*
τοῦ ΓΙΩΡΓΟΥ ΑΡΑΓΗ
Τυχαίνει κάποτε, διαβάζοντας ἕνα λογοτεχνικό ἔργο, συχνά ποιητικό, νά πέφτουμε πάνω σ᾿ ἕνα σημεῖο πού μᾶς κόβει τή φόρα. Ἕνα σημεῖο πού μᾶς αἰφνιδιάζει ἔτσι πού νά μοιάζει σάν ἕνα ἐσωτερικό σκούντημα, ἄλλοτε σιγανό κι ἄλλοτε ὄχι τόσο σιγανό. Κι ὄχι σπάνια νά μᾶς κάνει ἄνω κάτω καί κάποτε νά βλέπουμε τόν οὐρανό σφοντύλι. Γιατί αὐτό; Ἴσως γιατί πρόκειται γιά κάτι τό διαφορετικό, κάτι τό ἄγνωστο, τό ἀσυνήθιστο, τό ἀπρόσμενο, τό ξένο. Ἴσως ἀκόμα περισσότερο, ἀκόμα παραπέρα, ἕνα σκαλί ψηλότερο, ἕνα σκαλί παραπάνω ἀπό τό δικό μας ἐπίπεδο. Ἐπίπεδο αὐτογνωστικό πού ἔρχεται στήν ἐπιφάνεια τήν ὥρα τῆς ἀνάγνωσης, ἀλλά καί ἔκτοτε. Μιά στιγμή πάντως ὀντολογικοῦ γίγνεσθαι, κορυφαία γιά τήν ἐξέλιξη τοῦ καθένα μας. Χωρίς ὡστόσο νά ἔχουμε τή δυνατότητα νά τήν προκαλέσουμε θεληματικά. Χωρίς νά εἴμαστε κάν ὑποψιασμένοι γιά κάποιον ἐνδεχόμενο ἐρχομό της. Μιά καί ἡ πραγμάτωσή της δέν ἔχει τίποτα τό προειδοποιητικό καί τό θορυβῶδες. Μᾶλλον εἶναι ἀλαφροπερπάτητη καί προκαλεῖ ἐκστατική ἔνταση, κατά τρόπο πού θά λέγαμε πώς τήν πραγματώνουμε μές στή σιγή μέ κομμένη τήν ἀνάσα ἤ κάπως ἔτσι. Εἶναι, νομίζω, ἀχώριστο, κατά τήν ἑκάστοτε ἀναγνωστική πραγμάτωση μιᾶς τέτοιας στιγμῆς, τό αἴσθημα τῆς ἔκστασης. Ὅτι δηλαδή γιά λίγο νιώθουμε χαμένοι, ἔξω ἀπό τά νερά μας. Ἔξω ἀπό τό συνηθισμένο περιβάλλον καί ἀπό τόν ἑαυτό μας. Ἄν κάποιος παράγοντας τήν εὐνοεῖ αὐτός, καθώς πιστεύω, εἶναι ἡ ἔφεση πρός τήν ἐλευθερία. Τό νά μένει κανείς ἀνοιχτός στά ἐνδεχόμενα τῆς ἀναγνωστικῆς περιπέτειας, προπάντων τῆς χωρίς ὅρους περιπέτειας, χωρίς σταθερές ἀντιλήψεις, χωρίς ἔμμονες ἰδέες, χωρίς ἰσχυρισμούς. Νά μήν ἀποκλείουμε τίποτα, οὔτε νά προϋποθέτουμε τίποτα.
Ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος φαίνεται πώς δέν εἶναι κάτι περαστικό, κάτι πού τό δοκιμάζεις κι ἔπειτα τό ξεχνᾶς, ὅπως λ.χ. τά ὀρεκτικά, τά γλυκά, τά «ὡραῖα» τῆς καθημερινότητας. Μᾶλλον τό ἀντίθετο, φαίνεται νά ἔχει διαρκή παρουσία, ὡς συνοδό στοιχεῖο ἤ, καλύτερα, ὡς συστατικό τῆς ἐσωτερικῆς μας ζωῆς. Πῶς πραγματώνεται αὐτός ὁ ὀντολογικός μεταβολισμός δέν ξέρω, ὅμως νιώθεται καί μάλιστα πολύ ἔντονα, σάν ἕνα κάποιο σκούντημα, σάν ἕνα ὑποστασιακό καμπανάκι. Τό σίγουρο εἶναι πώς ἡ σχετική ἀντίδραση δέν ἀποτελεῖ πλεονέκτημα λίγων ἀτόμων. Δυνητικά ὅλοι ἔχουν τή δυνατότητα νά τή βιώσουν, ἀρκεῖ νά εἶναι διαθέσιμοι, ἀνοιχτοί σέ κάθε ἐνδεχόμενο. Ἡ ὕπαρξη τέτοιων «ξαφνιασμάτων», γιά τά ὁποῖα μιλῶ, σημαίνει πώς κάποιοι πού ἔχουν προηγηθεῖ (χρονικά καί οὐσιαστικά) μᾶς δείχνουν, ἤ μᾶς ὑποδείχνουν, τόν δρόμο ἀπό τόν ὁποῖο πέρασαν. Καί κατά ἕναν τρόπο μᾶς καλοῦν νά περπατήσουμε πάνω στά χνάρια τους. Ὑποθέτω πώς αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά «ξαφνιάσματα» δέν εἶναι πολύ σπάνια, ἀρκετοί θά εἶναι αὐτοί πού τά ἔχουν αἰσθανθεῖ, ἴσως καί πολλοί. Σέ μέγιστο ὡστόσο ποσοστό αὐτά τά ἐσωτερικά περιστατικά παραμένουν χωρίς ἐξηγήσεις. Λέγονται σάν χρησμοί ἤ περίπου καί μένουν στήν προαίρεση τοῦ καθένα. Κι εἶναι ἀλήθεια πώς μπορεῖ νά τά βιώνει κανείς, ἀλλά καθόλου εὔκολο νά τά ἐξηγήσει, νά τά πραγματευτεῖ. Χωρίς νά σημαίνει τοῦτο πώς γιά κάποιο λόγο δέν εἶναι θεμιτός ὁ δημόσιος σχολιασμός τους. Κάθε ἄλλο, μιά καί ἔμμεσα τουλάχιστο ἐπισημαίνονται καί ἐπανέρχονται συχνά στόν δημόσιο κριτικό λόγο, μέ ἐπαναληπτικό τρόπο. Ἐνῶ ἀναφέρονται δηλαδή, δέν παρουσιάζονται ἀναλυτικά. Ἡ φράση π.χ. τοῦ Ἰ. Πολυλᾶ ὅτι ὁ Σολωμός ἔτεινε ἀδιάκοπα «νά σβήνη τήν προσωπικότητά του μέσα εἰς τήν ἀπόλυτη ἀλήθεια», μνημονεύτηκε ἀπό τόν Κ. Παλαμᾶ, τόν Γ. Ἀποστολάκη, τόν Γ. Σεφέρη, τόν Ὀ. Ἐλύτη καί τόν Τ. Σινόπουλο, χωρίς ἀναλυτική πραγμάτευση.[1] Ἡ φράση, μ᾿ ἄλλα λόγια, τοῦ Ἰ. Πολυλᾶ, ἄν καί πειστική, κρύβει ἕνα βάθος πού δέν ἀναλύεται. Ἐπιδοκιμάστηκε ἔντονα, ἀλλά χωρίς νά σχολιαστεῖ εἰδικότερα.
*
Παρακάτω θά ἀναφερθῶ, ἀπέξω ἀπέξω βέβαια, σέ ὅρισμένα τέτοια ὁριακά δείγματα μέ σκοπό νά πάρουμε μιά πιό ἐμπράγματη ἰδέα γι’ αὐτές τίς ἐπιδόσεις.
Ἀρχῆς γενομένης ἀπό τόν Ὅμηρο. Τή φράση «Εἷς οἰωνός ἄριστος ἀμύνεσθαι περί πάτρης» τήν ἤξερα ἀπό μικρός, γιατί λεγόταν στό σπίτι μας. Τό νόημα ἦταν ἁπλό: νά ἀγαπᾶμε καί νά προστατεύουμε τήν πατρίδα ἀπό τούς ἐχθρούς της. Ὅταν, ἀργότερα, διάβασα σέ μετάφραση τήν ἴδια φράση μέσα στήν Ἰλιάδα,[2] ἡ σημασία της ἄλλαξε. Τήν ὥρα πού οἱ Τρῶες εἶχαν πρόθεση νά ἐπιτεθοῦν στούς Ἀχαιούς, νά γκρεμίσουν τό τεῖχος τους καί νά κάψουν τά καράβια τους, ὁ Πολυδάμας σιμώνει τόν Ἕκτορα καί τοῦ λέει πώς καλύτερα νά μήν γίνει αὐτή ἡ ἀπόπειρα, γιατί οἱ οἰωνοί δέν εἶναι καλοί. Ὁ Ἕκτορας τόν ἀποπαίρνει λέγοντάς του νά ξεχάσει αὐτά πού λέει καί νά ἑτοιμαστεῖ γιά τή μάχη, ἀλλιῶς θά ἔχει νά κάνει μαζί του. Καί τότε, ἀνάμεσα σέ ἄλλα, τοῦ ἀπευθύνει τή γνωστή φράση. Πῶς ὅμως; Ἡ ὥρα εἶναι φορτισμένη ἀπό τό πολεμικό πάθος τοῦ Ἕκτορα, ἔτσι πού τά λόγια τοῦ Πολυδάμα νά τοῦ ἀνεβάζουν τό αἷμα στό κεφάλι. Τόσο πού νά φτάσει νά παραφερθεῖ, χωρίς νά λογαριάσει τούς οἰωνούς καί τή λογική. Ἡ φράση τοῦ βγῆκε μέσα ἀπό τά μύχια τοῦ ἐγώ του. Πάνω καί πέρα ἀπό τά κοινά δεδομένα. Εἶναι φράση πρωτοειπωμένη, σχεδόν χρησμική, πού χαράζει νέα ὅρια στό ἀνθρώπινο αὐτεξούσιο. Μιά στιγμή χειραφέτησης ἀπό πίστες, σχήματα, δοξασίες, ἰδέες, πρός χάρη τῆς προσωπικότητας. Μέσα ἀπό αὐτή εἶδαν οἱ Τρῶες τόν Ἕκτορα στά μέτρα του.
Δάντης 1300-1321.
Nessum maggior dolore (Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερος πόνος).
Ὁλόκληρη ἡ φράση εἶναι: «Δέν ὑπάρχει μεγαλύτερος πόνος ἀπό τό νά θυμᾶσαι εὐτυχισμένες μέρες μέσα στή δυστυχία.»[3] Ἡ Φραντζέσκα ντά Ρίμινι, καταδικασμένη ὡς ἀκόλαστη τῆς σάρκας, βρίσκεται στήν κόλαση. Καί φυσικά ὑποφέρει, καθώς τήν πάει καί τή φέρνει μιά ἀτέλειωτη δίνη ἄνεμου. Καί ὑποφέρει περισσότερο γιατί ἔχει μνήμη καί θυμᾶται τό παρελθόν της. Αὐτό εἶναι κατανοητό. Ὅ,τι δέν εἶναι θέμα νόησης εἶναι αὐτό πού ζεῖ ἡ Φραντζέσκα τή στιγμή πού μιλάει στόν Δάντη. Πῶς; Μέ τί ψυχή, μέ τί καρδιά, μέ τί θύελλα εἰκόνων, παραστάσεων καί αἰσθημάτων λέει τά λίγα λόγια της.
Βιτσέντζος Κορνάρος 1590-1610.
Μά ὅλα γιά μένα σφάλασι, καί πᾶσιν ἄνω κάτω,
γιά μέ ξαναγεννήθηκεν ἡ φύση τῶν πραμάτω.[4]
Ἀπό ἀπάντηση τῆς Ἀρετούσας στή Νένα της. Ὁλόκληρη τήν ἀπάντηση τήν ἀντέγραψε ὁ Γ. Σεφέρης στήν κριτική του γιά τόν Ἐρωτόκριτο, χωρίς νά σχολιάσει τό δίστιχο. Πολύ σωστά, τό δίστιχο δέν σχολιάζεται. Δείχνει ὅμως τό μέτρο τῆς ποιητικῆς ὀξύνοιας πού χαρακτήριζε τόν ποιητή Β. Κορνάρο. Πρόκειται βέβαια γιά τό στάδιο τῆς μεταμόρφωσης, τό πέρασμα ἀπό μιά ὑποστασιακή βαθμίδα σέ μιά ποιοτικότερη. Αὐτό πού προσπαθοῦσε νά ἐξηγήσει ὁ Ρ. Μ. Ρίλκε, στά Γράμματα σ᾿ ἕνα νέο ποιητή, στόν νεαρό Φ. Κάππους.[5] Τό συναντοῦμε ὡς γεγονός σέ πολλούς λογοτέχνες καί εἶναι ἀπό τίς καλύτερες στιγμές τους. Σέ ὅλα σχεδόν τά μυθιστορήματα τῆς ἐφηβείας διαπιστώνουμε τέτοιες πραγματώσεις. Ὄχι τόσο λιτά καί καθαρά ὅσο στό δίστιχο τοῦ Ἐρωτόκριτου.
Κάρολος Μπωντλαίρ 1857(;). Τό ποίημα «Στόν ἀναγνώστη» τελειώνει μέ τήν ἀκόλουθη δέκατη στροφή.
Εἶναι ἡ Ἀνία! – Μἄθελο στό μάτι δάκρυ ἀνέμου,
ὄπιο καπνίζει καί θεωρεῖ κρεμάλες στούς ἀέρες.
Τό ξέρεις, ἀναγνώστη μου ἐσύ, τοῦτο τ᾿ ἁβρό τό τέρας
– ὑποκριτή ἀναγνώστη μου, – ὅμοιέ μου, – ἀδερφέ μου![6]
Γιατί νά μᾶς ξαφνιάζουν οἱ δυό τελευταῖοι στίχοι; Τί μᾶς λένε πού δέν τό ξέραμε; Ἡ σχέση λογοτέχνη ἀναγνώστη εἶχε μελετηθεῖ ἤδη πολλαπλά. Ὅμως κανένας δέν πῆγε τόσο μακριά ὥστε νά χαρακτηρίσει τόν ἀναγνώστη ἐξίσου πονηρό, ὑποκριτικό, καί ἀδελφικά ὅμοιο μέ τόν ποιητή. Ἄρα κανένα λογοτεχνικό τέχνασμα δέν εἶναι ἄγνωστο στόν ἀναγνώστη. Σά νά λέμε τέρμα τά ψέματα. Θέλεις νά σέ ἐμπιστεύεται ὁ ἀναγνώστης, ξέχασε τά προσχήματα καί μεῖνε ἀπέναντί του γυμνός καί ἀπόλυτα εἰλικρινής. Ἀλλιῶς μή γράφεις γιά νά διαβαστεῖς. Ὁ ἀναγνώστης θά σέ ξεγυμνώσει ἀπό τά τερτίπια σου. Νομίζω πώς αὐτό πού ξαφνιάζει στό συγκεκριμένο δίστιχο εἶναι ἡ ρηξικέλευθη -μέ τρεῖς λέξεις- ἀποκάλυψη τῆς σχέσης λογοτέχνη-ἀναγνώστη. Ἡ ἀκαριαία ἔλλαμψη τοῦ ποιητῆ, πού, μέ μιά φράση ἐκ βαθέων, φώτισε τό ὑπέδαφος αὐτῆς τῆς σχέσης. Χρόνια καί χρόνια ἡ φιλοσοφία, ἡ κριτική καί ἡ φιλολογία πάλευαν τό θέμα μένοντας στά μισά τοῦ δρόμου. Ἔπρεπε νά ἔρθει ὁ ποιητής μέ τήν ὀξύτατη ἐνόρασή του νά μᾶς ἀποκαλύψει τό κρίσιμο, τό ἀποφασιστικό σημεῖο αὐτοῦ τοῦ κόμπου.
Διονύσιος Σολωμός 1847.
Πρίν πάψ᾿ ἡ μεγαλόψυχη πνοή χαρά γεμίζει·
Ἄστραψε φῶς κι ἐγνώρισεν ὁ νιός τόν ἑαυτό του·
Οἱ κόσμοι γύρου ν᾿ ἄνοιγαν κορόνες νά τοῦ ρίξουν,[7]
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ὁ λόγος γιά τόν δεύτερο στίχο, πού μοιάζει μέ χρησμό, ἀλλά δέν εἶναι χρησμικῆς τάξης. Ἀφορᾶ τήν ὀντολογική ἀναγέννηση ἑνός νέου ἀνθρώπου μέσα στήν ὀμορφιά τῆς φύσης. Πῶς ἀκριβῶς; Θά ἤθελα πολύ νά τό πῶ, ἀλλά δέν ξέρω τόν τρόπο. Ὅμως ὅσον ἀφορᾶ τήν πειστικότητα τοῦ στίχου δέν ἔχω τήν παραμικρή ἀμφιβολία. Γιατί κάθε φορά ἀνταποκρίνεται θετικά ὁ πάντα αἰφνιδιασμένος ἑαυτός μου.Ἡ γέννηση τῆς ὑποστασιακῆς ταυτότητας πού συμβαίνει σέ κάποια φάση τῆς ζωῆς μας εἶναι ὁριακό γεγονός. Ὑποθέτω πώς ὁ ποιητής δίνει αὐτή τήν ἐμπειρία, ὅσο βαθιά τήν ἔζησε κι ὁ ἴδιος μέσα του. Ἐμπειρία οὐσιαστικά ἀνέκφραστη ἀλλιῶς. Κι ἔτσι περιορίστηκε νά μᾶς χαρίσει αὐτό τό ἐσώψυχο ἄστραμμα μέ λίγες λέξεις.
Ξενόπουλος 1903.
Καί τό ποιηματάκι, τό μικροσκοπικόν, ἁπλώνει, ἁπλώνει, ξετυλίγεται, ξεχειλίζει καί σοῦ γεμίζει τήν ψυχήν.[8]
Γι᾿ αὐτή τή φράση ἔχω γράψει τά ἀκόλουθα: «Ἡ παραμονή στή μνήμη ἑνός λογοτεχνικοῦ ἔργου, ἔτσι πού νά μένει ἐνεργό καί νά κερδίζει ἔδαφος μέ τόν χρόνο, εἶναι ἀπό τίς πιό οὐσιώδεις διακρίσεις πού ἔχουν γίνει στή νεοελληνική κριτική. Καί εἶναι ἄσφαλτο κριτήριο γιά τήν ἀξιολογική ἐκτίμηση ἑνός ἔργου. Ἀρκεῖ νά σκεφτεῖ κανείς πόσα εἶναι τά ἔργα πού ἀπαρτίζουν τή νοερή, τήν προσωπική, βιβλιοθήκη τοῦ καθένα μας καί πόσα ἀπό αὐτά ἀνταποκρίνονται στό κριτήριο πού διέγνωσε ὁ Ξενόπουλος.»[9]
Κ. Π. Καβάφης 1911.
Σάν ἕτοιμος ἀπό καιρό…[10]
Ἡ φράση ἀπό τό ποίημα «Ἀπολείπειν ὁ θεός Ἀντώνιον». Τί νά εἶχε ὑπόψη του ὁ Κ.Π. Καβάφης, ὅταν τήν ἔγραφε; Ἦταν τριανταοχτώ χρόνων. Ἤταν ἕτοιμος γιά ὅλα ἀπό τότε; Ὁπωσδήποτε δέν ἔγραψε ὀρθόδοξα, σύμφωνα μέ τίς γνωστικές καί συναισθηματικές παραδοχές τῆς ἐποχῆς. Ἀντίθετα, μίλησε ἀπό τήν πίσω μεριά τῶν πραγμάτων, ἀπό τήν ἀνάποδη, τήν ἀνατρεπτική. Γιά νά γράψει αὐτή τή φράση ἔκανε, φανταζομαι, μέσα του πολύ δρόμο. Ἦταν πολίτης ἤδη μέσα «εἰς τῶν ἰδεῶν τήν πόλι», ἀλλά ὄχι μόνο. Εἶχε ἀφήσει πίσω του τῆς Ἀλεξάνδρειας τά σοῦρτα φέρτα, εἶχε ξαγρυπνήσει ἴσως πάνω σ᾿ αὐτή τή φράση κάμποσες νύχτες, εἶχε πιθανόν ξεπεράσει ἀρκετά προσωπικά του στάδια. Δέν πιστεύω πώς ἦταν ὁ ἴδιος πρίν καί μετά ἀπό αὐτή τή φράση. Κατά κάτι τί δέν μπορεῖ παρά νά ἦταν ἔκτοτε διαφορετικός. Πῶς ὅμως; Αὐτό δέν μᾶς τό εἶπε. Μᾶς ἄφησε νά τό βροῦμε ὁ καθένας μας γιά τόν ἑαυτό του.
Καρυωτάκης 1928.
Κι ἄν ποτέ στά νύχια μας ἀνασηκωθοῦμε,
τίς βίλες τοῦ Posilipo θά ἰδοῦμε,
Κύριε, Κύριε, καί τό τερραίν τοῦ Παραδείσου
ὅπου θά παίζουν cricket οἱ ὀπαδοί σου.[11]
Γιά τό τετράστιχο αὐτό ἔχω γράψει, πρίν ἀπό πολλά χρόνια, ἕνα μικρό κείμενο ἀπό τό ὁποῖο ἀντιγράφω τό ἀρχικό μέρος.
«Δέ θυμᾶμαι πότε πρωτοδιάβασα τό συγκεκριμένο ποίημα τοῦ Καρυωτάκη, σίγουρα πρίν ἀπό εἴκοσι χρόνια. Πάντως ἀπό ἀρκετά χρόνια, ὅταν τό διαβάζω, αἰσθάνομαι αἰφνιδιασμένος ἀπό τό τελευταῖο του τετράστιχο. Δέ νομίζω ὅτι μπορῶ νά περιγράψω μέ ἀκρίβεια τί μοῦ συμβαίνει. Πρόκεται γιά μιά στιγμιαία ἀντίδραση πού μόνο ὑστερόχρονα ἔχω, ὥς ἕνα βαθμό, τή δυνατότητα, ἀφοῦ τήν ἀνακαλέσω, νά πάρω θέση θεατῆ ἀπέναντί της. Ἀλλά καί καί πάλι εἶναι πολύ δύσκολο, ἄν ὄχι ἀδύνατο, νά ἀναλυθεῖ ὥστε νά δοθεῖ μέ σαφήνεια ἡ ὑφή της. Ἄς δοκιμάσω ὅσο γίνεται.
Διαβάζοντας ἀκόμα μιά φορά τό ποίημα, γνωρίζω ἤδη τό περιεχόμενό του. Γνωρίζω ἐπιπλέον τίς ἀντιδράσεις πού μοῦ προκαλεῖ. Ὅταν λοιπόν φτάνω στό τελευταῖο του τετράστιχο, ἔχω ὑπόψη μου ὅ,τι ξεχωριστό ἐκφράζει. Ἀλλά τά πράγματα δέν δικαιώνουν τή λογική συνέχεια πού θά περίμενε κανείς, γιατί δέν εἶναι, τόσο ἡ αἴσθηση μιᾶς ἐπανάληψης πού ἐπικρατεῖ, ὅσο ἡ αἴσθηση τοῦ αἰφνιδιασμοῦ. Κάτι σάν μιά μικρή δόση ἐνέργειας, πού ἐκλύεται ἀπό τούς στίχους, μέ βρίσκει ἀπροετοίμαστο καί μέ ξαφνιάζει. Εἶναι σάν ἕνα μικρό χτύπημα μέσα μου πού πάει νά μέ κάνει νά χάσω τήν ἰσορροπία μου. Ὅ,τι ἤξερα γι᾿ αὐτούς τούς στίχους ἐκλείπει στιγμιαῖα καί σχηματίζεται ἀπό τήν ἀρχή σάν νά τούς διάβαζα τώρα πρώτη φορά. Ὅ μηχανισμός αὐτός δέν μοῦ εἶναι ἄγνωστος, ἀλλά κάθε φορά ἀφήνει τήν ἐντύπωση τοῦ νέου…»[12]
Ἀναγνωστάκης 1954.
(Γιατί ἡ ποίηση δέν εἶναι ὁ τρόπος νά μιλήσουμε,
Ἀλλά ὁ καλύτερος τοῖχος νά κρύψουμε τό πρόσωπό μας.)[13]
Παραξενιά; Ὄχι βέβαια. Νά πῶ ἀρχικά πώς φαίνεται νά εἶναι μιά αἰφνιδιαστική, ὅσο καί ἀπόμακρη ἀποστροφή στό ποίημα πού προηγεῖται. Σά νά λέμε πώς στό ποίημα συμβαίνει ὅ,τι συμβαίνει, «Γιατί ἡ ποίηση δέν εἶναι ὁ τρόπος νά μιλήσουμε…». Ὅμως ὄχι μόνο ἡ παρένθεση, ἀλλά καί ὁ τόνος πού ἀλλάζει, τείνουν νά ἀπομακρύνουν τό δίστιχο ἀπό τό ποίημα. Τό ἰδιαίτερο πάντως εἶναι τό κλειστό περιεχόμενό του. Τί θά πεῖ «ἡ ποίηση δέν εἶναι ὁ τρόπος νά μιλήσουμε»; Ὑπάρχει ἄλλος καλύτερος τρόπος; Ἡ ποίηση, ὡς ποίηση, δέν κάνει ἄλλο ἀπό τό μιλάει μέ τόν τρόπο της. Ἐδῶ θά ἦταν δυνατό νά ἀρχίσουμε τίς ὑποθέσεις πάνω σ᾿ αὐτό τό δίστιχο. Π.χ.: ἴσως στάθηκε ἀντίδραση στή μυστικιστική καί μεταφυσική ἀπόκλιση τῆς ποίησης, ἀλλά καί γενικότερα τοῦ κρυπτικοῦ λόγου. Ὁ ἴδιος ὁ ποιητής ἔφερνε συχνά τήν κουβέντα του στούς λογοτέχνες-θεατές τῆς ζωῆς. Λογοτέχνες τοῦ ἀνώδυνου λόγου. Τό κύριο ὡστόσο ἔχει νά κάνει μέ τό ἐρώτημα ἄν δεχόμαστε χωρίς ἄλλες προϋποθέσεις τό δίστιχο αὐτό ἤ ὄχι. Γιά τήν ὥρα τουλάχιστο οὐδείς ἀμφισβήτησε τό κύρος του.
*
Αὐτά τά δέκα παραθέματα πού ἀνάφερα δέν εἶναι τά μόνα πού θά μποροῦσα νά ἀναφέρω. Εἶναι ὡστόσο τά πιό ἀγαπητά σέ μένα γιατί σ᾿ αὐτά μαθήτεψα ἰδιαίτερα. Ἄλλοι θά προτιμοῦσαν ἴσως διαφορετικά ἤ καί διαφορετικά. Πολύ φυσικά ἀφοῦ εἶναι ζήτημα ὑποκειμενικό. Τό κύριο γνώρισμά τους, ὅπως φάνηκε ἀπό τά παραπάνω, εἶναι ὅτι γίνονται παραδεκτά χωρίς ἀποδείξεις. Τό «παραδεκτά» προκύπτει ἀπό τό γεγονός ὅτι ἀναφέρονται ἐπαναληπτικά μέ ἐπαινετικό τρόπο. Πράγμα πού σημαίνει ὅτι θεωροῦνται πειστικά χωρίς ἐξηγήσεις. Δέν εἶναι συνεπῶς προϊόντα ἔλλογης ἐνέργειας, ἀλλά ἄλογης, ἤ, διαφορετικά, στιγμές ὀφειλόμενες σέ ἐνορατική σύλληψη. «Ἡ Τέχνη συμβαίνει» εἶπε κάποιος πρίν ἀπό ἕναν αἰώνα, ἐννοώντας ὅτι χάνουμε τόν καιρό μας ψάχνοντας λάθος στοιχεῖα (κληρονομικότητα, ἐποχή, πολιτική, κοινωνική, κατάσταση κ.λπ.)[14] Τό ἴδιο θά ἔλεγα καί γιά τίς φράσεις πού παράθεσα στά προηγούμενα: ἁπλῶς συμβαίνουν. Συμβαίνουν ὡς ἐξωλογικές ἐπιδόσεις, πέρα ἀπό τή σφαίρα τοῦ συνειδητοῦ μας. Τελικά θά ἔλεγα πώς ὅλη ἡ ποίηση, ὅλη ἡ λογοτεχνία, θά ἦταν καλύτερα νά διαβάζονταν μέ κριτήριο τήν ὅποια ἐξωλογική τους τάση. Μέ τήν προϋπόθεση βέβαια ὅτι τά ἔργα αὐτά διαθέτουν ἕναν παρονομαστή πειστικότητας. Ὡραῖα, ἀλλά πῶς ἐλέγχεται, θά ρωτοῦσε κανείς, αὐτή ἡ πειστικότητα; Δέν εἶναι μυστικό: μέ τή μόνη δυνατότητα πού διαθέτει ὁ ἄνθρωπος, τήν ἐνόραση ἤ τή διαίσθησή του. Κριτική τῆς λογοτεχνίας χωρίς τή διαισθητική ἰχνηλασία, εἶναι ματαιοπονία. Αὐτά, ἐννοεῖται, δέν ἀφοροῦν μόνο τούς κριτικούς, ἀλλά ὅλους τούς ἀναγνῶστες. Γράφοντας ὁ Γ. Σεφέρης γιά τό ἴδιο θέμα, πάνω στόν Ἐρωτόκριτο, διατύπωσε τήν ἑξῆς ἄποψη. «Ἡ ἰδέα μου εἶναι ὅτι δέν ὑπάρχει τρόπος νά ἀποδείξει κανείς ὅτι ἕνα ποίημα εἶναι καλό. Τά ποιήματα εἶναι ὅπως ἡ ἀρχαία ἑταίρα: παρουσιάζονται γυμνά στό δικαστήριο. Ὅταν ἀρχίσουμε νά μιλᾶμε γι᾿ αὐτά, οἱ δικαστές τά ἔχουν κιόλας καταδικάσει ἤ ἀθωώσει.»[15]
ΓΙΩΡΓΟΣ ΑΡΑΓΗΣ
Πεδινή, Ὀκτώβρης 2021
*
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Κοίταξε Γιῶργος Ἀράγης, Νεοελληνική κριτική. Ἀξιολογικές διακρίσεις, Σοκόλης, Ἀθήνα 2015, σ. 27.
[2] Ὅμηρος, Ἰλιάδα, Μ, στίχος 243.
[3] Ντάντε Ἀλιγκιέρι, Κόλαση, ΙV, 121-123. (Τά λόγια αὐτά τά λέει στόν Δάντη ἡ Φραντζέσκα ντά Ρίμινι. Ἠ Φραντζέσκα ἦταν κόρη τοῦ Γκουίντο ντά Παλέντα, ἡγέτη τῆς Ραβένας καί λεγόταν Φραντζέσκα ντά Παλέντα. Ὁ πατέρας της, κινδυνεύοντας νά χάσει τήν ἡγεσία τῆς πόλης, βοηθήθηκε ἀπό τόν ἡγέτη τῆς κοντινῆς πόλης Ρίμινι, Τζιοβάνη ντά Μαλατέστα. Ὁ Παλέντα γιά νά τόν εὐχαριστήσει τοῦ ἔδωσε γυναίκα τή 15χρονη Φραντζέσκα. Ἐπειδή ὁ Τ. Μαλατέστα ἦταν δύσμορφος καί ἦταν φόβος νά μήν τόν θελήσει ἡ ὄμορφη Φραντζέσκα, βάλαν, κατά τή στέψη, στή θέση τοῦ γαμπροῦ τόν ὡραῖο Πάολο Μαλατέστα, ἀδερφό τοῦ Τζιοβάνη. Ὁ γάμος ἔγινε. Ἡ Φραντζέσκα ὀνομάστηκε ντά Ρίμινι, άλλά καί ἡ ἀπάτη ἀποκαλύφτηκε. Μάλιστα ἡ Φραντζέσκα καί ὁ Πάολο ἐρωτεύτηκαν σφοδρά. Δέκα χρόνια ἀργότερα, ὅταν ἡ Φραντζέσκα ἦταν 25 χρόνων, ὁ Τζοβάνη ἔπιασε τό ζευγάρι ἀγκαλιασμένο στό κρεβάτι καί τό σκότωσε, λένε, μέ μιά σπαθιά. Αὐτά μολογάει ἡ Φραντζέσκα στόν Δάντη, πιασμένη χέρι χέρι μέ τόν Πάολο, ὅταν τήν τραβολογοῦσε ὁ στρόβιλος στήν Κόλαση. Ὁ Δάντης συγκινήθηκε πολύ μ᾿ αὐτά πού ἄκουσε, ρώτησε ὡστόσο πῶς ἔφτασαν στόν ἔρωτα μέ τόν Πάολο. Τότε ἡ Φραντζέσκα, προτοῦ νά τοῦ διηγηθεῖ τό πῶς, τοῦ λέει ἀπαρηγόρητη: [μή μοῦ τά θυμίζεις] «Nessum maggior dolore che ricordarsi del tempo felice nella miseria.»
[4] Βιστέντζος Κορνάρος, Ἐρωτόκριτος, Γαλαξίας, Ἀθήνα 1967, σ. 229, στίχ. 1277-1278.
[5] Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Γράμματα σ᾿ ἕνα νέο ποιητή, μετάφραση Μάριος Πλωρίτης, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1978, σσ. 52, 91, 99.
[6] Κάρολος Μπωντλαίρ, «Στόν ἀναγνώστη», μετάφραση Μ. Κανελλής, Καινούργια Ἐποχή, Δίφρος, Ἀθήνα Ἄνοιξη 1958, σ. 3.
[7] Διονύσιος Σολωμός, Ἅπαντα, πρῶτος τόμος, «Ποιήματα», ἐπιμέλεια-σημειώσεις Λίνος Πολίτης, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1961, σ. 255.
[8] Γρηγόριος Ξενόπουλος, «Τό ἔργον τοῦ Καβάφη. Ἕνας ποιητής», Ἅπαντα, ἑνδέκατος τόμος, Μπίρης, Ἀθήνα χ.χ., σ. 54.
[9] Γιῶργος Ἀράγης, «Γρηγόριος Ξενόπουλος», Νεοελληνική κριτική-ἀξιολογικές διακρίσεις, Σοκόλης, Ἀθήνα 2015, σ. 86.
[10] Κ.Π. Καβάφης, «Ἀπολείπειν ὁ θεός Ἀντώνιον, Ποιήματα (1896-1918), φιλολογική ἐπιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1963, σ. 20.
[11] Κ.Γ. Καρυωτάκης, «Ὅταν κατέβουμε τή σκάλα…», Ἅπαντα τά εὑρισκόμενα, τόμος δεύτερος, φιλολογική ἐπιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Ἀθήνα 1966, σ. 15.
[12] Γιῶργος Ἀράγης, «Λίγα πάνω σ᾿ ἕνα τετράστιχο τοῦ Καρυωτάκη», περιοδικό Ἀντί, 1/4/1983. Ἔκτοτε στόν τόμο Ἀσκήσεις κριτικῆς, Σοκόλης, Ἀθήνα 1990, σ. 49.
[13] Μανόλης Ἀναγνωστάκης, «Ἐκεῖ…», Τά ποιήματα 1941-1971, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 88.
[14] Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Ἡ τέχνη τοῦ στίχου, μετάφραση Μαρία Τόμπρου, Πανεπιστημιακές Ἐκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 2006, σ. 16.
[15] Γιῶργος Σεφέρης, «Ἐρωτόκριτος», Δοκιμές, πρῶτος τόμος, Ἴκαρος, Ἀθήνα 1981, σσ. 283-284.
*
*