*
του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ
Σε μια από τις καταγραφές των οιονεί χαμάδων του, ο Λορεντζάτος, στα Collectanea, κάνει την ακόλουθη παρατήρηση στηριγμένος σε μιαν αντιστοιχία που ενώνει τη Σαπφώ με τον Κάλβο· αντιγράφω:
Αθάνατη ελληνική γλώσσα! Παράξενες αντιστοιχίες βλέπω να ενώνουν τη Σαπφώ με τον Κάλβο:
ἄστερες μὲν ἀμφὶ κάλαν σελάνναν
ἂψ ἀπυκρύπτοισι φάεννον εἶδος,
ὄπποτα πλήθοισα μάλιστα λάμπῃ
γᾶν ἐπὶ παῖσαν
… ἀργυρία.
Σελλάναν… ἀργυρία. Ναι, από τη Σαπφώ φτάνομε στον καταμόναχο Κάλβο:
Τὸ ψυχρόν της ἀργύριον
ῥίπτει ἡ σελήνη.
Όταν ο Σεφέρης θα πει σχετικά με το τέλος της στροφής αυτής του Κάλβου: «ο νους μου πήγε στα τριάκοντα», η νεοελληνική κριτική βγαίνει από την περιοχή που την προσδιόριζαν Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου του Κωστή Παλαμά (μια εποχή) και μπαίνει οριστικά (μια άλλη εποχή) στη νεότερη φάση της.
(Collectanea, αρ. 384, σ. 190-191)
Καταπώς φαίνεται, μα και καταπώς εγώ καταλαβαίνω, το σχόλιο του Λορεντζάτου ουσιαστικά υπαινίσσεται κι υπονοεί συνέχειες της γλώσσας της ελληνικής («Αθάνατη ελληνική γλώσσα!») στην ανάδειξη ποιητικών θεμάτων, τόπων, εκφράσεων κ.ο.κ. (όσο κι αν τούτο δηλώνεται ως «παράξενες αντιστοιχίες»). Κι αυτό παρά την κατ’ επίφασιν έκπληξη που δηλώνει η φράση «Ναι, από τη Σαπφώ φτάνομε στον καταμόναχο Κάλβο» κι ιδίως η χρήση του επιθέτου «καταμόναχος»· αντιθέτως, νιώθω πως η χρήση του ισχυροποιεί μετ’ επιτάσεως τον εμφανή υπαινιγμό.
~·~
Από την κατά πολύ νεότερη –και πρόσφατη– φάση αυτής της άλλης εποχής της ελληνικής κριτικής και της ποίησης (1992), ο Ηλίας Λάγιος στο Η ιστορία της λαίδης Οθέλος, γράφει σ’ ένα ποίημα την εξής δεύτερη (που επαναλαμβάνει και πάλι ως τέταρτη και τελική) στροφή:
Ψυχή λευκή σαν σπυρί ρύζι
κι απέραντη, άφραστη γαλήνη·
κι από ψηλά να μας φωτίζει
ψυχρή σαν νόμισμα η σελήνη.
Ναι, από τη Σαπφώ και τον καταμόναχο Κάλβο φτάνουμε στον διάττοντα και μονώτατο Λάγιο, που μας συνδέει με τον Κάλβο (κι από κει με τη Σαπφώ), υπερβαίνοντας τις φάσεις της εποχής μα και συνεχίζοντας της ελληνικής γλώσσας της ποιητικής την πορεία. Το αργύριον έχει γίνει νόμισμα, ως επιτάσσει οριστικά η «άλλη εποχή» που δηλώνεται με την κατανόηση του Σεφέρη, κι ας φωτίζει αντί να το ῥίπτει ἡ σελήνη, η ψύχρα όμως που εκπέμπει το χρώμα της αργυρής σελήνης μάς ανατριχιάζει το κορμί και μας παγώνει έως την σήμερον.
Εδώ επίσης συλλογιέμαι πως ίσως-ίσως ο Λάγιος επιπλέον απηχεί κάτι κι από το «πνευματικώτερο ποίημα» του Σεφέρη (Στέρνα) ― σύμφωνα πάντα με τον δίκην χαμάδων καταγραφέα των Collectanea, Λορεντζάτο (όπως γράφει στο Το χαμένο κέντρο):
Μεγάλη αγάπη κι άχραντη, γαλήνη!
κι απέραντη, άφραστη γαλήνη, γράφει ο Ηλίας Λάγιος. Ίσως. Και πιθανόν έτσι να συνενώνει πια εντός της ποίησής του και την πιο νέα –για εκείνον– εποχή της ελληνικής ποίησης.
Από την άλλη, πολύ θα ’θελα να αισιοδοξώ πως ο εξομολογημένος φόβος του Σεφέρη, όπως τον καταγράφει ο Λορεντζάτος (αμέσως παραπάνω στο Χαμένο κέντρο), τουλάχιστον από τούτη την όψη, της συνέχειας της γλώσσας στην ποίηση, αργεί να εκπληρωθεί.
Μου μιλούσε εντελώς σοβαρά:
― «Φοβάμαι», είπε, σα να έβαζε κάπου τελεσίδικα την υπογραφή του, «μήπως είμαστε οι τελευταίοι που μιλάμε ελληνικά».
Θα ’θελα λοιπόν να αισιοδοξώ πως αργεί μια τέτοια εποχή· θα το ’θελα, πολύ…
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
*