*
του ΜΥΡΩΝΟΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗ
Roger Eatwell & Matthew Goodwin, Εθνικολαϊκισμός
Μετάφραση Ηρακλής Οικονόμου, Επίκεντρο, Αθήνα 2021
[…] ο αστικός φιλελευθερισμός έπασχε από μια βασική αντίφαση: από τη φύση του ήταν ολιγαρχικός, συνάμα όμως ήταν υποχρεωμένος να εκδιπλωθεί πολιτικά σε μια (σχηματιζόμενη) μαζική κοινωνία, η οποία αποτελούσε την conditio sine qua non της ίδιας του της ύπαρξης. Όμως η μαζική κοινωνία τραβούσε προς τη μαζική δημοκρατία, κι αυτό έκανε την αντίφαση ακόμα εντονότερη». […] Στον βαθμό που ο φιλελευθερισμός μεθερμηνεύεται υπό μαζικοδημοκρατική έννοια, ό,τι απομένει από τη συγκεκριμένη ιστορική σημασία του χαρακτηρίζεται ως “συντηρητισμός” και καταδικάζεται με αντίστοιχη ζέση από τους υπερασπιστές της μαζικής δημοκρατίας.
Παναγιώτης Κονδύλης, Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού: από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, (Αθήνα: εκδόσεις Θεμέλιο, 2007), σ. 214-215.
Στην τηλεοπτική σατιρική κωμωδία «Ο υπηρέτης του λαού», που άρχισε πρόσφατα να προβάλλεται στην ελληνική τηλεόραση, με πρωταγωνιστή τον ηθοποιό Βολοντίμιρ Ζελένσκι, βλέπουμε έναν σχολικό καθηγητή ιστορίας, τον απλό καθημερινό άνθρωπο Βασίλι Χολομπορόντκο, κυριολεκτικά από τη μια μέρα στην άλλη, να αποφασίζει να αναμειχθεί με τα κοινά, έχοντας αυθεντική αγάπη για τον λαό (ο οποίος τον στηρίζει) και συνάμα αγανάκτηση για τη διαφθορά των ηγετών του. Φυσικά, σε κάθε επεισόδιο προκύπτουν διαρκώς νέα ευτράπελα, καθώς ο άπειρος Βασίλι έρχεται σ’ επαφή με την πλουτοκρατία και το διεφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο, το οποίο προσπαθεί να εξυγιάνει. Είναι εντυπωσιακό ότι, τρία χρόνια αργότερα, το όνομα της σειράς χρησιμοποιήθηκε για το πολιτικό κόμμα του Ζελένσκι, ο οποίος είναι ο νυν πρόεδρος του Ουκρανίας. Η δημοφιλία και η ταύτιση του ηθοποιού με τον ρόλο που κλήθηκε να ενσαρκώσει, είναι μια σταθερή τάση στη σύγχρονη εποχή, όπου όλο και περισσότεροι άνθρωποι της τέχνης και του θεάματος κερδίζουν τη λαϊκή υποστήριξη και έπειτα πολιτεύονται, ακριβώς διότι πλήθος ανθρώπων μπαίνει στον πειρασμό να τους δει ως άτομα που είναι “όπως αυτοί” και που, επομένως, δεν πρόκειται να τους προδώσουν σαν τους επαγγελματίες της πολιτικής ελίτ[1].
Σύμφωνα με τη γνωστή άποψη, που συμμερίζεται ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων, από το φιλελεύθερο Κέντρο μέχρι και τη δημοκρατική Αριστερά, η απήχηση των λαϊκιστών σήμερα αποτελεί μια πρόσκαιρη πολιτική επιλογή. Αυτή ακριβώς την άποψη επιχειρεί να καταρρίψει η πραγματεία των δύο βραβευμένων Βρετανών πανεπιστημιακών Ρότζερ Ήτγουελ και Μάθιου Γκούντγουιν, Λαϊκισμός: η εξέγερση εναντίον της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, (National Populism: The Revolt Against Liberal Democracy, 2018), μεταφρασμένη στα ελληνικά από τις εκδόσεις Επίκεντρο. Η πρωτοτυπία του παρόντος βιβλίου, σε σχέση με άλλες έρευνες του ίδιου φαινομένου, είναι ότι οι δύο συγγραφείς-ακαδημαϊκοί επιχειρούν, κατά κάποιον τρόπο, να «δικαιολογήσουν» μερικώς τη λαϊκή στήριξη στους εθνικολαϊκιστές, αναδεικνύοντας (με τη βοήθεια των στατιστικών δεδομένων) τις βαθύτερες ιστορικές αιτίες που τους κατέστησαν δημοφιλείς, δίνοντας κάποια έμφαση στην περίπτωση του Τραμπ και στο “Brexit”. Ποιες είναι όμως αυτές οι βαθύτερες αιτίες; Με τα λόγια των Ήτγουελ και Γκούντγουιν:
«τέσσερεις ευρείς μετασχηματισμοί έχουν υπάρξει καθοριστικοί: η δυσπιστία των ανθρώπων ως προς την ολοένα και πιο ελιτιστική φύση της φιλελεύθερης δημοκρατίας, η οποία έχει πυροδοτήσει την αίσθηση σε πολλούς ότι δεν έχουν πλέον φωνή, και που είναι πιθανόν να ενθαρρύνει την υποστήριξή τους προς ένα πιο “άμεσο” μοντέλο δημοκρατίας· οι συνεχιζόμενες ανησυχίες σχετικά με την καταστροφή κοινοτήτων και του έθνους, που έχουν οξυνθεί από την ταχεία μετανάστευση και μια νέα εποχή υπέρμετρης εθνοτικής αλλαγής, που εγείρουν εύλογα ερωτήματα καθώς και ξενοφοβία· η έντονη αγωνία σχετικά με τη σχετική στέρηση που προκύπτει από την στροφή προς μια ολοένα και πιο άνιση οικονομική διευθέτηση, η οποία έχει καλλιεργήσει την ορθή πεποίθηση ότι ορισμένες ομάδες εγκαταλείπονται άδικα σε σχέση με άλλες, και φόβοι για το μέλλον· και η άνοδος της αποευθυγράμμισης από τα παραδοσιακά κόμματα, που έχει καταστήσει τα πολιτικά μας συστήματα πιο ευμετάβλητα και έναν μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων “διαθέσιμους” να ακούσουν νέες υποσχέσεις, ενώ άλλοι έχουν βυθιστεί στην απάθεια» (281).
Δυσπιστία, καταστροφή, στέρηση και αποευθυγράμμιση, αυτές είναι λοιπόν οι τέσσερεις βαθύτερες αιτίες που εθνικολαϊκιστές πολιτικοί και κόμματα αναδύονται στο προσκήνιο και αποκτούν σημαντικό αριθμό οπαδών. Οι δύο συγγραφείς αφιερώνουν ένα κεφάλαιο σε καθεμιά από αυτές, αφού πρώτα εξετάσουν τους «μύθους» (κεφάλαιο 1) και τις λαϊκιστικές «υποσχέσεις» (κεφάλαιο 2) με τις οποίες αυτό το φαινόμενο έχει συνδεθεί. Αρχικά, σημειώνεται ότι ο εθνικολαϊκισμός δεν έχει αυστηρό πολιτικό πρόσημο και επεκτείνεται από τη Δεξιά ως την Αριστερά, ενώ έχει τόσο δημοκρατικούς όσο και αυταρχικούς υποστηρικτές. Επιπλέον, παρά τη συχνή παρανόηση, η στήριξη σε εθνικολαικιστές δεν ισοδυναμεί αναγκαστικά με αντιδημοκρατική στάση. Αν εξαιρεθεί μια μειοψηφία, οι εθνικολαϊκιστές, αν και κάπως ξενοφοβικοί, κατά κανόνα δεν ασπάζονται τον ρατσισμό, πιστεύουν στη δημοκρατία (συχνά μάλιστα δηλώνουν πως επιθυμούν «περισσότερη» δημοκρατία, δηλαδή περισσότερη εκπροσώπηση των ίδιων έναντι των πολιτικοοικονιμικών ελίτ μέσα στην κοινωνία) και γενικά απορρίπτουν τον διεθνισμό της Παγκοσμιοποίησης και την πολιτική των ταυτοτήτων, προασπίζοντας τη συντήρηση της παραδοσιακής κοινότητας και των ιδιαιτεροτήτων του έθνους τους. Τέλος, τονίζουν οι Ήτγουελ και Γκούντγουιν, αν ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων στηρίζει τους εθνικολαϊκιστές, τα κίνητρά του δεν είναι αποκλειστικά οικονομικά, όπως συχνά δηλώνουν πολλοί σοσιαλιστικής απόχρωσης πολιτικοί, ούτε πρόκειται απλά για εξοργισμένους λευκούς ρατσιστές, αλλά ούτε και πρόκειται για μια πρόσκαιρη διαμαρτυρία[2]. Αλλά ας δούμε το ζήτημα πιο σφαιρικά, ορίζοντας τις βασικές του έννοιες.
Ο «λαϊκισμός» είναι μια ιδεολογία που στηρίζεται σε τρεις κεντρικές αξίες: το κάλεσμα για την «έμπρακτη» ανάδειξη της λαϊκής βούλησης, την προτροπή για υπεράσπιση των συμφερόντων του απλού καθημερινού ανθρώπου, καθώς και την επιθυμία για αντικατάσταση των απόμακρων και διεφθαρμένων ελίτ. Με βάση την προσέγγιση σύγχρονων ειδικών (βλ. ενδεικτικά το βιβλίο Λαϊκισμός, των Κάλτβασερ και Κας Μούντε), ο λαϊκισμός είναι ιδεολογία περιορισμένης μορφολογίας («αβαθής») που προσκολλάται σε μια ευρύτερη ιδεολογία-ξενιστή («πλήρης»), από την οποία αντλεί τη νοηματοδότηση των βασικών εννοιών του (π.χ. λαός, ελίτ). Ο εθνικολαϊκισμός, (προκύπτει όταν ο λαϊκισμός παρεισφρήσει μέσα στον εθνικισμό), είναι μια ιδεολογία που δίνει προτεραιότητα στην κληρονομιά και τα συμφέροντα του έθνους και η οποία υπόσχεται να δώσει φωνή στον λαό που αισθάνεται ότι έχει παραμεληθεί ή περιφρονηθεί από τις, υποτίθεται, απόμακρες και διεφθαρμένες ελίτ. Κατά τον 19ο αιώνα εξάπλωση της φιλελεύθερης Δημοκρατίας, μαζί με την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου και τις νέες μορφές επικοινωνίας, έφερε στο πολιτικών προσκήνιο τις λαϊκές μάζες. Η έναρξη των λαϊκιστικών κινημάτων εντοπίζεται συνήθως στο κίνημα των ναρόντνικων στην τσαρική Ρωσία των τελών του 19ου αιώνα, ενώ το πρώτο λαϊκιστικό κόμμα στον κόσμο θεωρείται από πολλούς το αριστερό Λαϊκό Κόμμα στις Ηνωμένες Πολιτείες της ίδιας περιόδου, το οποίο διακήρυσσε την υποστήριξή του στους φτωχούς αγρότες και βιομηχανικούς εργάτες των πόλεων, τους οποίους επεδίωκε να συσπειρώσει ενάντια στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ. Ας δούμε τώρα αναλυτικά τα τέσσερα αίτια της αναζωπύρωσής του: δυσπιστία, καταστροφή, στέρηση, αποευθυγράμμιση.
Ξεκινώντας από τη δυσπιστία, πρέπει να ειπωθεί πως είναι η τάση πολλών ανθρώπων να νιώθουν ότι δεν υπολογίζεται η γνώμη τους από τις πολιτικές ελίτ. Αυτό είναι ακόμη εντονότερο στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου μεγάλοι υπερεθνικοί σχηματισμοί λαμβάνουν δεσμευτικές αποφάσεις για τα έθνη-κράτη. Σύμφωνα με τους Ήτγουελ και Γκούντγουιν, εξαρχής η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης ήταν περισσότερο κίνηση των πολιτικών ηγετών παρά των υπηκόων τους. Συγκεκριμένα, όταν το 1999 εγκαινιάστηκε το ενιαίο νόμισμα ευρώ, οι επιμέρους λαοί δεν ψήφισαν, ενώ όπου έγινε δημοψήφισμα (π.χ. Δανία), ο λαός το απέρριψε. Ήδη από τις αρχές του 21ου αιώνα, η ευρωπαϊκή ενοποίηση συνδέθηκε από πολλούς με προβληματισμούς για την εθνική ενότητα και τη μετανάστευση. Το έτος 2009, μια ετήσια έρευνα γνώμης αποκάλυψε ότι μόνο οι μισοί κάτοικοι της Ε.Ε. θεωρούσαν καλό πράγμα την ένταξή τους σε αυτή. Αντίθετα, οι πολιτικοί που δήλωναν ότι αισθάνονταν περήφανοι για αυτή την ένταξη, ήταν οι επτά στους δέκα. Πάντως, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών (τουλάχιστον το 80%), μας λέει η Παγκόσμια Έρευνα Αξιών, όχι απλά αξιολογεί θετικά τη δημοκρατία ως πολίτευμα, αλλά και δηλώνει πως είναι σημαντικό να ζουν σε μια δημοκρατική χώρα. Και, πράγμα που φαντάζει παράδοξο, σε πολλές δημοκρατίες οι ψηφοφόροι των εθνικολαϊκιστών υποστηρίζουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία περισσότερο από τον γενικό πληθυσμό. Επομένως, η δυσπιστία δε συνεπάγεται απόρριψη της δημοκρατίας αλλά επιθυμία για «διεύρυνσή» της σε πολλούς ανθρώπους που αισθάνονται ότι δεν εκπροσωπούνται επαρκώς. Ας δούμε τώρα την «καταστροφή». Σύμφωνα με τους δύο συγγραφείς, αυτή έγκειται στη (σύμφωνα πάντα με τους εθνικολαϊκιστές) διάλυση των παραδοσιακών πολιτισμικών κοινοτήτων εξαιτίας της αθρόας εισαγωγής μεταναστών.
Σε αυτό το θέμα, οι ανησυχίες τους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κατά βάση θεμιτές: υπολογίζεται ότι, ως το 2050, ο πληθυσμός που θα έχει γεννηθεί στο εξωτερικό θα είναι από 15% μέχρι 32% σε πολλά κράτη, με χώρες όπως η Σουηδία και Ολλανδία να έχουν πλειοψηφικούς πληθυσμούς καταγωγής ως τα τέλη του 21ου αιώνα. Πολυάριθμες μελέτες των τελευταίων δεκαετιών αποκαλύπτουν ότι οι θιασώτες των εθνικολαϊκιστών είναι σύνηθες να κατοικούν σε περιοχές εθνοτικά μικτές ή με ταχεία εθνοτική αλλαγή. Ειρωνικά, ορισμένες από τις χώρες με την πιο έντονη αντίθεση στη μετανάστευση είναι αυτές με τους ταχύτερα συρρικνούμενους πληθυσμούς διεθνώς. Μάλιστα, η αθρόα εισαγωγή μουσουλμανικών πληθυσμών σε ευρωπαϊκά κράτη δεν αποκλείεται να οδηγήσει σε μια «από-εκκοσμίκευση», μέχρι τα τέλη του 21ου αιώνα. Όσον αφορά τώρα την αποστέρηση, κατά τα τέλη του εικοστού αιώνα, ύστερα από την αύξηση του πληθωρισμού και της υποαπασχόλησης, η αντικατάσταση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας από νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, στις οποίες λίγο-πολύ προσαρμόστηκαν και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση της οικονομικής ανισότητας. Δεν πρόκειται τόσο για μια «φτωχοποίηση» βάσει αντικειμενικών δεικτών, όσο για τη συγκριτική αποστέρηση, το αίσθημα δηλαδή πλήθους πολιτών πως είναι πολύ λιγότερο ευνοημένοι οικονομικά σε σχέση με ορισμένες επιχειρηματικές και πολιτικές ελίτ.
Τέλος, ο τέταρτος παράγοντας, η αποευθυγράμμιση, είναι το γεγονός ότι οι άνθρωποι τείνουν να αλλάζουν πολύ γρηγορότερα κομματική ταυτότητα, να δοκιμάζουν νέες πολιτικές επιλογές και να αρνούνται να ταυτιστούν με κάποιο από τα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα. Το συμπέρασμα των δύο Βρετανών ακαδημαϊκών είναι ότι οι τέσσερεις αιτίες έχουν βαθιές ρίζες και αντιπροσωπεύουν σημαντικά προβλήματα και αντιφάσεις της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας. Παρότι είναι αλήθεια ότι οξύνθηκαν με την παγκόσμια οικονομική κρίση (2008) και το μεταναστευτικό (2014), ωστόσο δεν παύει να είναι γεγονός ότι όλες υπήρχαν στις κοινωνίες μας, αρκετά χρόνια πριν. Αν είναι απαραίτητο κάθε αξιόλογο βιβλίο να μπορεί να συνοψιστεί με μια φράση, αυτή εδώ θα έπρεπε να είναι η ακόλουθη: ο εθνικιστικός λαϊκισμός δεν οφείλεται απλά στην οικονομική κρίση ή στην παροδική αγανάκτηση ορισμένων μισαλλόδοξων ηλικιωμένων λευκών, όπως ευρέως νομίζεται, παρά αποτελεί σύμπτωμα του ότι έχουν παραγκωνισθεί σημαντικά κάποιες απολύτως θεμιτές πολιτικές ανησυχίες μια μεγάλης μερίδας του λαού, από τις διάφορες ελίτ των κοινωνιών μας. Οι περισσότεροι εθνικολαϊκιστές δεν είναι αντιδημοκράτες αλλά μάλλον δύσπιστοι πολίτες που ζητούν περισσότερη δημοκρατία, επειδή είναι πεπεισμένοι πως η γνώμη τους δεν υπολογίζεται και πως οι επιμέρους πολιτικοί μοιάζουν διαρκώς περισσότερο μεταξύ τους. Ας σημειωθεί εδώ ότι μερικές φορές περισσότεροι από τον μισό πληθυσμό στη Δύση εκφράζουν απόψεις που ευθυγραμμίζονται γενικά με τους εθνικολαϊκιστές. Μάλιστα, έρευνες δείχνουν ότι και η κυρίαρχη πολιτική σκηνή έχει αρχίσει να αλλάζει σε πολλές χώρες, με τα παραδοσιακά κόμματα να στρέφονται πιο Δεξιά και ακόμη και να μιμούνται τους εθνικολαϊκιστές σε ζητήματα όπως η μετανάστευση. Σύμφωνα και πάλι με τους Ήτγουελ και Γκούντγουιν:
«οι έντονες ανησυχίες που εκφράζουν οι εθνικολαϊκιστές ψηφοφόροι για το πώς αλλάζουν τα έθνη τους, είναι πραγματικές και θεμιτές. Δεν είναι απλώς υποπροϊόντα άλλων δυνάμεων. Αλλά αυτές οι έγνοιες περιλαμβάνουν επίσης μια σειρά ανησυχιών σχετικά με τις κοσμοπολίτικες και άσπλαχνες ελίτ που επέτρεψαν στους μετανάστες και σε άλλες μειονότητες να έρθουν στη χώρα των ψηφοφόρων, καθώς και ευρύτερα αισθήματα κοινωνικής και πολιτισμικής απώλειας που συνδέονται επίσης εν μέρει με την εθνοτική αλλαγή. Δίνοντας έμφαση περισσότερο στον λαϊκισμό, τονίζουμε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι θέλουν να ακουστούν, αντί να αγνοούνται ή να αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση» (115-116)
*
*
Καθώς η Δύση μεταβαίνει σε μια εποχή «μετα-λαϊκισμού», το πιο πιθανό είναι να επωφεληθούν περισσότερο οι μετριοπαθέστεροι από τους εκπροσώπους του εθνικολαϊκισμού, συμπεραίνουν. Αν όμως οι, de facto αντιφιλελεύθεροι, εθνικολαϊκιστές αντιπαρατίθενται με τις ελίτ και τους θεσμούς των δημοκρατιών μας που είναι ξεκομμένοι από τις μάζες με τις άμεσες αποφάσεις τους, μήπως αυτό σημαίνει ότι οι «αμεσοδημοκρατικές» διαδικασίες ευνοούν στην πραγματικότητα επίδοξους τυράννους;
Αυτό φαίνεται πως δεν αποτελεί πεποίθηση μονάχα κάποιων παλιότερων νεοσυντηρητικών (π.χ. του Τζέημς Μπάρναμ στο βιβλίο Οι Μακιαβελιστές: Υπέρμαχοι της ελευθερίας) αλλά το πιστεύουν και οι σύγχρονοι πολιτικοί επιστήμονες του Harvard, Στήβεν Λεβίτσκυ και Ντάνιελ Ζίμπλατ, οι οποίοι μέσα στο βιβλίο τους Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες (How Democracies Die, 2018) εκφράζουν την άποψη ότι οι δημοκρατίες σήμερα διαβρώνονται όχι με όπλα και αιματηρά πραξικοπήματα, αλλά κατά κανόνα σταδιακά. Ιδιαίτερα καταστροφική για τους δημοκρατικούς θεσμούς, θεωρούν, είναι η αμοιβαία πόλωση, η αίσθηση ότι οι εκάστοτε πολιτικοί αντίπαλοι είναι επικίνδυνοι για τη χώρα και πρέπει να εξαφανιστούν με κάθε κόστος, ή ακόμη και να συντριβούν. Αρκετές από τις απόπειρες κατάλυσης της δημοκρατίας συχνά είναι νόμιμες, δηλαδή έχουν την έγκριση νομοθετικών σωμάτων ή δικαστηρίων, και παρουσιάζονται ως προσπάθειες βελτίωσης της δημοκρατίας. Η δημοκρατία ως δημαγωγία είναι πολλές φορές ο προθάλαμος της τυραννίας, θεωρούν. Παράλληλα, αναδεικνύουν τον ρόλο των κομμάτων, μια ολιγαρχία που προστατεύει από την τυραννία:
«Οι άτυπες συναντήσεις “βαρόνων” του κόμματος έπαιζαν ρόλο φίλτρου, συμβάλλοντας στο να αποφευχθεί η εκλογή στη θέση του προέδρου κάποιου δημαγωγού ή εξτρεμιστή, ο οποίος θα μπορούσε να “εκτροχιάσει” τη δημοκρατία» (70).
Καθότι έχουν υπάρξει κατά καιρούς διάφοροι δημαγωγοί με αυταρχικές τάσεις (π.χ. Τσαρλς Κόφφλιν, Τζόζεφ Μακάρθυ, Χιούι Λονγκ και Τζωρτζ Ουάλλας), η προστασία της αμερικανικής δημοκρατίας από αυτούς ήταν έργο όχι του λαού αλλά των «συστημικών» κομμάτων. Οι συγγραφείς θεωρούν αρνητική την αλλαγή στο σύστημα των εκλεκτόρων, στις αρχές της δεκαετίες του 1970, που σηματοδότησε το «άνοιγμα» της εκλογικής διαδικασίας. Επίσης, οι μηχανισμοί «φιλτραρίσματος» των υποψηφίων αποδυναμώθηκαν και από δύο ακόμη παράγοντες: αφενός από την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου, το 2010, κατά την οποία προβλεπόταν η θεαματική αύξηση των ποσών που ένας υποψήφιος μπορεί να αντλεί από εισφορές πολιτών, και αφετέρου, η ραγδαία ανάπτυξη των διάφορων εναλλακτικών μέσων ενημέρωσης (π.χ. καλωδιακή τηλεόραση, social media). Για τους δύο συγγραφείς, είναι οι «πολιτικές ελίτ», τα κόμματα που έχουν τη δυνατότητα να λειτουργούν ως άγρυπνοι φύλακες ης δημοκρατίας, απομονώνοντας τους πιθανούς εχθρούς της. Στο βιβλίο κατατίθεται μάλιστα ο παρακάτω προβληματισμός:
«Ασφαλώς οι προκριματικές εκλογές αποτελούσαν μια δημοκρατική διαδικασία. Μήπως όμως ήταν υπερβολικά δημοκρατική; Μήπως υπήρχε κίνδυνος, με τη μείωση του ρόλου του μηχανισμού, της ηγεσίας και των “βαρόνων” του κόμματος, να πάψει να υπάρχει η αναγκαία επαγρύπνηση, ώστε να αποτρέπεται το ενδεχόμενο να γίνει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών κάποιος ακατάλληλος ή επικίνδυνος»; (82-83)
Παραδόξως, η ύπαρξη του προέδρου Trump, που έχει εκδηλώσει σποραδικά αυταρχική συμπεριφορά, είναι αποτέλεσμα αυτού αυξημένου εκδημοκρατισμού στο αμερικάνικο σύστημα, λέει αμφότεροι. Εδώ βλέπουμε το περίφημο πλατωνικό μοτίβο της δημοκρατίας ως δημαγωγίας, που είναι ο προθάλαμος της τυραννίας. Αν κανείς να διαβάσει συνδυαστικά τα δύο βιβλία, μπορεί να συλλάβει το πολιτικό δίλημμα: διεύρυνση της δημοκρατίας στις μάζες, με κίνδυνο την καταστρατήγηση των φιλελεύθερων θεσμών από εμφανιζόμενους αυταρχικούς «χαρισματικούς» ηγέτες (με τη βεμπεριανή έννοια) ή μετριασμός και «φιλτράρισμα» της δημοκρατίας από τις διάφορες ελίτ; Περισσότερη και αμεσότερη δημοκρατία ή περιοριστικός έλεγχός της από φιλελεύθερους μα ολιγαρχικούς θεσμούς;
Στο παλαιότερο βιβλίο του Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας (The inner enemies of Democracy, 2014), ο σοσιαλδημοκράτης συγγραφέας Τζβέταν Τοντόροβ υποστήριξε ότι, καθώς εξέλιπαν οι μεγάλοι της αντίπαλοι (π.χ. φασισμός, σοβιετικός κομουνισμός), οι κίνδυνοι της φιλελεύθερης δημοκρατίας, πια, δεν είναι άλλοι από τις ίδιες τις εσωτερικές της αντιφάσεις, που υφέρπουν στο εσωτερικό των πολιτικών συστημάτων της Δύσης. Συγκεκριμένα, τα θεμελιώδη συστατικά μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας είναι τρία: η δημοκρατία, ο (πολιτικός, οικονομικός) φιλελευθερισμός, και, το θεμέλιο αμφότερων, η έννοια της προόδου. Λαός-δημοκρατία, άτομο-ελευθερία, πρόοδος. Όταν κάποιο από αυτά υπερτονισθεί παραμερίζοντας τα άλλα δύο, τότε προκύπτει πρόβλημα: έτσι, έχουμε τα προβλήματα του λαϊκισμού (στην ξενοφοβική του εκδοχή σήμερα, λόγω της μετανάστευσης), του νεοφιλελευθερισμού, καθώς και του πολιτικού μεσσιανισμού, αντίστοιχα.
Η δημοκρατία είναι άρρωστη από την υπερβολή της, λέει ο Τοντόροβ, με τρόπο που σε κάποιους ίσως θυμίσει τον Πλάτωνα και το ρητό του ότι η «ἄγαν ἐλευθερία ἔοικεν οὐκ εἰς ἄλλο τι ἢ εἰς ἄγαν δουλείαν μεταβάλλειν καὶ ἰδιώτῃ καὶ πόλει» (Πολιτεία, 564a). Αν όμως αυτά τα τρία στοιχεία-ατομικές ελευθερίες, λαϊκή βούληση, πρόοδος- είναι αναπόσπαστα στις δυτικού τύπου δημοκρατίες μας αλλά συνάμα απειλούν την ύπαρξή τους, τότε τι μπορεί να γίνει; Η μοναδική απάντηση, για τον ίδιο, είναι η αυτοσυγκράτηση. Προκειμένου να στηρίξει τη θέση του, ο Τοντόροβ επικαλείται την παλιά θεολογική διαμάχη του Πελάγιου με τον Άγιο Αυγουστίνο, υποστηρίζοντας μαζί με τον τελευταίο ότι ο άνθρωπος είναι ένα ον γεμάτο ελλείψεις και κάθε διόρθωση των προβλημάτων του μπορεί να γίνει μονάχα με σεμνότητα και σταδιακά, όχι δια μιας.
Η περίπτωση του Τοντόροβ είναι ίσως χαρακτηριστική, διότι ο ίδιος μοιάζει μεν να αποδέχεται ότι τόσο οι ελιτίστικες νεοφιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές όσο και ο άκρατος λαϊκισμός δημιουργούν πρόβλημα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, ωστόσο η πρότασή του περί μετριοπάθειας, όντας μια «ίσων αποστάσεων» λύση, δεν οδηγεί σε συγκεκριμένες πράξεις, αλλά μάλλον αφήνει όλες τις πλευρές ανικανοποίητες. Επιπλέον, υποβαθμίζοντας τον λαϊκισμό και τον νεοφιλελευθερισμό σε μόνιμα και σταθερά προβλήματα κάθε φιλελεύθερης δημοκρατίας, γενικά και αόριστα, ο Τοντόροβ στην πραγματικότητα παραμερίζει εντελώς τους φόβους πολλών ανθρώπων για την αλλοίωση των πολιτισμικών τους κοινοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, οι αντιφάσεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας και κυρίως η σύγκρουση ανάμεσα σε φιλελευθερισμό και δημοκρατία στο πλαίσιο των μαζικοδημοκρατικών κοινωνιών, φαίνεται πως καθιστούν τον εθνικολαϊκισμό ελκυστικό για πολλούς, πράγμα που είναι απίθανο να ανατραπεί στο εγγύς μέλλον.
ΜΥΡΩΝ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ
*