της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ
Νικόλας Κουτσοδόντης, Μόνο κανέναν
μη μου φέρεις σπίτι, Θράκα, 2021
Το Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι είναι ένα από τα καλά βιβλία που διάβασα εκπνέοντος του 2022, αν και εκδομένο ένα χρόνο νωρίτερα. Είναι η δεύτερη δουλειά του τριανταπεντάχρονου ποιητή και ήδη από το εισαγωγικό κείμενο —απόσπασμα από το βιβλίο του Άγγλου συγγραφέα John Berger—, που προηγείται της συλλογής, δίνεται το βιωματικό υπόστρωμα του βιβλίου που θα μπορούσαμε να πούμε ότι εντοπίζεται στη φράση: «[Να] παλέψω ενάντια σ’ όλα εκείνα που προκαλεί το γεγονός ότι είμαι ανεπιθύμητος». Το βιβλίο αποτελεί, εκτός των άλλων, μια καταγραφή του στίγματος του ανθρώπου που αισθάνεται περιττός και ανένταχτος, στοιχείο άμεσα αλλά όχι αποκλειστικά σχετιζόμενο με την έκκεντρη σεξουαλικότητα του δημιουργού. Στο βιβλίο εντοπίζουμε παράλληλα και την πολιτική και κοινωνική θέση του ποιητή που καταγράφει κατ’ επίφαση ουδέτερα, στο βάθος όμως βαθιά ειρωνικά την κοινωνική και οικονομική συνθήκη του καιρού μας με όλους τους αποκλεισμούς και τον υφέρποντα ολοκληρωτισμό που αυτή παράγει. Το βιβλίο θα μπορούσε να ενταχθεί στην gay ή queer λογοτεχνία, καθώς παρακολουθούμε όχι μόνο την ερωτική ενηλικίωση του ποιητικού προσώπου στη μοναξιά του δύσκολου έρωτα αλλά και την στρατευμένη θέση απέναντι στην περιθωριοποίηση που υφίσταται η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα. Ας δούμε ένα πρώτο δείγμα:
Ρόμπιν
Δεν ήταν μυστικό ποιος ήταν ο Τιμ Ντρέικ.
Είχανε την πληροφορία πάμπολλα αγόρια.
Δε συνήθιζα παιχνίδια ν’ ανταλλάσσω ή κόμικ
δε συνήθιζα τους φίλους
ούτε κι εκείνο το νεαρό του γαντοφορεμένο χέρι
ύπουλα να πιέζει την κοιλιά μου –
βίαια και όμορφα να με λαχανιάζουν
οι μελαχρινές τούφες στα μάτια του
οι καθαρές γραμμές στους μυς
σκίτσο το σκίτσο να περνάνε το κορμί μου
τρόμο.
Σκούντηξα τη μαμά μου –
μου αρέσει
αυτό το αγόρι μου αρέσει!
Συνέχισε ό,τι έπινε με την παρέα
στο Κεφαλάρι
το βράδυ εκείνο που ήμουν δεκάχρονος
και θέλησα πρώτη φορά κορμί.
Η συλλογή απαρτίζεται από δύο κατηγορίες κειμένων. Πρώτον, κείμενα μιας πρωτοπρόσωπης εξομολόγησης που εστιάζουν στην ερωτική εμπειρία σε στενή συνάφεια με την παρατήρηση ενός ασυνάρτητου κοινωνικού και οικογενειακού περίγυρου. Δεύτερον, ποιήματα που τιτλοφορούνται ως «επισκέψεις»: σκηνικούς μονολόγους υπαρκτών προσώπων, τα περισσότερα εκ των οποίων λειτουργούν ως εμβλήματα στο χώρο της γκέι ή ευρύτερα κινηματικής κουλτούρας.
Στην πρώτη κατηγορία, υιοθετώντας το ιδίωμα μιας ακατέργαστης προφορικότητας, εκτυλίσσει συνειρμικά τις αποσπασματικές εικόνες της μικροαστικής τοπογραφίας όπου διαδραματίζονται οι μοναχικές περιπέτειες του έρωτα. Καφέ, μαγαζιά, γραφεία, μπαρ στεγάζουν τις άγονες αναμονές και το ρεμβασμό του ποθούμενου. Απόμερες αλάνες, ταράτσες – παρατηρητήρια, δρόμοι συνθέτουν την κατακερματισμένη γεωγραφία του απόκεντρου, μιας περιφέρειας μακριά από το χώρο της ορθόδοξης ζωής, σε συζυγία με την έκκεντρες τροχιές της σεξουαλικότητας:
Περαία
Πρώτα μας διώξανε απ’ τους μόλους
κατά μήκος στο μολυβογάλαζο Περαία.
Τα φανάρια πιο κάτω σώμα λιμενικό κι ελάχιστοι
περαστικοί σε αυτοκινητάδα σαββατιάτικη
και δεν υπήρξε μέχρι τότε άγγιγμα
ούτε μιαν άκρη δάχτυλο στο πρόσωπό μου
με όλα τα κλειστά τα λύκεια του Ιουλίου
στα ζυγωματικά.
Σουρούπωνε
πίσω απ’ τις σιδεριές μέσα στα ψόφια χόρτα
παίζαν πιτσιρίκια ημίγυμνα μ’ ένα πλυντήριο
που ξέρναγε σκουριά δίπλα στο ξύλινο βαγόνι
και τον καταυλισμό.
[…]
Μας συνόδευε αυτό που πρόσταζε και τον
υδράργυρο
πίσω απ’ τις πικροδάφνες της γωνίας
με την πατρική ματιά του ξοφλημένου εργοστάσιου
στ’ αριστερά.
Τα χόρτα είχαν αραιά φυλλώματα
περνούσαν μηχανάκια
προμήθειες σε φορτηγά ταχυφαγείων
οι ίδιοι εκείνοι θάμνοι είχαν κενό
πιο γυμνό από κοιλιά
και είχαν πιο πολύ το χέρι στον καβάλο
δεν φρόντιζαν καθόλου
το τίποτε της γλύκας.
Στη δεύτερη κατηγορία, στις «επισκέψεις», ακούμε το λόγο προσώπων, όπως η Αρίθα Φράνκλιν, ο Μαρίνος Βαν Ντερ Λούμπε, ο φερόμενος ως εμπρηστής του Ράιχσταγκ στη γνωστή χιτλερική προβοκάτσια, ο φιλόσοφος Σκίνερ, σύντροφος του Βιτγκενστάιν, ο αριστερός γκέι ακτιβιστής Χάρι Χέι, η δράση των οποίων επεξηγείται στις σημειώσεις του βιβλίου. Βρίσκω τα κείμενα αυτά από τα πιο άρτια της συλλογής καθώς η θεατρικότητα που παρέχει ο μονόλογος αφήνει με φυσικότητα να εκτυλιχθεί η αποκεντρωμένη αφηγηματική δομή που είναι η κατεξοχήν γλωσσική στρατηγική του βιβλίου.
Επίσκεψη πρώτη
[ Ο ΧΑΡΙ ΧΕΪ ΔΙΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΑΠ’ ΤΟ ΚΟΜΜΑ ]
Υπολόγισε αγαπημένη Μίριαμ:
Στους εργατικούς αγώνες έτη δεκαοκτώ
τη διαλεκτική «Κράτος κι επανάσταση»
και το «Γκρούντρις»
να διδάσκω έτη δέκα και στον βασανισμένο
γάμο μου με την Ανίτα έτη δεκατρία.
Μα εμένα γραμματίνα μου τις νύχτες
σε αφώτιστα πάρκα ή τούνελ
κάποιος Μάθιου Τζον Τόμπι και Μπράιαν
μου μάθαινε έρωτα
του μάθαινα γεύση
[…]
Γιατί δεν υπάρχει μήτε το ελάχιστο υπερβατικό
όταν από πόνο πουλιά φτιάχνουν τα φρύδια των
ανέστιων
και η φύση γύρω απλώνεται πέραν τις εμπειρίας
σ’ αυτή την πόλη με τους καλογυμνασμένους μυς
της επιχειρηματικότητας.
Μα είμαστε άνθρωποι κι έχουμε
την ιδέα μας για την ευτυχία
κι εκεί έξω που βιάζει την Μπλανς ο Κοβάλσκι
για μένα είναι το άγγιγμα το πιο ζεστό μου ρούχο
και προς μια τέτοια ανατροπή δουλεύω.
Η συλλογή δομείται στην περιγραφική αφήγηση επεισοδίων κατακερματισμένων σε ασυνεχή, σχεδόν κινηματογραφικά πλάνα, δοσμένα στην ιδιόλεκτο των νέων της γενιάς του ποιητή, με λογότυπους της ποπ κουλτούρας, συχνά χωρίς στίξη, σε συνεχή ροή. Εδώ, όπως συμβαίνει σε πολλούς νέους ποιητές, δεν θα βρεις τη σπάνια μεταφορά αλλά το απροσδόκητο λογοπαίγνιο του κοινόχρηστου λόγου. Δραστικά επίσης λειτουργούν οι επιμέρους εικόνες που διαθέτουν συχνά μια απερίφραστη ευκρίνεια και αφοπλιστική ορατότητα. Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποια φάλτσα, όπως ορισμένες παράδοξες τομές των στίχων που δυσκολεύουν την κατανόηση, θολές φράσεις και ασαφής σκηνογραφία, όπως π.χ. στο ποίημα «Όστια» όπου οι σουρεαλιστικές εικόνες συσκοτίζουν τα πράγματα. Επίσης, κατά τόπους, παρατηρούμε μια ασυνάρτητη αποσπασματικότητα που πρέπει να υπαχθεί σε μια συνεκτικότερη αφηγηματική ακολουθία. Εν συνόλω, όμως, είναι ένας λόγος αψιμυθίωτος και συνειδητά πεζός σε αρμονική αντιστοιχία με την σκληρή τοπιογραφία της συλλογής. Κύριο κλίμα αυτού του τόπου είναι το αίσθημα του ανέστιου, του χωρίς πυρήνα που αναζητά τον αυτοπροσδιορισμό, άλλοτε συστρεφόμενο και άλλοτε σε μάχιμη αντιδιαστολή προς την δυσμενή εξωτερική συνθήκη.
Το θεματικό πεδίο της συλλογής μας οδηγεί στη συζήτηση για την queer λογοτεχνία, έναν όρο που πάσχει από την ρευστότητα των νεοπαγών ορισμών της εποχής μας και συχνά αυτές οι συζητήσεις, εκκινούμενες από άλλες αφετηρίες σκέψης, ενδέχεται να παραγκωνίσουν το κύριο ζητούμενο, την θεώρηση των έργων του λόγου με τους αισθητικούς όρους που τους αρμόζουν. Οι μόδες της εποχής περί αποδοχής της διαφορετικότητας ενέχουν τον κίνδυνο μιας νέας πολιτικής ορθότητας, χώρο στον οποίο μπορούν να βλαστήσουν κείμενα που απολαμβάνουν μια προσοχή όχι τόσο λόγω της αισθητικής τους αξίας όσο λόγω της συγκυριακής τους σύμπλευσης με την επικαιρότητα των κινηματικού. Το κείμενο του Κουτσοδόντη δεν ανήκει σε αυτή την κατηγορία, καθώς αποτελεί μια αξιόλογη κατάθεση ενός προσωπικά βιωμένου τρόπου με τον οποίο η κανονιστική προτυποποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς από την κυρίαρχη κοινωνική νόρμα έρχεται να συνθλίψει την ανάγκη του αυτοπροσδιορισμού του ατόμου. Και με αυτόν τον τρόπο ο προσωπικός χώρος γίνεται άμεσα πολιτικός.
ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ
*
*