*
Μετάφραση Κώστας Κουτσουρέλης
~.~
GRODEK
Το βράδυ αντηχούν στου φθινοπώρου τα δάση κλαγγές
από όπλα θανάτου, στις γαλάζιες τις λίμνες,
στις χρυσές πεδιάδες, ο ήλιος επάνω τους
κυλάει σκοτεινός· σφίγγει η νύχτα στον κόλπο της
μαχητές που πεθαίνουν, τον άγριο θρήνο
των σπασμένων χειλιών τους.
Νέφος κόκκινο αμίλητο βρέχει το χώμα
το χυμένο το αίμα, φεγγάρι ψυχρό ―
μέσα του οικεί ένας οργίλος Θεός·
όλοι οι δρόμοι εκβάλλουν στο μελάνι της σήψης.
Κάτω απ’ της νύχτας τα χρυσά κλαδιά και τ’ αστέρια
της νοσοκόμας ο ίσκιος σαλεύει σ’ ένα άλσος βουβό
χαιρετώντας πνεύματα ηρώων, κεφαλές ματωμένες·
στην καλαμιά ηχούν σιγανά του φθινοπώρου οι μαύροι αυλοί.
Ω υπερήφανο πένθος! εσείς σιδερένιοι βωμοί,
την καυτή φλόγα του πνεύματος τρέφει απόψε ένας
πόνος βαθύς,
τ’ αγέννητα εγγόνια.
* * *
ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟ ΒΡΑΔΥ
Στο παράθυρο οι νιφάδες του χιονιά·
η καμπάνα η βραδινή αργά σημαίνει.
Η φωτιά τρίζει κι αχνίζει στη γωνιά
και στρωμένο το τραπέζι περιμένει.
Από δρόμο έχοντας φτάσει σκοτεινό
οδοιπόρος την εξώπορτα χτυπάει.
Δέντρο ολάνθιστο το έλεος χρυσό
το χυμό τον παγερό της γης ρουφάει.
Μπαίνει ο Ξένος τυλιγμένος τη σιωπή·
το κατώφλι οδύνη τώρα το πετρώνει.
Στο τραπέζι το ψωμί και το κρασί
λαμπυρίζουν μες στο φως που τα κυκλώνει.
* * *
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Το βράδυ ο θρήνος του κούκου
σωπαίνει στο δάσος.
Ριζώνουν τα στάχια βαθύτερα,
το αφιόνι στη γη.
Mιας μπόρας ο ίσκιος
μαυρίζει στους λόφους.
Το παλιό τραγούδι του γρύλλου
αργοσβήνει στον κάμπο.
Ασάλευτα μένουν
της καστανιάς τα φυλλώματα.
Στη γυριστή τη σκάλα
το φόρεμά σου θροΐζει.
Στο σκοτεινό δωμάτιο
ένα κερί φέγγει βουβό·
ένα χέρι ασημένιο
το σβήνει·
άναστρη, απάνεμη νύχτα
* * *
RONDEL
Έσβησε πια ο χρυσός των ημερών,
το καστανό, το μπλάβο χρώμα της εσπέρας:
πέθαναν τ’ απαλά τραγούδια της φλογέρας
το καστανό, το μπλάβο χρώμα της εσπέρας
έσβησε πια ο χρυσός των ημερών.
* * *
DE PROFUNDIS
Είν’ ένας θερισμένος αγρός που μαύρη τον ραίνει η βροχή.
Είν’ ένα δέντρο καστανό που στέκει μονάχο.
Είν’ ένας άνεμος συριστικός που κυκλώνει τις άδειες καλύβες.
Πόσο θλιμμένο το βράδυ αυτό.
Πλάι στα χαμόσπιτα
η γλυκιά ορφανή σταχολογάει ακόμη.
Τα μάτια της χρυσά κι ολοστρόγγυλα ανθούν στο λυκόφως,
η αγκαλιά της προσμένει τον ουράνιο νυμφίο.
Στο γυρισμό
βρήκαν βοσκοί το τρυφερό της κορμί
να σαπίζει στους βάτους.
Ίσκιος είμαι μακριά απ’ τις κώμες του ζόφου.
Ήπια τη σιωπή του θεού
απ’ τις κρήνες του άλσους.
Στο μέτωπό μου φυτρώνει παγωμένο ένα μέταλλο
αράχνες ζητούν την καρδιά μου.
Είν’ ένα φως που στο στόμα μου σβήνει.
Τη νύχτα βρέθηκα σ’ έναν λειμώνα
να κοιτάζω τους λεκέδες και τη σκόνη των άστρων.
Στους θάμνους
κρυστάλλινοι άγγελοι ηχούσαν ξανά.
GEORG TRAKL
*