
*
Μετάφραση Μαρία Φραγκούλη
*
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Θάλαμος των προλεγόμενων: Arbeit macht frei
I
Το σώμα ξαναβγαίνει στην επιφάνεια
ενώ χειρίζονται τις πληγές.
Οι μουσούδες δένονται με λαβίδες,
τα μάτια μ’ εγκαύματα από το αλάτι, ανοιχτά.
Και βλέπουν τα στόματα των λεόντων
αναποδογυρισμένα στη γη.
II
Άκουγαν τον μυελό να ταλαντεύεται
να ουρλιάζει από χαμηλά,
να υποχωρεί.
Οι γαλαξίες στέκονταν γυμνοί πάνω από ξύλινες μορφές
στερεωμένες στο στόμα από κελύφη που έσπαζαν έρποντας.
Καθετί ήταν εν αναμονή του αίματος.
IX
Το αιώνιο επιστρέφει μες στο νερό που τα κοιτάει να πέφτουν στο κατώφλι.
Σώματα παρασυρμένα στον αφανισμό, διαλύονται σαν χαρτί
ούτε ατμόσφαιρα ούτε ουρανός τα περιβάλλει. Δεν υπάρχει μέρα ή νύχτα,
μόχθος ή ανάπαυση. Δεν υπάρχει οίκτος στο σύμπαν.
Καμιά λύτρωση παρά μόνο από το τίποτα.
X
Δεν θα υπάρχει πια φως πάνω στους τοίχους, μόνο το μαύρο που θα καταρρεύσει˙
σώματα που αντιστέκονται στη φρίκη, στη δίνη του πολέμου.Ίλες καταβροχθίζουν την ατέλειωτη νύχτα που συγχέει τα πάντα.
XIV (Μένγκελε)
Σε κάθε σημείο που ράβει το σφυρί
κομμάτι κομμάτι η σάρκα συστρέφεται˙
ένας στροφέας για να μπλοκάρει τη μέση φλέβα του πήχεως
μια τεντωμένη παλάμη για να τιθασεύσει
τα σημάδια της φωτιάς.
Είναι αυτή η προδιάθεση στο όνειρο,
η ανάγκη ενός ατομικού συμφύρματος
που το καλεί και το υπερβαίνει
από το σημείο προέλευσης του απολιθώματος
ως το καθολικό τείχος του είδους.
ΧΙΧ
Ακούγονται ακόμη αλυχτήματα σκυλιών, ποτήρια που υψώνονται σε προπόσεις
ώσπου να σχιστούν τα πανωφόρια.
Λαχανιασμένα στόματα, ένας κάδος με πεντακάθαρο
νερό αναποδογυρίζει, το μαχαίρι ετοιμάζεται να χτυπήσει αλύπητα στο λίπος˙
και τα χέρια χειροκροτούν μες στην εξαντλημένη, γυμνή, πανέμορφη νύχτα.
ΧΧΧΙΙ
Υγρή και σάπια η νύχτα
τους ψάχνει, τους ανυψώνει στους πυλώνες.
Δεν υπάρχει άλλη αγάπη σ’ αυτό το μέρος που να δαγκώνει το τέλος της σελίδας.
Γράφω τα ονόματα των τεράτων πλάι σ’ εκείνα των αγίων.
Γράφω ότι τα πράγματα αναλώνονται˙ ότι το χιόνι είναι τα πάντα
και ότι η νύχτα πέρασε ανάμεσα στις βελανιδιές της.
Γράφω ότι ανοίγω τα μάτια. Ψάχνω κλαδιά και τα σπάω στο έδαφος.
Τέλος του θανάτου.
*
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο καλύτερος κόσμος
Ακτινοθεραπεία
Δεν ήταν το περήφανο σώμα ξαπλωμένο στο βάθος του κρεβατιού
το στόμα, ανοιχτό ως τη ρίζα,
που παρακαλούσε για ένα οστό, μια ουλή
μεγάλη όσο θες, αρκετά όμως
μ’ αυτόν τον ήλιο μες στα οστά,
με την ταμοξιφαίνη που φτάνει ορμητικά στις φλέβες.
Όχι πως η θέα του βασάνου μου θα προκαλέσει την αδιόρατη απόλαυση
του ξυσίματος στο ξύλο, μα κοίτα στο βάθος της σάρκας,
τις σκληρές μάζες στις διασταυρώσεις του λαιμού που με αγριότητα
κομματιάζουν τις θαυμάσιες αναμνήσεις.
Θα περάσω το αναισθητικό στις τομές –έλεγες–
και ο χρόνος θα κλείσει αυτόν τον ουρανό από φλέβες,
από ορθάνοιχτα στόματα, ρωγμές. Όμως
ο θόρυβος του ξυπνητηριού είναι ένας στρόβιλος
που γεμίζει τις γωνιές του εγκεφάλου – βλέπεις;
Η μέρα είναι πάντα κούφια στο εσωτερικό της
σαν να ήμασταν απλώς αυτός ο θόρυβος από σωλήνες
στερεωμένους στο ίζημα, ενώ οι βελόνες, τα ηρεμιστικά,
μια αρχή συσσώρευσης, μετάληψης,
ελεύθερης υποδοχής.
Γιατί είμαστε αυτός ο κίνδυνος, γλυκέ μου
σφήκες που χώθηκαν ανάμεσα σε λαμαρίνες.
Είμαστε το σκοτάδι όταν σβήνει.
*
Λάμπουν σαν σωρός από κομήτες.
Μόλις αγκαλιάζονται,
πέφτουν, θραύονται οι λόφοι.
Έβγαιναν κόβοντας
νερό, σάπιο ξύλο.
Έβγαιναν ήδη νεκροί.
*
Θα επιστρέψουν τα μάτια
και θα είναι ψαλίδια
αυτό θα βρεις στα υπολείμματα.
Πρέπει όμως να συνεχίσεις να κοιτάς
αυτές τις σκοτωμένες αναπνοές.
Πρέπει να ψάξεις ό,τι απέμεινε ανοιχτό,
όχι τα κατάλοιπα της σάρκας στο σύμπαν,
αλλά χοάνες, πυρσούς μέσα,
σφήνες για το αίμα που έπηξε πάνω στους ζωντανούς.
*
ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
Εγώ είμαι η αγάπη
I
Παρόλα τα χρόνια που πέρασε
στο σφαγείο του χωριού
να χτυπάει τις ουρές
επίσης να σχίζει τα πόδια
από το περίβλημα για να μουλιάζει
τον χόνδρο στις λεκάνες
δεν καταλάβαινε εκείνον τον μυελό
ιδρώτα, βούτυρου που έπεφτε από τα σκέλια.
Δεν άκουγε τις ραφές που τινάζονταν μες στη φασαρία.
Τη σάρκα, ένα σώμα που μεγάλωνε.
*
*
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ
Καταστροφή και άνοδος της Λίλιθ
Ήταν το μεγάλο καλοκαίρι που μας παρέσυρε όλους.
Είναι η γυναίκα, η πέτρα, που κατασπαράζει τον εαυτό της.
Ζητάει: «Κατάστρεψέ με, κάνε με αγία σαν καλοκαιρινό πρωί».
Κι ενώ μιλά, αποσυντίθεται.
Γδέρνει τον κισσό από τις λεωφόρους.
Βγάζει τη σάρκα από μέσα της.
Καρδιά και χέρια είναι αίμα.
Τα στήθη, η κοιλιά, το μαύρο χυμένο στη γη.
*
Τρίζει η σάρκα της. Μέσα από μια τομή διακρίνονται τα κενά
της σπονδυλικής στήλης. Μετά η ανοιχτή πλάτη, εκριζωμένη, χτυπημένη από την καταιγίδα.
Κι αυτή, παρασυρμένη από την ελπίδα, λέει: «Πίστεψε σε τούτη τη μοναξιά.
Στη νύχτα ενώ ράβει την καταστροφή. Στην παιδική ηλικία.
Πίστεψε σε ό,τι αποσπάστηκε τόσο βίαια, σε ό,τι ποδοπατήθηκε,
απορρίφθηκε τόσο βαθιά που έμεινε μόνο
το περίβλημα.
Πίστεψε στο σκοτάδι που προηγείται, σε ό,τι μπαίνει στην κοιλιά και σε ξεσχίζει.
Πίστεψε στην ομορφιά».
*
Πολύ μεγάλη πια η τρύπα για να μη βρίσκει το ξύλο της.
Πολλοί χτύποι από τσάπες, αξίνες, πολλή γη σπαραγμένη.
Η σιωπή που αναρριχάται γύρω της κάνει
αστείρευτη την ομορφιά της.
Ο άνεμος που κάνει το ψύχος να τρέμει.
Τα χείλη που είναι σάρκα ανάμεσα στα κλαδευτήρια της γης.
*
Ένας άγνωστος ακουμπισμένος στον τοίχο ενός σπιτιού.
Μια εσάρπα κατεστραμμένη πάνω στα κάγκελα που την περιφράζουν.
Μια μισόκλειστη πόρτα.
Αυτά είναι τα σημάδια σου; Αυτά τα μαλλιά σου από στάχτη, Λίλιθ;
Ή μήπως είναι το νερό που ακούω, η υπερχείλιση του νερού, η ορμητικότητα του νερού που ξεριζώνει τοίχους, αναποδογυρίζει κορμούς, βυθίζει στο νερό το απάνθρωπο που κατοικεί μέσα μας;
Ή πάλι είναι μόνο μια στιγμή, μια επιθυμία που ορμάει στη φωνή σου, το μαύρο του φλοιού, η φωτιά που καίει σπάζοντας το βάθος της νεκρής νύχτας μας;
*
Θα είναι οι πιο σκοτεινές νύχτες, εκείνο το ροζ φόρεμά σου τη μέρα που μας έδειξες τη νυχτερινή πτήση των πουλιών, όλο το μυστήριο της στάχτης και της φωνής που δεν ακουγόταν, πίσω, στα όνειρα. «Αμολήστε τα όλα –έλεγες– κάψτε και τη γη. Δεν θα είναι τίποτα πια για σας τα λόγια. Τίποτα πια τα παιδιά σας».
Κι ήσουν ένα πράγμα με το θραύσμα.
*
Ονειρεύτηκα αυτό, Λίλιθ:
ότι προχωρούσες μες στο τσιμέντο
σ’ έναν δρόμο ρυπαρό, έρημο.
Κάθε τόσο, από τις άκρες με στοίβες σπασμένα γυαλιά, ανοιχτά βιβλία που ο άνεμος χτυπούσε, κατέστρεφε, άγνωστα μικρά μάτια σε κοιτούσαν καχύποπτα.
Δεν θυμάμαι το σώμα σου, ούτε το χρώμα του ρούχου σου˙ μόνο ότι έπεφτες. Ότι συνέχιζες να πέφτεις. Καθώς ξανασηκωνόσουν, κοιτούσες τα μελανά χέρια, το διαλυμένο δέρμα, καταξεσκισμένο, που άρχιζε να αιμορραγεί.
Είπες ότι ο θόρυβος που άκουγες, εκείνος ο απόμερος τόπος του πόνου, ήταν το αιώνιο που δεν επιτρέπει ποτέ να συγχωρούμε, να προσφερθούμε στον κόσμο, που από ζήλια αφαιρεί τα ημιτελή λόγια από το στόμα μας, τα λόγια που επιθυμούν. Εξαναγκάζοντάς τα. Χορταίνοντάς τα.
Αφού σήκωσες το πρόσωπο στον ουρανό, άρχισες να χάνεσαι.
Δεν θυμάμαι αν έβρεχε. Αν ήταν ο Παράδεισος ή απλώς μια μεγάλη άδεια τρύπα όπου η θάλασσα ουρλιάζοντας διαμορφώνει τον βράχο.
Θυμάμαι όμως ότι ξύπνησα κι εσύ, που κοιμάσαι πλάι μου, ήσουν εκεί, όρθια στο σκοτάδι, κλαίγοντας.
*
Ένας κήπος όπου ο άνεμος καταβροχθίζει το χορτάρι, όπου ο τοίχος της περίφραξης έχει ραγίσει, έχει παραβιαστεί από τις ρωγμές, όπου μια ανοιχτή καγκελόπορτα κάτω από μεγάλα δέντρα ορμάει στο φως που τη διαλύει.
Είναι εκεί που συμβαίνει. Κάτι σαν τις σκιές, σαν φωνή που ξαναζωντανεύει˙ και πάλι τα μαλλιά σου, Λίλιθ. Πάλι η γη που σκάβει, αιμορραγώντας, με το πρόσωπο κομματιασμένο για να σε γυρέψει, να σε γυρέψει με σπασμένες συλλαβές˙ όπως αυτά τα χαλίκια που είναι ακόμη η σπονδυλική στήλη σου, αυτά τα χρώματα, αυτός ο δρόμος όπου δεν ακούγονται πια βήματα.
«Αυτός είναι ο κομμένος σκελετός.
Αυτή είναι η γλώσσα μου που μπαίνει μέσα σου, που σ’ εξευτελίζει ως τα μύχια.
Φτιάξε έναν στίχο σαν κατάλοιπο πυρκαγιάς».
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Το Πρώτο Μέρος (Θάλαμος των προλεγόμενων: Arbeit macht frei) εκκινεί από τα γεγονότα που συνέβησαν στα ναζιστικά στρατόπεδα όπου οι κρατούμενοι χρησιμοποιούνταν ως πειραματόζωα για ιατρικά πειράματα. Στο Μπούχενβαλντ, ο Χανς Άισελ διηύθυνε πειράματα ζωοτομίας, ο Μπρούνο Βέμπερ εκτελούσε μεταγγίσεις ανάμεσα σε φυλακισμένους διαφορετικής ομάδας αίματος για να μελετήσει τις θανατηφόρες επιδράσεις τους, ο Χανς Βίλχελμ Κένινγκ υπέβαλλε υγιείς και ανάπηρες γυναίκες σε επαναλαμβανόμενα ηλεκτροσόκ υψηλής τάσης. Ο Καρλ Γκέμπχαρντ έκοβε μέρη από μύες, νεύρα και οστά και μελετούσε την αναπαραγωγική διαδικασία.
Πραγματοποιήθηκαν διασταυρούμενες μεταμοσχεύσεις οστού ανάμεσα σε αδελφές για να εξακριβωθεί η αναπαραγωγή ανάμεσα σε ομοαίματους. Η Luftwaffe (Πολεμική Αεροπορία) και η Deutsche Versuchsanstalt für Luftfahrt (Γερμανικό Κέντρο Αεροδυναμικών Ερευνών) ανέθεσαν μια σειρά πειραμάτων με σκοπό να εξακριβωθεί η αντοχή των πιλότων στα μεγάλα υψόμετρα, στο κρυοπάγημα σε περίπτωση που έπρεπε να πέσουν με αλεξίπτωτο στη θάλασσα, καθώς και στην ποσιμότητα του θαλασσινού νερού. Για να εξακριβωθεί η ανθρώπινη αντοχή στην αραίωση του οξυγόνου σε μεγάλο υψόμετρο, μεταφέρθηκε ένας θάλαμος αποσυμπίεσης στο Νταχάου, όπου υπολογίστηκαν οι αντιδράσεις από υψόμετρο 12.000 ως 32.000 μέτρων και ο χρόνος θανάτου.
Πάντα στο Νταχάου, κατασκευάστηκε μια λεκάνη βάθους δύο μέτρων για να εξακριβωθεί ο χρόνος που απαιτούνταν για τον θάνατο από κρυοπάγημα. Έντυναν τους φυλακισμένους με διάφορους τύπους στολών, υπολογίζοντας τη θερμοκρασία και τον χρόνο που χρειάστηκε για να πεθάνουν.
Ο Γιόζεφ Μένγκελε ασχολήθηκε με την έρευνα στα μάτια (όπως την ετεροχρωμία και τη δυνατότητα να μεταβάλλεται το χρώμα της ίριδας με έγχυση χημικών ουσιών) και με γενετικά πειράματα σε δίδυμους.
ΜΙΚΕΛΕ ΜΟΝΤΟΡΦΑΝΟ
~.~
ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΣΗ : Riccardo Gemma
(1ο σχέδιο)
N. N. – Nacht und Nebel (Night and Fog), 2019
(2ο σχέδιο)
Internal anatomy, 2019