*
Τά Δάση καί οἱ Πήλινοι Ἄνθρωποι
Στήν Μαρία Φιλύρα γιά τήν ἀγάπη της στά δάση
Ποιός λήστεψε τά δάση,
Τά δάση τά ἔμπιστα;
Τ’ ἀνύποπτα δέντρα
Ἔβγαλαν τίς κολλιτσίδες, τά βρύα τους
Τήν φαντασία του νά τέρψουν.
Περιεργάστηκε τά στολίδια τους,
Τά ἅρπαξε, τά πῆρε μακριά.
Τό ἱερόπρεπο κώνειο τί
Τό κωνοφόρο ἔλατο τί θά πεῖ;
EMILY DICKINSON
Ἄκουγα τά δάκρυά τους. Ἄκουγα τήν ἥσυχη ἀναπνοή τους. Μοῦ χάϊδευε τό πρόσωπο ἡ σιωπή τους. Καί κάπου κάπου μιά μικρή ἀνατριχίλα-μυρμηγκάκι περπατοῦσε στά μπράτσα μου.
Κλαδιά ἔγερναν καί φύλλα σέρνονταν στό κεφάλι μου, οἱ σκιές τους εἰσχωροῦσαν καί οἱ φωτισμένες πλευρές τους ἔτρεχαν μέσα στόν χάρτη πίσω ἀπό τό μετωπό μου. Φιδωτά ποτάμια κυλοῦσαν ἐκεῖ κι ἅπλωναν ἕνα ἀλλοῦ ἀραιόπλεχτο κι ἀλλοῦ πυκνό δικτύωμα μοναξιᾶς.
Καθόμουν σ’ αὐτές τίς αἰῶρες σάν μιά θηλειά τῆς πλέξης. Ἡσυχία. Ἀόρατοι φίλοι μέ συντρόφευαν χωρίς νά μέ σφίγγουν καί χωρίς νά μ’ ἐγκαταλείπουν. Κλαίγαμε μετά ἄφωνα καί τό εὐωδιαστό πνεῦμα τοῦ δέντρου ἀνέβαινε ἀπό τίς ρίζες ἤ κατερχόταν ἀπό τίς κορφές τοῦ οὐρανοῦ καί τότε ὅλα συγκεντρώνονταν σέ μιάν ἀνάλαφρη φωλιά.
Πάνω της ἔσκυβε αὐτό πού εἶναι λευκό καί πουπουλένιο φυσώντας ρυθμικές ἀναπνοές.
15 Αὐγούστου