~ . ~
Επιλογή-Μετάφραση ΚΩΣΤΑΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
~ . ~
Ο περίφημος αυτός διάλογος μεταδόθηκε από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό του Βερολίνου στις 6 Μαρτίου 1930. Συνομιλητής του Gottfried Benn ήταν ο Johannes R. Becher (1891-1958). Παρότι ομότεχνοι και συνοδοιπόροι στο εξπρεσσιονιστικό κίνημα, τους δύο διαλεγόμενους χωρίζει ήδη τότε πολιτικό χάσμα. Αυτό θα καταστεί δυσθεώρητο τα χρόνια που θα ακολουθήσουν: ο μεν Μπεν θα υποστηρίξει για ένα διάστημα τον εθνικοσοσιαλισμό· ο δε Μπέχερ θα περάσει στην κομμουνιστική αντίσταση, μετά το τέλος του Πολέμου μάλιστα θα γίνει υπουργός πολιτισμού της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. ΄
Όπως προκύπτει καθαρά από τον τίτλο του, αντικείμενο του διαλόγου είναι ο κοινωνικός ρόλος της ποίησης – με τον Μπέχερ να τον θεωρεί αυτονόητο και τον Μπεν να τον αρνείται διαρρήδην. Ας σημειωθεί ότι οι όροι Dichter/Dichtung (Ποιητής/Ποίηση), χρησιμοποιούνται εδώ με την ευρεία τους έννοια, ως δηλωτικοί του συνόλου της λογοτεχνίας, όχι μόνον του λυρικού της γένους.
Με το κείμενο αυτό το Νέο Πλανόδιον εγκαινιάζει μια νέα δισεβδομαδιαία στήλη αφιερωμένη αποκλειστικά στο, ελάχιστα γνωστό στην Ελλάδα, δοκιμιακό και θεωρητικό έργο του Γκόττφρηντ Μπεν (1886-1956), μείζονος ποιητή και πρωταγωνιστικής φυσιογνωμίας των γερμανικών γραμμάτων του 20ού αιώνα. Την επιλογή και τη μετάφραση των κειμένων υπογράφει ο Κώστας Ανδρουλιδάκης.
~.~
Μπορούν οι ποιητές να αλλάξουν τον κόσμο;
Ραδιοφωνικός διάλογος
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Στη μελέτη σας με τον τίτλο «Η προβληματική της ποιητικότητας» στο τεύχος Απριλίου της Neue Rundschau [Νέας Επιθεώρησης] εκφράσατε, σχετικά με τη μορφή του ποιητή, μιαν άποψη η οποία λέει περίπου τα ακόλουθα: ο ποιητής δεν ασκεί καμιά επίδραση στην εποχή του, δεν παρεμβαίνει στην πορεία της ιστορίας, και δεν μπορεί σύμφωνα με την ουσία του να παρέμβει, βρίσκεται έξω από την ιστορία. Δεν είναι αυτή μια κάπως απόλυτη άποψη;
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Θα επιθυμούσατε να είχα γράψει ότι ο ποιητής πρέπει να ενδιαφέρεται για το Κοινοβούλιο, την πολιτική της τοπικής αυτοδιοίκησης, τις αγορές ακινήτων, τη βιομηχανία που υποφέρει ή την άνοδο της πέμπτης τάξης;
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Αλλά υπάρχει, βέβαια, μια σειρά ονομαστών συγγραφέων οι οποίοι δεν συμμερίζονται την απορριπτική σας στάση, και εργάζονται με βάση την αντίληψη ότι βρισκόμαστε σε μια καμπή της εποχής, ότι διαμορφώνεται ένας νέος τύπος του ανθρώπου και ότι μπορεί να περιγραφεί ο δρόμος για ένα τελείως αλλαγμένο και καλύτερο μέλλον.
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Φυσικά μπορείτε να περιγράψετε ένα καλύτερο μέλλον, υπήρχαν πάντοτε αφηγητές της ουτοπίας, παραδείγματος χάριν ο Ιούλιος Βερν ή ο Σουίφτ. Όσον αφορά την καμπή της εποχής, έχω στρέψει επανειλημμένως τις έρευνές μου στο ότι η εποχή πάντοτε σημειώνει καμπές, πάντα διαμορφώνεται ένας νέος τύπος ανθρώπου και ότι φόρμουλες όπως το «λυκόφως της ανθρωπότητας» και η «αυγή» της αντιπροσωπεύουν ήδη σιγά-σιγά έννοιες σχεδόν μυθικής στερεότητας και κανονικότητας.
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Θεωρείτε, λοιπόν, εσφαλμένη κάθε συμμετοχή του ποιητή στη συζήτηση ζητημάτων της εποχής μας;
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Ερασιτεχνισμό. Βλέπω ότι μια ομάδα συγγραφέων συνηγορεί υπέρ της κατάργησης της παραγράφου 218 του Ποινικού Κώδικα για τις αμβλώσεις, μια άλλη για την κατάργηση της θανατικής ποινής. Αυτός είναι ο τύπος των συγγραφέων ο οποίος από την εποχή του Διαφωτισμού καταλαμβάνει την ορατή του θέση στη δημοσιότητα. Το πεδίο του είναι τοπικές εκδηλώσεις ζήλου, ελευθερόφρονες επιδιώξεις, στις οποίες ακούγεται απαραγνώριστα ο απόηχος του περίφημου αγώνα του Βολταίρου για την «Υπόθεση Καλάς» και το Κατηγορώ του Ζολά.
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Και εσείς δεν εντάσσετε την κατεύθυνση τούτη της συγγραφικής δραστηριότητας μέσα στα όρια της ποίησης;
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Σύμφωνα με την εμπειρία, σπάνια βρίσκεται μέσα στα όρια αυτά. Οι συγγραφείς, η εργασία των οποίων στρέφεται προς τους εμπειρικούς θεσμούς του πολιτισμού, μεταστρέφονται έτσι προς την πλευρά εκείνων που αισθάνονται ρεαλιστικά τον κόσμο, θεωρούν ότι μπορεί να διαμορφωθεί υλικά και τον αισθάνονται τρισδιάστατα κατά την επενέργειά του, μετατρέπονται σε τεχνικούς και πολεμιστές, στα χέρια και τα πόδια που συγχέουν τα σύνορα και τραβούν σύρματα πάνω από τη Γη, μεταβαίνουν στο περιβάλλον των επίπεδων και τυχαίων μεταβολών, ενώ βέβαια ο ποιητής κατέχει κατ’ αρχήν ένα άλλο είδος εμπειρίας και επιδιώκει συνόψεις διαφορετικές από τις πρακτικά δραστικές και από εκείνες που υπηρετούν τη λεγόμενη Πρόοδο.
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Λέτε: ο τεχνικός και ο πολεμιστής. Μόνο αυτοί, δηλαδή, νομίζετε πως αλλάζουν τον κόσμο;
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Εκείνο που μπορεί ν’ αλλάξει σ’ αυτόν. Ναι, νομίζω όμως ότι η έννοια που εμπεριέχει τις δύο αυτές έννοιες, δηλαδή η έννοια του επιστήμονα, είναι ο αληθινός και πρωταρχικός αντίπαλος του ποιητή, ο επιστήμονας που ζει με μια Λογική, η οποία οφείλει, υποτίθεται, να είναι καθολικά έγκυρη και η οποία όμως δεν είναι παρά επικερδής, και ο οποίος έχει επιβάλει μιαν έννοια αλήθειας που ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό στις λαϊκές παραστάσεις της δυνατότητας ελέγχου, καθολικής δυνατότητας της εμπειρίας, χρησιμότητας, και ο οποίος διαδίδει μιαν ηθική, η οποία διασφαλίζει το πρωτείο του μέσου όρου. Κατανοώ ότι ένας λαός που δεν έμαθε τίποτε άλλο παρά να αναφέρει πάντοτε μαζί την τέχνη και την επιστήμη, ήταν υποχρεωμένος να απορροφήσει άπληστα τη σοφία του Διαφωτισμού, η οποία βάζει πάντοτε δίπλα-δίπλα τις δύο αυτές μορφές, εντελώς ιδιαίτερα σε έναν αιώνα στον οποίο η επιστήμη είχε πράγματι ένα élan που εμφανιζόταν ως δημιουργικό. Αλλά κατανοώ ακόμη περισσότερα: πηγαίνετε μια Κυριακή εκατό χιλιόμετρα βόρεια του Βερολίνου στην περιοχή του Μεγάλου Εκλέκτορα, στο Φέρμπελλιν, και στους τόπους του Φρειδερίκου: ένα τοπίο πενιχρό και ξερό, δεν μπορεί διόλου να το περιγράψει κανείς, τοποθεσίες, η φτώχια και η πενία προσωποποιημένες, αληθινά εκκολαπτήρια της αιτιώδους ορμής, και τότε θα γίνει για σας κατανοητό γιατί ο ποιητής της Πενθεσίλειας έπρεπε να μείνει πάντοτε μια δυσάρεστη και αλαζονική μορφή σε ένα λαό, ο οποίος από τη μορφή του αγρότη-πολίτη και του προύχοντα ανατράφηκε με βάση την πρακτική ωφέλεια ως θεμέλιο του άχρωμου αισθήματός του.
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Θέλετε λοιπόν να πείτε: Η Πενθεσίλεια του Κλάιστ είναι μεγάλη ποίηση, αλλά δεν άσκησε την παραμικρή επίδραση, ούτε πολιτική ούτε κοινωνική ούτε προς την μορφωτική κατεύθυνση.
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Ακριβώς αυτό θέλω να πω. Και ακόμη, ότι μπροστά στα μάτια μας ούτε το παράδειγμα της επόμενης μεγάλης γερμανικής ποίησης μετά την Πενθεσίλεια, δηλαδή Η μικρή πόλη του Χάινριχ Μαν, άσκησε οποιαδήποτε επίδραση, ούτε καν υφολογική. Δεν μπορεί κανείς να το εκφράσει διαφορετικά: τα έργα τέχνης είναι φαινομενικά, ιστορικά ανενεργά, πρακτικά αναποτελεσματικά. Αυτό είναι το μεγαλείο τους.
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Ωστόσο, δεν είναι αυτή μια εντελώς μηδενιστική αντίληψη για την ποίηση;
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Εάν η κοινωνική πρόοδος είναι θετική, απολύτως. Δέστε τη σειρά των έργων τέχνης που σας άφησε η ιστορία να περνούν το ένα μετά το άλλο από μπροστά σας, τη Νεφερτίτη και τον Δωρικό ναό, την Άννα Καρένινα ή το άσμα της Ναυσικάς από την Οδύσσεια – τίποτε από αυτά δεν παραπέμπει σε κάτι πέρα από τον εαυτό του, τίποτε δεν χρειάζεται μια εξήγηση, τίποτε δεν θέλει να δράσει έξω από τον εαυτό του, είναι η σειρά μορφών βυθισμένων στον εαυτό τους, σιωπηλών και εμβαθυμένων εικόνων, αν θέλετε να το ονομάσετε αυτό μηδενισμό, είναι ο ιδιαίτερος μηδενισμός της τέχνης.
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Εσείς βλέπετε τη σειρά αυτή των σιωπηλών μορφών – εγώ σας δείχνω μιαν άλλη σειρά. Τριάντα έξι χιλιάδες βεβαιωμένοι φυματικοί ζουν στο Βερολίνο και δεν βρίσκουν ένα άσυλο· σαράντα χιλιάδες γυναίκες πεθαίνουν κάθε χρόνο στη Γερμανία από τις συνέπειες μιας απαγορευμένης επέμβασης· συνεπεία εκείνης της παραγράφου που αναφέρατε. Σκεφθείτε τον ανέκφραστο και συγκινητικό αγώνα για παιδεία τον οποίο αγωνίζεται η πλειονότητα των συμπατριωτών μας. Σκεφθείτε τους άνεργους, νέους άντρες, τριαντάρηδες, που δεν βρίσκουν στην πόλη απασχόληση και μισθό, και αντί γι’ αυτά βρίσκουν στην κατοικία τους νοικάρηδες «μόνο για ύπνο» και αρουραίους. Ακούστε το ακόλουθο ντοκουμέντο: ένα νοικοκυριό με έντεκα κεφάλια, ο πατέρας πίνει, η μητέρα περιμένει τη γέννα του δέκατου παιδιού, η δεκατετράχρονη κόρη αγοράζει για μια δεκάρα αίμα βοδινού από τον χασάπη, το χύνει πάνω στο στήθος της, για να φύγει από το παραγεμισμένο σπίτι και να μπει με τη βοήθεια αυτής της πλαστής αιματέμεσης σε ένα σανατόριο. Αυτά είναι πραγματικές στενοχώριες, αυτά είναι δάκρυα, ο θρήνος των αθώων, ο βιασμός της ευτυχίας – και εδώ ο ποιητής κοιτάζει απλώς;
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Δεν διστάζω ούτε στιγμή: ναι, εδώ ο ποιητής κοιτάζει αμέτοχος. Όχι εκείνος που συντάσσει το πολιτιστικό ανάγνωσμα και για το βράδυ τις πνευματικές προφάσεις για τις μετακινήσεις των παρασκηνίων, που κάθεται στη δεξίωση δίπλα στον υπουργό, έχει το γαρύφαλλο στο φράκο και πέντε ποτήρια του κρασιού στο σερβίτσιο: αυτός υπογράφει εκκλήσεις κατά των αθλιοτήτων της εποχής. Αλλά εκείνος κοιτάζει αμέτοχος, εκείνος γνωρίζει ότι ο αθώος θρήνος του κόσμου δεν μπορεί ποτέ να παραμεριστεί με μέτρα πρόνοιας ούτε να ξεπεραστεί ποτέ με υλικές βελτιώσεις. Ευσεβείς και εκστασιασμένοι πόθοι δημόσιας υγιεινής των κοντόθωρων ορθολογιστών: τη σύνταξη έχω στην καρδιά μου και τον ήλιο των ψηλών βουνών στο σπίτι μου. Μια Δημιουργία χωρίς τρόμους, ζούγκλες χωρίς δήγματα, νύχτες χωρίς φαντάσματα που καβαλικεύουν τα θύματα – όχι, ο ποιητής κοιτάζει αμέτοχος με την πεποίθηση που δεν μπορεί να αρνηθεί ούτε ο θάνατος ότι μόνος αυτός κατέχει την ουσία να εξορίσει τη φρίκη και να συμφιλιώσει τα θύματα: τώρα βυθίσου, τους φωνάζει, βυθίσου, λοιπόν, μα θα μπορούσα να πω επίσης: υψώσου.
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Παράξενη ουσία! Αλλά θα ήθελα ακόμη να σας υποδείξω πρώτα έναν πολύ σημαντικό σύγχρονο. Διαβάσατε πρόσφατα την ομιλία που έκαμε o Άλφρεντ Νταιμπλίν κατά την επιμνημόσυνη τελετή για τον Άρνο Χολτς στην Ακαδημία των Τεχνών; Χαμήλωμα του συνολικού επιπέδου της γερμανικής λογοτεχνίας απαιτεί, για να την καταλαβαίνει ο λαός. Εμπρός για ένα νέο νατουραλισμό, λέει, που συλλαμβάνει τα γενικότερα στοιχεία του μέσου όρου. Ανάγνωση, λέει, όχι τέχνη. Να γίνεται κανείς κατανοητός, λέει, κι όχι να αγωνίζεται για τα δικά του ποιήματα. Επίδραση στη ζωή του έθνους, λέει, αίσθηση για τις ανάγκες των στρωμάτων που ανέρχονται, εμπρός για τον αγώνα: αλλαγή του κόσμου.
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Αναμφίβολα πολύ εκπληκτικό που ένας τόσο υψηλός, ένας τόσο μεταφυσικός επικός συγγραφέας όπως ο Νταιμπλίν λέει τόσο χειροπιαστά πράγματα. Αλλά αποτελεί ένα σχεδόν σχολικό παράδειγμα για τη θεωρία μου, πως ο ποιητής, μόλις εγκαταλείψει το ποιητικό περιβάλλον, διατρέχει τον κίνδυνο να χάσει στα κατώτερα στρώματα το πρόσωπο και τα μέσα του, τα οποία πρέπει απολύτως και οπωσδήποτε να τα διασώσει, όχι από ματαιοδοξία ή χάριν του προσώπου του, αλλά ακριβώς χάριν της αδυναμίας του κόσμου, που τον χρειάζεται και τον αναζητά σε όλους τους δρόμους, αναζητά το περιθώριό του, την τάξη του, την ερμηνεία του, την εξάλειψή του στην τέχνη του.
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Κάτι μυστικό.
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Κι όμως αφήνω σε σας τους τεχνικούς σας και τους πολεμιστές σας, την επιστήμη και τη λογοτεχνία – ολόκληρη την αιωρούμενη γκρίνια του πολιτισμού, απαιτώ για τον ποιητή μόνο την ελευθερία να απομονώνεται από τους συγχρόνους του, οι οποίοι αποτελούνται κατά το ήμισυ από αποκληρωμένους μικροσυνταξιούχους και καυγατζήδες μαυραγορίτες, και κατά το άλλο ήμισυ μόνο από κολυμβητές της Χέρτα και του Ποσειδώνος Βερολίνου· θέλει να ακολουθεί τον δικό του δρόμο.
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Καλλιτεχνία.
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Όχι, ηθική. Αδιαπέραστος βούρκος της νοοτροπίας του πολιτισμού, να βλέπει το ήθος μόνο ως ρύθμιση κοινωνικών δεσμών. Ο καλλιτέχνης, αυτός δεν έχει ήθος, αυτός είναι ένας εκμεταλλευτής, ένας αλήτης, ένας αισθητής. Αυτός τα πασαλείφει όλα στα πρόχειρα, ένας γελωτοποιός, χθες ένα δράμα με ξυπόλυτους και αύριο ένα φυλλάδιο εν είδει Προμηθέα. Αχ, σε ποιον να το εξηγήσει κανείς: εφτά χρόνια, έγραψε κάποιος, εφτά χρόνια αγωνιζόμουν μόνος στην πόλη και στο χωριό, εφτά χρόνια, όπως αγωνιζόταν ο Ιακώβ για την Ραχήλ, πάσχιζα για μια σελίδα πεζογραφίας, για έναν στίχο! Ποιον να παραπέμψει κανείς σ’ εκείνο το δοκίμιο του Χάινριχ Μαν, γράφει για τον Φλωμπέρ, περιγράφεται πώς ο Φλωμπέρ, αφού είχε γράψει τόση τέχνη, κάτι ανθρώπινα καλό, κάτι συμπαθητικό, τις καθημερινές φροντίδες, την ευτυχία όλων, αλλά τελείως αδύνατον, διόλου δυνατόν να το συλλάβει στην τεχνική, ολωσδιόλου αδύνατον να το εξορίσει στην αφηγηματική γνώση, έπρεπε να εξακολουθεί συνεχώς με το ύφος, να προχωρεί συνεχώς στο ζυγό των προτάσεων, ολοένα στη μυθική κλίνη του Προκρούστη που διαμελίζει κεφάλι και μέλη: Τέχνη. Συχνά σκέφτομαι και εγώ πόσο ανείπωτα θα πρέπει να υπέφερε ένας τόσο τρυφερός άνθρωπος όπως ο Νίτσε, όταν έγραψε την πρόταση: όποιον πέφτει, αυτόν θα πρέπει επιπλέον και να τον χτυπά κανείς – αυτόν τον σκληρό, αυτόν τον βάναυσο λόγο. Αλλά δεν είχε επιλογή, έπρεπε να ανέβει στο πλοίο, το μεσημέρι κοιμόταν εν μέσω της αιωνιότητας και μόνο ένα μάτι τον κοίταζε: η απεραντοσύνη. Δεν υπήρχε γι’ αυτόν άλλη ηθική από την αλήθεια του ύφους του και της γνώσης του, επειδή όλες οι ηθικές κατηγορίες καταλήγουν για τον ποιητή στην κατηγορία της ατομικής ολοκλήρωσης.
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Αληθινά φρικιαστικό. Ωστόσο, μήπως δεν έχουν οι καλλιτέχνες υπηρετήσει από τα πανάρχαια χρόνια την ανθρωπότητα με το να αφαιρούν από τα ανησυχητικά φαινόμενα με τη μίμηση και την ποιητική αναπαράσταση τα στοιχεία που προκαλούν τρόμο και φόβο;
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Αυτό είναι ακριβώς εκείνο που υπαινίχθηκα προηγουμένως με αφορμή την ουσία. Ο ποιητής, γεννημένος από τη μοίρα μέσα στην αμφισημία του Είναι, έχοντας εισβάλει με αχερόντεια ρίγη στην άβυσσο του ατόμου, καθώς την αρθρώνει και την αποσαφηνίζει εικαστικά, την εξυψώνει πάνω από τον βάναυσο ρεαλισμό της φύσης, πάνω από τον τυφλό και αχαλίνωτο πόθο της αιτιώδους ορμής, πάνω από την κοινή προκατάληψη των χαμηλών βαθμών της γνώσης και δημιουργεί μια άρθρωση, στην οποία προσιδιάζει η νομοτέλεια. Τούτη μου φαίνεται η θέση και η αποστολή του ποιητή απέναντι στον κόσμο. Νομίζετε πως πρέπει να τον αλλάξει; Μα πώς θα έπρεπε, λοιπόν, να τον αλλάξει – να τον κάμει ωραιότερο, αλλά σύμφωνα με ποιο γούστο; Καλύτερο – αλλά σύμφωνα με ποια ηθική; Βαθύτερο – αλλά σύμφωνα με το κριτήριο ποιων γνώσεων; Από πού θα πρέπει γενικώς να πάρει ένα πρίσμα ικανό να τον καθοδηγήσει, το μεγαλείο για τη δικαιοσύνη απέναντι στους στόχους του – μα σε ποιον θα έπρεπε, λοιπόν, επιτέλους να στηριχθεί – σ’ αυτήν «που ζει μόνο ανάμεσα σε παιδιά», όπως λέει ο Γκαίτε, «αλλά η μητέρα πού είναι;».
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Λαβαίνει, λοιπόν, τα κριτήρια μονάχα από τον εαυτό του, δεν επιδιώκει κανένα σκοπό και δεν υπηρετεί καμιά τάση;
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Ακολουθεί την ατομική του μονομανία. Όπου αυτή είναι περιεκτική, επιτυγχάνει την ακρότατη εικόνα του έσχατου μεγαλείου που είναι εφικτό στον άνθρωπο. Το μεγαλείο τούτο δεν θέλει να μεταβάλλει και να επενεργεί, το μεγαλείο τούτο θέλει να είναι. Πάντοτε υφιστάμενο διαμαρτυρίες από την ηλιθιότητα του ορθολογισμού, πάντοτε επιβεβαιωνόμενο από τις ίδιες τις ιδιοφυΐες της ανθρωπότητας. Μιας ανθρωπότητας που, όσο εποπτεύω τη μοίρα της, δεν ακολούθησε ποτέ πεποιθήσεις, αλλά πάντοτε και μόνο φαινόμενα, ποτέ διδασκαλίες, αλλά πάντοτε εικόνες, και η οποία μεταβάλλεται από πάρα πολύ μακριά για να μπορούν να την ακολουθούν τα βλέμματά μας.
Γ. Ρ. ΜΠΕΧΕΡ: Άρα, ο ποιητής γράφει μονολόγους;
ΓΚ. ΜΠΕΝ: Αυτονομίες! Εδώ εργάζεται, για να χρησιμοποιήσω έναν λόγο του Σίλλερ, η χωρίς κανόνες περιπλανώμενη ελευθερία στα δεσμά της αναγκαιότητας. Αλλά η αναγκαιότητα αυτή είναι υπερβατική, όχι εμπειρική, όχι υλική, όχι οπορτουνιστική, όχι προοδευτική. Είναι η Ανάγκη, είναι το τραγούδι των Μοιρών: από τις αβύσσους του βάθους το δίκαιο δικαστήριο. Είναι το μυστικό της σκέψης και του πνεύματος εν γένει. Αγγίζει λίγους μόνο, και οι ποιητές και οι στοχαστές στην έσχατη μορφή τους ταυτίζονται ενώπιόν της. Όπως το άγαλμα εκείνο του Ροντέν: ο στοχαστής, που βρίσκεται πάνω από την είσοδο του κάτω κόσμου, αρχικά ονομαζόταν «Ο ποιητής», και για τους δύο ισχύει το απόφθεγμα στο βάθρο της πέτρας: ο Τιτάνας βυθισμένος σε ένα οδυνηρό όνειρο. Όπως ανήκει και στους δύο η ολωσδιόλου ανυπέρβλητη εικόνα του Νίτσε στη μελέτη του Η φιλοσοφία στην τραγική εποχή των Ελλήνων: «Καμιά μόδα δεν έρχεται να τους βοηθήσει και να τους ανακουφίσει». Ένας γίγαντας, γράφει, φωνάζει στον άλλο μέσα από τα έρημα διαστήματα των αιώνων, και ανενόχλητη μέσα από τον θρασύ και θορυβώδη συρφετό των νάνων, που σέρνεται ανάμεσά τους, συνεχίζεται η υψηλή συνομιλία των πνευμάτων.
ΓΚΟΤΤΦΡΗΝΤ ΜΠΕΝ
Können Dichter die Welt ändern? (1930)
© Για το ελληνικό κείμενο:
Κώστας Ανδρουλιδάκης (2022)
ΓΚΟΤΤΦΡΗΝΤ ΜΠΕΝ
*