*
του ΝΙΚΟΥ ΣΓΟΥΡΟΜΑΛΛΗ
Στον Μιχάλη Μαλανδράκη
Κλείνοντας σφιχτά στο αριστερό του χέρι την παλάμη της Ντορίν ―τόσο σφιχτά ώστε οι αρθρώσεις των κοκάλων καθαρά να διαγράφονται―, και περνώντας το δεξί του χέρι γύρω από τη μέση της ―κινήσεις σίγουρες, θαρραλέες, αποφασιστικές― ο Αντρέ μοιάζει να μην πολυπιστεύει ό,τι συμβαίνει γύρω του ― σαν να ζει υπό το κράτος άλλων νόμων, μιας άλλης, ολότελα άγνωστης σε ’μας δικαιοσύνης: το μόλις ορατό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα κλειστά, μαγκωμένα του χείλη, το όρθιο, σφιγμένο του σώμα, τα χτενισμένα με επιμέλεια προς τα πίσω μαλλιά μαρτυρούν επιφύλαξη, προδίδουν ανασφάλεια ― αισθήματα που εντείνονται αν παρατηρήσουμε την αντίθετη στάση της Ντορίν: η κόμη της, ανακατωμένη, μουσκεμένη από τον ιδρώτα ή από το ψιλόβροχο, πέφτει άναρχα στον ώμο, στο μέτωπό της διακρίνονται κολλημένες τούφες, ενώ το χαμόγελό της, πλατύ, ολόγιομο, αφήνει να δειχτούν τα πάλλευκά της δόντια, τα οποία σχεδόν αγγίζουν το πιγούνι του Αντρέ. Η Ντορίν παραδίδεται στη στιγμή, ενδίδει στο κάλεσμα, καταφάσκει στην επιθυμία, το σώμα της αυτό δείχνει· ο Αντρέ, αντίθετα, έχει στάση επιφυλακτική, δυσπιστεί, επώδυνα ερωτήματα τον βασανίζουν ― το παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος απευθυνόμενος στη Ντορίν: «Τι ενδιαφέρον μπορεί να έβρισκες σε έναν απένταρο Austrian Jew;»[1] (περισσότερα…)