*
του ΑΓΓΕΛΟΥ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΥ
Ο κυρίαρχος λόγος στην Ελλάδα και άλλες δυτικές χώρες έχει πια επιβάλει ως πολιτική διαιρετική τομή της πανδημικής κρίσης την «επιστήμη εναντίον του ανορθολογισμού», σε αυτήν την διατύπωση ή με παραλλαγές. Έχουμε ουσιαστικά δηλαδή μια αναδιατύπωση του κυρίαρχου σχήματος «λαϊκισμός/αντι-λαϊκισμός» της προηγούμενης δεκαετίας, όπου η πολιτική διαμάχη παρουσιάζεται ως σύγκρουση δυο ασυμβίβαστων στρατοπέδων: ορθολογισμός, μετριοπάθεια, επιστήμη από την μια, εξαλλοσύνη, συνωμοσιολογία και «ψεκασμοί» από την άλλη. Η κρίση της πανδημίας επομένως επιταχύνει την αποδόμηση των παραδοσιακών πολιτικών ταυτίσεων και τοποθετήσεων, ιδιαίτερα κατά μήκος του παραδοσιακού ιδεολογικού άξονα αριστερά-δεξιά.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της αριστεράς, της οποίας η περιθωριοποίηση συνεχίστηκε με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία δυο χρόνια, ακυρώνοντας οριστικά τις ελπίδες που είχαν γεννηθεί για αυτήν με την οικονομική κρίση του 2008. Στην Ευρώπη, η μάχη με την λιτότητα έληξε με την απόλυτη επικράτηση του ευρωκατεστημένου. Στον αγγλοσαξονικό κόσμο, η επικράτηση Κόρμπυν στο Εργατικό Κόμμα το 2015 και η υποψηφιότητα Σάντερς στους Δημοκρατικούς το 2016 απέφεραν τελικά πενιχρά αποτελέσματα. Μετά και την πανδημία, το αποτέλεσμα είναι ότι, ακόμα και εκεί όπου υπήρξε πρόσφατα κάποια εκλογική στροφή προς πιο προοδευτική κατεύθυνση, όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, τα κέρδη τα καρπώθηκαν εκφραστές του σοσιαλφιλελεύθερου κέντρου.
Και όμως, η αποτυχία της αριστεράς να αρθρώσει αν όχι πειστικό, τουλάχιστον στοιχειωδώς συνεκτικό λόγο στην πανδημία δεν θα έπρεπε να θεωρείται αυτονόητη. Ίσα ίσα, είναι παράδοξο ότι η αριστερά δεν έχει κάτι να πει για μια κρίση που έχει βυθίσει εκατομμύρια ανθρώπους στην οικονομική ανασφάλεια, ανέδειξε τις συνέπειες δεκαετιών λιτότητας για τα δημόσια συστήματα υγείας, και επιταχύνει την συγκέντρωση πλούτου στα χέρια μιας τεχνοοικονομικής ολιγαρχίας. Το ερώτημα είναι αν η αποτυχία της αριστεράς να αρθρώσει την αντίθεσή της είναι ένδειξη συγκυριακών ελλειμμάτων (ηγεσίας, οράματος κλπ.), ή μιας βαθύτερης αλλαγής που κάνει τις ιδέες και τις προτεραιότητές της θεμελιωδώς ασύμβατες με τα νέα αιτήματα που έχει δημιουργήσει η πανδημία.
Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα πρέπει να εξετάσουμε ένα ζήτημα το οποίο σπάνια χρησιμοποιείται στην ανάλυση των πολιτικών ιδεολογιών: την σχέση τους με την κρατική εξουσία. Η πανδημία έχει θέσει με έντονο τρόπο τα όρια και τις αρμοδιότητες της κρατικής εξουσίας ως το μεγάλο ζήτημα της εποχής μας. Από την επιβολή των λοκντάουν σε μέτρα όπως μάσκες και έλεγχοι εισόδου σε δημόσιους χώρους στην υποχρεωτικότητα των εμβολίων, το κράτος έχει αναλάβει εξουσίες πρωτοφανείς σε σύγκριση με προηγούμενες δεκαετίες. Μόνο απέναντι σε αυτό το μεγάλο ερώτημα μπορεί να μετρηθεί σήμερα μια ιδεολογία.
Για τους περισσότερους, η σχέση της αριστεράς με το κράτος είναι αυτονόητα θετική. Η αριστερά στηρίζει τον κρατικό παρεμβατισμό, τις δημόσιες δαπάνες, την ρύθμιση των αγορών κοκ. Είναι η έννοια του οικονομικού κρατισμού που στιγματίζουν οι αντίπαλοί της. Από την άλλη μεριά όμως, αυτή η θετική αντίληψη για τον ρόλο του κράτους σε οικονομικά ζητήματα συνυπάρχει με μια καχυποψία απέναντι στην κρατική εξουσία σε ζητήματα ατομικότητας, δικαιωμάτων, ταυτοτήτων και ιδιωτικότητας. Αυτές οι δυο φαινομενικά αντίθετες αντιλήψεις συμβιβάζονται ως δυο διαστάσεις του ενιαίου αιτήματος για δικαιοσύνη και ισότητα, κάτι που όντως ίσχυε όταν στις δυτικές καπιταλιστικές οικονομίες της μεταπολεμικής περιόδου κυριαρχούσαν ακόμα αυστηρές αξίες κοινωνικής, θρησκευτικής και θεσμικής ιεραρχίας.
Το ερώτημα είναι όμως αν σε περιόδους κρίσης και αναδιάταξης, όπως η σημερινή, αυτή η αμφισημία έναντι της κρατικής εξουσίας μπορεί να διατηρηθεί. Αν παρατηρήσουμε την διαπάλη γύρω από τα τρία βασικά ζητήματα πολιτικής που ανέκυψαν από την πανδημία –λοκντάουν, μέτρα στην καθημερινότητα, και εμβόλια– θα δούμε ότι τόσο ο οικονομικός κρατισμός όσο και ο αξιακός αντικρατισμός της αριστεράς παρέμειναν σιωπηλοί. Αντίθετα, αυτό που θα περιμέναμε να είναι η αριστερή οπτική σε αυτά τα ζητήματα εκφράστηκε παραδόξως από δρώντες που δεν τοποθετούνται στην αριστερά.
Ως ένα οριζόντιο μέτρο, τα λοκντάουν εξαρχής είχαν βαρύτερες συνέπειες για τους πιο αδύναμους. Έπληξαν τομείς που στηρίζονται σε φτηνό εργατικό δυναμικό, ενώ οι πιο προνομιούχοι συνέχισαν να εργάζονται από τα σπίτια τους. Επιτάχυναν επίσης την μετάβαση σε μια κοινωνία ουσιαστικά φεουδαλικού τύπου, όπου οι προνομιούχοι έχουν στην διάθεση τους έναν στρατό υπηρετών μέσω διαδικτυακών εφαρμογών: ντελίβερι φαγητού, υπηρεσίες ταξί, παραγγελίες και διανομή ηλεκτρονικών αγορών κλπ. Ενώ ο εγκλεισμός έγινε «για να σωθούν ζωές», τα μέλη αυτής της υπηρετικής τάξης συνέχισαν να εκτίθενται στον κίνδυνο να κολλήσουν τον ιό προκειμένου να διατηρηθεί σε λειτουργία η οικονομία των κατ’ οίκον διανομών. Ταυτόχρονα, πλήττοντας δυσανάλογα μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τα λοκντάουν επιτάχυναν τις τάσεις οικονομικού δαρβινισμού προς όφελος πολυεθνικών γιγάντων. Όσο για τις συνέπειες των λοκντάουν για την ψυχική υγεία, την ανάπτυξη των παιδιών, την ενδοοικογενειακή βία και άλλα κοινωνικά ζητήματα, αυτές αποσιωπήθηκαν και μόλις τώρα έχουν αρχίσει να συζητιούνται δειλά. Στις περισσότερες χώρες, η αριστερά (με εξαίρεση την κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος της Σουηδίας) στήριξε τα λοκντάουν και ακόμα και σήμερα εμφανίζεται απρόθυμη να αναγνωρίσει τις αρνητικές συνέπειές τους.
Ένα άλλο σημείο όπου θα περίμενε κανείς να ακούσει μια αριστερή κριτική είναι ο ρόλος των μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών, το απόλυτο σύμβολο του μοχθηρού παγκόσμιου καπιταλισμού που η αριστερά αντιμαχόταν για δεκαετίες. Ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, οι Big Pharma είχαν στην δημόσια συνείδηση μια εικόνα αρνητικά φορτισμένη σχεδόν όσο και οι πετρελαϊκές εταιρείες ή οι εταιρείες καπνού. Συχνά το Χόλλυγουντ τις εμφάνιζε στον ρόλο του μοχθηρού «κακού» που διαπλέκεται με την πολιτική εξουσία, κάνει πειράματα πάνω σε ανυποψίαστους πολίτες, δωροδοκεί για να επιδοτηθούν ή να εγκριθούν τα προϊόντα της κλπ.
*
*
Ακόμα και αν δεχτούμε ότι εν μέσω πανδημίας ο ρόλος των φαρμακευτικών έχει αλλάξει, η λίστα των ζητημάτων που η αριστερά θα μπορούσε να εγείρει είναι μακρά. Ξέρουμε, για παράδειγμα, ότι οι εταιρείες έλαβαν γενναίες κρατικές επιχορηγήσεις για να φτιάξουν εμβόλια τα οποία μετά πούλησαν στις κυβερνήσεις σε τιμές κέρδους, με αποτέλεσμα οι πολίτες να τα πληρώνουν διπλά παρά την ψευδαίσθηση που δημιουργεί η «δωρεάν» διάθεσή τους. Έχουμε επίσης και μεμονωμένα, αλλά εξόχως χαρακτηριστικά, επεισόδια, όπως η απόφαση των Μπουρλά (Pfizer) και Σαχίν (BioNtech) να μειώσουν μονομερώς τον όγκο των προσυμφωνημένων παραδόσεων εμβολίων προς την ΕΕ τον Ιανουάριο του 2021 προκειμένου να εκβιάσουν μεγαλύτερες τιμές. Είναι γνωστό επίσης ότι, ως το παραδοσιακά λιγότερο επικερδές φαρμακευτικό προϊόν, ο ρυθμός παραγωγής και διάθεσης εμβολίων γίνεται από τις εταιρείες πάντα με βάση τα προσδοκώμενα κέρδη τους. Αυτό ισχύει και για τα εμβόλια για τον κορωνοϊό, των οποίων η παρασκευή και διάθεση υπολείπεται σταθερά των αναγκών του παγκόσμιου πληθυσμού, ιδιαίτερα στις μη-δυτικές χώρες, σε έναν προφανή έμμεσο εκβιασμό να συνεχίσουν οι κρατικές ενισχύσεις για την παραγωγή τους.
Παραδόξως για μια δύναμη που θεωρητικά στηρίζει τον ρόλο του κράτους και τα συμφέροντα του δημόσιου τομέα, η αριστερά προτίμησε στο ζήτημα των εμβολίων να κατηγορεί δυτικές κυβερνήσεις επειδή αρνούνται να αναστείλουν τις πατέντες ή απαγορεύουν εξαγωγές προς τον Τρίτο Κόσμο. Αποσιωπάται βεβαίως ότι οι δυτικές κυβερνήσεις διατηρούν τις πατέντες υπό το βάρος ασφυκτικού λόμπινγκ από τις φαρμακευτικές εταιρείες, ή ότι οι εξαγωγές εμβολίων ρυθμίζονται από όρους που έθεσαν οι εταιρείες κατά την διαπραγμάτευση των συμβολαίων με δυτικές κυβερνήσεις ακριβώς για να ελέγχουν την προσφορά και άρα την τιμή των εμβολίων. Όπως και σε άλλα ζητήματα, η σύγχρονη αριστερά προτιμάει το αυτομαστίγωμα της «κακής Δύσης» από την αμφισβήτηση των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Ουσιαστικά έχουμε εδώ την μετάθεση ευθυνών από την αγορά στα κράτη, σε μια πλήρη αναστροφή αυτού που θα περίμενε κανείς από την αριστερά.
Αλλά και σε άλλα ζητήματα η αριστερά εξέπληξε με την στάση της. Θα περίμενε κάποιος ότι η αντίθεση της αριστεράς στον κρατικό αυταρχισμό και την προσβολή των ατομικών δικαιωμάτων θα την οδηγούσε να αντιταχθεί σε μέτρα όπως οι απαγορεύσεις συναθροίσεων, ή τουλάχιστον να διατυπώσει κάποια κριτική για αυτά. Και όμως, σχεδόν σε όλες τις δυτικές δημοκρατίες οι κύριες δυνάμεις της αριστεράς σε όλες τις εκφάνσεις της –σοσιαλδημοκράτες, πράσινοι, σοσιαλφιλελεύθεροι– πρωτοστάτησαν στην στήριξη των περιοριστικών μέτρων. Μοναδικές εξαιρέσεις η αριστερά έκανε για εγκεκριμένους από την ίδια λόγους, όπως οι διαδηλώσεις του Black Lives Matter στις ΗΠΑ ή η συγκέντρωση του Εφετείου στην Ελλάδα, κάνοντας όμως σαφές ότι αυτές ήταν εξαιρετικές περιστάσεις και ότι κατά τα άλλα ο κόσμος έπρεπε να παραμένει εγκλεισμένος και απομονωμένος.
Ακόμα και ο φετιχισμός των ανοιχτών συνόρων έπεσε θύμα του αιτήματος για περιορισμούς, καθώς τα ταξίδια και η μετακίνηση ενοχοποιήθηκαν για τις διάφορες εξάρσεις της πανδημίας. Σε χώρες όπως η Βρετανία, ο «έλεγχος των συνόρων» ανήχθη σε κύριο αίτημα και αντιπολιτευτική κριτική προς την Συντηρητική κυβέρνηση. Στις ΗΠΑ, η κυβέρνηση Μπάιντεν επέβαλε ένα πρωτοφανές καθεστώς απαγόρευσης πτήσεων από το εξωτερικό, περιλαμβανομένης της θεωρητικά «συμμάχου» Ευρώπης. Η αντίφαση με τις κατά τα άλλα φιλομεταναστευτικές θέσεις αυτών των πολιτικών δυνάμεων, αλλά και γενικά αξίες όπως η διαφύλαξη της προσωπικότητας και των ατομικών ελευθεριών, είναι προφανής.
Η υπόθεση Τζόκοβιτς είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της στάσης. Χωρίς να μπαίνουμε στην ουσία της, αυτό που έκανε περισσότερη εντύπωση ήταν η επικρότηση της απόφασης της Αυστραλίας να απελάσει τον Σέρβο τενίστα, κόντρα στους υγειονομικούς κανόνες που η ίδια έθεσε, με την αιτιολογία ότι οι απόψεις του για τα εμβόλια θα διατάρασσαν την κοινωνική γαλήνη. Θα περίμενε κανείς η αριστερά να αντιταχτεί στην απόφαση να απελαθεί ένας άνθρωπος με μοναδική αιτιολογία τα πιστεύω του από την δεξιά κυβέρνηση μιας χώρας που εγκαλείται διεθνώς εδώ και χρόνια για την απάνθρωπη μεταναστευτική της πολιτική. Και όμως, εξ όσων γνωρίζουμε τουλάχιστον, δεν υπήρξε ούτε ένα υπολογίσιμο αριστερό κόμμα ή κίνημα σε κάποια δυτική δημοκρατία που να συντάχτηκε με τον Τζόκοβιτς απέναντι σε αυτήν την δυστοπική απόφαση, αν όχι επειδή συμμερίζεται τις απόψεις του τουλάχιστον για λόγους αρχής.
Η περίπτωση Τζόκοβιτς αποτέλεσε ίσως το μεγαλύτερο σύμβολο της οριστικής πια αναστροφής της θέσης της αριστεράς έναντι της κρατικής εξουσίας σε ζητήματα αξιών και δικαιωμάτων, στα ζητήματα δηλαδή όπου παραδοσιακά διαπνεόταν από αντικρατισμό. Κάπως έτσι, και παραδόξως, αυτές οι θεωρούμενες ως προοδευτικές αξίες βρέθηκαν τελικά να εκφράζονται στα χρόνια της πανδημίας από την ελευθεριακή και νεοφιλελεύθερη δεξιά – στην Μεγάλη Βρετανία για παράδειγμα, ήταν η δεξιά πτέρυγα του Συντηρητικού κόμματος που επέμενε σταθερά στο να μην υπάρχουν έλεγχοι στα σύνορα και τα ταξίδια. Αντίθετα, οι αξίες που η αριστερά κάποτε εξυμνούσε – η ελευθερία μετακίνησης και επιλογής, η αποθέωση του ατόμου και των αναγκών του – παρουσιάζονται πλέον ως ψυχοπαθολογικό εγωισμός και αντικοινωνικότητα. Με δεδομένη την προνομιακή πρόσβαση εκπροσώπων των περισσότερων ρευμάτων της αριστεράς στα κατεστημένα ΜΜΕ των περισσότερων δυτικών κρατών, γίνεται εύκολα κατανοητό πώς ο πάλαι ποτέ αξιακός αντικρατισμός της έχει μετατραπεί σε όργανο νομιμοποίησης μιας συνεχώς επεκτεινόμενης κρατικής εξουσίας στην βάση της πίστης στην «επιστήμη» και μιας υγειονομιστικής αντίληψης περί «προστασίας της ζωής».
Οφείλουμε να παραδεχτούμε φυσικά ότι η πανδημία δεν άφησε ούτε την δεξιά αλώβητη. Αν για την αριστερά ήταν ο αξιακός αντικρατισμός της που παραμερίστηκε, για την δεξιά ήταν ο δικός της οικονομικός αντικρατισμός που τέθηκε στο περιθώριο. Δεξιές κυβερνήσεις πρωτοστάτησαν στην υιοθέτηση κρατικών ενισχύσεων πρωτοφανούς μεγέθους κατά την διάρκεια των λοκντάουν, επιβάλλοντας ουσιαστικά την εθνικοποίηση των οικονομιών τους. Η κυβέρνηση Τραμπ μοίρασε το 2020 σχεδόν 2 τρισεκατομμύρια δολλάρια, το διπλάσιο ποσό του πολυδιαφημισμένου πακέτου Μπάιντεν του 2021. Στην Βρετανία, η κυβέρνηση Τζόνσον για μήνες πλήρωνε τους μισθούς των απολυμένων του λοκντάουν.
Παρά τον ηθικό πανικό του διεθνούς τύπου περί «λαϊκιστών που αγνοούν την επιστήμη» στις πρώτες μέρες της πανδημίας, τελικά ακόμα οι πιο λαϊκιστές δεξιοί επέβαλαν λοκντάουν, προς απογοήτευση πολλών οπαδών τους. Στην ΕΕ, οι παρουσιαζόμενες ως ακροδεξιές κυβερνήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας επέβαλαν μερικά από τα πιο αυστηρά λοκντάουν στην αρχή της κρίσης και επιμένουν και σήμερα στην εφαρμογή περιορισμών, συχνά ενάντια στην κοινή γνώμη των χωρών τους. Και φυσικά, παρά τα διάφορα στερεότυπα περί «αντιεμβολιαστών» λαϊκιστών, οι Τραμπ και Τζόνσον πρωτοστάτησαν στην δημιουργία των πιο επιτυχημένων εμβολιαστικών προγραμμάτων στον δυτικό κόσμο χάρη στα οποία οι χώρες τους απέκτησαν αποκλειστική πρόσβαση γρηγορότερα από «καλούς» φιλελεύθερους ανταγωνιστές τους όπως η ΕΕ και ο Καναδάς.
Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι, ενώ στα χρόνια της πανδημίας παρατηρήθηκε σχεδόν παντού μια αναστροφή των ρόλων της αριστεράς και της δεξιάς με κοινό χαρακτηριστικό όμως την υιοθέτηση και από τις δυο του υγειονομιστικού consensus, είναι η αριστερά αυτή που έχει αυτοακυρωθεί πλήρως για χάρη της στήριξης κρατικών επιλογών. Αν η μεγάλη πλειοψηφία και των δεξιών δυνάμεων, ακόμα και στις λαϊκιστικές εκδοχές τους, ακολούθησε την ίδια ορθοδοξία, τα ελάχιστα παραδείγματα αμφισβήτησης στην πράξη προήλθαν από την δεξιά. Η αριστερά δεν έχει να εμφανίσει πουθενά πολιτικούς όπως ο κυβερνήτης της Φλώριδας Ρον ΝτεΣάντις ή η πρόεδρος της επαρχίας της Μαδρίτης Ιζαμπέλ Ντίαζ Αγιούσο, των οποίων η αντίσταση στα λοκντάουν, παρά τις μανιασμένες επιθέσεις των εθνικών κυβερνήσεων και του τύπου, τούς κατέστησε εξαιρετικά δημοφιλείς μεταξύ μεσαίων και φτωχότερων στρωμάτων, αυτών δηλαδή που υπέστησαν περισσότερο τις συνέπειες των εγκλεισμών. Παραδόξως, μεταξύ των δυο αντικρατισμών, του οικονομιστικού της δεξιάς και του αξιακού της αριστεράς, ήταν ο πρώτος που αποδείχτηκε περισσότερο σύμφωνος με αιτήματα υλικής δικαιοσύνης στην περίοδο της πανδημίας.
Πώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε αυτές τις αντιφάσεις, ιδιαίτερα από την σκοπιά της αριστεράς; Μπορούμε να ξεκινήσουμε από το βασικό αξίωμα που διέπει την σκέψη της αριστεράς, το οποίο είναι ο αναλυτικός διαχωρισμός μεταξύ κράτους και αγοράς, πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Το ότι αυτοί οι δυο πόλοι είναι διαχωρισμένοι δεν σημαίνει ότι η αριστερά τους βλέπει ως ασύνδετους. Τα πρώτα ριζοσπαστικά κινήματα στην Ευρώπη του 19ου αιώνα για παράδειγμα επικεντρώνονταν σε πολιτικά αιτήματα όπως ο εκδημοκρατισμός αριστοκρατικών καθεστώτων. Αλλά και μετριοπαθή ρεύματα, όπως η σοσιαλδημοκρατία, επεδίωκαν την κατάληψη ή επηρεασμό της πολιτικής εξουσίας ως προϋπόθεση οικονομικής μεταρρύθμισης.
Επομένως, και ο περίφημος «κρατισμός» της αριστεράς είχε έναν αντικρατικό πυρήνα, με την έννοια της αντίθεσης στην κρατική εξουσία που αναπαρήγαγε στο πολιτικό πεδίο τις σχέσεις κυριαρχίας στο οικονομικό. Ακόμα όμως και όταν επιζητούσε να ελέγξει την πολιτική για να αλλάξει την οικονομία, η αριστερά εκκινούσε από την παραδοχή της αυθυπαρξίας της δεύτερης. Όχι μόνο αυτό, αλλά ιστορικά η οικονομική ισχύς θεωρείτο ότι καθόριζε σε μεγάλο βαθμό την πολιτική, μια παραδοχή που από το μαρξιστικό κάλεσμα για ανατροπή αυτής της σχέσης κατέληξε στην πλήρη παραφθορά της στην σοσιαλδημοκρατία του Τρίτου Δρόμου, όπου η κυριαρχία της οικονομίας έναντι της πολιτικής θεωρήθηκε ότι δεν μπορεί να παρά να υπαγορεύει την πλήρη υποταγή της κρατικής εξουσίας στις ανάγκες της αγοράς.
Το ιδεολόγημα της αυθυπαρξίας και προτεραιότητας της οικονομίας έναντι της πολιτικής όμως κατέρρευσε με την κρίση του 2008. Η ουσιαστική εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος του δυτικού κόσμου με τα bail out και η συντήρησή του έκτοτε μέσω της συντονισμένης πολιτικής μηδενικών επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών έχει αναδείξει την σαθρότητα του χρηματιστηριακού καπιταλισμού, ο οποίος δεν μπορεί να διατηρηθεί εν ζωή ούτε για μια μέρα αν εκλείψει η κρατική στήριξη. Σταδιακά, αριστερές ιδέες κέρδισαν έδαφος, τόσο στις αποφάσεις κυβερνήσεων (βλ. επεκτατική δημοσιονομική πολιτική στις ΗΠΑ) όσο και στην σκέψη των σημαντικότερων εκφραστών του νεοφιλελευθερισμού, ακόμα και κροίσων τύπου Ουώρεν Μπάφετ. Μεγαλύτερη φορολογία των πλούσιων, αυστηρότερη ρύθμιση των αγορών, δημόσιες επενδύσεις, ιδέες που την δεκαετία του ’90 είχαν βρεθεί στο περιθώριο έγιναν ξανά της μόδας, ακριβώς γιατί είχε γίνει κατανοητό ότι χωρίς κρατική παρέμβαση το οικονομικό σύστημα είχε τον σοβαρό κίνδυνο κατάρρευσης. Κάπως έτσι, οι εναπομείναντες απολογητές του νεοφιλελευθερισμού σαν το Tea Party, που δεν διακήρυτταν τίποτα άλλο παρά την προ του 2008 επίσημη ιδεολογία, άρχισαν να εμφανίζονται πια ως γραφικοί, ακραίοι και επικίνδυνοι.
Το σημαντικό για την αριστερά είναι όμως ότι ο προσεταιρισμός των ιδεών της από το νεοφιλελεύθερο κατεστημένο δεν έγινε με σκοπό την ανατροπή των συσχετισμών μεταξύ οικονομικής και πολιτικής εξουσίας προς όφελος της δεύτερης, όπως αυτή ιστορικά επιζητούσε. Αντίθετα, η αναβίωση παρεμβατικών οικονομικών πολιτικών αντανακλούσε την προϊούσα ώσμωση πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, όπου η κρίση αποτέλεσε αφορμή για την δεύτερη να ζητήσει προστασία και την πρώτη να ανακτήσει κάποιες από τις εξουσίες της. Σε αυτήν την νέα σχέση, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η πολιτική εξουσία έχει το πάνω χέρι, ή αν όντως το έχει, προς όφελος ποιού το χρησιμοποιεί.
Η παγίδα στην οποία είχε πέσει η αριστερά με την υφαρπαγή του οικονομικού κρατισμού από άλλες δυνάμεις έγινε εμφανής στο κύμα του δεξιού λαϊκισμού στα μέσα της δεκαετίας του 2010. Παρά την επιμονή των περισσότερων αναλυτών στις αντιμεταναστευτικές, εθνικιστικές και αυταρχικές θέσεις των δεξιών λαϊκιστών, οι νίκες τους δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές χωρίς να λάβει κάποιος υπόψη πόσο διέφεραν από την νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία. Από τον εμπορικό προστατευτισμό του Τραμπ και τις υποσχέσεις των οπαδών του Brexit στην Βρετανία για αναδιανομή προς όφελος της μεταβιομηχανικής εργατικής τάξης, στα εκτεταμένα προγράμματα πρόνοιας και την φορολόγηση των ξένων τραπεζών στην Πολωνία και την Ουγγαρία από τις εκεί εθνικιστικές κυβερνήσεις, το αδιέξοδο της αριστεράς ήταν προφανές: η χρήση της κρατικής εξουσίας επί της οικονομίας είχε πλέον απενοχοποιηθεί, όχι από αυτήν όμως και όχι για σκοπούς που η ίδια ενέκρινε.
Η δεκαετία του προσεταιρισμού του οικονομικού κρατισμού της αριστεράς από την πολιτική εξουσία συνέπεσε με μια άλλη εξέλιξη: την επικράτηση των προοδευτικών ιδεών της αριστεράς σε ταυτοτικά και αξιακά ζητήματα. Αυτό έχει γίνει σαφές πια όχι μόνο σε χώρους όπως τα ΜΜΕ και τα πανεπιστήμια, αλλά ακόμα και στα ανώτερα στρώματα της οικονομικής εξουσίας. Το λεξιλόγιο των νέων προοδευτικών κινημάτων έχει εισχωρήσει και στους εταιρικούς κολοσσούς της εποχής μας, ιδιαίτερα τις εταιρείες νέας τεχνολογίας που επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την διανόηση και την καλλιτεχνική παραγωγή. Η νέα γενιά μεγιστάνων πρεσβεύει πια ένα καινούριο μεταμοντέρνο ύφος, όπου το κυνήγι του κέρδους συνδυάζεται και αναβαπτίζεται μέσα σε νέα αξιακά, μη-υλικά, ακαθόριστα αιτούμενα όπως η «αλλαγή», η «καλοσύνη» και η «συμπεριληπτικότητα». Αυτές οι ιδέες τίθενται ενθουσιωδώς σε εφαρμογή από μια νέα τάξη υπερφιλόδοξων επαγγελματιών του «μη-κυβερνητικού τομέα» και των παχυλά χρηματοδοτούμενων ιδρυμάτων που προβάλλουν κάθε είδους πρωτοπορία.
*
*
Η ειρωνεία εδώ βέβαια για την αριστερά είναι ότι, ενώ ο οικονομικός κρατισμός που παραδοσιακά στήριζε έχει υιοθετηθεί από το νέο σύμπλεγμα κρατικής και οικονομικής εξουσίας, η πλήρης επιβολή των αξιακών ιδεών της τής στερεί την τελευταία δυνατότητα να εμφανίζεται ως δύναμη αμφισβήτησης της εξουσίας. Και οι δυο αυτές τάσεις της τελευταίας δεκαετίας συγκλίνουν στο ίδιο αποτέλεσμα: στην μετατροπή της αριστεράς σε οργανικό μέρος της εξουσίας. Ο οικονομικός κρατισμός πλέον είναι ευπρόσδεκτος από τον καπιταλισμό γιατί διατηρεί ζωντανό ένα υπερχρεωμένο σύστημα. Οι νέες ιδέες χειραφέτησης από την άλλη χρησιμεύουν στο να δίνουν μια επίφαση προόδου σε ένα σύστημα που δεν έπαψε ποτέ να συντηρεί τεράστιες οικονομικές ανισότητες και να δημιουργεί καινούριες.
Βλέπουμε επομένως ότι η σιωπή της αριστεράς μπροστά στις κυρίαρχες πολιτικές των τελευταίων ετών, που θεωρητικά θα έπρεπε να αντιπαλεύεται σφόδρα, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά προέκταση της απορρόφησης των κάποτε ριζοσπαστικών ιδεών της από την κρατική εξουσία και το νέο σύμπλεγμα πολιτικής, οικονομικής και ιδεολογικής ισχύος που αυτή εκφράζει. Η πολιτική διαχείριση της πανδημίας δεν ήταν μια ιδεολογικά ουδέτερη εφαρμογή των οδηγιών της επιστήμης. Αντίθετα, η «επιστήμη» ήταν το σημείο συνάντησης μιας πολιτικής εξουσίας που, μετά από μια τριακονταετία υποχώρησης έναντι του νεοφιλελευθερισμού και της αγοράς, αναζητά νέες εξουσίες, με μια καπιταλιστική τάξη που βλέπει τα συμφέροντά της να εξυπηρετούνται (προς το παρόν) από τον κρατικό ακτιβισμό, και μια ιδεολογική πρωτοπορία που προσφέρει την προοδευτική επικάλυψη στον νέο διακανονισμό με αντάλλαγμα την επιβολή των ιδεών της στο κράτος, τα πανεπιστήμια και τις κοινωνικές υπηρεσίες.
Από αυτήν την άποψη, η πανδημία έδωσε την ευκαιρία για την υλοποίηση μιας από τα πάνω αντεπανάστασης απέναντι στον λαϊκισμό της προηγούμενης δεκαετίας. Καθώς βασικό επίδικο αυτής της διαπάλης ήταν ο ιδεολογικός χαρακτήρας του νέου πολιτικο-οικονομικού συμπλέγματος εξουσίας –αν θα ενδυόταν δηλαδή έναν αντιδραστικό, εθνικιστικό μανδύα (όπως γίνεται στην Ουγγαρία και την Πολωνία) ή έναν προοδευτικό– η επιλογή της αριστεράς στις υπόλοιπες δυτικές χώρες ήταν σε τελική ανάλυση προφανής. Έτσι, τα λοκντάουν και η ύφεση που επέφεραν παρουσιάστηκαν ως «ευκαιρία» για την αύξηση των κρατικών δαπανών, χωρίς να εξετάζονται οι δομικές συνέπειες ενός μέτρου που ωφέλησε πολυεθνικούς κολοσσούς σε βάρος μικρών επιχειρήσεων, δημιούργησε ένα νέο προλεταριάτο της επισφαλούς εργασίας και της οικονομίας διανομών κατ’ οίκον, και έγινε ο καταλύτης για μια τεράστια αναδιανομή πόρων από τα κάτω προς τα πάνω (που θα συνεχιστεί την επόμενη περίοδο με όχημα τον πληθωρισμό και την κρίση των τιμών ενέργειας). Αυτή η ραγδαία μεταφορά ισχύος νομιμοποιείται από τις νέες ιδέες των ταυτοτήτων και της αυτοαναφορικής ατομικότητας, που συμπίπτουν ιδιαίτερα με τα συμφέροντα των εταιρειών της ψηφιακής τεχνολογίας στην οποία όλοι μας εθιστήκαμε ακόμα περισσότερο στην διάρκεια της πανδημίας. Η πολιτική και γραφειοκρατική τάξη από την άλλη έχει βρει την νέα της αποστολή στην διαχείριση των τεράστιων πόρων που θα διατεθούν για τις ποικιλώνυμες «μεταβάσεις» και «ανακάμψεις», από τις οποίες είναι εξαιρετικά αμφίβολο πόσοι θα ωφεληθούν πραγματικά.
Βλέπουμε επομένως ότι ο συνδυασμός οικονομικού κρατισμού και αξιακού ριζοσπαστισμού, που μέχρι την δεκαετία του ’60 αποτελούσε ένα πραγματικό αίτημα χειραφέτησης, έχει μετατραπεί πια σήμερα σε επίσημη ιδεολογία. Η στιγμή της πλήρους επικράτησης των ιδεών της αριστεράς είναι και αυτή της οριστικής αυτοκατάργησής της. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, καθώς η ώσμωση της πολιτικής με την οικονομική εξουσία αναιρεί τον ρόλο των ιδεολογιών που βασίζουν την σκέψη τους στον αναλυτικό διαχωρισμό των δυο (το ίδιο παρεμπιπτόντως ισχύει και για τον νεοφιλελευθερισμό της δεξιάς). Ίσως ο διαχωρισμός κράτους και αγοράς στην σύγχρονη καπιταλιστική εποχή, που πρέσβευε ο φιλελευθερισμός και επιζητούσε να ανατρέψει ο σοσιαλισμός, ήταν πάντα μια αυταπάτη. Εν πάση περιπτώσει, επιστρέφουμε στην εποχή προτού αυτός ο διαχωρισμός επιβληθεί ως ιδέα (αν όχι πάντα ως πρακτική), σε κάτι που μοιάζει πιο πολύ στην προβιομηχανική πρώιμη νεωτερικότητα, όταν πολιτική, οικονομική και ιδεολογική ισχύς ήταν ταυτόσημες και αλληλοαναπαράγονταν στα «πεφωτισμένα» αυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι πρόδηλο ότι οποιαδήποτε ιδεολογία που έχει μια «οριζόντια» οπτική της πολιτικής διαπάλης και επιζητεί κάποια συγκεκριμένη ισορροπία μεταξύ κράτους και αγοράς δεν έχει νόημα ύπαρξης. Το πραγματικό αιτούμενο της νέας εποχής θα είναι η σύμπηξη ενός μετώπου συνολικής αμφισβήτησης του πλέγματος εξουσίας, σε μια διαπάλη μεταξύ του «πάνω» και του «κάτω», των μεγάλων με τους μικρούς, του διεθνοποιημένου, του εικονικού και του ψηφιακού με το ριζωμένο, το απτό και το υλικό. Έχοντας πρόθυμα προσφέρει τα ιδεολογικά εργαλεία για την διευκόλυνση και νομιμοποίηση της από κοινού αναπαραγωγής της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας στις διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων 15 ετών, είναι σαφές σε ποιο στρατόπεδο έχει ήδη επιλέξει να ανήκει η αριστερά.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΡΥΣΟΓΕΛΟΣ
*
*