Month: Μαρτίου 2022

Πώς γεμίζει ένα μυθιστόρημα

*

του ΦΩΤΗ ΔΟΥΣΟΥ

Στην αρχή του μυθιστορήματος του Σεφέρη Έξι Νύχτες στην Ακρόπολη (εκδ. Ερμής), ο Στράτης, alter ego του ποιητή και χαρακτήρας μέσα από το πρίσμα του οποίου παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα, διατυπώνει ένα αφηγηματολογικής φύσεως αξίωμα. Λέει χαρακτηριστικά (φωτίζοντας ίσως και μια όψη του συγγραφικού αδιεξόδου στο οποίο έχει περιέλθει) ότι ο ίδιος δεν μπορεί να γράψει μυθιστόρημα επειδή δεν τα καταφέρνει στις περιγραφές. Και, σύμφωνα με τη άποψή του, ένα μυθιστόρημα «γεμίζει με περιγραφές». Σήμερα μπορεί να φαντάζει έως και απλοϊκή με τέτοια εντύπωση. Ένα μυθιστόρημα γεμίζει με χίλια δυο πράγματα, σκεφτόμαστε. Και κυρίως με την πλοκή, με τις δράσεις, με όσα γίνονται μέσα του.

Ωστόσο το ζήτημα που θέτει ο Στράτης πάει λίγο βαθύτερα. Η περιγραφή σε ένα λογοτεχνικό κείμενο μπορεί να ιδωθεί και ως μια συνεκδοχή του ύφους. Πρόκειται για πεδίο όπου το συγγραφικό ύφος αποκαλύπτεται σε όλο του το μεγαλείο. Όχι ότι το ύφος δεν αποτυπώνεται και στους υπόλοιπους αφηγηματικούς τρόπους, αλλά με την περιγραφή δίνεται χώρος στη γλώσσα, συχνά παρατηρούμε ότι εδώ τα σχήματα λόγου πλεονάζουν, η δράση παγώνει, η αφήγηση δίνει την αίσθηση ότι ακινητοποιείται. Δεν υπάρχει το άγχος να προχωρήσει η ιστορία μπροστά. Βρισκόμαστε σε μια στιγμή αφηγηματικής παύσης (αλήθεια μπορεί να γεμίσει ένα μυθιστόρημα μόνο με παύσεις; Δεν θα έμοιαζε τότε με ένα εκτεταμένο, λεκτικό 4΄33΄;΄).

Άρα μήπως εδώ μπορούμε να ανιχνεύσουμε ένα συγκεκαλυμμένο ερώτημα πάνω στη δυναμική του ύφους ως κατασκευαστική δύναμη για το μυθιστόρημα; Ο Στράτης είναι σαν να παραδέχεται ότι δεν ξέρει πώς να γράψει ένα μυθιστόρημα, όχι απλώς πώς να το γεμίσει. Δεν έχει ξεκλειδώσει, δεν έχει βρει, δεν έχει κατακτήσει τους υφολογικούς κώδικες του έργου που θέλει να γράψει. Δεν έχει ορίσει τι σχήμα θα πάρουν οι συναισθηματικές και ιδεολογικές δυνάμεις που λυσσομανούν μέσα του. Βρίσκεται ουσιαστικά σε στάδιο τοκετού. (περισσότερα…)

Η εξήγηση και η δικαιολόγηση του ρωσοουκρανικού πολέμου

*

του ΦΩΤΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ας διακρίνουμε την προσπάθεια εξήγησης από την προσπάθεια δικαιολόγησης ενός πολέμου. «Εξηγώ» πώς προκύπτει ένας (ας πούμε εδώ: διακρατικός) πόλεμος αξιοποιώντας, συνήθως, γενικές παρατηρήσεις για τη φύση των διεθνών σχέσεων, μαζί με ιστορικά ακριβείς περιγραφές των συνθηκών που οδηγούν στο ξέσπασμά του. Όταν η συζήτηση αφορά τη «δικαιολόγηση» ενός πολέμου, καλούμαι κατά κανόνα να λάβω θέση ανάμεσα σε δύο αδρώς διακριτές ηθικές στάσεις: α) τον πασιφισμό, ο οποίος, μέσες-άκρες, τονίζει ότι κανένας πόλεμος δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ηθικά (υπάρχει πάντα κάποια ανώτερη, μη-βίαιη, εναλλακτική) ή β) την υποστήριξη του «δίκαιου πολέμου», της ιδέας, δηλαδή, ότι, μερικές φορές, είναι ηθικά επιτρεπτό ένα κράτος να διεξαγάγει πόλεμο με κάποιο άλλο. Χωρίς κανένα σχόλιο, θα προχωρήσω παραβλέποντας την πασιφιστική θέση.

Η εξήγηση και η δικαιολόγηση αποτελούν, οπωσδήποτε, διαφορετικά αντικείμενα εργασίας. Στην πρώτη περίπτωση, ασκώ το δικαίωμα του παρατηρητή των εμπολέμων, στη δεύτερη περίπτωση, εκείνο του θιασώτη. Από τη θέση του παρατηρητή, προσωπικά, αναγνωρίζω την υπεροχή της «ρεαλιστικής» κατανόησης των διεθνών σχέσεων. Σύμφωνα με τη ρεαλιστική σχολή: α) ο πόλεμος και η ηθική δεν έχουν καμία εγγενή σχέση μεταξύ τους και β) το διεθνές περιβάλλον είναι υπό μια έννοια «άναρχο», αφού απουσιάζει μία αξιόπιστη ή αποτελεσματική διεθνής κανονιστική αρχή ικανή (τουλάχιστον επί του παρόντος) να ρυθμίσει τα «αντικειμενικά» δικαιώματα των μεμονωμένων κρατών της γης. Με άλλα λόγια, τα κράτη είναι στην ουσία μόνα τους και σμιλεύουν συμμαχίες ή διεξάγουν πόλεμο με βασικό γνώμονα τα δικά τους λελογισμένα συμφέροντα. Η περιγραφική δύναμη της ρεαλιστικής παράδοσης συνδέεται με τη σταθερή επιτυχία της θεωρητικής θέσης (β) να παρέχει πειστικές εξηγήσεις για το ξέσπασμα ενός πολέμου. Βρίσκω λιγότερο πειστική τη θεωρητική θέση (α). Αυτό αξίζει, ίσως, έναν σύντομο σχολιασμό. (περισσότερα…)

Περιπλανήσεις ψαριών στην ελληνική ποίηση: Ταυτότητες, σχέσεις, συμβάντα (2/5)

*

(συνέχεια από το πρώτο μέρος)

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

1. «Τα ψάρια ως εκδοχές ταυτότητας

Στο «Καιρός για ηρωίνη», η Νίκη Ανδρικοπούλου κατασκευάζει την αντίθεση ανάμεσα στον τρόπο που βλέπει η ηρωίδα τον εαυτό της και στο πώς τον βλέπουν οι άλλοι. Όμορφη αν και λίγο τρελή είναι ο τρόπος που τη βλέπουν οι άλλοι. Αυτή όμως αισθάνεται «σαν απαίσιο ψάρι». Η αντιπαραβολή ομορφιάς και απέχθειας εντείνεται από την εικόνα ενός άσχημου ψαριού.

Οι άνθρωποι λένε ότι είμαι όμορφη
λίγο τρελή στο μάτι –
εγώ βλέπω τον εαυτό μου σαν απαίσιο ψάρι
[1]

Στο «Ερπετό, πουλί και ψάρι»,[2] ο Γιάννης Πάσχος κατασκευάζει μια ξεκάθαρη αντίθεση ανάμεσα σ’ αυτόν και τους άλλους ανθρώπους. Αντίθεση που στηρίζεται στη διαφορά του με τους υπόλοιπους ανθρώπους, οι οποίοι «είναι τυχεροί», ενώ αυτός είναι «πολύ άτυχος». Αν οι άλλοι είναι συμβολικά μόνο ερπετά, πουλιά ή ψάρια, ο αφηγητής του ποιήματος αυτοπροσδιορίζεται ως άτυχος, επειδή ξεφεύγει όχι μόνο από μια μονοδιάστατη ταυτότητα, αλλά και από τους τρόπους με τους οποίους λειτουργούν οι οπτικές του στον κόσμο. Αυτές οι πολυδιάστατες οπτικές τον οδηγούν «και σαν ερπετό» να σέρνεται, «και σαν πουλί» να πετά, «και σαν ψάρι να κολυμπά». Η πολυσυλλεκτική αυτή ιδιότητα, στην οποία κάθε πλάσμα βρίσκεται κοντά στη στοιχειώδη ιδιότητά  του (το ερπετό σέρνεται, το πουλί πετά, το ψάρι κολυμπά) αναγνωρίζεται αρχικά ως κάτι «καλό». Καταργείται, ωστόσο, στην πορεία γιατί «τα κακά είναι περισσότερα». Ο αφηγητής του ποιήματος μπορεί πολύπλευρα να ακολουθήσει ισότιμα διαφορετικές και ανατρεπτικές εκδοχές της πραγματικότητας, αναλαμβάνοντας τις συνέπειες των επιλογών του και το συναισθηματικό κόστος. Η συνθετική θέαση του κόσμου και μια ταυτότητα πολύπλευρη και πολυδιάστατη συνοδεύεται από την κατάρρευση της μιας και μοναδικής αλήθειας, ακόμα και αν αυτή αφορά σε μια απλή διαπίστωση για το αν είμαστε καλά ή όχι. Έτσι, ο ποιητής προτάσσει επίσης, κατά τη γνώμη μου, την υποκειμενικότητα και τις διαφορετικές θέσεις υποκειμένων στις κατασκευές ταυτότητας. (περισσότερα…)

Γιώργος Δουατζής, Στιγμές

*

«Ταυτίζουν τη γαλήνη με την αδράνεια, οι αδαείς», είπε η σύντροφός του. Και ο κύριος Ευχέτης συγκατένευσε: Προφανώς δεν έμαθαν πόσο κόπο και δρόμο απαιτεί η κατάκτηση της γαλήνης, της ψύχραιμης ματιάς, της εν τω βάθει ηρεμίας, πόση δουλειά με τον εαυτό και διάλυση των στερεοτύπων που φυλακίζουν τη σκέψη, αλλά βολεύουν τους εφησυχασμένους. Έτσι κι οι «λογοτέχνες του ανώδυνου λόγου», όπως είπε κι ένας σκεπτόμενος κριτικός λογοτεχνίας, οι οποίοι υπάρχουν μέσα στη μεγαλειώδη ανυπαρξία τους…

Θέλει γενναιότητα η δημιουργία. Συνταράσσει. Θέλει αγάπη και τόλμη η μοιρασιά. Θέλει αγιοσύνη πέρα από θρησκείες. Θέλει να σε βρίσκει έτοιμο η Ποίηση, όταν έρχεται πάντα απρόσκλητη, και σε καλεί να καταγράψεις τη ματιά στον εαυτό, τον διπλανό, τον κόσμο, με τον δικό σου τρόπο. Θέλει μουσικότητα, σκέψη αιχμηρή, πόνο, κάματο. Θέλει βουτιά σε σκληρές αλήθειες και σένα έτοιμο να αποδεχθείς την όποια αναίρεσή τους. Θέλει γνώση της γλώσσας, απλότητα, μακριά από δύσμορφους γρίφους, τάχα ποιητικούς.

Κι όμως, αξίζει τον κόπο η κατάκτηση της ψυχραιμίας αναλογίστηκε ο κ. Ευχέτης, αναλογιζόμενος την πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του, τη μιζέρια, τις ελλείψεις του συστήματος Υγείας που γνώρισε σε δημόσιο νοσοκομείο. Ήταν ένα ακόμα μάθημα η πιθανότητα έλευσης του τέλους, για να διαπιστώσει ότι ο φόβος κάθε τέλους παλεύεται με τη σκέψη. Με της συνειδητή επανάληψη της αφοβίας μπρος στον θάνατο, αυτή –ως φαίνεται– περνάει στο ασυνείδητο και όσο και να σε ξαφνιάσει ένα απρόοπτο γεγονός υγείας, ο φόβος εξαλείφεται.

Ξάφνιασε ακόμα μια φορά τον κ. Ευχέτη η απόλυτη ηρεμία του σε κάθε ενδεχόμενο τέλος καταστάσεων, πραγμάτων, ζωής. Διότι όλα κάνουν τον κύκλο τους, αρχίζουν, υπάρχουν, τελειώνουν. Η αποδοχή της πραγματικότητας δεν είναι ηττοπάθεια, σκέφτηκε, κι έπιασε πάλι το μολύβι ήρεμος με τη βεβαιότητα ότι δεν θα μείνει λευκή ακόμα μια σελίδα. (περισσότερα…)

Περιπλανήσεις ψαριών στην ελληνική ποίηση: Ταυτότητες, σχέσεις, συμβάντα (1/5)

Dorothea Tanning, La truite au bleu

*

της ΚΩΣΤΟΥΛΑΣ ΜΑΚΗ

«Ότι η ασθενής σχέση ποιήματος και μανιφέστου δεν ακυρώνει το γιατί η καροτίνη υψηλών οκτανίων συνάδει με το μπουρδέτο».
Κακναβάτος Ε. και Κανιούρας, Σ., Σφόδρα αιρετικό ημερολόγιο του 2000 τη εθελοντική συνεισφορά αντιπροσωπείας ζώων, Άγρα, 2000

«Στιλβωμένη λάμψη»[1]: τα ψάρια περιπλανώμενα λαμπυρίζουν μέσα κι έξω από το νερό. Εκπέμπουν λάμψεις στην πραγματικότητα, τη φαντασία και την τέχνη, με τους ίδιους τρόπους που στραφταλίζει η ποίηση στα ποιήματα που αγαπάμε. Ανάδυση, καταβύθιση, διαρκείς μετατοπίσεις και μετασχηματισμοί στο χωρίς σύνορα υγρό στοιχείο. Κινήσεις αυτόνομες ή πλήθη ψαριών κοπαδιαστά. Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό ή αλληλοφαγώματα και μεταμφιέσεις. Στη μυθολογία ο Ποσειδώνας με τις κόρες του, γοργόνες και ανθρωπόψαρα. Επόμενο είναι, λοιπόν, τα ψάρια, όπως και τα πουλιά, να χρησιμοποιούνται στις γραφές των ποιητών ποικιλοτρόπως.

Τα ψάρια και το υγρό στοιχείο σύμβολα διακειμενικά και πολιτισμικά περιέχουν σύνθετους και διαφορετικούς συμβολισμούς. Στις πολύπλοκες συνθέσεις και ερμηνείες, τα ψάρια παραμένουν αινιγματώδη[2] και πολύσημα. Όπως επισημαίνουν οι συγγραφείς του βιβλίου Οι ιχθύες ως σύμβολο και τεχνούργημα: απόπειρες ερμηνείας, η ζωή ξεκίνησε από το νερό. Για τον άνθρωπο η ζωή εκεί κινητοποιούσε διττά αμφίρροπα συναισθήματα φόβου και γοητείας. Ποικίλες είναι και οι ψυχαναλυτικές ερμηνείες των ψαριών. Συμβολίζουν την ύπαρξη στη μήτρα και το υγρό περιβάλλον, την εν εξελίξει σεξουαλικότητα, τον φαλλό, αλλά και τη ζωή και τον θάνατο.[3] Στα παραμύθια και τη λαϊκή παράδοση, τα ψάρια είναι επίσης πολλές φορές οι ήρωες μαζί με πολλά θαλάσσια τέρατα: γοργόνες, κήτη, λιμνίσια πλάσματα.

«[…] Από το μάτι έρχεται η έρευνα, απ’ την επιλογή έρχεται επίμονο κοπάδι»[4]. Είναι, λοιπόν, αναμενόμενο και προβλέψιμο τα ψάρια ως επιλογή, να εμφανίζονται συχνά στην ποίηση, τη λογοτεχνία και την τέχνη, συγκροτώντας ένα επίμονο κομμάτι δεδομένων, συμβολισμών και ιστοριών, το οποίο ανατροφοδοτείται συνεχώς. Τα ψάρια εντοπίζονται επίσης σε αφιερωματικά τεύχη περιοδικών[5] και εγχειριδίων. (περισσότερα…)

Το ατελές πέρασμα στη νεωτερικότητα

*

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ

Χάρης Βρόντος
Στοιχεῖα πολιτιστικῆς πατριδογνωσίας
Ἁρμός 2021

Σὺν τῷ χρόνῳ παρεξηγήθηκε ἡ ἔννοια τῆς κριτικῆς. Ἀπὸ τὴ μία ἔφτασε νὰ εἶναι ἕνα χάϊδεμα, μιὰ ἁπλὴ παρουσίαση στοιχείων —πάντοτε θετικῶν, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὑμνητικῶν— καὶ τίποτε περισσότερο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπέκτησε χαρακτηριστικὰ πολεμικῆς, θεωρῶντας τὴν ἄρνηση (αὐτὸ ποὺ στὴ γενιὰ τοῦ ’70 βαφτίστηκε “ἀμφισβήτηση”) ὡς αὐτοσκοπὸ μιᾶς κριτικῆς, πολλὲς φορὲς φτάνοντας σὲ περιπτώσεις κατάφωρης ἀδικίας, κιτρινισμοῦ ἢ ad hominem ἐπιθέσεων ἄνευ οὐσίας ποὺ ὑποβάθμιζαν τὴν ἀρχικὴ πρόθεση. Ἐπιπλέον, προϊόντος τοῦ χρόνου ἡ κριτικὴ περιορίστηκε στὸ ἑκάστοτε μετιέ· οἱ συγγραφεῖς της ἔμειναν στὴν ἐνδοκαλλιτεχνικὴ περιπτωσιολογία κρίνοντας τὸ κάθε προϊὸν ἢ τὴν καθεμιὰ προσωπικότητα ἐντὸς τῶν τειχῶν τῶν ἰδιωμάτων καὶ τῶν συμφραζομένων τους.

Τὸ βιβλίο γιὰ τὸ ὁποῖο μαζευτήκαμε νὰ μιλήσουμε ἀπόψε δὲν ὑπακούει σὲ αὐτὸν τὸν κανόνα, κι’ ἂς δίδεται αὐτὴ ἡ ἐντύπωση ἕνεκα τοῦ δημιουργοῦ του, ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀφιέρωσε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴ μουσική. Παίρνοντας κανεὶς στὰ χέρια του τὰ Στοιχεῖα πολιτιστικῆς πατριδογνωσίας ἀναμένει ἕνα ἀκόμα βιβλίο τοῦ Βρόντου, τὸ ὁποῖο θὰ μιλᾶ γιὰ τὴ μουσικὴ μὲ ὅ,τι αὐτὴ συνεπάγεται. Αὐτὸ ὅμως εἶναι μιὰ εὔκολη πλάνη. Κι’ εἶναι μιὰ εὔκολη πλάνη γιατὶ ὁ Βρόντος σὲ κανένα ἀπολύτως βιβλίο του δὲν μίλησε γιὰ τὴ μουσικὴ per se. Ἡ κριτική του δὲν ὑπῆρξε ὀμφαλοσκοπικὴ ὡς πρὸς τὴν τέχνη ποὺ τοῦ ἔλαχε νὰ ὑπηρετεῖ, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα του εὐρύτερα γνωστὰ καὶ ὀξεῖα δοκίμια στὸ περιοδικὸ Κριτικὴ καὶ Κείμενα φάνηκε ὅτι ἀκολούθησε ἕναν δρόμο ἰδεατὸ ὡς πρὸς τὸ εἶδος· αὐτὸ ποὺ νέτα-σκέτα θὰ ὀνομάζαμε κριτικὴ τοῦ πολιτισμοῦ. Διότι ἕνα μουσικὸ ἔργο, ἕνα λογοτεχνικὸ κείμενο, ἕνα εἰκαστικὸ πόνημα, ἀκόμα κι’ ἕνα κτήριο, ποτὲ δὲν μποροῦν νὰ τεθοῦν κάτω ἀπὸ τὸ μικροσκόπιο δίχως πρῶτα νὰ ἐρευνηθεῖ ἡ θέση τους στὸ πεδίο, οἱ συνάψεις τους μὲ αὐτὸ καὶ τέλος οἱ παρελθοντικὲς ἀλλὰ καὶ οἱ μελλοντικὲς ἐξακτινώσεις τοῦ συνόλου αὐτοῦ πρὸς τὴν ἱστορία καὶ τὸ πολιτισμικὸ ἀποτύπωμα ἑνὸς τόπου, μιᾶς ἠπείρου, ἑνὸς Κόσμου ‒ ἐν προκειμένῳ τοῦ δυτικοῦ.

Ἔτσι καὶ σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο, τὸ ὁποῖο ἐκτεῖνεται σὲ τριακόσιες παρὰ δύο σελίδες καὶ περιλαμβάνει πέραν τοῦ «Προλόγου» του κι’ ἑνὸς δισέλιδου εἰκονογραφικοῦ παραρτήματος, δεκατρεῖς συζητήσεις μὲ τοὺς Γιώργο Ἀριστηνό, Τάσο Γουδέλη, Γιῶργο Ζερβό, Γιάννη Πατίλη, Κώστα Σοφιανὸ καὶ Νίκο Χριστοδούλου κατὰ μόνας καὶ μιὰ —ἂς τὴν ποῦμε ἔτσι— “στρογγυλὴ τράπεζα” μὲ τοὺς Νίκο Σκαλκώτα, Τάσο Γουδέλη, Δημοσθένη Κούρτοβικ, Ζαμπία Ἀγριμάκη, Νίκο καὶ Ἀθανασία Κουφάκη, Ευρυδίκη Τρισόν-Μιλσανή, Βαγγέλη Κούμπουλη, Δημήτρη Μπουρνοῦ, Δημήτρη Κωστόπουλο, Γεωργία Καραχρήστου καὶ φυσικὰ τὴν Κλαὶρ Ντεμελενάρ. (περισσότερα…)

Δημήτρης Κανελλάκης, Πέντε ποιήματα

*

ΠΡΟΔΙΟΡΘΩΣΗ

«Ρηχός μελοδραματισμός
φθηνός ο καρυωτακισμός»
είπε ο Διόνυσος εξαίφνης
που το παίζει λογοτέχνης.
«Πού ’ναι τα διακείμενά σου;
Καβάφης πάλι; Για φαντάσου…»
Να το δάχτυλο στη μέση,
Διόνυσε, αν δε σ’ αρέσει!
«Λείπουν οι ψαγμένοι στίχοι
και λιγοψυχούν και σβήνουν».
Να τους δεις δεν είχες τύχη,
τώρα κάπου μπεκροπίνουν.
«Πού ’ναι οι άλλοι, η κοινωνία;»
Με το ζόρι βρε ψυχή μου
–άλλη από κει μανία–
να ’χω φίλους στη ζωή μου;
«Λείπει η σπάνια η λέξη
που ο νους έχει σμιλέψει».
Τις εξόντωσες, θυμήσου,
όλες μες στη διατριβή σου.
«Δεν υπάρχει πρόγραμμα,
τάχα ποιο το όραμα;
Αχ, σου ξέφυγε το μέτρο!»
Θα το βρεις στον Άγιο Πέτρο.

Μα προς τι η απολογία;
Ξέρεις, πάντα ο πελάτης
έχει δίκιο – κι η ειρωνεία
εν τοιαύτη περιπτώσει
να ’μαι ’γώ ο ζυγοστάτης,
ήτοι αυτός που έχει πληρώσει.

~.~ (περισσότερα…)

Ποιοι κυβερνούν αυτόν τον κόσμο;

*

του ΣΩΤΗΡΗ ΓΟΥΝΕΛΑ

Βρισκόμαστε σήμερα στο σημείο όπου ο λεγόμενος νεοφιλελευθερισμός επιβάλλει την αντίληψη του ανθρώπου-καταναλωτή, του ανθρώπου-παραγωγού και του ανθρώπου-επιχειρηματία κι έτσι παραμερίζει αν δεν μηδενίζει τον άνθρωπο-πρόσωπο και τον άνθρωπο-υπεύθυνο πολίτη που συνυπάρχει με τον συνάνθρωπο. Καλλιεργείται έτσι ένας ολοκληρωτισμός και κάτι σαν θρησκεία που εγκαθιδρύει λυσσαλέα ανταγωνιστικότητα και μόνιμη μέριμνα για μεγιστοποίηση κερδών.

Εν μέσω μιας τέτοιας πραγματικότητας που είναι αμφίβολο πόσο την παρακολουθούν οι λαοί, ακούσαμε το πρώτο διάγγελμα του Πούτιν που απευθυνόταν προς όλο τον κόσμο και βεβαίως προς τη Δύση.

Και ενώ από το πρωί ως το άλλο πρωί τα ΜΜΕ ανά τον κόσμο καταγγέλλουν οποιαδήποτε ενέργεια των Ρώσων ως εχθρική και αντίθετη με το διεθνές Δίκαιο, ελάχιστα συζητείται η επιθετικότητα της Δύσης απέναντι στη Ρωσία. Οι εξαγγελίες του νεοεκλεγέντος αμερικανού προέδρου Μπάιντεν από καιρό στοχεύουν τον Πούτιν και τη χώρα του και δημιουργούν κλίμα ψυχροπολεμικό, λες και δεν έφτανε αυτό που είχε επικρατήσει τόσα χρόνια μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οπωσδήποτε μια αναπτυσσόμενη (ξανά) Ρωσία και μάλιστα μετασοβιετική, δυσχεραίνει την περαιτέρω εδραίωση της παντοδυναμίας των Ηνωμένων Πολιτειών στον κόσμο και την εξακολούθηση της κυριαρχίας τους σ’ αυτόν. Παρ’ όλο που θα έπρεπε να είναι πασιχαρείς αφού ο εξ αυτών ή αν θέλετε, γενικότερα, ο εκ δυσμών πηγάζων καπιταλισμός και το σύστημά του εισέδυσε λάβρος σε όλο τον κόσμο, κομμουνιστικό και μη, και μάλιστα όχι μονάχα στη Ρωσία αλλά και στην Κίνα που από μια άποψη παρουσιαζόταν πιο επαναστατική από την «μητέρα» της.

Μα φαίνεται πως το παιχνίδι δεν είναι μονάχα οικονομικό (κατά βάσιν οικονομίστικο) αλλά και στρατιωτικό και πολιτικό και πλουτοπαραγωγικό. Αποβαίνει μάλιστα σκληρότερο όσο η αληθινή πνευματική-πολιτιστική πραγματικότητα ανθρώπων και λαών περιθωριοποιείται ή συρρικνώνεται (αν όχι παραμορφώνεται) αφήνοντας τα ανθρώπινα όντα έρμαια ενός αδηφάγου υλισμού, και καταναλωτισμού που βοηθούμενος από την προέλαση της τεχνοκρατίας ζητά να συνοψίσει στον άξονα παραγωγή-κατανάλωση το Νόημα της ζωής. (περισσότερα…)

Gottfried Benn, Γάλλοι

*

Επιμέλεια στήλης – Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ

Βεβαιότητα! Βεβαιότητα! Φώναξε ο Πασκάλ, αγγίζοντας με το χέρι το πανωφόρι του, πάνω στο ραμμένο φυλαχτό με το σημείωμα: «Θεός του Αβραάμ, Θεός του Ισαάκ, Θεός του Ιακώβ – όχι των φιλοσόφων και των λογίων» – έτσι άρχισε ο 17ος αιώνας, ο αγώνας του για μια νέα βεβαιότητα, όταν άρχισε η παλαιά, η θρησκευτική να κλονίζεται, και η ταξική της αυλής είχε ήδη αμφισβητηθεί. Αλλά η βεβαιότητα τούτη δεν προήλθε από τον κόλπο του Αβραάμ και δεν οδήγησε στο Μυστήριο που τόσο λαχταρούσε ο Πασκάλ· εκείνο που ήλθε ήταν η ασφάλεια μέσω του νου, με τη σαφή σκέψη που διαπερνά τον εαυτό της και η οποία έγινε από την εποχή του Καρτέσιου το κριτήριο της πραγματικότητας όλων των όντων.

Ο Μπλαιζ Πασκάλ που γεννήθηκε το 1623, αισθάνθηκε καταστάσεις και σκέψεις που είναι σε μας τους σύγχρονους πολύ οικείες. «Nous ne vivons jamais, mais nous espérons de vivre». Θα έπρεπε να το μεταφράσομε: «Δεν ζούμε καθόλου, απλώς ελπίζομε πάντα, και πείθομε τους εαυτούς μας πως θα ζήσομε αύριο ή μεθαύριο». Βρίσκομε σ’ αυτόν προτάσεις πραγματικής γνώσης, προτάσεις οι οποίες με την οριστικότητά τους μοιάζουν να σταματούν τη ροή των πραγμάτων: «Γνωρίζω κάτι για την τάξη και μάλιστα όσο λίγοι άνθρωποι. Τα Μαθηματικά την τηρούν αλλά τα Μαθηματικά είναι στο εσώτατο βάθος τους άχρηστα». Ή: «Μόλις παραιτηθεί ο άνθρωπος από τη διασκέδαση, από το κυνήγι της επιτυχίας, του κύρους, της εξουσίας, του χρήματος, γεννιέται στην ψυχή του η ανία, μια μαύρη θλίψη, η έγνοια, η απελπισία». Είναι η μελαγχολία, μια υπαρξιακή, πνευματικά καθορισμένη μελαγχολία, που δεν μπορεί πια να αποφασίσει να κατέλθει σε μιαν αυτοπραγμάτωση στη ζωή και στη δράση αλλά και δεν έχει πραγματοποιήσει ακόμη τη μεταγενέστερη σκέψη του Κόσμου της μορφής και της έκφρασης. «Moi haïssable» – Το Εγώ είναι μισητό – και: «Ο άνθρωπος έχει προφανώς παραπλανηθεί και έχει εκπέσει από τον αληθινό του τόπο, χωρίς να μπορεί να τον ξαναβρεί, τον αναζητεί παντού ανήσυχος και χωρίς επιτυχία, στα αδιαπέραστα σκοτάδια», δηλαδή μια βαθειά, διχασμένη  μελαγχολία, και είναι ενδιαφέρον να δούμε, πώς η στροφή προς τη θρησκευτικότητα, στην οποία προχώρησε ο Πασκάλ – όπως 200 χρόνια αργότερα ο Κίρκεγκωρ – δεν κατάφερε να τη θεραπεύσει, ενώ η στροφή προς το αισθητικό πεδίο, την οποία υπέδειξε ο Νίτσε, μας φαίνεται ότι ανταποκρίνεται στην εποχή μας και την εκπληρώνει. (περισσότερα…)

Νίκος Χρυσικόπουλος, Τέσσερα ποιήματα από τον «Δεκάλογο των Χρωμάτων»


*

Ερυθρός

ο Ξένος:

ανάμεσα Άρη κι Αφροδίτη
η Γη μου εγκλωβισμένη
σε μια σκιά πορφυρή

η ζωή μου εδώ
απ’ τον εωσφόρο στον έσπερο
χωρίς την ενδιάμεση μέρα,
από ράγισμα σε ράγισμα
μια αιώνια φωτιά στον ουρανό

απ’ τον πόθο στο πάθος
ένας κόκκινος ποταμός
πάει κι έρχεται
ρέει σαν να μην ρέει
ρέων στέρεος ποταμός (περισσότερα…)

Τρεις Εβραίοι της Ουκρανίας

*

Του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Την παραμικρή ιδέα δεν είχα κατά πούθε πέφτει το Ρόβνο, όταν το πρωτοαντίκρισα στο Κόκκινο ιππικό του Ισαάκ Μπάμπελ. Εκείνος έγινε η αφορμή να το αναζητήσω στον χάρτη της τότε Ουκρανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, μα και ταυτόχρονα να το τοποθετήσω και σ’ έναν άλλο χάρτη, νοητό, της πολωνο-ουκρανικής εβραίϊκης ανθρωπομυρμηγκιάς, που αιώνες ζούσε κατά κείνα τα μέρη με την ιδιαίτερη γλώσσα της, τα γίντις, τις παραδόσεις και τις Γραφές της, τις συναγωγές και τους ραβίνους της, την ευσέβεια και τις αμαρτίες της. Ένας μικρός κρίκος ανάμεσα σε αρίφνητους άλλους, γνωστούς ή άσημους, της μεγάλης και μακριάς πολυάνθρωπης αρμαθιάς των ζωντανών και κεκοιμημένων Εβραίων της ανατολικής Ευρώπης, σαν το Γκόραϋ του άλλου ξακουστού Ισαάκ (Μπάσεβις Σίνγκερ), το Τερνοπόλ, και το γενέθλιο Οκόπυ του Μπάαλ Σεμ Τοβ –του γεννήτορα του χασιδισμού ραβίνου Ισραέλ μπεν Ελιέζερ–, το Μπουσάτς του Σμουέλ Αγκνόν· το Ρόβνο της μάνας του Αμός Οζ (Ιστορία αγάπης και σκότους) που δεν ήθελε να ξαναγυρίσει πίσω εκεί, μα ούτε και να νοσταλγήσει ή να πενθήσει («όχι, όχι, δεν πενθώ γι’ αυτό που υπήρχε και χάθηκε αλλά γι’ αυτό που ποτέ δεν υπήρχε»)· κι ακόμα τις πολύβουες μεγαλουπόλεις, σαν το Λβίου (Λβουόφ), το Κίεβο και το Χάρκοβο, την Οντέσσα, την κοσμοπολίτικη και πολύεθνη.

Και, παρ’ όλο που η γραφή ξεκόρμισε και θέλει επίμονα να ξεστρατίσει προς τα κει, δεν θα λοξοδρομήσω απ’ όσα η μνήμη τραγικά ανακάλεσε με αφορμή την βίαιη επικαιρότητα της ρώσικης εισβολής στην Ουκρανία και μ’ έσπρωξε να γράψω. Για τρεις Εβραίους από της Ουκρανίας τα μέρη, που από πολύ νωρίς, άμεσα και παθιασμένα, αδιάρρηκτα μα και καταλυτικά συνέδεσαν την ζωή και τις τύχες τους με την γέννηση και το θεμέλιωμα της νέας σοβιετικής τους πατρίδας· καθείς όμως με τον δικό του τρόπο και την δική του στάση, μα και καθείς λαβαίνοντας διάφορα τα επίχειρα ή τις αμοιβές από την ίδια σοβιετική πατρίδα.

Στην –λανθασμένα αρχαιοελληνοπρεπώς αποκληθείσα– Οδησσό λοιπόν (μιας κι η ομώνυμη ελληνική αποικία βρισκόταν χαμηλότερα, στην Βάρνα, ενώ ετούτος ο συνοικισμός γειτόνευε με την Όλβια στον Βορυσθένη/Δνείπερο) γεννήθηκε ο Ισαάκ Μπάμπελ, ο νεώτερος μα κι ο πρώτος από τους Εβραίους Ουκρανούς που ανέσυρε η θύμηση. Κι ίσως ο βαθύτερος λόγος για την πρωτιά αυτή να σχετίζεται με την συχνή –κι ολόσυχνα ολοτρύφερη– μνημόνευση της εβραϊκής ταυτότητας, δικής του και του τόπου όπου ξετυλίγεται κι η δράση του πιο γνωστού στην Δύση βιβλίου του (Το κόκκινο ιππικό)[1].

«Νεκροταφείο σ’ ένα μικρό εβραιότοπο! Η Ασσυρία και το γεμάτο μυστήριο αργοσάπισμα της Ανατολής, στους σκεπασμένους με αγριάδες κάμπους της Βολίν!… (περισσότερα…)

Η βυζαντινή ποίηση ανθολογημένη | Μέρος ΣΤ΄: Γρηγόριος Ναζιανζηνός | Αποδόσεις του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη (3/4)

*

Εισαγωγή-ανθολόγηση-σχόλια ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ

~.~

 

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΝΑΖΙΑΝΖΗΝΟΣ

Από τα γνωμικά και επιγράμματα

Αποδόσεις του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη  (3/4)

 

Τοῦ βίου σου τὸ πέλαγος γυμνὸς νὰ διασχίζῃς,
μήτε τὸ πλοῖον σου βαρειὰ νὰ εἶνε φορτωμένον,
διότι εἶνε κίνδυνος νὰ καταβυθισθῇ.

Ὅστις εἰς τὰ ἀνθρώπινα ἐμπιστοσύνην ἔχει,
ποὺ ἔρχονται κι’ ἀπέρχονται, πέποιθεν εἰς ἓν ρεῦμα,
ὁποὺ ποτὲ δὲν σταματᾷ.

Ἴσον κακὸν μοῦ φαίνεται ζωὴ κακὴ καὶ λόγος
κακὸς ὁμοίως. Ὅστις δὲ ἀπὸ αὐτὰ τὰ δύο
ἔχει τὸ ἕν, αὐτὸς σαφῶς θὰ ἔχῃ καὶ τὸ ἄλλο.

Δικαιοσύνην ἄκαμπτον ποτέ σου νὰ μὴν ἔχῃς·
ἀλλὰ καὶ μήτε φρόνησιν παμπόνηρον ποτέ σου.
Τὸ μέτρον εἶνε ἄριστον πάντοτε καὶ παντοῦ.

Ἐξέταζε μὲ προσοχὴν μᾶλλον τὸν ἑαυτόν σου
παρὰ τοὺς ἄλλους, φίλε μου. Διότι ἐξ ἐκείνου
σὺ μόνος θὰ ὠφεληθῇς πολύ, ἐκ τούτου δὲ οἱ ἄλλοι.
Καὶ εἶνε προτιμότερον πάντα νὰ λογαριάζῃς
τὰ ἔργα καὶ τὰς πράξεις σου παρὰ τὰ χρήματά σου.
Διότι ταῦτα φθείρονται, ἐκεῖνα δ᾽ ἀπομένουν·

(περισσότερα…)