*
του ΘΑΝΑΣΗ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
Χάρης Βρόντος
Στοιχεῖα πολιτιστικῆς πατριδογνωσίας
Ἁρμός 2021
Σὺν τῷ χρόνῳ παρεξηγήθηκε ἡ ἔννοια τῆς κριτικῆς. Ἀπὸ τὴ μία ἔφτασε νὰ εἶναι ἕνα χάϊδεμα, μιὰ ἁπλὴ παρουσίαση στοιχείων —πάντοτε θετικῶν, γιὰ νὰ μὴν πῶ ὑμνητικῶν— καὶ τίποτε περισσότερο. Ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπέκτησε χαρακτηριστικὰ πολεμικῆς, θεωρῶντας τὴν ἄρνηση (αὐτὸ ποὺ στὴ γενιὰ τοῦ ’70 βαφτίστηκε “ἀμφισβήτηση”) ὡς αὐτοσκοπὸ μιᾶς κριτικῆς, πολλὲς φορὲς φτάνοντας σὲ περιπτώσεις κατάφωρης ἀδικίας, κιτρινισμοῦ ἢ ad hominem ἐπιθέσεων ἄνευ οὐσίας ποὺ ὑποβάθμιζαν τὴν ἀρχικὴ πρόθεση. Ἐπιπλέον, προϊόντος τοῦ χρόνου ἡ κριτικὴ περιορίστηκε στὸ ἑκάστοτε μετιέ· οἱ συγγραφεῖς της ἔμειναν στὴν ἐνδοκαλλιτεχνικὴ περιπτωσιολογία κρίνοντας τὸ κάθε προϊὸν ἢ τὴν καθεμιὰ προσωπικότητα ἐντὸς τῶν τειχῶν τῶν ἰδιωμάτων καὶ τῶν συμφραζομένων τους.
Τὸ βιβλίο γιὰ τὸ ὁποῖο μαζευτήκαμε νὰ μιλήσουμε ἀπόψε δὲν ὑπακούει σὲ αὐτὸν τὸν κανόνα, κι’ ἂς δίδεται αὐτὴ ἡ ἐντύπωση ἕνεκα τοῦ δημιουργοῦ του, ὁ ὁποῖος εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀφιέρωσε ὅλη του τὴ ζωὴ στὴ μουσική. Παίρνοντας κανεὶς στὰ χέρια του τὰ Στοιχεῖα πολιτιστικῆς πατριδογνωσίας ἀναμένει ἕνα ἀκόμα βιβλίο τοῦ Βρόντου, τὸ ὁποῖο θὰ μιλᾶ γιὰ τὴ μουσικὴ μὲ ὅ,τι αὐτὴ συνεπάγεται. Αὐτὸ ὅμως εἶναι μιὰ εὔκολη πλάνη. Κι’ εἶναι μιὰ εὔκολη πλάνη γιατὶ ὁ Βρόντος σὲ κανένα ἀπολύτως βιβλίο του δὲν μίλησε γιὰ τὴ μουσικὴ per se. Ἡ κριτική του δὲν ὑπῆρξε ὀμφαλοσκοπικὴ ὡς πρὸς τὴν τέχνη ποὺ τοῦ ἔλαχε νὰ ὑπηρετεῖ, ἀλλὰ ἀντιθέτως, ἤδη ἀπὸ τὰ πρῶτα του εὐρύτερα γνωστὰ καὶ ὀξεῖα δοκίμια στὸ περιοδικὸ Κριτικὴ καὶ Κείμενα φάνηκε ὅτι ἀκολούθησε ἕναν δρόμο ἰδεατὸ ὡς πρὸς τὸ εἶδος· αὐτὸ ποὺ νέτα-σκέτα θὰ ὀνομάζαμε κριτικὴ τοῦ πολιτισμοῦ. Διότι ἕνα μουσικὸ ἔργο, ἕνα λογοτεχνικὸ κείμενο, ἕνα εἰκαστικὸ πόνημα, ἀκόμα κι’ ἕνα κτήριο, ποτὲ δὲν μποροῦν νὰ τεθοῦν κάτω ἀπὸ τὸ μικροσκόπιο δίχως πρῶτα νὰ ἐρευνηθεῖ ἡ θέση τους στὸ πεδίο, οἱ συνάψεις τους μὲ αὐτὸ καὶ τέλος οἱ παρελθοντικὲς ἀλλὰ καὶ οἱ μελλοντικὲς ἐξακτινώσεις τοῦ συνόλου αὐτοῦ πρὸς τὴν ἱστορία καὶ τὸ πολιτισμικὸ ἀποτύπωμα ἑνὸς τόπου, μιᾶς ἠπείρου, ἑνὸς Κόσμου ‒ ἐν προκειμένῳ τοῦ δυτικοῦ.
Ἔτσι καὶ σὲ αὐτὸ τὸ βιβλίο, τὸ ὁποῖο ἐκτεῖνεται σὲ τριακόσιες παρὰ δύο σελίδες καὶ περιλαμβάνει πέραν τοῦ «Προλόγου» του κι’ ἑνὸς δισέλιδου εἰκονογραφικοῦ παραρτήματος, δεκατρεῖς συζητήσεις μὲ τοὺς Γιώργο Ἀριστηνό, Τάσο Γουδέλη, Γιῶργο Ζερβό, Γιάννη Πατίλη, Κώστα Σοφιανὸ καὶ Νίκο Χριστοδούλου κατὰ μόνας καὶ μιὰ —ἂς τὴν ποῦμε ἔτσι— “στρογγυλὴ τράπεζα” μὲ τοὺς Νίκο Σκαλκώτα, Τάσο Γουδέλη, Δημοσθένη Κούρτοβικ, Ζαμπία Ἀγριμάκη, Νίκο καὶ Ἀθανασία Κουφάκη, Ευρυδίκη Τρισόν-Μιλσανή, Βαγγέλη Κούμπουλη, Δημήτρη Μπουρνοῦ, Δημήτρη Κωστόπουλο, Γεωργία Καραχρήστου καὶ φυσικὰ τὴν Κλαὶρ Ντεμελενάρ.
Οἱ συζητήσεις τουλάχιστον στὶς κατὰ μόνας περιπτώσεις ἔχουν συχνὰ ὡς κέντρο τους τὴ μουσική, ὅμως τὴν ἴδια στιγμὴ ἔχουν ὀργανωθεῖ μὲ τέτοιο τρόπο ὥστε νὰ δημιουργοῦν ἕνα σύνολο ἱκανὸ νὰ ἀνταποκριθεῖ στὸν τίτλο τοῦ βιβλίου (Στοιχεῖα πολιτιστικῆς πατριδογνωσίας), ὁρίζοντάς την ὄχι βάσει μιᾶς παραδοσιοκρατικῆς ὀπτικῆς, ἀλλὰ θέτοντας ἐπὶ τάπητος τὴ συνθήκη τῆς νεωτερικότητας καὶ τὸν πλοῦν τοῦ νεοελληνικοῦ βαποριοῦ πάνω σὲ ἕναν ἀτελῶς ἐκτυλιχθέντα μοντερνισμό.
Κι’ αὐτὴ ἡ δομὴ δικαιώνει τὸ βιβλίο, διότι μία ἐκ τοῦ σύνεγγυς συζήτηση περὶ μουσικῆς, ὅσο εἰς βάθος κι’ ἂν εἰσχωρήσει στὰ ζητήματα ποὺ τὴν ἀπασχολοῦν, δὲν μπορεῖ νὰ σκιαγραφήσει τὸ εὖρος μιᾶς “πολιτιστικῆς πατριδογνωσίας”. Ἔτσι ἤδη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ βιβλίου, στὶς συζητήσεις μὲ τὸν συνοδοιπόρο του Γιάννη Πατίλη, ὁ Βρόντος θέτει τὸ ζήτημα τῆς κίνησης τῶν ἰδεῶν, τῶν ἐντύπων καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας, τῆς πληροφορίας καὶ τῆς εὐκολίας της, τῆς ἐκπαίδευσης καὶ τῶν τρομακτικῶν ἐλλειμμάτων της, ἐνῶ ἕνα πρῶτο συμπέρασμα ποὺ ἐξάγεται ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴ διαπίστωση τοῦ Βρόντου, ὅτι ἡ Ἑλλάδα συνιστᾶ ἕναν “μικρὸ τόπο”, ὅπου μοιραῖα ὅλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, ὅλοι ἐμπλέκονται στὶς ὑποθέσεις τῶν ἄλλων, κι’ ἑπομένως εἶναι δύσκολο ἕως ἀδύνατο τὸ πολιτιστικὸ καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τὸ πολιτισμικὸ πεντὰλ ἐντός της. Ὅπως χαρακτηριστικὰ σημειώνει: «μικρὸ χωριό, κακὸ χωριό». Ἀσφαλῶς, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀντιτάξει σὲ αὐτὴ τὴ διαπίστωση, αἴφνης, γιὰ τὴν περίπτωση τῆς ποιοτικῆς μουσικῆς: ἡ Τσεχία δὲν εἶναι μικρὸ χωριό; ἡ Οὑγγαρία; ἡ Αὐστρία; Κι’ ὅμως, τὰ σπουδαιότερα ἐπιτεύγματα τῆς μοντέρνας μουσικῆς, τοῦ ἀτονικοῦ ἢ σειραϊκοῦ συστήματος, τοῦ δωδεκαφθογγισμοῦ κ.λπ. προέρχονται κατὰ βάση ἀπὸ κεῖ. Ἴσως, λοιπόν, ἡ ἀπόφανση αὐτὴ νὰ ἐφαρμόζεται στὴν Ἑλλάδα λόγω ἔκδοχων στοιχεῖων ποὺ τὴν ἐπιτείνουν καὶ τὴν ἐπιβεβαιώνουν.
Διὰ τοῦτο καὶ ἀπὸ τὴν προεισαγωγικὴ αὐτὴ ἐπὶ παντὸς συζήτηση περνᾶμε στὶς συζητήσεις μὲ τὸν Τάσο Γουδέλη, οἱ ὁποῖες θέτουν κάτω ἀπὸ τὸ πρίσμα τους τὴν ἔννοια τοῦ μοντέρνου στὴν ἑλληνικὴ περίπτωση καὶ δὴ σὲ ὅ,τι θὰ μπορούσαμε νὰ ἐντάξουμε κάτω ἀπὸ τὴν ὀμπρέλα τῆς γενιᾶς τοῦ ’30, ὅπως λ.χ. τὴ συζήτηση ποὺ ἀκόμα καὶ σήμερα ἀπασχολεῖ τοὺς μελετητὲς περὶ ἑλληνικότητας, ἑλληνοκεντρισμοῦ καὶ κοσμοπολιτισμοῦ. Εἰδικότερες νύξεις στὴν πρόσληψη τοῦ μοντέρνου ἐν γένει στὸ πεδίο τῆς λογοτεχνίας καὶ ὄχι μόνο γίνονται καὶ ἀπὸ τοὺς Ἀριστηνὸ καὶ Σοφιανὸ στὶς ἑπόμενες συζητήσεις τοῦ βιβλίου. Στὸ τμῆμα αὐτὸ γίνεται ἐμφανέστερη ἡ ἀφετηρία τοῦ Βρόντου, ὁ ὁποῖος ξεκινᾶ ἀπὸ μιὰ θέση ἐλαφρῶς πολεμικὴ ἐναντίον τοῦ νεοελληνικοῦ μοντερνισμοῦ σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα, καταλογίζοντας συχνὰ μὲ ὀρθὸ τρόπο τὶς κακοπάθειες τοῦ τόπου. Συχνὰ δὲ ἐντοπίζεται μία στάση ἐλαφρῶς μπλαζὲ πρὸς τὴν παράδοση, ἢ μᾶλλον τὴν κακὴ μεταφορά της στὸ παρὸν ὡς πρώτη ὕλη τοῦ μοντερνισμοῦ. Αὐτὸ μέσα στὴν ἀλήθεια του φέρει ἕνα ὁρισμένο ποσοστὸ ἀδικίας, μιᾶς καὶ οἱ ἱστορικὲς καὶ γεωπολιτικὲς συνθῆκες τῆς χώρας δὲν ἐπέτρεπαν κάτι ἄλλο. Ἐπιπλέον, ἡ ριζωμένη μεταφυσικὴ διάσταση τῆς Ἱστορίας μὲ ἰῶτα κεφαλαῖο δὲν ἄφησε ἰδιαίτερα περιθώρια σεκουλαρισμοῦ τόσο στὸ κοινωνικὸ σῶμα ὅσο καὶ στὴν Τέχνη, μὲ ἀποτέλεσμα τὰ παραγόμενα καλλιτεχνικὰ προϊόντα νὰ μὴν μποροῦν νὰ ὁδηγηθοῦν σὲ ὕψη ἀνάλογα τῶν εὐρωπαϊκῶν. Ἡ συνειδητοποίηση αὐτὴ δέ, θὰ μποροῦσε κατὰ τὴ γνώμη μου νὰ ἰδωθεῖ ἐντὸς ἑνὸς πλαισίου ὤσμωσης ἀπὸ τοὺς συνομιλητές, σηματοδοτῶντας ἔτσι μιὰ περίπτωση τοπικὰ καθορισμένου μοντερνισμοῦ· ἑνὸς μοντερνισμοῦ μὲ ἐθνικὰ χαρακτηριστικά, ἀκόμα κι’ ἂν αὐτὸ συνιστᾶ γιὰ κάποιους contradictio in terminis. Κι’ ὑποστηρίζω αὐτὴ τὴ θέση, παραθέτοντας μάλιστα μιὰ φράση τοῦ Κώστα Σοφιανοῦ «Ἐὰν ἐπιμείνεις στὴν τομή, θὰ χάσεις τὴ συνέχεια». Στὴν Ἑλλάδα, κακῶς, κάκιστα, δίχως νὰ ἐπιμείνουμε στὴν τομὴ χάσαμε τὸ τραῖνο. Ἀναρωτιέμαι: μιὰ ἐπικέντρωση στὴ συνέχεια μὲ παράλληλο ἀναλογισμὸ τῶν λαθῶν καὶ τῶν στραβοκλωτσιῶν, δὲν θὰ μᾶς ἔκανε καλό; Μιὰ ὄχι καὶ τόσο ἁπλὴ ὑπόθεση ἐργασίας…
Καὶ περνᾶμε τώρα, σ’ ἕνα μεῖζον γιὰ τὸ βιβλίο θέμα, ποὺ ἀφορᾶ σὲ ζητήματα περισσότερο προσανατολισμένα στὴ μουσική. Οἱ συζητήσεις μὲ τοὺς Ζερβὸ καὶ Χριστοδούλου, ἂν καὶ ἀποτελοῦν μόνον ἐξ ὄνυχος δείγματα αὐτοῦ ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ὀνομάσει «ἱστορία τῆς σοβαρῆς —ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ ὁ ὅρος— μουσικῆς ἐν Ἑλλάδι», συνοψίζουν μπόλικες παθογένειες ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἀβελτηρία τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους καὶ συγκεκριμένων προσώπων σὲ θέσεις ἐξουσίας ἀφενὸς μὲν νὰ συντηρήσουν τὸ ἐπίπεδο τῶν ἐθνικῶν μουσικῶν φορέων καὶ ἀφετέρου νὰ ἀναδείξουν σὲ βάθος τὴ μουσικὴ κληρονομιὰ τοῦ τόπου. Σίγουρα ὡς πρὸς τὸ πρῶτο μιλᾶμε γιὰ μιὰ χώρα μὲ οἰκτρὰ οἰκονομικὰ ποὺ ἐπιλέγει νὰ ὑποβαθμίσει στὸν κρατικὸ προϋπολογισμὸ τὸν πολιτισμὸ καὶ τοὺς φορεῖς του, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι χῶρες τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐνῶ ἐπέφεραν μειώσεις σὲ ὀρχῆστρες καὶ κονδύλια στήριξης στοὺς καλλιτέχνες, πάντοτε διατήρησαν —ἔστω ὡς μιὰ λαϊκιστικὰ βολικὴ ψευδαίσθηση— ἕναν στοιχειώδη σεβασμὸ στὴν κρατικὰ ἐνεργούμενη πολιτιστικὴ πολιτική. Ὅσον ἀφορᾶ δὲ στὸ δεύτερο, τὰ ζητήματα εἶναι περισσότερο πολύπλοκα καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ διαυγῆ. Ἡ ἑλληνικὴ μουσικὴ κινήθηκε πάνω σὲ δύο ἄξονες ‒ τὴν προγραμματικὴ ἀνάδειξη καὶ τὴ συστηματικὴ ἀποσιώπηση. Ἔτσι ἐνῶ τὸ ἕνα πόδι πατοῦσε πάντοτε στὴν Παράδοση —δίχως κάτι τέτοιο νἆναι μεμπτό, ἂν μπορῶ νὰ καταθέσω τὴ γνώμη μου—, τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ ἕτερο ποδὶ βρισκόταν μετέωρο πάνω ἀπὸ ὅλες τὶς νεωτερικὲς ἐκδηλώσεις καὶ τοὺς καλλιτέχνες ποὺ προσπάθησαν παντὶ τρόπῳ νὰ προωθήσουν τὴ μουσικὴ παιδεία τῆς χώρας πρὸς μιὰ νέα, ἀνανεωτικὴ κατεύθυνση. Καὶ μιὰ τέτοια περίπτωση εἶναι αὐτὴ τοῦ Νίκου Σκαλκώτα, στὴν ὁποία ἐπικεντρώνεται ὁ Βρόντος στὶς συζητήσεις του μὲ τὸν Νίκο Χριστοδούλου καὶ μὲ τὴν παρέα τοῦ Καπετὰν-Μιχάλη στὸ τέλος τοῦ βιβλίου. Δὲν εἶναι κρυφὸ ἄλλωστε ὅτι ὁ Βρόντος μὲ μιὰ συγκινητικὴ ἀφοσίωση ἔχει ἐδῶ καὶ μπόλικες δεκαετίες ἀφιερώσει τὶς δυνάμεις του κριτικά, δοκιμιακὰ ἀλλὰ καὶ μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο του θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ, ὄχι μόνο στῆ διάσωση τῆς μνήμης τοῦ Σκαλκώτα (διότι κάτι τέτοιο εἶναι ἄκοπο καὶ εὔκολο), ἀλλὰ καὶ στὴν ἀνάδειξη ὅλου ἐκείνου τοῦ οἰκοδομήματος ποὺ συστημικὰ καὶ συστηματικὰ ὁδήγησε γιὰ πολλὰ χρόνια τὸν σπουδαῖον αὐτὸ μουσικὸ σὲ ἕνα καθεστὼς ἀποσιώπησης καὶ ἀνυποληψίας.
Κι’ αὐτὸ —ὅσο παράδοξο κι’ ἂν φαίνεται— ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὴν πολιτιστικὴ πολιτικὴ γύρω ἀπὸ τὴν περίπτωση Σκαλκώτα. Ὠδεῖα μὲ τ’ ὄνομά του, ἀφιερωματικὲς ἐκπομπὲς σὲ ραδιόφωνα, σύντομα ντοκυμανταὶρ ποὺ ἐμμένουν σὲ βιογραφισμοὺς γιὰ τὸν ταραχώδη βίο του, “ἑβδομάδες”, “μῆνες” καὶ “ἔτη Σκαλκώτα”, ὅλα μαζὶ θὰ ἔλεγε κανεὶς ὅτι ἀναιροῦν τὰ παραπάνω, τὶς σκέψεις τοῦ Βρόντου, τοῦ Χριστοδούλου καὶ τῶν “Καπετὰν-Μιχάληδων”. Κι’ ὅμως, ὅλα αὐτὰ σ υ ν η γ ο ρ ο ῦ ν στὶς αἰτιάσεις τους, διότι οἱ πρακτικὲς αὐτὲς δὲν διαφέρουν περισσότερο λ.χ. ἀπὸ μιὰ βραβειοληψία. Δίνοντας ἕνα βραβεῖο, ὁρίζοντας ἕναν μήνα ὡς “μήνα Σκαλκώτα”, ὀνομάζοντας ἕνα ὠδεῖο, ἡ Πολιτεία στὴν οὐσία ξεχρεώνει ἀναίμακτα. Διότι ὅπως συχνὰ μοῦ ἀρέσει ν’ ἀναφέρω δανειζόμενος ἀπὸ ἕναν φίλο ποὺ μὲ τὴ σειρά του δανείζεται ἀπὸ τὸν θουκυδίδειο Ἐπιτάφιο: «Ἀνδρῶν ἀγαθῶν ἔργῳ γενομένων ἔργῳ καὶ δηλοῦσθαι τὰς τιμάς». Ὅταν λοιπὸν μιὰ σκανδιναβικῶν συμφερόντων ἑταιρεία ἀποφασίζει νὰ ἠχογραφήσει τὰ ἔργα τοῦ Σκαλκώτα ἀπαθανατίζοντάς τα, ὅταν γίνονται συναυλίες ἀπὸ σοβαρὲς ἐγχώριες ὀρχῆστρες ποὺ περιλαμβάνουν στὸ πρόγραμμά τους ἕναν παραγκωνισμένο συνθέτη παίζοντας τὰ συνθετότερα καὶ πρωτοποριακότερα ἔργα του, ὅταν στὴν ἐγκύκλια μουσικὴ παιδεία ἐντάσσεται ἕνας ἐκ τῶν πιὸ πρωτότυπων συνθετῶν τοῦ δωδεκαφθογγισμοῦ, μαθητὴς τοῦ Σαίνμπεργκ καὶ ἀνώτερος —ἂν μοῦ ἐπιτρέπεται/τε— πολλῶν παρ’ ἀξίαν προβεβλημένων Ἑλλήνων συνθετῶν, τ ό τ ε ἀποδίδεται ἡ δέουσα τιμὴ σ’ ἕναν καλλιτέχνη. Ὅλα τ’ ἄλλα συνιστοῦν ἁπλὰ παυσίπονα ποὺ ἔπειτα ἀπὸ τὴν ἐπίδρασή τους ἡ φλεγμονὴ ἐπιστρέφει ὥσπου κάποτε νὰ ἀφομοιωθεῖ ἀπὸ τὸν ὀργανισμό. Στὴν Ἑλλάδα ἡ ἀνοσοβιολογικὴ ἀπόκριση ἀπέναντι σὲ τέτοιες ἀδικίες, μοιάζει νἆναι αὐτὴ ἑνὸς ἀνοσοκατεσταλμένου ἀσθενοῦς, γιὰ νὰ ποῦμε καὶ κάτι ποὺ συντονίζεται μὲ τὴν περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα τοῦ καιροῦ μας.
Συνοψίζοντας, θὰ ἤθελα νὰ ἀναφερθῶ στὴ μορφὴ τοῦ βιβλίου αὐτοῦ παραθέτοντας κάποια προσωπικὰ συμπεράσματα καὶ σκέψεις. Ὁ Βρόντος ἐπέλεξε νὰ ἐκδώσει ἕνα βιβλίο, τὸ ὁποῖο φέρει μὲν τὸ ὄνομά του στὴ θέση τοῦ συγγραφέα, ὡστόσο δὲν τοῦ ἀνήκει ἐξ ὁλοκλήρου, κι’ ὅμως φέρει τὸ ἀποτύπωμά του. Φυσικὰ αὐτὸ δὲν συνιστᾶ μομφὴ πρὸς τὸ πρόσωπό του. Ἀντιθέτως. Ἐνῶ πλεῖστοι ὅσοι θὰ ἐπέλεγαν νὰ καταθέσουν ἐν εἴδει ἑνὸς Κατηγορῶ τὶς σκέψεις τους, ὁ Βρόντος διάλεξε νὰ συζητήσει. Κι’ ἂν αὐτὸ ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται ἁπλό, στὴν οὐσία του δὲν εἶναι. Διότι κανένας διάλογος δὲν εἶναι προσχεδιασμένος, πουθενὰ δὲν ὑπάρχει μιὰ “μιλημένη” κατεύθυνση ὡς πρὸς τὴν πορισματικὴ ἀπόβλεψη. Ἐπιπλέον, μὲ κάθε ἕναν συνομιλητὴ ὁ Βρόντος ἐπιλέγει νὰ κρατήσει ἕνα βῆμα πιὸ πίσω τὸν ἑαυτό του, δίνοντας χῶρο στὸν καλεσμένο του νὰ ἐκθέσει τὶς ἀπόψεις του, ἀκόμα κι’ ἂν αὐτὲς βρίσκονται σὲ διάσταση μὲ τὸν ἐντὸς ἀνωφερῶν εἰσαγωγικῶν οἰκοδεσπότη.
Σὲ μιὰν ἐποχὴ πόλωσης καὶ παράλληλων μονολόγων ποὺ βαφτίζονται διάλογοι, τὰ Στοιχεῖα πολιτιστικῆς πατριδογνωσίας ἀποδεικνύουν ὅτι ἀκόμα κι’ ἀπ’ τὴ διάσταση μπορεῖ νὰ προκύψει ἕνα πόρισμα, ἕνα συμπέρασμα, μιὰ σύγκλιση, ποὺ πλέον εἶναι στὸ χέρι τοῦ ἀναγνώστη νὰ τὴν ἀξιοποιήσει κατὰ συνείδηση. Τὸ αἴτημα τοῦ μοντέρνου, τὸ ἐπιδιωκώμενο τοῦ νεωτερικοῦ, λοιπόν, ἐπιβεβαιώνεται καὶ στὴ μορφὴ τοῦ βιβλίου, υἱοθετῶντας τὴν ἐκπεφρασμένη πρὸ αἰώνων ἀντίληψη τῆς διαλεκτικῆς μαθησιακῆς διαδικασίας. Ξεκινοῦμε νὰ διαλεγόμαστε μὲ κάποιον ἐπειδὴ ἔστω καὶ ἐλάχιστα ἀποκλίνουμε. Ἂν συγκλίνουμε ἀπολύτως, τότε ἁπλῶς βυθιζόμαστε στὴ σιωπή. Ἡ τελευταία συζήτηση μὲ τοὺς φίλους τοῦ Καπετὰν-Μιχάλη ἀποδεικνύει αὐτὸ ἀκριβῶς: ἡ σιωπή, ἡ ἀποσιώπηση, ἡ ἔξωθεν λογοκρισία, τὸ κλείσιμο τῶν ἐνισχυτῶν καὶ τῶν μικροφώνων, μόνο κακὸ μποροῦν νὰ προκαλέσουν.
Εἶναι ὅμως καθ’ ὅλα ἄψογο τὸ ἐν λόγῳ βιβλίο; Ἀκριβῶς λόγω τῆς διαλογικῆς διάστασής του ὁ ἔλεγχος τῶν γραφομένων δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀπὸ πλευρᾶς συγγραφέα αὐτὸς ποὺ θὰ εἶχε ἂν ἔγραφε κάτι κατὰ μόνας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐπιμέρους διαφωνίες δὲν θὰ μποροῦσαν νὰ ὑπερθεματιστοῦν στὸ παρὸν κείμενο, παρὰ μόνο νὰ ἐπισημανθοῦν γιὰ νὰ ὑπάρχουν στὰ πρακτικά. Καὶ μιλῶ γιὰ σημεῖα ὅπως λ.χ. ἡ ἄστοχη ἀπόφανση τοῦ Βρόντου ὅτι «Ἐμεῖς δὲν ἔχουμε μπεῖ στὴ νεωτερικότητα ἀκόμα», ἀχρείαστος ὑπερθεματισμὸς τῶν θέσεών του περὶ μιᾶς προβληματικῆς κι ἀτελοῦς ἑλληνικῆς μετάβασης στὴ νεωτερικὴ συνθήκη, μιᾶς καὶ σήμερα, περισσότερο ἀπὸ ποτέ, βρισκόμαστε στὴ δυσάρεστη θέση νὰ δεχόμαστε μὲ τὸν σφοδρότερο τρόπο τὰ ἀπότοκά της· ἢ ἡ παράθεση τμήματος ἄρθρου τοῦ Χαράλαμπου Μαραβέλια, δημοσιευμένου στὴν ARB, ἀπὸ τὸν Τάσο Γουδέλη, κειμένου ποὺ “χωρᾶ πολὺ νερὸ” γιὰ τὶς ἀφετηρίες καὶ τὶς στοχεύσεις του, ἢ τέλος ἡ ἀβασάνιστη θέση τῆς Ζαμπίας Ἀγριμάκη ὅτι ὁ «Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερίαν» τοῦ Διονυσίου Σολωμοῦ εἶναι «[ἕ]να ἀπ’ τὰ δύο χειρότερά του ἑλληνικὰ ποιήματα μαζὶ μὲ τὸ “Εἰς τὸν Λὸρδ Μπάιρον”», ὡς τὰ ποιήματα τοῦ κόντε νὰ εἶναι ροδάκινα ποὺ ξεδιαλέγονται ἀπὸ τοὺς παραγωγοὺς προτοῦ φτάσουνε στοὺς πάγκους τῶν λαϊκῶν ἀγορῶν μας· κι’ ἄλλα σημεῖα στὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ διατυπώσει ἐρωτήματα καὶ ἀποφάνσεις ἀξιολογῶντας τὸ ὅλο ἐγχείρημα αὐτὴ τὴ φορὰ στὶς ἐπιμέρους συνιστῶσες του. Κάτι τέτοιο ὅμως, τὸ ἐπαναλαμβάνω, θὰ ἦταν ἄδικο νὰ χρεωθεῖ τελικὰ στὸ βιβλίο καθ’ ὁλοκληρίαν, ἐφόσον ἡ μορφή του ἐπιμερίζει τὶς ἐνδεχόμενες “εὐθύνες” καὶ στὴν οὐσία ἐπιζητᾶ τὸν διάλογο ὡς προϋπόθεση ὕπαρξης.
Κι’ ὅλα αὐτὰ γιατὶ ὁ πολιτισμὸς ἐπιδιώκει τὶς συμπράξεις, τὶς παρέες, τὶς συλλογικότητες, τὸν διάλογο. Ἀκόμα κι’ ἂν διαφωνοῦμε συχνὰ μὲ τὸν ἀγαπητὸ φίλο Χάρη πάνω στὸ ζήτημα τοῦ μεταφυσικοῦ, τὸ βιβλίο του πέρα ἀπὸ καὶ μαζὶ μὲ ὅλα τὰ παραπάνω ὑπηρετεῖ μιὰν ἀπροϋπόθετα ἀγαπητικὴ μετοχή, γι’ αὐτὸ καὶ ἀξίζει νὰ διαβαστεῖ.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΑΛΑΝΑΚΗΣ
Μιὰ πρώτη μορφὴ τοῦ κειμένου ἐκφωνήθηκε στὴν παρουσίαση τοῦ βιβλίου στὸ “Καφὲ τοῦ Κήπου” τοῦ Ἐθνικοῦ Ἀρχαιολογικοῦ Μουσείου (17.02.2022).
*
(φωτ. Ἠλίας Προβόπουλος)
*