*
*
ΜΙΚΡΑ ΧΩΝΑΚΙΑ ΜΩΒ
( 1971 )
Μικρά χωνάκια μωβ
άνθιζε η δυστυχία
μπλεγμένα με κισσούς
κι άστρα της Ανδρομέδας
στα πράσινα καφασωτά
και τις αγριελιές
καθώς η θάλασσα βροντούσε
πολύ μακριά και πέρα
κι ήτανε σούρουπο ή βράδυ
κάπου μετά το Φάληρο
ή κάπου αλλού,
πιο απόκοσμα –
Μικρά χωνάκια μωβ
άνθιζε η δυστυχία –
και πέτρωνε ο καιρός
όταν ανίδεος κι αθώος
δεν ήθελες παρά το πέρασμα
στο πουθενά
και συνωστίζονταν πλήθη από σκιάχτρα
ζωντανά που περπατούσαν
κι από βαγόνια που το καθένα τους
το ’λεγαν «Πόθο»
στα περιθώρια της πόλης
γεμάτα σιδερένια τραπεζάκια
και πεζοδρόμια
όπου μυρίζανε ανθοπωλείο
θεότρελα τα συντριβάνια –
Μικρά χωνάκια μωβ
άνθιζε η δυστυχία–
σε νεοκλασικά ξενοδοχεία
βασίλεια της κατσαρίδας
που σαν στόλισμα ανάγλυφο
των Φαραώ ή σπιτικός σκαραβαίος
καθότανε υπέρκομψη
στου τραπεζιού το μάρμαρο
όπου κάποτε ακούμπησε ίσως
κάποια ασπρόμαυρη ντίβα
και μίλησε επιτέλους καθημερινά
λίγο μετά την καθαρευουσιάνικη,
σαν ουρά παγωνιού, γλώσσα
της «Φαύστας» –
Μικρά χωνάκια μωβ
άνθιζε η δυστυχία –
εκεί όπου το νεύμα
μες σε θάμβος νερένιας ομίχλης
θύμιζε κάλεσμα της τύχης και του τρόμου,
κι ήταν όλα παλιά κι ετοιμόρροπα
και χαμένα στου θέρους την αχλή,
πύρινο ατλάζι –
τη ραντισμένη από ριπές
παγετώνα λεμοναναθών
και νερού σε ποτήρι οπαλίνας–
την κάτωχρη
και γκρίζα και κοκκάλινη
όπως τα μάρμαρα του σκελετού
που είναι πια ο Παρθενώνας –
Μικρά χωνάκια μωβ
άνθιζε η δυστυχία –
κι ο αδελφός Μινώταυρος
είχε κλειστεί στ’ αμπάρι
ναυαγισμένου βαποριού,
ενώ ο άλλος, ο αδελφός
και φίλος πλάι σου
ή μακριά σου – ο Δίδυμος –
γερτός – τερπνός – ανύπαρκτος –
ένα φορτίο παπαρούνες
ένα παλάτι από κριθάρι
ένα χαμένο αγριονήσι
όπου ασκητεύαν γλάροι
και μυρτιές–
Μικρά χωνάκια μωβ
άνθιζε η δυστυχία –
κι ήταν ο έρωτας παρθένος
σαν τον ακοίταχτο καθρέφτη
στον καύσωνα της λεωφόρου
ακούγονταν τα μεθυσμένα
τζιτζίκια αόρατου πευκώνα
κι ένα παλιό λεωφορείο
που το ’χε λιώσει ο πυρετός
έφερνε τώρα πιο κοντά
πανάρχαιους τους αμπελώνες
όπου φυτρώναν κυπαρίσσια
(νεκροταφεία αυτοκινήτων)
κι ένα φεγγάρι μεσημεριανό
φλέγονταν πάνω σου σαν ήλιος
– Τι ερημιά έρημης γης
σ’ ευλογημένη κόλαση
της Αττικής, παραμυθένια !
Μικρά χωνάκια μωβ
άνθιζε η δυστυχία –
κι ένιωθες μέσα στη μελαγχολία
όλο και πιο εξεγερμένος
όλο και πιο παραδομένος
στης ομορφιάς τα μαύρα στάχια
στις κίτρινες τις πολυκατοικίες
που σαν τοτέμ
και σαν θεάτρου θεωρεία
γύρω σου αλάλαζαν
γεμάτες κόσμο, λες και βρισκόσουν
στην αρένα –
Μικρά χωνάκια μωβ
άνθιζε η δυστυχία –
λίγο προτού ανάψουνε
κινούμενες εικόνες
στην καταχνιά την αχανή
του Αυγούστου
και γίνει η πόλη
πανόραμα τσίρκου
από κορδέλες,
καπέλων ρόδες
που φωτεινές έφερναν γύρους,
φίδια αναμμένα εξωτικής
κι ηλεκτρισμένης πανδαισίας
– νύχτες και νύχτες
από κεχριμπάρι –
Μικρά χωνάκια μωβ
άνθιζε η δυστυχία
λίγο πριν νιώσεις τη ζωή
να σ’ αγκαλιάζει
με τα πάθη και την αγνότητα
με τα μίση και με τους φόβους
τη θλίψη και τη σαγήνη
αλλά κυρίως τη μοναξιά
καθώς δειλά είχες αρχίσει
να σκαρφαλώνεις σαν αγιόκλημα
δασύ και μελιστάλακτο
που θα ’θελε να το θερίσει
δρεπάνι σεληνιασμένο –
καθώς είχες αρχίσει
ν’ ανεβαίνεις
μια κλίμακα ζωής
από εκεί όπου άνθιζε
μικρά χωνάκια μωβ
η δυστυχία –
κι ήταν απόγευμα με ψάθινες καρέκλες
ξανθές ολόγυρα στο καφενείο –
κι ήταν απόγευμα του Πειραιά
με μαγαζάκια αγγελικά
και περιστέρια από μαστίχα –
μέχρις εδώ
που βλέπεις τώρα
εμπρός σου τελικά,
να σε καλεί
στ’ αρρενωπό στερέωμα
χωρίς μυστήριο κρατώντας
ασπίδα του Αχιλλέα ανάγλυφη –
ολοστρόγγυλη – αστραφτερή
σαν μέδουσα από λάβα –
φωτιά ξεκάθαρη
κι ωμό χρυσάφι –
ο Άγγελος –
στη όψη του φορώντας
μικρά χωνάκια μωβ –
μια προσωπίδα από βελούδο
του θανάτου !
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ