*
της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ
Georgi Gospodinov, Χρονοκαταφύγιο
μτφρ. Αλεξάνδρα Ιωαννίδου, Ίκαρος, 2021
«Παράγουμε ασταμάτητα παρελθόν. Είμαστε εργοστάσια παρελθόντος […] Δεν πρέπει να υπάρχουν κάπου εργοστάσια ανακύκλωσης του παρελθόντος; Μήπως να ανακυκλώνεται ανάποδα προς κάποιο μέλλον, έστω και σε δεύτερη χρήση; Πάρε να ’χεις ερωτήσεις» (σ. 141)
Στο Χρονοκαταφύγιο ο Γκεόργκι Γκοσποντίνοφ συνομιλεί με το έργο του Ζέμπαλντ, επαναθέτοντας κριτικά ερωτήματα για τη μνήμη και την ιστορία, καθώς και τα όρια των ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων στις προσλήψεις του έθνους και των μνημονικών κατασκευών. Τα μυθοπλαστικά χαρακτηριστικά του βιβλίου οδηγούν στη διαρκή διατύπωση καυστικών πολιτικών σχολίων για την έννοια της προόδου, της ζωής και του θανάτου. Ο συγγραφέας διαφοροποιείται παράλληλα από τον Ζέμπαλντ στις αφηγηματικές τεχνικές του ή —για να είμαστε πιο ακριβείς— εξελίσσει αυτές τις αφηγηματικές πρακτικές, αξιοποιώντας και επικαιροποιώντας συνθετικά ό,τι θα μπορούσε να οριστεί ως μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, απαλλαγμένο όμως από τις αρνητικές νοηματοδοτήσεις του όρου. Το φιλοσοφικό δοκίμιο συναντά την κριτική θεωρία, το μυθιστόρημα την ποίηση, η αποσπασματική ή άλλοτε αποφθεγματική μορφή την έννοια του αρχείου, ο ρεαλισμός την κριτική ιστοριογραφία της Ευρώπης του 20ού και 21ου αι., καθώς και μπορχεσιανά μοτίβα.
Επιπλέον, πολυφωνικά στο βιβλίο εναλλάσσονται διαφορετικές αφηγήσεις για το παρελθόν, οι οποίες επιτονίζουν την υποκειμενική ερμηνεία των αφηγητών, φέρνοντας στο προσκήνιο διαφορετικές στιγμές από τα ιστορικά δρώμενα του 20ού αιώνα. Με όλους αυτούς τους τρόπους ο συγγραφέας πολυσυλλεκτικά “δοκιμάζει” τα όρια της γραφής και επομένως και της αναγνωστικής πρόσληψης, διατηρώντας, όπως γίνεται σε κάθε βιβλίο του, τα ερωτήματα και τις προοπτικές για το μέλλον των ανθρώπινων συμβάντων σε ανοιχτή διαπραγμάτευση. Όπως δηλώνεται εξαρχής ως αρχικό μότο μόνο τα επινοημένα πρόσωπα στο μυθιστόρημα είναι αληθινά. Έτσι στη λογοτεχνική μυθοπλασία προκαλούνται ταλαντώσεις από τον συγγραφέα στο δίπολο αληθινό-ψεύτικο.
Οι επιδράσεις του χρόνου, προσωπικού και ιστορικού παράλληλα, καταγράφονται με μιαν ακολουθία αποφθεγμάτων, τα οποία περιλαμβάνουν και τη μυθιστορηματική μορφή τού Γκαουστίν, ενός από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου. Τα αρχικά αυτά θραύσματα εισάγουν τον αναγνώστη στον τίτλο του βιβλίου και ταυτοχρόνως στη ματαιότητα της αναζήτησης ενός ασφαλούς χρονοκαταφυγίου, αφού «κανείς δεν επινόησε ακόμα αντιασφυξιογόνο και καταφύγιο από τον χρόνο». «Ο άνθρωπος είναι η μοναδική χρονομηχανή που διαθέτουμε» (σ. 13). Πριν, λοιπόν, ακολουθήσει η μυθιστορηματική πλοκή ο συγγραφέας επιτάσσει κριτικά την προυστική αναζήτηση του χαμένου χρόνου και το κατά πόσο μπορεί τελικά ο χρόνος να είναι ή να μην είναι ξανακερδισμένος.
Ο Γκαουστίν, περιπλανώμενος στον χρόνο ταξιδιώτης, γεροντολόγος ψυχίατρος, αποσυρμένος από τη σύγχρονη πραγματικότητα αποφασίζει να δημιουργήσει μια «κλινική για το παρελθόν», προκειμένου να βοηθήσει όσους πάσχουν από Αλτσχάϊμερ. Στην κλινική κάθε όροφος είναι αφιερωμένος σε μια δεκαετία του περασμένου αιώνα. Εκεί οι ασθενείς μπορούν να αναβιώνουν τις αναμνήσεις τους, επανακτώντας εκδοχές του εαυτού τους. Στην εξέλιξη του εγχειρήματος εμπλέκεται και ο αφηγητής που περιγράφει τη σχέση του με τον Γκαουστίν, καθώς και την ανάπτυξη του “πρότζεκτ”. Κεντρικό ερώτημα που διατρέχει το βιβλίο είναι το «πότε η καθημερινότητα γίνεται ιστορία» (σ. 33). Η καταγραφή των καθημερινών συμβάντων, καθώς εξελίσσονται τα ιστορικά γεγονότα, απασχολούν διαρκώς τον αφηγητή, ο οποίος με αφορμή μιαν ημερολογιακή καταγραφή του Ώντεν την 1η Σεπτεμβρίου του 1939, ημέρα που η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία με αποτέλεσμα την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, εμμονικά ψάχνει πληροφορίες και υλικό για τη ζωή των ανθρώπων τότε.
Καθώς ξεκινά η μεταξύ τους συνεργασία, ο Γκαουστίν περιγράφει τα σχέδιά του στον αφηγητή, εξηγώντας του ότι η δημιουργία «χρονοκαταφυγίων» θα επαναφέρει το δικαίωμα στην ευτυχία για τους ανθρώπους που ξεχνάνε.
Πρέπει να έχουμε τη δεκαετία του ’60 των εργατών, των φοιτητικών δωματίων… Το ίδιο πρέπει να έχουμε τη δεκαετία του ’60 των Ανατολικοευρωπαίων, τη δική μας δεκαετία του ’60. Μια μέρα θα φτιάξω τέτοιες κλινικές σε διάφορες χώρες. Το παρελθόν είναι τοπική δουλειά. Θα υπάρχουν παντού σπίτια άλλων ετών, μικρές συνοικίες, μια μέρα θα έχουμε και κωμοπόλεις, μπορεί και ένα ολόκληρο κράτος του παρελθόντος. […] Και πίστεψέ με, μια μέρα, πολύ σύντομα, οι περισσότεροι θα αρχίσουν από μόνοι τους να μπαίνουν στο παρελθόν, να «χάνουν» τη μνήμη τους με δική τους βούληση. Έρχεται ο καιρός που όλο και περισσότεροι από αυτούς θα θέλουν να κρυφτούν στη σπηλιά του, να επιστρέψουν πίσω. Όχι βέβαια από την πολλή καλοζωία. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι, με καταφύγια του παρελθόντος. Πες τα όπως θέλεις, «χρονοκαταφύγια». (σ. 54)
Πέρα από τα ερωτήματα για το πώς δημιουργείται το παρελθόν ο αφηγητής αναρωτιέται επίσης «πόσο παρελθόν μπορεί να σηκώσει στους ώμους του ένας άνθρωπος» (σ. 64). Ερώτημα που παραμένει ανοιχτό και υπό διαμόρφωση, καθώς στις συνηχήσεις των ταυτοτικών και ιστορικών διαδρομών, ο καθένας επαναπροσδιορίζει και ερμηνεύει διαρκώς τη σχέση του με το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Με τέτοιους όρους, εξάλλου, διαμορφώνεται η διαχρονική ιστορικοποίηση των συμβάντων ατομικά και συλλογικά. Στο σημείο αυτό εγγράφεται και η πρόθεση του Γκαουστίν να προσπαθήσει να καταφέρει το ανέφικτο: να φτιάξει χρονοκαταφύγια διαφορετικών ιστορικών εποχών ανάλογα με τις ανάγκες των διαφορετικών ασθενών με Αλτσχάϊμερ έτσι ώστε να καταφέρουν να ζήσουν ό,τι σύντομα δεν θα θυμούνται μαζί με τους αγαπημένους τους ανθρώπους. Στη συνεργασία, λοιπόν, του Γκαουστίν και του αφηγητή στόχος είναι η δημιουργία μιας κλινικής-καταφυγίου «προστατευμένου χρόνου».
Το πείραμα του Γκαουστίν και η επέκτασή του συνοδεύεται από ταυτοτικά ζητήματα του ίδιου και του αφηγητή για το παρελθόν, τις ιστορικές αλλαγές και τις συνέπειές τους στους ίδιους και την ευρωπαϊκή ιστορία. Αν το ζητούμενο είναι η επιλογή ενός “ασφαλούς” εικονικού καταφυγίου, όπου μπορείς να ξαναζήσεις την περίοδο που θέλεις, τότε η χρονοκλινική εκκινεί ολοένα τα όρια και το περιεχόμενο μνήμης και λήθης. Καθώς οι αναγνώστες έρχονται διαρκώς αντιμέτωποι με την απώλεια και τα διλήμματα διαχείρισης παρελθόντος-παρόντος, ο συγγραφέας δεν διστάζει να φέρει στο προσκήνιο διαχρονικά κείμενα, όπως αυτό της Οδύσσειας και να προβεί σε μεταμυθοπλαστικές διαδικασίες, θέτοντας το ερώτημα τού τι θα συνέβαινε χρόνια μετά την επιστροφή του Οδυσσέα στο σπίτι του, όταν πλέον ο ίδιος θα νοσταλγεί τις περιπέτειές του και θα χάνει σταδιακά τη μνήμη του. Περιγράφοντας την έλξη της παρελθοντικής παλίρροιας στην οποία βρίσκεται ο γερασμένος Οδυσσέας, ο Γκοσποντίνοφ γράφει:
Το πιο σύντομο μυθιστόρημα για τον Οδυσσέα, μετά την επιστροφή του στο σπίτι.
Μια νύχτα, ήδη γέρος και αδύναμος, έχει αρχίσει να ξεχνάει, φεύγει κρυφά από το σπίτι του, τα πάντα τον κουράζουν. Κινάει για πίσω, για να δει μια τελευταία φορά τα μέρη, τις γυναίκες και τα τέρατα που συνάντησε. Για να επιστρέψει ξανά στην άδεια του μνήμη την ανάμνηση του πώς ήταν και του ποιος ήταν ο ίδιος. Επειδή, από μια βαριά ειρωνεία των γηρατειών, είχε αρχίσει να μετατρέπεται σε εκείνον τον Κανένα, με το όνομα του οποίου είχε κάποτε συστηθεί στον Κύκλωπα. […]
Τον βάζουν σε ένα σπίτι μαζί με κάποια γυναίκα την οποία ο ίδιος δεν θυμάται πια (σ. 138-139).
Στο βιβλίο επανέρχονται συνεχόμενα ζητήματα για τις αναπόφευκτες απώλειες του χρόνου, της ιστορίας, και των επίπλαστων ιστορικών προσλήψεων, οι οποίες εύκολα καταλήγουν σε τερατώδεις πολιτικές εκτροπές, εξουσιαστικές χειραγωγήσεις και μνημονικούς ολοκληρωτισμούς.
Η επιθυμία για αποφυγή της σαρωτικής πραγματικότητας και η αδυναμία διαχείρισης του παρόντος οδηγεί σε μια επέλαση του «ιού του παρελθόντος». Σταδιακά πολλά ευρωπαϊκά κράτη επιστρέφουν σε μια φολκλορική εθνικιστική αναπόληση που τους κάνει να υιοθετήσουν έναν παρελθοντικό τρόπο ζωής. Ντύνονται με τις εθνικές τους στολές, αλλάζουν τα γλωσσικά τους ιδιώματα. Εφόσον το μέλλον των χωρών είναι αβέβαιο και ζοφερό, ζητάν από τον Γκαουστίν να γυρίσει τον χρόνο των κρατών πίσω. Γίνονται δημοψηφίσματα σε όλα τα κράτη, όπου οι πολίτες καλούνται να επιλέξουν σε ποια ευτυχισμένη παρελθοντική ιστορική περίοδο επιθυμούν να επιστρέψουν. Με πικρόχολο σχολιασμό ο αφηγητής σαρκάζει την επέλαση της δικτατορίας του παρελθόντος, κριτικάροντας κάθε κράτος της Ευρώπης και του ανατολικού μπλοκ, τις πολιτικές συνθήκες παρελθόντος/παρόντος και τη λαίλαπα ενός λαϊκίστικου εθνικισμού με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα, όσον αφορά στην Βουλγαρία, χώρα του συγγραφέα, ο αφηγητής περιγράφει τη δημοσκοπική μάχη ανάμεσα στο κίνημα για τον Σοσιαλισμό, το οποίο επιθυμεί να επαναφέρει την εποχή του βουλγαρικού σοσιαλισμού του ’60 και του ’70 και το κόμμα των Παλικαριών της Βουλγαρίας που ονειρεύονται ακόμα την Μεγάλη Βουλγαρία, ορίζοντας ως επιθυμητή εκκίνηση της αναβίωσης την εξέγερση εναντίον της οθωμανικής κυριαρχίας το 1876. Καθώς νικάν, ωστόσο, οι σοσιαλιστές με ελάχιστη διαφορά, με διάθεση συσπείρωσης αποφασίζεται η συμμαχία των πρώτων με τους δεύτερους για να διαφυλάξουν την ενότητα του έθνους:
Για το καλό της μητέρας Βουλγαρίας και την τήρηση της διαθήκης των Συντρόφων Ντιμιτρόφ και Χαν Κουμπράτ, ύψωσε τη φωνή της, και αμέσως μετά σκύβει και, μαζί με τον επικεφαλής πολεμιστή, παίρνουν ένα προετοιμασμένο από πριν δεμάτι ξύλων, προσπαθούν να το σπάσουν και, εννοείται, δεν τα καταφέρνουν. Το σηκώνουν πάνω από τα κεφάλια τους και διακηρύσσουν από κοινού με μια φωνή: Ας είναι ενωμένος ο λαός όπως αυτό το δεμάτι, στη χαρά και στη λύπη, στην ευτυχία και στη δυστυχία! (σ. 256).
Ενώ το πείραμα ξεφεύγει από κάθε έλεγχο και κάθε έννοια της δημοκρατίας καταρρέει, ο Γκαουστίν εξαφανίζεται και ο αφηγητής δεν τον συναντά ξανά. Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου με τον ενδεικτικό ειρωνικό τίτλο «Διακριτικά τέρατα», ο αφηγητής σκέφτεται την εφιαλτική διάσταση της παρελθοντικής μανίας να αναζητηθεί ασφάλεια και συλλογικότητα σε μια μιμητική παρελθοντική λατρεία. Σχολιάζει με ημερολογιακές καταγραφές που αξιοποιούν και το συγγραφικό έργο του Γκαουστίν όσα παρατηρεί και αισθάνεται, αποκομμένος από τον εαυτό του και τους άλλους, γεγονός που αποκαλεί «το σύνδρομο του μη ανήκειν» (σ. 355). Οι εγγραφές φτάνουν μέχρι το 2029 (=1939 στο νέο παρελθοντικό ημερολόγιο), όπου ο γερασμένος αφηγητής βρίσκεται στο τελευταίο στάδιο άνοιας. Λίγο πριν, τιμώντας τις μπορχεσιανές παραδόσεις, ο αφηγητής αναρωτιέται αν ο ίδιος επινόησε τον Γκαουστίν ή ο Γκαουστίν τον ίδιο.
Στο χρονοκαταφύγιο οι μυθοπλαστικές και μεταμυθοπλαστικές εγγραφές γίνονται το «ασθενοφόρο» που προστρέχει στις κλήσεις επείγουσας ανάγκης, οι οποίες συνδέονται με τους κρίσιμους σύγχρονους καιρούς, τους τρόπους με τους οποίους διαχρονικά σβήνεται ή επανεγγράφεται η ιστορία στις ατομικές και συλλογικές διαδρομές, καθώς και στην ιστορικοποίηση του τυχαίου που επιδρά στο τι έγινε και τι θα μπορούσε να ’χε γίνει. «Το μυθιστόρημα καταφτάνει ταχύτατα με αναμμένα τα φώτα και τις σειρήνες του» (σ. 14). Η “βοήθεια” προσφέρεται. Είναι, ωστόσο, σίγουρο ότι το γεγονός αυτό δεν εξασφαλίζει τη “σωτηρία” των ιστορικών υποκειμένων “ασθενών”. Και αν «το θέμα είναι η μνήμη» (σ. 16), αυτή για να γίνει ιστορική και να συντηρηθεί «εντέλει μπορεί —και πρέπει— να καταρρεύσει» (σ. 16), γιατί ποτέ δεν μπορεί να επαναληφθεί ή να διατυπωθεί γραμμικά. Σε κάποιο σημείο του βιβλίου ο αφηγητής συλλογίζεται με κριτική διάθεση τη σχέση με τον πατέρα του για να θυμηθεί ένα περιστατικό, στο οποίο ο πατέρας του, σχολιάζοντας την ήττα της ποδοσφαιρικής ομάδας τους σε ένα ματς, του απευθύνεται λέγοντας: «Κοίτα γέρο (έτσι με φώναζε), η ζωή είναι παραπάνω από μια ήττα» (σ. 124).
Τα λόγια αυτά οδηγούν στη διαπίστωση του αφηγητή:
Πάντως δεν κατάλαβα απολύτως αν εννοούσε πως η ζωή θα είναι γεμάτη ήττες και πως αυτό ήταν μόνο η πρώτη, ή αν όντως η ζωή είναι πάντα μεγαλύτερη από κάθε ήττα. Μπορεί και τα δύο (σ. 124).
Αυτό το «μπορεί και τα δύο» δεν εξαρτάται μόνο από το τυχαίο ή τις ατομικές επιλογές, αλλά κρίνεται και από τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίζεται η ιστορική μνήμη στις “επίσημες” δημόσιες εθνικές αφηγήσεις. Οι γραμμικές αποπολιτικοποιημένες απόπειρες να προσδιοριστούν αοριστολογικά κομβικά ιστορικά συμβάντα με “επετειακούς όρους” δεν αποτελούν μόνο όψεις ενός ρηχού ιστορικισμού, αλλά και μια διαρκή προσπάθεια να διαιωνιστούν οι κυρίαρχες αυτές αφηγήσεις με όρους ηγεμονίας.
Τα όρια της ιστορίας και της μυθοπλασίας τις περισσότερες φορές δεν είναι ευδιάκριτα. Οι μεταξύ τους διάλογοι και αλληλεπιδράσεις διαμορφώνουν συνεχώς νέες πολιτικές τοποθετήσεις για την ιστορία, επισημαίνοντας επίσης τη συμπλοκή του προσωπικού στη διαμόρφωση της συλλογικής εθνικής ταυτότητας εν εξελίξει. Ο Γκοσποντίνοφ δε διατυπώνει οριστικές απαντήσεις, αλλά αναδεικνύει τη σημασία των βιβλίων, της ανάγνωσης, και των αναγνωστικών συνθέσεων στους τρόπους με τους οποίους μπορεί να ανατραπεί η επικράτηση νέων εθνικισμών που σαρώνουν τον κόσμο. Έτσι είναι ανακουφιστικό όταν ο αφηγητής σημειώνει: «πέφτω στη δροσερή σπηλιά της βιβλιοθήκης σαν σε έναν άλλο χρόνο, χρονοκαταφύγιο» (σ. 340). Η βιβλιοθήκη ως χρονοκαταφύγιο στην οποία ο χρόνος ιστορικοποιείται και αλλάζει τις θεάσεις του εαυτού και του κόσμου “αντιμάχεται” τα άλλα χρονοκαταφύγια διάθλασης του ιστορικού. Τα βιβλία σταδιακά κατά τον αφηγητή σε μεταμορφώνουν σε ό,τι διαβάζεις.
Αν σκεφτούμε τις νέες προσπάθειες επανεγγραφής των ιστορικών γεγονότων στον πόλεμο της Ουκρανίας, όπου ολόκληρη η Ρωσία, η συμβολή της στην ήττα του ναζισμού και ο πολιτισμός της δαιμονοποιούνται και διαστρέφονται με παράλληλες κατασκευές της δύσης ως του απόλυτου καλού (ιστορίες που επαναφέρουν στην μνήμη την αντικομουνιστική υστερία την περίοδο του μακαρθισμού), τότε το βιβλίο του Γκοσποντίνοφ λειτουργεί κομβικά ως προς μια κριτική επανεξέταση της ευρωπαϊκής ιστορίας του τελευταίου αιώνα. Επιπλέον, η επιλογή των βιβλίων που διαβάζουμε και τα ερμηνευτικά σχήματα για την ιστορία ορίζουν και τις όψεις του εθνικού και του ιστορικού που θα συνθέσουμε και θα επεξεργαστούμε. Τα ερωτήματα για τον χρόνο και τις επιδράσεις του παραμένουν επίσης ανοιχτά, με προβληματισμούς για όσους ακόμα επιμένουν ως προς το τέλος της ιστορίας. Στο σημείο αυτό το βιβλίο επανέρχεται ως εργαλείο κριτικών μνημονικών συλλογισμών που αναδιαμορφώνονται εις το διηνεκές, αλλά και ως εργαλείο αλλαγής του κόσμου. Ο Γκοσποντίνοφ ανατρέχει στον άγγελο της αποκάλυψης και θυμάται τα λόγια που απευθύνει στον Ιωάννη: «Λάβε καί κατάφαγε αυτό, λέει ο άγγελος, δίνοντας το βιβλίο στον Ιωάννη, και πικρανει̃ σου τήν κοιλίαν, ἀλλ΄ἐν τῷ στόματί σου ἒσται γλυκύ ὡς μέλι» (σ. 349). Κάπως έτσι διαβάζεται και το Χρονοκαταφύγιο.
ΚΩΣΤΟΥΛΑ ΜΑΚΗ
*