*
Του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ
Την παραμικρή ιδέα δεν είχα κατά πούθε πέφτει το Ρόβνο, όταν το πρωτοαντίκρισα στο Κόκκινο ιππικό του Ισαάκ Μπάμπελ. Εκείνος έγινε η αφορμή να το αναζητήσω στον χάρτη της τότε Ουκρανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, μα και ταυτόχρονα να το τοποθετήσω και σ’ έναν άλλο χάρτη, νοητό, της πολωνο-ουκρανικής εβραίϊκης ανθρωπομυρμηγκιάς, που αιώνες ζούσε κατά κείνα τα μέρη με την ιδιαίτερη γλώσσα της, τα γίντις, τις παραδόσεις και τις Γραφές της, τις συναγωγές και τους ραβίνους της, την ευσέβεια και τις αμαρτίες της. Ένας μικρός κρίκος ανάμεσα σε αρίφνητους άλλους, γνωστούς ή άσημους, της μεγάλης και μακριάς πολυάνθρωπης αρμαθιάς των ζωντανών και κεκοιμημένων Εβραίων της ανατολικής Ευρώπης, σαν το Γκόραϋ του άλλου ξακουστού Ισαάκ (Μπάσεβις Σίνγκερ), το Τερνοπόλ, και το γενέθλιο Οκόπυ του Μπάαλ Σεμ Τοβ –του γεννήτορα του χασιδισμού ραβίνου Ισραέλ μπεν Ελιέζερ–, το Μπουσάτς του Σμουέλ Αγκνόν· το Ρόβνο της μάνας του Αμός Οζ (Ιστορία αγάπης και σκότους) που δεν ήθελε να ξαναγυρίσει πίσω εκεί, μα ούτε και να νοσταλγήσει ή να πενθήσει («όχι, όχι, δεν πενθώ γι’ αυτό που υπήρχε και χάθηκε αλλά γι’ αυτό που ποτέ δεν υπήρχε»)· κι ακόμα τις πολύβουες μεγαλουπόλεις, σαν το Λβίου (Λβουόφ), το Κίεβο και το Χάρκοβο, την Οντέσσα, την κοσμοπολίτικη και πολύεθνη.
Και, παρ’ όλο που η γραφή ξεκόρμισε και θέλει επίμονα να ξεστρατίσει προς τα κει, δεν θα λοξοδρομήσω απ’ όσα η μνήμη τραγικά ανακάλεσε με αφορμή την βίαιη επικαιρότητα της ρώσικης εισβολής στην Ουκρανία και μ’ έσπρωξε να γράψω. Για τρεις Εβραίους από της Ουκρανίας τα μέρη, που από πολύ νωρίς, άμεσα και παθιασμένα, αδιάρρηκτα μα και καταλυτικά συνέδεσαν την ζωή και τις τύχες τους με την γέννηση και το θεμέλιωμα της νέας σοβιετικής τους πατρίδας· καθείς όμως με τον δικό του τρόπο και την δική του στάση, μα και καθείς λαβαίνοντας διάφορα τα επίχειρα ή τις αμοιβές από την ίδια σοβιετική πατρίδα.
Στην –λανθασμένα αρχαιοελληνοπρεπώς αποκληθείσα– Οδησσό λοιπόν (μιας κι η ομώνυμη ελληνική αποικία βρισκόταν χαμηλότερα, στην Βάρνα, ενώ ετούτος ο συνοικισμός γειτόνευε με την Όλβια στον Βορυσθένη/Δνείπερο) γεννήθηκε ο Ισαάκ Μπάμπελ, ο νεώτερος μα κι ο πρώτος από τους Εβραίους Ουκρανούς που ανέσυρε η θύμηση. Κι ίσως ο βαθύτερος λόγος για την πρωτιά αυτή να σχετίζεται με την συχνή –κι ολόσυχνα ολοτρύφερη– μνημόνευση της εβραϊκής ταυτότητας, δικής του και του τόπου όπου ξετυλίγεται κι η δράση του πιο γνωστού στην Δύση βιβλίου του (Το κόκκινο ιππικό)[1].
«Νεκροταφείο σ’ ένα μικρό εβραιότοπο! Η Ασσυρία και το γεμάτο μυστήριο αργοσάπισμα της Ανατολής, στους σκεπασμένους με αγριάδες κάμπους της Βολίν!…
Λαξεμένες γκρίζες πέτρες, με γράμματα που σκαλίστηκαν εδώ και τρακόσια χρόνια. Ανάγλυφα άτεχνα, στριμωγμένα στο γρανίτη, το σχήμα του ψαριού και του προβάτου πάνω απ’ την ανθρώπινη νεκροκεφαλή, Ραβίνοι με γούνινα καλπάκια, Ραβίνοι με ζωσμένες τις στενές τους μέσες, και κάτω απ’ τα πρόσωπα με τα τυφλά, τα ανέκφραστα μάτια, η κυματιστή πέτρινη γραμμή της κατσαρής γενειάδας. Λίγο πιο πέρα, στη σκιά της βελανιδιάς, τσακισμένο απ’ τον κεραυνό, στέκεται το μαυσωλείο του ραβί Αζριήλ που τον σκότωσαν οι κοζάκοι του Μπογδάν Χμελνίτσκι. Τρεις γενιές είναι θαμμένες σ’ αυτό το κοιμητήρι, το φτωχό σαν το σπίτι του νερουλά, και τα γράμματα, τα πρασινισμένα γράμματα, αναπέμπουν γι’ αυτές τις γενιές την τραγουδιστή προσευχή του βεδουΐνου:
“Αζριήλ, γιος του Ανανία, χείλη του Ιεχωβά.
Ηλίας, γιος του Αζριήλ, πνεύμα που άρχισε μονομαχία με τη λήθη.
Βολφ, γιος του Ηλία, πρίγκιπας που τον κλέψανε τη δέκατη ένατη άνοιξη απ’ την Τορά.
Ιούδας, γιος του Βολφ, ραβίνος Κρακοβίας και Πράγας.
Ω θάνατε, συμφεροντολόγε κι’ άπληστε κλέφτη, γιατί δε μας λυπήθηκες ούτε μια φορά;”».
(«Το νεκροταφείο του Κοζίν»)
Ή ακόμα:
«―Στο γεμάτο πάθος χτίριο του χασιδισμού είναι σπασμένα τα παράθυρα και οι πόρτες, όμως αυτό μένει αθάνατο, σαν την ψυχή μιας μάνας… Με τα χυμένα του μάτια ο χασιδισμός ακόμα στέκεται στο σταυροδρόμι, όπου φυσούν οι αγριεμένοι άνεμοι της ιστορίας. […]
―Από πού ήρθε ο Εβραίος; Ρώτησε και σήκωσε τα μάτια του.
― Από την Οντέσσα, αποκρίθηκα.
―Θεοφοβούμενη πόλη, είπε έξαφνα ο ραβί με ασυνήθιστη δύναμη, το άστρο της εξορίας μας, το ακούσιο πηγάδι της συμφοράς μας! Τι δουλειά κάνει ο Εβραίος;
―Γράφω, σε στίχους, τις περιπέτειες του Γερς από το Οστροπόλ.
―Μεγάλη δουλειά, μουρμούρισε ο ραβί κι’ έκλεισε τα μάτια του. Το τσακάλι μουγκρίζει όταν πεινάει, ο κάθε ανόητος έχει αρκετή ανοησία για να θλίβεται, και μόνο ο σοφός σκίζει με το γέλιο του το πέπλο της ζωής… Τί σπούδασε ο Εβραίος;
―Τη Βίβλο.
―Τι ζητά ο Εβραίος;
― Την ευθυμία.
―Ρεμπ Μόρτχε, είπε ο ραβί και κούνησε τα γένια του, ας πάρει θέση το παλικάρι στο τραπέζι, ας φάει αυτό το Σαββατόβραδο μαζί με τους άλλους Εβραίους, ας χαρεί γιατί ζει και δεν είναι πεθαμένος, ας χτυπάει παλαμάκια όταν οι γείτονές του χορεύουν, ας πιει κρασί αν του δώσουν κρασί. […]
(«Ο ραβί»)
*
Ο Μπάμπελ συντάχθηκε με τον ορμητικό χείμαρρο της Οκτωβριανής Επανάστασης και το 1920 πολέμησε στην Πρώτη Στρατιά Ιππικού του στρατάρχη Μπουντιόνυ, την περίοδο των άγριων και λυσσαλέων πολέμων ανάμεσα στην δεύτερη πολωνική δημοκρατία και το νέο ριζοσπαστικό σοβιετικό κράτος για την κυριαρχία και κατοχή των εδαφών που βρίσκονταν αναμεταξύ τους και που αργότερα, ορισμένα από αυτά ενσωματώθηκαν στην ΕΣΣΔ, συντελώντας εν συνεχεία στην δημιουργία των σοβιετικών δημοκρατιών της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας· πόλεμοι γεμάτοι άγρια βία και μίσος αβυσσαλέο, πόλεμοι κάποτε απολησμονημένοι μα και σημαδιακοί για ό,τι δημιουργήθηκε στην συνέχεια, για να αλλάξει και να ανατραπεί μετά πάλι και πάλι· ήττες και νίκες, ταπείνωση και δόξα, βία και φρίκη που δεν ξορκίζεται με λόγια και μ’ ευχές… Η άγρια βία κι οι σφαγές που έζησε ο Μπάμπελ καταγράφηκαν στο Ημερολόγιο του 1920 κι αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για το Κόκκινο ιππικό. «Απ’ το ημερολόγιό του γίνεται φανερό πως ο Μπάμπελ ζούσε με τη ζωή των εν όπλοις συντρόφων του ― με τις νίκες και τις ήττες, με τη συμπεριφορά των μαχητών στον πληθυσμό και του πληθυσμού στους μαχητές, τον συγκλονίζανε η μεγαλοψυχία, η βία, η αλληλεγγύη των μαχητών, τα πογκρόμ, οι θάνατοι. Ωστόσο, σ’ όλες τις σελίδες του ημερολογίου, θυμίζει επίμονα στον εαυτό του: “Να περιγράψω τον Ματιάζ, τον Μίτια”, “Να περιγράψω τους ανθρώπους, την ατμόσφαιρα” […] “Να μην ξεχάσω ― το σουλούπι, το πρόσωπο, τη χαρά του Απανάσενκα, την αγάπη του για τα άλογα […] τον τρόμο του συντάγματος, που πέφτει με το σπαθί του μεσ’ στα όλα” […] “Να περιγράψω την αεροπορική επιδρομή, το απόμακρο και σάμπως αργό κροτάλισμα του πολυβόλου” […]», γράφει ο Έρενμπουργκ. Φαίνεται κομμάτι παράδοξο το πώς ένας ευαίσθητος γραφιάς, και μάλιστα Εβραίος εντάχθηκε στο ιππικό των κοζάκων, γνωστούς για τα αντισημιτικά τους αισθήματα και τις πράξεις, τις αγριότητες και την σκληρότητά τους. Κι η αλήθεια είναι πως το σουλούπι και τα γυαλιά του επικέντρωναν την δυσανεξία τους απέναντί του, αλλά οι ιππευτικές του ικανότητες ήταν μάλλον αδιαπραγμάτευτες. Αντιγράφω πάλι απ’ τον Έρενμπουργκ (που τον θαύμαζε και τον αποκαλούσε αστειευόμενος συχνά «σοφό ραβί»):
«Ο Μάϊκλ Γκολντ, που γνωρίστηκε με τον Μπάμπελ στο Παρίσι το 1935, έγραφε: “Δε μοιάζει με λόγιο ή με καβαλάρη του στρατού, θυμίζει μάλλον διευθυντή αγροτικού σχολείου”. Είναι πολύ πιθανόν, η εντύπωση αυτή να οφείλεται κυρίως στα γυαλιά , που στο Κόκκινο ιππικό πήρανε απειλητικές διαστάσεις (“Σας στέλνουν, χωρίς να ρωτήσουν κανέναν κι’ εδώ μας σφάζουν εξ αιτίας τα γυαλιά”, “Εσείς οι γυαλάκηδες, λυπάστε το συνάφι μας σαν τη γάτα το ποντίκι”, Το ξέκανες το άλογο, διοπτροφόρε)…». Κι όμως ο Ισαάκ Εμμανουήλοβιτς όχι μόνο στάθηκε επάξιος καβαλάρης μα και διέθετε μια επίμονη, ειλικρινή και βαθιά περιέργεια για την ζωή και τους ανθρώπους: «όπου κι’ αν τύχαινε να βρεθεί, ένιωθε αμέσως σαν στο σπίτι του, έμπαινε στην ξένη ζωή». Συνεπικουρεί κι η μαρτυρία της Ναντέζντα Μάντελσταμ:
*
*
«Του είπαμε για τους μπελάδες μας, και καθ’ όλη την διάρκεια της μακριάς συζήτησής μας άκουγε με αξιοσημείωτη προσήλωση. Καθετί πάνω στον Μπάμπελ έδινε την εντύπωση μιας περιέργειας ― ο τρόπος που κρατούσε το κεφάλι του, το στόμα και το πηγούνι του, κι ιδίως τα μάτια του. Είναι σπάνιο να βλέπει κανείς μια τέτοια ανυπόκριτη περιέργεια στα μάτια ενός ενήλικα. Ένιωθα πως η κυρίαρχη κινητήρια δύναμη στον Μπάμπελ ήταν η ασυγκράτητη περιέργεια με την οποία διερευνούσε εξονυχιστικά την ζωή και τους ανθρώπους» (Hope against hope).
Εις επίρρωσιν των λεγομένων της, παρεμβάλλω και το απόσπασμα από το τελευταίο διήγημα του Κόκκινου ιππικού (όπου και πρωτοσυνάντησα το Ρόβνο):
«[…] Άραγε θυμάσαι αυτή τη νύχτα, Βασίλη; Έξω απ’ το παράθυρο χλιμίντριζαν τ’ άλογα και φώναζαν οι κοζάκοι. Η ερημιά του πολέμου έχασκε έξω απ’ το παράθυρο, και ο ραβί Μοτάλε Μπρατλάφσκι, με τα λιωμένα δάχτυλά του καρφωμένα στο προσευχητάρι, προσεύχονταν στον ανατολικό τοίχο. Ύστερα τραβήχτηκε η κουρτίνα της ντουλάπας, και στο πένθιμο φως των κεριών είδαμε τα ρολά των ιερών χαρτιών, τυλιγμένα μέσα σε πορφυρένιο βελούδο και γαλάζιο μετάξι. Και πάνω απ’ τα ρολά ήταν κρεμασμένη τ’ άψυχο, υποταχτικό κι’ όμορφο πρόσωπο του Ηλία, του γιου του ραβί, τελευταίου πρίγκιπα της δυναστείας… […]
Κι’ εγώ, που τον είδα σε μια από τις ταξιδιάρικες νύχτες μου, άρχισα να συμμαζεύω στο μπαούλο τα σκορπισμένα πράματα του κόκκινου στρατιώτη Μπρατλάφσκι.
Εδώ ήταν όλα ανακατεμένα ― τα χαρτιά του προπαγανδιστή και οι σημειώσεις του εβραίου ποιητή. Τα πορτραίτα του Λένιν και του Μαϊμωνίδη, το ένα πλάϊ στ’ άλλο. Το κομπιασμένο σίδερο του κρανίου του Λένιν και το θαμπό μετάξι των πορτραίτων του Μαϊμωνίδη. Μια τούφα γυναικεία μαλλιά ήταν χωμένη μέσα στο βιβλίο των αποφάσεων της έκτης συνέλευσης του κόμματος, και στα περιθώρια των κομμουνιστικών προκηρύξεων ήταν στριμωγμένες στραβές αράδες από αρχαίους εβραίικους στίχους. Σα μια θλιβερή και μίζερη βροχή πέφτανε πάνω μου, σελίδες απ’ το Άσμα Ασμάτων και σφαίρες πιστολιού […]
Ο Ηλίας πέθανε, πριν φτάσουμε στο Ρόβνο. Πέθανε ο τελευταίος πρίγκιπας, ανάμεσα σε στίχους, φυλαχτά και πορτιάνκες[2]. Τον θάψαμε σ’ ένα σταθμό που τον ξέχασα. Κι’ εγώ, που μόλις χωρούσα μέσα στ’ αδύναμο σώμα μου τις φουρτούνες της φαντασίας μου, εγώ, δέχτηκα την τελευταία πνοή του αδερφού μου».
(«Ο γιος του ραβί»)
Αυτή η ανεξάντλητη κι ανυπόκριτη περιέργεια τον οδήγησε, μετά από ένα ταξίδι στην Ουκρανία το 1930, να σχολιάσει κατ’ ιδίαν στην δεύτερη σύζυγό του τις ολέθριες συνέπειες της βίαιας κολλεκτιβοποίησης κι αποκουλακοποίησης, όπως γράφει η ίδια: «η αφθονία του παρελθόντος χάθηκε ― εξαιτίας της πείνας στην Ουκρανία και την καταστροφή του χωριού στον τόπο μας». Η δε συγγραφική του σιωπή απέναντι στην επίσημη στροφή προς τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και το ίδιο το ύφος της γραφής του τα επερχόμενα χρόνια της σταλινικής παντοκρατορίας όχι μόνον δεν τον έσωσαν, αλλά και τον οδήγησαν στην εκτέλεση. Συνελήφθη τον Μάϊο του 1939 και εκτελέστηκε στις 27 Ιανουαρίου 1940, κατηγορούμενος για τροτσκισμό και κατασκοπεία εις βάρος της ΕΣΣΔ. Αποκαταστάθηκε η μνήμη του στα τέλη του 1954.
*
*
Στο Κόκκινο ιππικό ο Ισαάκ Μπάμπελ μνημονεύει αρκετές φορές τον ομόφυλό του Λέοντα Τρότσκυ και τις προπαγανδιστικές προκηρύξεις του για την επανάσταση που μοίραζαν στον κόσμο, αλλ’ όμως δεν είναι αυτές οι μνείες που ο συνειρμός ο δικός μου ακολούθησε μα οι θύμησες οι πικρές τής Ναντέζντα Μάντελσταμ (Εβραιοπούλα υπενθυμίζω κι αυτή που παντρεύτηκε τον μέγα ποιητή Όσιπ Μάντελσταμ στο Κίεβο). Γράφοντας για τις φήμες που κυκλοφόρησε η Τσεκά (NKVD πια τότε) για την –μυθιστορηματική, ακριβέστερα: μυθοπλαστική– υποτιθέμενη αντίσταση που πρόβαλε και τον τραυματισμό που προκάλεσε με ένα πιστόλι ο Μπάμπελ (αλήθεια, πόσο ειρωνικά μυθοποιητικό τέλος για έναν συγγραφέα, που μάλιστα είχε εργαστεί και για την Τσεκά!), καταλήγει:
«Όποτε ακούω τέτοια παραμύθια σκέφτομαι την μικροσκοπική τρύπα στο κρανίο του Ισαάκ Μπάμπελ, ενός επιφυλακτικού, έξυπνου άντρα με ψηλό μέτωπο, κι ο οποίος πιθανότατα ούτε μια φορά στην ζωή του δεν κράτησε όπλο στα χέρια του».
Ετούτη η μικροσκοπική τρυπούλα στο κρανίο του που άρκεσε για να τον θανατώσει πρώτον αυτόν, τον νεώτερο από τους τρεις Ουκρανούς Εβραίους της ιδιότροπης δικής μου ανάκλησης και μνημόνευσης, με οδήγησε στο Κογιοακάν του αντίπερα Μεξικού, όπου για να θανατωθεί ο Λεβ Νταβίντοβιτς Μπρονστάϊν χρειάστηκε να ανοιχτούν αρκετές και κατά πολύ μεγαλύτερες τρύπες στο δικό του κρανίο, από μια ορειβατική αξίνα.
Διοπτροφόρος Εβραίος κι αυτός, φλογερός επαναστάτης από τα νιάτα του, διανοούμενος και γραφιάς, γνώρισε την εξορία της Σιβηρίας, μα με την οκτωβριανή επανάσταση ανήλθε στην ηγετική ομάδα της σοβιετικής εξουσίας. Για τον Λέοντα Τρότσκυ, λαϊκό κομισσάριο Εξωτερικών Υποθέσεων κι εν συνεχεία Πολέμου, τον δημιουργό κι ηγέτη του μπολσεβίκικου Ερυθρού Στρατού, την δράση, τις απόψεις και τις περιπέτειές του με το σταλινικό καθεστώς έως την τελική εξόντωσή του, δεν έχει ιδιαίτερο νόημα να πω κάτι περισσότερο πέρα από ορισμένες επιμέρους επισημάνσεις που τον συνδέουν με την αναφορά που επιχειρώ εδώ. Κι αυτό γιατί η πληθώρα των ίδιων των γραπτών του και των μαρτυριών και μελετών γύρω από αυτόν καθιστά εκ προοιμίου μάταιη αν όχι αστεία την απόπειρα έστω και μιας συνοπτικής συμπερίληψής τους μέσα σε ένα τέτοιο κείμενο. Στέκομαι λοιπόν στα εξής. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος του στην επικράτηση των επαναστατών κατά τη διάρκεια του εμφύλιου στην Ρωσία, κατά την διάρκεια του οποίου χρησιμοποιούσε ένα τεθωρακισμένο τραίνο προκειμένου να έχει γρήγορη και ασφαλή πρόσβαση στα πεδία των μαχών. Με το ξέσπασμα του πολωνο-σοβιετικού πολέμου, ως κομισσάριος μεταφορών, απομάκρυνε ολόκληρη την ηγεσία των σιδηροδρόμων και δημιούργησε μία σχεδόν στρατιωτικής δομής υπηρεσία, την Tsektran, υπεύθυνη για τις μεταφορές ύδατος και τους σιδηροδρόμους σε όλη την σοβιετική επικράτεια, με τον ίδιο επικεφαλής. Αυτή η αρμοδιότητα για την επισκευή της κατεστραμμένης γραμμής του Υπερσιβηρικού κυρίως και τον εκσυγχρονισμό της, με την συνεπαγόμενη στρατιωτικοποίηση της οικονομίας και την υπαγωγή των συνδικάτων στο κράτος, τον έφερε σε ανοιχτή διαφωνία με τον Λένιν και δημιούργησε κρίση μέσα στο κόμμα.
*
Σύντομα βέβαια ακολούθησε η επιτυχής κι ανηλεής καταστολή της εξέγερσης στην Κροστάνδη, αλλά κι η σταδιακή απομάκρυνσή του από την κομματική εξουσία, ιδίως μετά τον θάνατο του Λένιν και την παράλληλη άνοδο του Στάλιν. Με την οριστική εξορία του από τη Σοβιετική Ένωση το 1929, ξεκίνησε η αναγκαστική περιπλάνησή του από χώρα σε χώρα μέχρι που οδηγήθηκε το 1937 εντέλει στο Μεξικό, όπου η κυβέρνηση του Λάσαρο Κάρντενας του προσέφερε φιλοξενία και μάλιστα ο πρόεδρος διέθεσε το προσωπικό του τραίνο, το Hidalgo, για να τον μεταφέρει από το λιμάνι του Ταμπίκο στην πόλη του Μεξικού. [Η παραχώρηση του ασύλου κατέστη εφικτή χάρη στη μεσολάβηση του Ντιέγκο Ριβέρα και η φιλοξενία του Τρότσκυ και της συζύγου του Νατάλιας Σεντόβα, μαζί με τους γραμματείς και τους σωματοφύλακές του γίνεται στο Γαλάζιο σπίτι της Φρίντα Κάλο, στο οικογενειακό σπίτι των Κάλο, στο Κογιοακάν, ενώ αργότερα, λόγω της ρήξης με τον Ριβέρα, μετακομίζει παραδίπλα στο μοιραίο σπίτι τής λεωφόρου Βιέννα.] Στην Μόσχα είχαν ήδη ξεκινήσει οι διαβόητες δίκες, οι κατηγορίες για τροτσκισμό σε κομματικούς αντιπάλους, οι εκτελέσεις, τα γκούλαγκ. Μετά από δυο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας του, το μακρύ χέρι του Στάλιν κατορθώνει, διαμέσου του Ραμόν Μερκαντέρ και των απανωτών χτυπημάτων ενός πιολέ στο κρανίο του Λεβ Νταβίντοβιτς, να εξορίσει οριστικά πλέον και αμετάκλητα και από αυτή την ίδια την ζωή τον μεγάλο αντίπαλό του.
Παρά την ενασχόλησή του με την λογοτεχνία και την κριτική, ο Τρότσκυ δεν επιδαψίλευσε προς τον τριπλά συμπατριώτη του Μπάμπελ ούτε μία αναφορά, ιδίως στο Λογοτεχνία και επανάσταση, πλην της ακόλουθης ελάχιστης μνείας στην αυτοβιογραφική Η ζωή μου, όπου, μιλώντας για τον αντισημιτισμό και την σύγχυση που επικρατούσε αναφορικά με την εβραϊκή του προέλευση στους Λευκούς αντεπαναστάτες, σχολιάζει: «το ίδιο μοτίβο θα βρεθεί και στο Κόκκινο ιππικό του Μπάμπελ, του πιο ταλαντούχου από τους νεώτερους συγγραφείς μας». Προφανώς έχει κατά νου την φράση: «Μια που έγινε λόγος, δε θα πω για τον Λένιν, όμως ο Τρότσκυ είναι ο τρελός γιος του νομάρχη του Ταμπώβ, και, μ’ όλο που είναι από άλλη τάξη, πήρε το μέρος της εργατιάς»(«Το αλάτι»).
Λιγότερο γνωστό είναι πως ο Τρότσκυ το 1912-1913 ταξίδεψε στην Σερβία, την Βουλγαρία και την Ρουμανία για να καλύψει για λογαριασμό της μαρξιστικής ουκρανικής εφημερίδας του Κιέβου Kievskaya mysl (Η Σκέψη του Κιέβου) τους Βαλκανικούς πολέμους. Η δε εκ μέρους του επιλογή του συχνόχρηστου ψευδώνυμου Antid Oto (παρά την ελληνική του προέλευση) προέρχεται, σύμφωνα με την μαρτυρία του, από την πρώτη λέξη που αντίκρισαν τα μάτια του ανοίγοντας ένα ιταλικό λεξικό ενώ έψαχνε για ψευδώνυμο.
*
*
Καθώς έρχεται ο λόγος για τον έσχατο της –ιδιόμορφα κι ιδιότροπα προσωπικής ανάκλησης επαναλαμβάνω, ως κάθε τέτοια ανάκληση εξάλλου– τριάδας, συλλογίζομαι, μόλις τώρα που γράφω, πως πέραν της φυλετικής και τοπικής καταγωγής, ή της πολιτικής τους στράτευσης και της συμβολής τους στην γένεση και δημιουργία της ΕΣΣΔ, υπάρχει κι ένα άλλο κοινό στοιχείο που διαπερνά μες απ’ τους βίους και των τριών σαν κοινός σταθμός, παρά τις τεράστιες μεταξύ τους διαφορές. Αλλ’ ας μην προτρέξω. Ο Λάζαρ Μωϋσέγιεβιτς Καγκανόβιτς λοιπόν, Εβραίος της ουκρανικής γης, είναι αυτός με τον οποίο θα κλείσω τούτη την περιδιάβαση της μνήμης.
Ο Λάζαρ Μωϋσέγιεβιτς εντάχθηκε από την εφηβεία του στους μπολσεβίκους και προεπαναστατικά όπως και μετεπαναστατικά έδρασε σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας, ως και το Τουρκεστάν. Η άνοδος όμως του Στάλιν στα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος είναι αυτή που προσπόρισε και εξασφάλισε την δική του ανοδική πορεία δια της προσηλωμένης και πιστής αφοσίωσής του στον Πατερούλη. Την περίοδο μάλιστα 1925-1928 έφτασε να γίνει ο Πρώτος Γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚ Ουκρανίας, δηλαδή ο ντε φάκτο ηγέτης της Ουκρανίας. Βασικό του έργο ήταν η συνέχιση της «ουκρανοποίησης» της νέας σοβιετικής δημοκρατίας, θεμελιώνοντας δια της εκπαίδευσης και του πολιτισμού τον ουκρανικό χαρακτήρα της δημοκρατίας (γλώσσα, κουλτούρα, ακόμη και αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία κλπ.) παράλληλα με την ενσωμάτωσή της στο οικονομικο-κοινωνικό σύστημα της ΕΣΣΔ, εξολοθρεύοντας ταυτόχρονα αντεπαναστάτες, κατασκόπους, ταξικούς εχθρούς κ.τ.ό. Λόγω της εχθρότητας που αντιμετώπισε η πολιτική του εκεί επέστρεψε στη θέση του ως γραμματέας της Κ.Ε. του κόμματος, υποστηρίζοντας και διευκολύνοντας την κυριαρχία του Στάλιν με κάθε τρόπο. Το 1929-1930 ήταν από τους βασικούς υπεύθυνους για την σκληρή εφαρμογή της οικονομική πολιτικής του Στάλιν στη γεωργία, με την κολλεκτιβοποίηση και αποκουλακοποίηση της Ουκρανίας η οποία συνέβαλε στον μεγάλο λιμό του 1932-1933 (Γολοντομόρ). Κατά την δεκαετία του 1930 ετέθη επικεφαλής της οργάνωσης και της κατασκευής του πρώτου Μετρό της Μόσχας, που έφερε δε και το όνομά του έως το 1955.
Το προσωνύμιο «σιδηρούς Λάζαρ» του το έδωσε ο ίδιος ο Στάλιν («ατσαλένιος άνδρας») διότι κατά την περίοδο της κολλεκτιβοποίησης και αποκουλακοποίησης εκτελούσε με αμεσότητα και σκληρότητα μα και επιτυχία τις εντολές του, απλώς εξολοθρεύοντας όποιον αντιστεκόταν. Η ζωή βέβαια τα έφερε έτσι που ο «σιδηρούς Λάζαρ», ο αποκαλούμενος και «ατμομηχανή», τοποθετήθηκε υπουργός (ναρκόμ) Σιδηροδρόμων μεταξύ 1935 και 1937 (κι ένα διάστημα το 1938), εφαρμόζοντας απαρέγκλιτα, πειθήνια και αδίστακτα τις εντολές του Στάλιν. Ίσως η ενασχόλησή του με τους σιδηροδρόμους και η σημασία που είχαν για την ανάπτυξη της σοβιετικής Ρωσίας να γεννούσε συνειρμικά κι αυθόρμητα κάποιους από τους εγκωμιαστικούς χαρακτηρισμούς που εκφωνούσε για τον μεγάλο ηγέτη: «ο μέγας οδηγός της ατμομηχανής της επανάστασης, ο σύντροφος Στάλιν… ο αγαπημένος, ο προσφιλής, ο δικός μας, ο πρώτος σιδηροδρομικός εργάτης, ο σύντροφος Στάλιν». Η αφοσίωση και η σχεδόν μεταφυσική του πίστη στον Στάλιν ήταν τέτοια, ώστε στο απόγειο της δόξας του το 1934-1935, κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών του Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς, τον αντικαθιστούσε στην προεδρία του Πολιτικού Γραφείου. Διόλου παράδοξο λοιπόν πως ο Καγκανόβιτς ήταν αυτός που επινόησε και τον όρο σταλινισμός, καθώς σε ένα δείπνο αναφώνησε: «Όλοι μιλούν διαρκώς για τον Λένιν και τον λενινισμό, μα ο Λένιν είναι ήδη νεκρός εδώ και χρόνια… Ζήτω ο σταλινισμός!».
*
*
Έχει ειπωθεί ότι ο Καγκανόβιτς επί Στάλιν αναδείχτηκε ως ο ισχυρότερος Εβραίος στην Σοβιετική Ένωση, κι αυτό παρά την αντισημιτική στάση του Στάλιν, (και παρά τον αντισημιτισμό του ίδιου, όπως έγραφε ο Χρουτσέφ). Όπως υποθέτουν όμως άλλοι –ίσως όχι αβάσιμα– κι ο ίδιος ο Καγκανόβιτς θα πρέπει να γνώριζε πως ο Στάλιν τον χρησιμοποιούσε ως προκάλυμμα προκειμένου να προωθεί επιτυχέστερα την αντισημιτική πολιτική του. Εργασιομανής, «αν και ως ένα βαθμό επιφανειακός στην εκτίμηση των προβλημάτων, ήταν ένας λαμπρός διαχειριστής. Ένας καθαρός νους και μία πανίσχυρη βούληση συνοδεύονταν από μια παντελή έλλειψη των περιορισμών της ανθρωπιάς», αποφαίνεται ο Κόνκουεστ για τον «σιδηρούν Λάζαρο». Βέβαια, όπως ήταν αναμενόμενο, με την αποσταλινοποίηση περιθωριοποιήθηκε αλλά ποτέ δεν άλλαξε άποψη για την εκτίμησή του στον Στάλιν.
Κι ενώ οι Μπάμπελ και Τρότσκυ έπεσαν θύματα των σταλινικών εκκαθαρίσεων (κάποιες χιλιάδες ονόματα προς εκκαθάρισιν είχε παραδώσει και ο ίδιος ο «σιδερένιος Λάζαρος» στις λίστες του προς τον Πατερούλη), ο Καγκανόβιτς, σε καταφανή αντίθεση με τους δυο ομοφύλους του, ο φίλος και λάτρης του Στάλιν, εκ της φιλίας και της αφοσίωσης αυτής, μακροημέρευσε και πέθανε σε ηλικία 98 χρονών στις 25 Ιουλίου 1991. Έχοντας ζήσει την γέννηση και την δημιουργία της Σοβιετικής Ένωσης, την σταλινική παντοδυναμία και την αποσταλινοποίηση, έκλεισε τα μάτια μόλις πριν δει και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ· η Σοβιετική Ένωση διαλύθηκε πέντε μήνες μετά τον θάνατό του. Όταν πέθανε, ήταν ο τελευταίος επιζών ‘Παλαιός Μπολσεβίκος’.
Μίλησα πιο πάνω και για ένα –επιπλέον– κοινό στοιχείο που στίζει τις ζωές και των τριών επαναστατών, σαν ένας σταθμός μιας κοινής θητείας κι αναρωτιέμαι μήπως ενδόμυχα αυτό τους είχε συνάψει μέσα μου ώστε να αναδυθούν τώρα με αφορμή την εβραϊκή παρουσία στην Ουκρανία. Είδαμε πόσο στενά συνδέθηκε ο Τρότσκυ με τα τραίνα κατά την επανάσταση αλλά και την εμπλοκή του Καγκανόβιτς με τις τροχιές των σιδηροδρόμων και του μετρό της Μόσχας. Ο Μπάμπελ, αν και γράφει για τις περιπέτειες του ιππικού, στα διηγήματά του συχνά πυκνά παρουσιάζονται τα τραίνα που χρησιμοποίησε η επανάσταση κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις, τραίνα που μεταφέρουν στρατιώτες και όλα τα αναγκαία για τη συντήρησή τους (ρούχα, πλύστρες), που έχουν τυπογραφείο, τα τραίνα του πολιτικού τμήματος, τα τραίνα της προπαγάνδας. Τα τραίνα κι οι σιδηροτροχιές τους, ο καπνός και τα σφυρίγματά τους, οι σταθμοί, οι άνθρωποι, τα πολεμοφόδια, οι προμήθειες και τα αγαθά που μεταφέρουν, απ’ άκρη σ’ άκρη της αχανούς ρώσικης γης… ο σιδηρόδρομος, στον πόλεμο και στην ειρήνη, που την αναγκαιότητά του για την ενότητα και την ανάπτυξη της Ρωσίας την συνέλαβε και την έκαμε πράξη ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα η τσαρική Ρωσία από τη μια άκρη ώς την άλλη της, και μες από τους βίους αυτών των τριών Εβραίων επαναστατών και μες από τα έργα τους, αποκαλύπτει την κομβική σημασία που εξακολούθησε να έχει και για την δημιουργία, την ανάπτυξη (και την βιομηχανοποίηση) και την ενότητα της ανερχόμενης ΕΣΣΔ, της νέας πατρίδας που αγωνίστηκαν κι αυτοί οι τρεις Εβραίοι από την Ουκρανία να θεμελιώσουν, ασχέτως προς την προσωπική έκβαση και τις τροπές που πήρε ο βίος και η μοίρα ενός εκάστου.
Ο σιδηρόδρομος, τα τραίνα κι οι ράγες τους, που κουβαλούν ανθρώπους κι αγαθά τον καιρό της ευημερίας, κι άλλοτε στοιβάζουν και φυγαδεύουν τ’ ανθρώπινο ψυχομέτρι με τα ελάχιστα, αναγκαία μπαγκάζια του, σαν παίρνει τον δρόμο της προσφυγιάς.
ΗΛΙΑΣ ΜΑΛΕΒΙΤΗΣ
~.~
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βιβλίο που ένεκα της φήμης που προσπόρισε στον Μπάμπελ, έγινε αφορμή να χαρακτηρίσει ο Μπόρχες τον συγγραφέα homo unius libri, κι όχι βεβαίως λόγω της συγγραφικής παραγωγής του Ισαάκ Εμμανουήλοβιτς.
[2] Χοντρά πανιά που τυλίγουν τα πόδια τους οι χωριάτες, αντί για κάλτσες [σχόλιο του μτφρ.].
~.~
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Για Το κόκκινο ιππικό του Μπάμπελ, χρησιμοποιώ την μετάφραση του Π. Κουγιουμτζόγλου. Οι παραπομπές του Η. Έρενμπουργκ, προέρχονται από τη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου, Άνθρωποι, χρόνια, ζωή (Απομνημονεύματα), 3ος τόμος. Τις περισσότερες πληροφορίες άντλησα από τα παρακάτω βιβλία:
– Nadezhda Mandelstam, Hope Against Hope
– Trotsky, My Life
– A. Rees, Iron Lazar
– A. Rees, Stalinism and
Soviet Rail Transport, 1928-41
– Simon S. Montefiore, Stalin: The Court of the Red Tsar
– Robert Service, Trotsky: A Biography
– Ζ.-Μ. Γκυστάβ λε Κλεζιό, Ντιέγκο και Φρίντα
– Γιώργος Πιτροπάκης, Υπερσιβηρικός: ένα τραίνο που το λένε Ρωσία
*
*