμμο. / Ακούω το πέταγμα της μύγας στις κοιλότητες. / Τη δύσκολη αναπνοή. Το τελευταίο ξάφνιασμα. / Όλα ίδια. / Όμως κάτι λείπει. Κάτι στρεβλώνει το τραγούδι. / Ανώνυμοι νεκροί χωρίς τη θαλπωρή της ήττας. / Μονάχα σκόνη και φόνος. / Μονάχα σκόνη, φόνος και χέρσα γη. / Μονάχα σκόνη / και φόνος / και χέρσα γη.»
Η ποιητική υποκειμενικότητα βρίσκεται συνεχώς υπό σχηματισμό ως τις σσ. 19-20, όπου η διαδικασία γόνιμης ενσωμάτωσης του αρχαίου υπερ-κειμένου περατώνεται: «και έφτασα στο επίτευγμα / ο άνθρωπος που για ανθρώπους δάσκαλος λογίζεται / και ο άνθρωπος ο μοναχικός που διψούσε για μάθηση / ο μόνος που έφτασε και ο τελευταίος που χάθηκε // εγώ του κόσμου το άλλοθι / κι ο κόσμος που ράγισε». Ακολουθεί το εκφραστικό παράδειγμα αυτής της περάτωσης, δηλαδή η ομηρική παρομοίωση των δύο τελευταίων σελίδων ως κατακλείδα αυτού του μέρους, όταν και εμφανίζεται πλέον φανερά ως παρακείμενο, εν είδει επικεφαλίδας, ο πρώτος στίχος του ομηρικού έπους.
Ο Πέτρου καταφέρνει σε μεγάλο βαθμό να κρατήσει την ισορροπία, να συντονίσει αποτελεσματικά τις δύο τροπές του λόγου ‒ αυτοαναφορική και αφηγηματική. Ο ιστορικός ενεστώτας ξεδιπλώνει με ζωντάνια και ενσυναίσθηση το νήμα των αναγνωρίσιμων σταθμών της ναζιστικής επιθετικής πορείας και του φυσικού και ανθρώπινου κόσμου που συγκλονίζεται από αυτήν, παραλλήλως με την ανάπτυξη μιας διαλεκτικής του ποιητικού υποκειμένου.
Έχοντας κατακτήσει πια το μέσο έκφρασης, ο ποιητής προχωρά στο τρίτο μέρος («Κάθοδος», σ. 25-32) σε μια συνολικότερη προσπάθεια “κοσμοθεώρησης” του αιώνα. Πρόκειται μάλλον για το οργανικότερα δεμένο μέρος της σύνθεσης. Αφήγηση, παράσταση, έκφραση και αναστοχασμός είναι πλέον εδώ ήδη σε συμπλοκή, οδηγώντας τη γραφή σε πολιτικές και αξιακές κριτικές κατευθύνσεις. Η ποιητική και νοηματική ανάπτυξη αποκτά ρυθμικότητα, γεγονός που διευκολύνει την αναγνωστική πρόσληψη. Επιπλέον, το πεδίο ιστορικής αναφοράς επεκτείνεται προς την μεταπολεμική συνθήκη φτάνοντας μέχρι την καταστροφή του Τσέρνομπιλ και τον Πόλεμο του Κόλπου.
Η τεχνική σύνθεσης που εφαρμόζεται μοιάζει να παρακολουθεί τα Cantos του Έζρα Πάουντ και κυρίως τις «λάμπουσες λεπτομέρειές» τους, τις λαμπρές αλλά αποσπασματικές σημαίνουσες λεκτικές εικόνες που προσπαθούν να συγκροτήσουν μια αισθητική ολότητα. Ο Πέτρου διατρέχει τις ενθουσιώδεις προετοιμασίες τoυ Αμερικανικού Εκστρατευτικού Σώματος για τον πρώτο μεγάλο πόλεμο, τις σημαντικές μάχες χαρακωμάτων του, φτάνοντας στο ανατολικό και νότιο μέτωπο του δεύτερου και τη στιγμή της σεφερικής Κίχλης, καταλήγοντας σε κριτικές αποφάνσεις για τις αιτίες και τους καθοδηγητές εκείνου που στις αρχές του αιώνα το ευρωπαϊκό πνεύμα, μέσω του Μαρινέττι, έφτασε να ονομάσει «μοναδική υγεία του κόσμου»: «Από τις στέπες με το ψηλό χορτάρι/ στα λαγούμια του Βερντέν —από τις ποντικότρυπες / του Ντον στις ζεστές πέτρες των Χανίων […] // ο άνεμος που φέρνει το κάλεσμα του ρακοσυλλέκτη γλάρου / —τη βραχνή κόρνα του οχηματαγωγού «Γαλήνη»— / ώς τις ξέρες της Καραϊβικής με τις υγρές διαδρομές —όπου / χάνονται επιπόλαιοι αρχειοθέτες— // είναι ο άνεμος που κουβαλά / τις προσευχές της γηραιάς κυρίας.» Στη δεύτερη ενότητα, με μια παρόμοια “συνδεσμολογία”, αναδιατάσσεται ο μεταπολεμικός χρονότοπος και αναφαίνεται ένα ορισμένο “τέλος” της αστικής εποχής —ή της ευρωπαϊκής κεντρικότητας— με τον ποιητή και πάλι να λειτουργεί εδώ, όπως γράφει και στο προοίμιο, ως «ο χτεσινός και ο επόμενος», αναλαμβάνοντας το στοίχημα μια συνολικής κρίσης από την άκρη του 21ου αιώνα αλλά και εξακολουθητικά εντός του 20ού: «Από τις φωλιές των πολωνικών λύκων/ στα δάση των υπαρξιστών —από τους κυνηγότοπους της Πρωσίας / στους ξεχασμένους φάρους των εφτά θαλασσών— / στα σκοτεινά λαγούμια των κβαντιστών —στις ύπουλες σιωπές / της σύγχρονης πυροβολαρχίας— // μέχρι τα κρυστάλλινα γραφεία στις Νήσους Μανχάταν— […] / είναι ο άνεμος που σκορπά / το παρελθόν της άσπιλης κυρίας».
Στο τελευταίο κομμάτι της σύνθεσης («Ευγονική», σσ. 35-39) η ποιητική έκθεση επιστρέφει στην πρωτοπρόσωπη εκφορά του προοιμίου θέλοντας πια να μιλήσει για το παρόν, έχοντας συνειδητοποιήσει καθαρά την πορεία που διανύθηκε. Ο τίτλος μοιάζει να δηλώνει, μετωνυμικά και με ειρωνεία, τις προθέσεις και ταυτόχρονα το στρεβλωτικό αποτέλεσμα του «ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου». Εδώ το λυρικό υποκείμενο αναγνωρίζεται στην παροντική του βιωματική διάσταση, πέρα και από τη μεταπολεμική συνθήκη: «Εγώ ήμουν αλλού. / Όσο η εποχή των αστών κατέρρεε. / Όσο η προσευχή και η διαφήμιση κυρίευαν του πάντες. / Τώρα χαλίκια στα γόνατα και νεκρές αγελάδες. / Πίξελ και σκοτάδι.» Η ποιητική κοσμοθεώρηση, η απόφανση για τη σημερινή κατάσταση είναι εξαιρετικά διαυγής όσο και συντριπτική, στοχεύοντας, μεταξύ άλλων, στην πιο κρίσιμη διάσταση του κόσμου μας, την ολοκληρωτική —και πλήρως ολοκληρωμένη πλέον σε σύγκριση με τον 20ό αιώνα— διαμεσολάβηση όλων των ανθρώπινων ενεργειών από την τεχνική και την εικόνα: «Αυτή η έρημος που ζω / σπίτι ενός φασματικού, λοξή ταπετσαρία από πληγές / δεν είναι τίποτ’ άλλο από βυθός. / Στους δρόμους κινούνται μηχανές αθόρυβες. / Σε κάθε αλλαγή οι κόρες διαστέλλονται / κι ύστερα πάλι ησυχάζουν. / Αυτή η έρημος, αυτές οι αλυκές ‒ / ρίχνω σταγόνες νερό.» Και πάλι όμως το λυρικό υποκείμενο δεν υπάρχει μονήρες, αλλά οι κεραίες του συλλαμβάνουν τα προσερχόμενα μέσω μιας χαρακτηριστικής επωδού («Μεγάλη βοή κατέβαινε»), η οποία ορίζει και τη συνέχεια της περιπέτειας του 20ού εντός του 21ου αιώνα.
Στις τελευταίες αυτές σελίδες, ο πολιτικός χαρακτήρας του βιβλίου έρχεται στο προσκήνιο ακριβώς με την εμφάνιση ενός νέου υποκειμένου, συλλογικού και μυστηριώδους, αδιάγνωστου από το ποιητικό εγώ μέχρι και το τελευταίο τετράστιχο της σύνθεσης. Είναι ένα τετράστιχο που ως κατακλείδα της αναγνωστικής εμπειρίας περιέχει ένα στοιχείο λυτρωτικό. Ο Πέτρου δοκιμάζει για πρώτη φορά να μιλήσει για το μέλλον και για τη συλλογική απελευθερωτική δράση που αναγκαία επίκειται, προσφέροντάς μας μια εικόνα μεγάλης δύναμης και εμβέλειας: «όπως το φως πέφτει πάνω στο σίδερο / μέρα χειμωνιάτικη σκληραίνει την όραση / πλήθος απόκληρο σηκώνεται όρθιο / και σκάβει με τα νύχια τα βουνά.» Και η επωδός συνεχίζει ακόμη μία φορά δείχνοντας ίσως προς το ανοιχτό κοσμικό και κοινωνικό πεδίο, εκτός και πέραν της καλλιτεχνικής αποτύπωσης.
Ο Εικοστός κόσμος είναι μια ποιητική προσπάθεια που σαφώς λαμβάνει χώρα «μετά» το μοντέρνο, χωρίς όμως γι’ αυτό να παραιτείται από την υψηλή στόχευση μιας συνολικής αναπαράστασης. Ενδεικτικό ως προς αυτό είναι πως η ποιητική του Πέτρου —παρ’ όλη την πληθώρα των φωνών και τη διακειμενική ένταση— δεν προβληματοποιεί σε καμία στιγμή την έννοια ή τη δυνατότητα της ιστορικής γνώσης. Ο κοινός τόπος, τα τελευταία χρόνια, μιας «μετα-ιστορικής» προοπτικής στο είδος του μυθιστορήματος —αλλά και ευρύτερα στο πολιτισμικό πεδίο— δεν εμφανίζεται ούτε κατ’ ελάχιστο στον Εικοστό κόσμο. Η αισθητική ανασύνθεση της ιστορίας εκφέρεται μέσω μιας φωνής που δεν ταλαντεύεται όσον αφορά την ερμηνεία των γεγονότων. Κι αυτό επειδή το αναμφισβήτητο δεδομένο εδώ είναι ο πόνος και το κακό («χρόνος σημαίνει αίμα»). Ως εκ τούτου δεν υπάρχει χώρος για τον «μετα-ιστορικό» σχετικισμό των πολλαπλών αφηγήσεων ή τη θεματοποίηση της ίδιας της κατασκευής. Η παρουσία ανάλογων στοιχείων στον Εικοστό κόσμο λειτουργεί μάλλον προς την αντίθετη κατεύθυνση: ως προϋπόθεση για τη συγκρότηση μιας λυρικής υποκειμενικότητας που αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη της για την ερμηνεία του παρελθόντος, αξιώνοντας μάλιστα στο τέλος την ενεργή της εμπλοκή στη διατύπωση ενός διαφορετικού μέλλοντος.
Τελικά, ανεξάρτητα από πιθανά συνθετικά “στραβοπατήματα” ή αισθητικές (ακόμα και πολιτικές) διαφωνίες η υψηλή πρόθεση στη συγκεκριμένη περίπτωση αποζημιώνει, ενώ πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν και για το είδος και τις ποιότητες των νέων ελληνικών του Πέτρου. Γενικότερα μιλώντας, πρόκειται για ένα ποιητικό βιβλίο που μπορεί να ξεκινήσει πολλές συζητήσεις. Και μόνο αυτό το χαρακτηριστικό του το καθιστά σημαντικό και αξιανάγνωστο.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ
*