*
του ΝΙΚΟΥ ΣΓΟΥΡΟΜΑΛΛΗ
Στον Μιχάλη Μαλανδράκη
Κλείνοντας σφιχτά στο αριστερό του χέρι την παλάμη της Ντορίν ―τόσο σφιχτά ώστε οι αρθρώσεις των κοκάλων καθαρά να διαγράφονται―, και περνώντας το δεξί του χέρι γύρω από τη μέση της ―κινήσεις σίγουρες, θαρραλέες, αποφασιστικές― ο Αντρέ μοιάζει να μην πολυπιστεύει ό,τι συμβαίνει γύρω του ― σαν να ζει υπό το κράτος άλλων νόμων, μιας άλλης, ολότελα άγνωστης σε ’μας δικαιοσύνης: το μόλις ορατό χαμόγελο ζωγραφισμένο στα κλειστά, μαγκωμένα του χείλη, το όρθιο, σφιγμένο του σώμα, τα χτενισμένα με επιμέλεια προς τα πίσω μαλλιά μαρτυρούν επιφύλαξη, προδίδουν ανασφάλεια ― αισθήματα που εντείνονται αν παρατηρήσουμε την αντίθετη στάση της Ντορίν: η κόμη της, ανακατωμένη, μουσκεμένη από τον ιδρώτα ή από το ψιλόβροχο, πέφτει άναρχα στον ώμο, στο μέτωπό της διακρίνονται κολλημένες τούφες, ενώ το χαμόγελό της, πλατύ, ολόγιομο, αφήνει να δειχτούν τα πάλλευκά της δόντια, τα οποία σχεδόν αγγίζουν το πιγούνι του Αντρέ. Η Ντορίν παραδίδεται στη στιγμή, ενδίδει στο κάλεσμα, καταφάσκει στην επιθυμία, το σώμα της αυτό δείχνει· ο Αντρέ, αντίθετα, έχει στάση επιφυλακτική, δυσπιστεί, επώδυνα ερωτήματα τον βασανίζουν ― το παραδέχεται άλλωστε και ο ίδιος απευθυνόμενος στη Ντορίν: «Τι ενδιαφέρον μπορεί να έβρισκες σε έναν απένταρο Austrian Jew;»[1]
~.~
Η παραπάνω σκηνή είναι η αφήγηση μιας φωτογραφίας ― αναμνηστικής φωτογραφίας του Αντρέ και της Ντορίν, που άνετα θα μπορούσε να κοσμεί τις σελίδες ενός οικογενειακού άλμπουμ ή κάποιου λευκώματος, το οποίο, ξεφυλλίζοντάς το αργότερα συγγενείς και φίλοι, θα δοκίμαζαν το άρωμα μιας εποχής ―της εποχής των παρισινών σαλονιών με τα ξακουστά σουαρέ που είχαν μεγάλη πέραση στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα― και το άρωμα ενός έρωτα, θυελλώδους έρωτα ανάμεσα στη Ντορίν και τον Αντρέ Γκορζ. Η άρνηση του Αντρέ, η κατάφαση της Ντορίν, πιασμένοι χέρι-χέρι, χορεύουν ― βίαιη αντίθεση που κρατά τις αντινομίες ενωμένες, ενωμένες άρα και ικανές να κάμψουν ένα άκαμπτο, κατά τα άλλα, κορμί που όλο θέλει μα δεν μπορεί να ενδώσει στην ερωτική επιθυμία, να παραδοθεί εκεί όπου όλες οι εντάσεις, όλες οι αντιφάσεις είναι δυνατές: ο θάνατος, ο έρωτας, η ζήλια, το μίσος, η αγάπη, ο πόνος, ο θαυμασμός και η περιφρόνηση ― η καύλα. «Η επιθυμία να μην είσαι τίποτα συγχέεται με την επιθυμία να είσαι τα πάντα»[2] ― φράση του Αντρέ, φράση που ηχεί σαν χρησμός, φράση που εσωκλείει την αρχή και το τέλος: προαναγγελία ενός έρωτα, και ―κυρίως αυτό― τελεσίγραφο θανάτου.
Κάπως έτσι καταλαβαίνουμε τελικά ότι τα πράγματα είναι ωραίο να ταιριάζουν με τα κλισέ τους ― επαναλαμβάνω λοιπόν ανένοχα: μια εικόνα ίσον χίλιες λέξεις. Εικόνα που πυροδοτεί χίλιες λέξεις, χίλιες λέξεις που πυροδοτούνται από μια εικόνα, εικόνα τόσο αντιπροσωπευτική, τόσο αποτυπωτική, ώστε να “μιλάει” μια ιστορία, την ιστορία του έρωτα του Αντρέ Γκορζ και της Ντορίν, έτσι όπως την αναπλάθει ο πρώτος στο Γράμμα στη Ντ., βιβλίο που στην ελληνική του έκδοση (Ποταμός, 2021) φέρει στο εξώφυλλο τη συγκεκριμένη φωτογραφία. Θεωρώντας ότι το εξώφυλλο ενός λογοτεχνικού έργου δεν είναι κάτι εξωτερικό από το περιεχόμενό του ― για την ακρίβεια, όχι μόνο δεν είναι κάτι το εξωτερικό, αλλά είναι ένα με αυτό[3], αναρωτιέμαι γιατί φωτογραφία, κι όχι π.χ. κάποιος πίνακας, και, έπειτα, γιατί η συγκεκριμένη φωτογραφία;
Σκέφτομαι δύο λόγους: πρώτα ότι η φωτογραφία, ως καλλιτεχνική δραστηριότητα, έχει έντονη αναφορική ισχύ, σαφείς πραγματολογικές προϋποθέσεις[4] ― πιο απλά: τα δύο πρόσωπα που εικονίζονται δεν είναι δύο πρόσωπα, είναι ο ίδιος ο Αντρέ Γκορζ και η ίδια η Ντορίν, άνθρωποι που δεν υπάρχουν πια, και μέσα από τη φωτογραφία επιστρέφουνε κοντά μας. Το εξώφυλλο επομένως μας κλείνει διακριτικά το μάτι ότι αυτό που θα διαβάσουμε δεν είναι μυθοπλασία, δεν αφορά το τι θα μπορούσε να συμβεί, αλλά το τι πράγματι συνέβη, μια εκδοχή αυτού του πράγματι συνέβη είναι το γράμμα του Γκορζ προς τη Ντορίν. Ο δεύτερος λόγος έχει ήδη υπονοηθεί: η συγκεκριμένη φωτογραφία συμπυκνώνει τις ψυχικές διακυμάνσεις, τις εντάσεις ενός έρωτα εκπεφρασμένου σε μια δημόσια ερωτική εξομολόγηση, την οποία αποπειράται ο Αντρέ προς την αγαπημένη του Ντορίν. Ο έρωτας όμως εδώ περνάει μέσα από τον θάνατο: ο Γκορζ γράφει το γράμμα προς τη Ντορίν ενώ η ίδια χαροπαλεύει εξαιτίας μια ανίατης, εκφυλιστικής ασθένειας· η Ντορίν είναι ήδη νεκρή, το ξέρουν και οι δύο ― ήδη νεκρός θα πρέπει να θεωρείται και ο Γκορζ με την ολοκλήρωση της επιστολής του. Δεν πρόκειται για μεταφορά, και ας το λέει ωραία ο Κούντερα ότι ο «έρωτας αρχίζει από μια μεταφορά». Ο Αντρέ δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη Ντορίν, δεν προσπαθεί καν να ζήσει χωρίς τη Ντορίν, ο θάνατός της σημάνει και τον δικό του θάνατο. Ο Αντρέ ολοκληρώνει το γράμμα προς τη Ντορίν το 2006, ένα χρόνο μετά, το 2007, αυτοκτονεί μαζί με την αγαπημένη του. Είμαστε πολύ πριν από τις μεταφορές, πολύ μετά από την ποιητική πράξη ― για να φτάσει εκεί ο Αντρέ περνάει όμως μέσα από εκείνη, μέσα από την ποιητική πράξη, εκκινεί από αυτήν, συνεχίζει με αυτήν, καταλήγει όμως πολύ πέραν αυτής. Διεκδικείται μια υπέρβαση, υπέρβαση της γραφής, υπέρβαση της ποιητικής πράξης, και οι υπερβάσεις δεν έρχονται ανώδυνα, δεν διεκδικούνται σε χώρους αποκαθαρμένους, ασυμπτωματικούς ― η υπέρβαση ζει σε οικειότητα με την απουσία, άρα και τη διακινδύνευση. Και εκείνος που διακινδυνεύει, εκείνος που ρισκάρει αναγνωρίζει κατά βάθος κάτι σπουδαίο ― ότι ο κίνδυνος απελευθερώνει.
Αυτή είναι η περίπτωση του Αντρέ Γκορζ: ο Αντρέ δεν γράφει ξέγνοιαστος, υποφέρει, παλινωδεί, ωστόσο επιμένει ― πιστός υπηρέτης της μπεκετικής αρχής: «δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω». Και το γράμμα στη Ντ. είναι ακριβώς η επιβεβαίωση του «δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω» ― υπακούει δηλαδή στην εσωτερική αναγκαιότητα, εσωτερική αναγκαιότητα που γειτνιάζει με το ρίσκο. Aπαίτηση της γραφής, απαίτηση του έργου ― η απαίτηση του έρωτα τελικά: «[Η] ανακάλυψη του έρωτα μαζί σου, θα με οδηγούσε στο να θέλω να υπάρχω».[5] Να θέλω να υπάρχω γιατί κατά τα άλλα δεν θέλω να υπάρχω ― όχι γενικά και αόριστα, πολύ συγκεκριμένα: δεν θέλω να υπάρχω χωρίς εσένα ― «είμαστε αυτό που θα φτιάξουμε μαζί». Πρώτο πληθυντικό. Πρώτο πληθυντικό που σημαίνει ― δεν αναμασάμε άκριτα, οι λόγοι μας έχουνε βαρύτητα, δυνάμει επιτελεστικότητα: με τα λόγια κάνουμε κάτι. Διαβάζουμε ξανά μπας και το εμπεδώσουμε: «είμαστε αυτό που θα φτιάξουμε μαζί».
Εδώ το πρόβλημα της γραφής, εδώ το πρόβλημα του Άλλου ― όλα βρίσκονται εδώ. «H ανακάλυψη του έρωτα μαζί σου» προκύπτει ― για την ακρίβεια, δεν προκύπτει, εντείνεται, αποκτάει υλική, εμπράγματη όψη από και μέσα από τη γραφή. Ο έρωτας κινεί την πένα του Αντρέ ― έρωτας διπλός λοιπόν: έρωτας για τη λογοτεχνία, έρωτας για τη Ντορίν. Ό,τι γράφει ο Αντρέ αφορά τους δύο αυτούς πόλους. Έρωτας αρχή και κατάληξη ― έρωτας όμως όχι απροϋπόθετος, δεν υπάρχουν έρωτες απροϋπόθετοι, δεν ερωτεύομαι εν κενώ, δεν αγαπάω γιατί είμαι γεννημένος να αγαπήσω, έρωτας ουσιαστικός, άρα και με προϋποθέσεις: κατάλυση του εγώ, δραπέτευση από την επικράτεια του εαυτού, από την «κόλαση του όμοιου»[6], από την τυραννία της μαζικής, καταναλωτικής κουλτούρας που όλα τα ομογενοποιεί, που όλα τα αλέθει: ο Άλλος που ερωτεύομαι δεν είμαι Εγώ, είναι ο Άλλος ― ο Άλλος που μέσα από τον έρωτα καθίσταται εφικτή η εμπειρία του στην ετερότητά του. Ο έρωτας, όπως και η γραφή, απευθύνεται στον Άλλον, δεν κατορθώνεται στην επικράτεια του Εγώ ― το Εγώ υποχωρεί κάτω από τη βαρυτική έλξη που του ασκεί ο Άλλος, υποχωρεί όχι για να συναινέσει σε μια ιεραρχική, εξουσιαστική σχέση, στην οποία ο Άλλος προπορεύεται για να ακολουθήσει το Εγώ, αντιθέτως: κινούμαστε παράλληλα, ισότιμα. Για αυτό και ο έρωτας δεν έχει σχέση με τον αυνανισμό ―εγώ και τα γεννητικά μου όργανα―, ούτε αγάπη θα πει πορνό, υπερθεατότητα ενός εμπορεύματος προς θέαση.
Το Εγώ μέσα στον Άλλο, ο Άλλος μέσα στο Εγώ: «Κατάλαβα μαζί σου πως η ηδονή δεν είναι κάτι που το παίρνουμε ή το δίνουμε. Είναι τρόπος να δίνεσαι και να ζητάς το δόσιμο του άλλου. Δοθήκαμε ο ένας στον άλλο ολοκληρωτικά»[7]. Όπερ και σημαίνει: ο έρωτας δεν δίνεται ή παίρνεται, δεν λαχταρώ να αγαπήσω για να αγαπηθώ, ή να προσφέρω ώστε να λάβω ηδονή ― οι προειλημμένοι ρόλοι ατονούν σε ισχύ προς όφελος της έσχατης παράδοσης, έσχατη παράδοση στους κόλπους ενός τόπου-μη τόπου, ενός ά-τοπου-τόπου που η επιθυμία να μην είσαι τίποτα συγχέεται με την επιθυμία να είσαι τα πάντα: ο έρωτας, ως άτοπος, γίνεται το ταξίδι σε έναν κόσμο δίχως ρόλους, δίχως ταυτότητες, αποκλίνον από κοινωνικές συμβάσεις, αυστηρά ιδιωτικό, αδιαμαρτύρητα εξόριστο. Έρωτας-νομάς: αενάως κινούμενος και περιπλανώμενος, δεν λέει να ριζώσει πουθενά εκτείνει όμως τα ριζώματά του με τέτοιο τρόπο ώστε ο κάθε τόπος να είναι η αναγγελία ενός άλλου τόπου, ενός άλλου κόσμου ― μια νέα ευκαιρία παρουσιάζεται εκεί που όλα φαίνονται κενά νοήματος, στερημένα σημασίας. Ό,τι συμβαίνει δηλαδή και με τη γραφή, ό,τι συμβαίνει με τη λογοτεχνία ― γιατί τι άλλο είναι η λογοτεχνία αν όχι η αναγγελία ενός άλλου κόσμου, τι άλλο είναι η αφήγηση αν όχι αυτό το φαντασματικό υπερπέραν που όλα είναι παρόντα και απόντα; Από τι άλλο εκπορεύεται η λογοτεχνία, αλλά και σύνολη η σκέψη, αν όχι από τη μέθη της ακαταμάχητης έλξης που νιώθει ο εραστής μπρος στο ερώμενο αντικείμενο; Μα τα λένε μέχρι και οι πεσιμιστές, τα λένε μέχρι και εκείνοι που αποκαλούνται «μισάνθρωποι» ― και πότε-πότε είναι καλό να τους ακούμε τους «μισάνθρωπους», τα λεν ωραία. Κλείνω λοιπόν με τα λόγια ενός τρυφερού μισάνθρωπου, του Μάρτιν Χάιντεγκερ, λόγια που τα απευθύνει στη σύζυγό του Ελφρίντε:
«Είναι δύσκολο να εκφράσω το άλλο, το οποίο μαζί με την αγάπη μου για σένα είναι κι αυτό άρρηκτα συνδεδεμένο με τη σκέψη μου, αν και με διαφορετικό τρόπο. Το αποκαλώ Έρωτα ― ο αρχαιότερος θεός, σύμφωνα με τον Παρμενίδη. Το φτεροκόπημα αυτού του θεού με αγγίζει κάθε φορά που κάνω ένα σημαντικό βήμα στη σκέψη μου και τολμώ να μπω σε αδιάβατα μονοπάτια. Ίσως με αγγίζει με τρόπο πιο δυνατό και αλλόκοτο απ’ ό,τι άλλους, όταν κάτι που από καιρό είναι στη σφαίρα του προαισθήματος πρέπει να οδηγηθεί στη σφαίρα αυτών που πρόκειται να ειπωθούν, και όταν το ειπωμένο πρέπει, παρόλα αυτά, να παραμείνει για πολύ καιρό στη μοναξιά».[8]
ΝΙΚΟΣ ΣΓΟΥΡΟΜΑΛΛΗΣ
Σ Η Μ Ε Ι Ω Σ Ε Ι Σ
[1] André Gorz, Γράμμα στη Ντ. Ιστορία ενός έρωτα, (μτφρ.: Σάντρα Βρέττα), Αθήνα, Ποταμός, 2021.
[2] Ό.π.
[3] Βλ. σχετικά: https://neoplanodion.gr/2021/04/13/nikos-sgouromallis-ta-eksofilla-kritiki-stasi/
[4] Όπως γράφει ο Μπαρτ: «η Αναφορά […] ιδρυτική πράξη της Φωτογραφίας. Το όνομα, επομένως, του νοήματος της Φωτογραφίας θα είναι: “Αυτό-υπήρξε”»· το παράθεμα: Ρολάν Μπαρτ, Ο φωτεινός θάλαμος. Σημειώσεις για τη φωτογραφία, (μτφρ.: Γιάννης Κρητικός), Αθήνα, Κέδρος, σ. 107.
[5] André Gorz, ό.π.
[6] Βλ.: Μπιουγκ Τσουλ Χαν, Η αγωνία του έρωτα, (μτφρ.: Αλεξάνδρα Γκολφινοποπούλου), Αθήνα, Opera, 2019.
[7] André Gorz, ό.π.
[8] Martin Heidegger, Αγαπημένη μου ψυχούλα! Γράμματα του Μάρτιν Χάιντεγκερ στη σύζυγό του Ελφρίντε 1915-1970, (μτφρ.: Ιάκωβος Κοπερτί), Αθήνα, Εκκρεμές, 2010. Βλ. και τη σχετική ανάλυση του Μπιουγκ Τσουλ Χαν στην Αγωνία του Έρωτα (ό.π., σ. 88-96).
*