της ΘΕΩΝΗΣ ΚΟΤΙΝΗ
Ηλίας Κεφάλας,
γραφέας του φυσικού έπους,
Θράκα 2021
Στην τελευταία του δουλειά, ο Ηλίας Κεφάλας αποτυπώνει στιγμές, διαθέσεις και ρυθμούς του γενέθλιου τόπου, λειτουργώντας ως καταγραφέας του «φυσικού έπους», όπως λέει. Έπος, όπως η μακρά δοξαστική αφήγηση μιας ατελεύτητης εποποιίας που είναι η ζωή και η αναπνοή του κόσμου γύρω μας και μέσα μας. Γι’ αυτό και τα ποιήματα δεν είναι απλώς εικόνες της φύσης, αλλά και οι μυστικές συζεύξεις και ανταποκρίσεις ανάμεσα στον άνθρωπο που πρέπει να ξαναβρίσκει συνεχώς τον ορισμό και τον προορισμό του και την αυτοφυή ύπαρξη της φύσης που τον περιέχει, τον εξηγεί και τον υπερβαίνει. Τον παρηγορεί, γιατί υπάρχει ως η πλησιέστερη φανέρωση του θαύματος, αλλά και τον απελπίζει, γιατί κρατά ανέγγιχτο το μυστικό της, που είναι πώς να ζει ανερώτητα ως κατακλυσμιαία βούληση και ως αγαθοποιός πράξη. Σε αυτόν τον κόσμο της φύσης της Θεσσαλίας έχει επιλέξει να ζει και να θέτει εν πολλοίς το ποιητικό του στοίχημα ο Ηλίας Κεφάλας τα τελευταία χρόνια, με την αγάπη του πιστού, του γηγενούς, του «εκβλαστήματος της ανθρώπινης θλίψης» αλλά και του συμπαίκτη, του συναυτουργού μιας ιερουργίας.
Εκεί παρακολουθεί τις εποχές να σμιλεύουν τις μορφές της φύσης και τις τροπές της ψυχικής διάθεσης σε συστοιχία. Η πρώιμη άνοιξη π.χ. γίνεται το προμήνυμα αυτού που μένει ανείπωτο, ανίδωτο και «πιο βαθύ και μακρινό», όπως στο πρώτο ποίημα της συλλογής δηλώνεται:
«Πρωινό πουλί»
Κόμποι φωτός στα δροσοστάλαχτα δέντρα
Τιτιβίσματα στο μισόφωτο της αυγής
Μέθη των εγρηγόρσεων – αυλοί
Της παρατεταμένης αγρυπνίας
Ένα πουλί δίκην απεσταλμένου της άνοιξης
Μας προτρέπει ν’ αναθαρρήσουμε
Και να εξέλθουμε στις ηλιαχτίδες
Βγαίνουμε παρευθύς επειδή αδημονούμε
Για κάτι πιο βαθύ πιο μακρινό
Πέρα από την καλόδεχτη εποχή των πρωτανθών
Ζητώντας ξεκινημένο να το δούμε
Σ’ όλες τις πράσινες προτροπές
Που η φύση ορατώς προσυπογράφει.
19 Ιανουαρίου 2018
Σε αυτόν τον χώρο κινούνται και τα περισσότερα ποιήματα της συλλογής. Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας της φύσης και της ανθρώπινης διάθεσης: αναθαρρήματα και πλησμονή και προμηνύματα φθοράς, μελαγχολία του τέλους σε μια συνεχή κυκλικότητα. Η «αλεξίκακη σκιά» του δέντρου που «σαν ενοδία και υπαίθρια σκιά / πραΰνει και φιλιώνει όλο τον κόσμο», «πεδιάδες υπερβατικές» στη «θέση της χαμένης θάλασσας» και οι άνθρωποι να ζουν «μέσα σε πάχνες και κρυφά νερά / Σαν αποδέκτες διαλεχτοί / Μιας μυστικής γαλήνης».
Η εντελέχεια του φυσικού κόσμου λειτουργεί με μια αποστομωτική αυτάρκεια που όσο και αν φιλικά καλεί τον άνθρωπο παράλληλα τον αποκλείει, γι’ αυτό και αρκετές στιγμές περιφέρεται ως ένας περίοικος του παραδείσου που πολιορκεί τον εδεμικό καρπό της γνώσης με αγιάτρευτη και υποψιασμένη αγνωσία: «Όσο να φτάσω στα φλύαρα ποτάμια / Και τους κατοικημένους οικισμούς / Θα έχει πέσει η νύχτα / Και θα είμαι ακόμα μόνος / Όμως ξέρω καλά και από νύχτα / Και από μόνος». Κοιτάζοντας τα ήμερα γελάδια του κάμπου που «όλα γνωρίζουν πλέον πού να πάνε / Με αυτόν τον πράο και αργό βηματισμό τους» διαπιστώνει: «Όμως εγώ διστάζω και κοιτάζω απορημένος / Κι όλο δεν ξέρω αν πάω εκεί που πρέπει / Κι όλο δεν ξέρω αν έχω μέρος που να πάω». Γι’ αυτό και πολύ συχνά πλησιάζει το θαύμα ως ικέτης, έκθαμβος ή απορημένος συνομιλητής του δέντρου, μεγαλύνοντας τη δημιουργία, συμπάσχοντας ή ζητώντας οδό.
Άλλοτε η φύση λειτουργεί ως προβολή του μονήρους στοχασμού: «Η μέρα χάνεται στη νύχτα / Σαν βέρα που αφήνει το δάχτυλο / στο έλεος της γυμνότητας / Πού θα πάμε όλοι μας τόσο γυμνοί; / Ποιος ξέρει αν μας έχουν συγχωρέσει.» Άλλοτε πάλι ο άνθρωπος γίνεται μέρος αυτού του κόσμου αποσβένοντας την πεπερασμένη ατομικότητα («Δεν έχω μορφή /Δεν έχω φωνή / Μόνο συνείδηση της αείροης ύπαρξης») και συστρατεύεται με την άνθηση τραγουδώντας «μόνος ακατάληπτα / Κι ωστόσο πάντα παναρμόνια». «Φύλλα χρυσά / φύλλα χλωρά / Κρατώ στη φούχτα μου / Κι είναι τα μόνα μου νομίσματα / Ν’ ανταπεξέλθω στη ζωή». «Έτσι με ανταμείβει το δάσος/ Και με διοχετεύει από τις ρίζες του / Στους μυστικούς φωταγωγούς». Μια επικράτεια που ορισμένες φορές με υποδόρια απειλή και άλλο τόσο τρυφερότητα εγκολπώνει το ανθρώπινο:
Με φύλλα σύριγγες υιοθετεί το φως ο πεύκος
Ενώ ψηλότερα ο έλατος ματαιοπονεί
Σε γλώσσα ανεξερεύνητη λεπτής χορδής
Όπου η μανία εύθραυστη και αγχέμαχη
Και το βουνό χωρίς ανάγκη πρόβλεψης
Ορμάνε ακάθεκτα στο μέλλον
Όρος ποικίλον και στικτόν
Κρόσσι της μνήμης και απόγειο της θλίψης
Τεμαχίζει τα όνειρα
Σε συνθλίψεις του απείρως εδώ
Αρκετά ποιήματα με αφορμή το γενέθλιο τοπίο κατέρχονται στις εγχαράξεις της παιδικής ηλικίας, της δύσκολης μετεμφυλιακής επαρχίας του ’50 και της κυρίαρχης μορφής του πατέρα. Υπάρχουν επίσης στιγμιότυπα της καθημερινότητας στην οικειότητα μιας θαλπωρής που συχνά διαβρώνεται από την έμμονη ανησυχία του χρόνου όταν υπενθυμίζει τα τετελεσμένα του. Μέσα σε αυτή τη μήτρα, ο ποιητής ως αμήχανος φορέας του χρόνου, στις δύσκολες αγρύπνιες ή σε κατανυκτικές παννυχίδες, στήνει ξόβεργα στην ποίηση, νιώθοντας το σαράκι της μέριμνας του βίου και της τέχνης.
Όπως το δηλώνει απερίφραστα κι ο τίτλος, ο ποιητής εδώ γίνεται ο γραφέας του φυσικού έπους, γι’ αυτό και χρησιμοποιεί συχνά την περιγραφική καταγραφή, ορώμενος τον γύρω κόσμο και καλώντας και τον αναγνώστη σε αυτή την δεκτική όραση, για να παρακολουθήσει το βήμα στο χώρο, τη στάση, το αγνάντεμα του τοπίου, την περισυλλογή κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο. Κάποτε απομονώνει λεπτομέρειες, αλλά τις περισσότερες φορές βλέπει τον τόπο τηλεσκοπικά, πανοραμικά, όπως πλατείς είναι οι κάμποι της Θεσσαλίας, συνθέτοντας μια ζεστή αρχιτεκτονική του τόπου. Έτσι η ευταξία του τόπου- κόσμου συχνά δείχνεται σε ένα παρατακτικό πανόραμα, έρρυθμο και ευγενές. Το επίθετο, που ο Κεφάλας δεν έχει αποκηρύξει, παίζει σημαντικό ρόλο σε αυτή τη σκηνογραφία, εν πολλοίς εύστοχο και ακριβές, δωρίζοντας την έκπληξη, την ακρίβεια και τον ρυθμό στην στιγμή και την περιγραφή: «αχερούσιο ταξί», «μονήρη κυπαρίσσια», καλλίφυλλα πλατάνια και δέντρα «ευπέταλα», «ηδύπικρο χιόνι». Εκεί υψώνεται κάποιος ρητορικός τόνος ως θαυμαστικό της ωραιότητας που αντικρίζει το βλέμμα, αλλά κατά κανόνα επικρατεί η ήρεμη στοχαστικότητα ενός απαλού ελεύθερου στίχου με την αργή ιαμβική του άνεση.
Ο Κεφάλας ανήκει στους ποιητές που έστω κι αν έζησαν σε μητροπολιτικά κέντρα για χρόνια διατηρούν την καταγωγή ως ιδιοπροσωπία, ποριζόμενος την ποιητική περιουσία από το κοίτασμα ενός τόπου – προορισμού που «αν είναι αίνιγμα δεν ξέρω να το λύσω», παραδέχεται. Ο τόπος δεν γίνεται γεωγραφία αλλά συνάπτεται με μια οντολογική θεώρηση. Ο άνθρωπος, αν και αναπόφευκτα εγκάτοικος του μοναχικού του εαυτού, εξανθρωπίζεται εγγραφόμενος μέσα στον αιώνιο ρυθμό της φύσης που στην έγχρονη αλληλουχία των εποχών της συντονίζει το βίο. Έτσι αυτή η οντολογική θεώρηση καταλήγει σε έναν ανθρωπισμό μέσα από την παρατήρηση του μη ανθρώπινου. Στιβαρή και αειθαλής αυτή η εμμονή του, ιδίως όταν όλες οι άλλες παραμυθίες, όπως η στράτευση στην πίστη ότι ο κόσμος μπορεί να εξανθρωπιστεί με καταστατικά προγραμματικών θέσεων, τείνουν να καταρρεύσουν, όπως περίτρανα αποδεικνύει η επικαιρότητα των ημερών.
Βέβαια, δεν είναι όλα τα ποιήματα της συλλογής στο ίδιο ύψος. Κάποια αποτελούν εκπνοές μιας περαστικής διάθεσης ή επαναδιατυπώσεις μιας ιδέας που έχει αλλού συλληφθεί δραστικότερα ή εμμένουν περιγραφικά στο συγκεκριμένο. Ωστόσο, η συλλογή διαθέτει την ενότητα και τη συνθετική συνοχή που προσπορίζουν στον αναγνώστη, μετά το πέρας της ανάγνωσης, το αίσθημα ότι εισήλθε σε έναν κόσμο πλήρη, ευφρόσυνο, συνεπώς προσωπικό αλλά και ανοικτό στην παλιά συμπάθεια των απλών λέξεων και των στοιχειωδών αληθειών.
ΘΕΩΝΗ ΚΟΤΙΝΗ
*