*
ΠΡΟΔΙΟΡΘΩΣΗ
«Ρηχός μελοδραματισμός
φθηνός ο καρυωτακισμός»
είπε ο Διόνυσος εξαίφνης
που το παίζει λογοτέχνης.
«Πού ’ναι τα διακείμενά σου;
Καβάφης πάλι; Για φαντάσου…»
Να το δάχτυλο στη μέση,
Διόνυσε, αν δε σ’ αρέσει!
«Λείπουν οι ψαγμένοι στίχοι
και λιγοψυχούν και σβήνουν».
Να τους δεις δεν είχες τύχη,
τώρα κάπου μπεκροπίνουν.
«Πού ’ναι οι άλλοι, η κοινωνία;»
Με το ζόρι βρε ψυχή μου
–άλλη από κει μανία–
να ’χω φίλους στη ζωή μου;
«Λείπει η σπάνια η λέξη
που ο νους έχει σμιλέψει».
Τις εξόντωσες, θυμήσου,
όλες μες στη διατριβή σου.
«Δεν υπάρχει πρόγραμμα,
τάχα ποιο το όραμα;
Αχ, σου ξέφυγε το μέτρο!»
Θα το βρεις στον Άγιο Πέτρο.
Μα προς τι η απολογία;
Ξέρεις, πάντα ο πελάτης
έχει δίκιο – κι η ειρωνεία
εν τοιαύτη περιπτώσει
να ’μαι ’γώ ο ζυγοστάτης,
ήτοι αυτός που έχει πληρώσει.
~.~
ΕΓΚΙΒΩΤΙΣΜΟΣ
Σχήματα είν’ οι μέρες μας σε μπλοκ ακουαρέλας
σε αποχρώσεις, δυστυχώς, του γκρι.
(Και να ’μαστε ευγνώμονες γι’ αυτές τις διαβαθμίσεις
σού λένε μερικοί.)
Κύβους φορτωθήκαμε, ζωή τηλενουβέλας
και ποιος ξέρει από αγάπη έστω γρυ;
Σφαίρες μπηγμένες στην καρδιά, κυλίνδρους αναμνήσεις,
πορεία ελλειπτική.
Πυραμίδες για ναούς, ρόμβους για δαχτυλίδια,
σχήματα προσχήματα υλικά,
μυαλά τετράγωνα (ή τετραγωνισμένα) ίδια
σε διάτρητο καμβά.
Σχήματα ήχων, λέξεων, νωπά καρδιάς πινέλα,
το δείλι παλέτα θα πάρω
τα μόνα που μου μείνανε να βάψω αυτή την τρέλα,
το γκρίζο τελάρο.
~.~
ΕΛΛΕΙΨΗ
Μου λείπεις Κόσμε μου
και σα σελήνη ακρέμαστη βγάζω τους μήνες
την πλάτη όλο γυρνώντας στ’ άδειο κρεβάτι τ’ ουρανού…
…και φέρνω κατά νου
τα αστέρια μάτια σου που χάζευα τις νύχτες
εκείνες που ήρθα με φιλιά και μου ’παν «δώσε μου».
Ή πάλι αναπολώ
που στην τροχιά σου αγνά μου χάρισες μια θέση
και τους πλανήτες φίλους σου με τόση περηφάνεια…
…σαν κλέφτες κι αλάνια
προσμέναμε το φως σε ύπνο βαθύ να πέσει
να σμίξουμε σκαρώνοντας κρυφτό αμαρτωλό.
~.~
ΑΝΑΠΟΔΟΤΟ
Α ρε Ιούδα Ισκαριώτη
καμία αίσθηση της αγοράς;
Τριάντα αργύρια, γαμώ τη,
τι είναι; Πήρες ντηλ της συμφοράς!
Οι άλλοι δες πλουτίσανε, εκδώσανε βιβλία·
έσκισε το brand «Ιησούς Χριστός»
μα εσύ κακοεπένδυσες σ’ αυτήν την ευκαιρία –
σ’ έφαγε ο καπιταλισμός.
Αν είχες το επιχειρείν…
(Μα έτσι που το πρόδωσες
μονόδρομος το αυτοχειρείν
που σε ηθική το απόδωσες.)
Ορθώς λοιπόν σ’ ακολουθεί φήμη κακολογούσα
στη θέση σου ειλικρινά κι εγώ θ’ αυτοκτονούσα.
~.~
ΑΡΣΗ ΚΑΙ ΘΕΣΗ
Εν τρίτο, ήμισυ –γελώ–
τρία τέταρτα, μονάδα.
Σαν τις πτυχές του φεγγαριού
αυξάνει, γίνεται διπλό.
Πόσο να φτάσει άρα;
Λίγα τα λόγια του κουτιού.
Στ’ αυλάκι, ξέρω, δεν αρκεί
για πάντα να σκαλίζω
χέρσο χαράκωμα χαράς.
Σημάδι ρίχνω εδώ κι εκεί,
δόσεις υπολογίζω
σα λογιστής της τράπεζας.
Στο χάπι αυτό το τιρκουάζ
μαχαίρι παραδέρνω
όπως μπαστούνι ο τυφλός
ή χορευτής του πατινάζ
στον πάγο ατσάλι σέρνω.
Έστω να πέφτω ομαλώς.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΕΛΛΑΚΗΣ
*