της ΕΥΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
Ο «Υπερίων ή ο Ερημίτης στην Ελλάδα», το «ποιητικό» μυθιστόρημα του Friedrich Hölderlin, εκδόθηκε σε δύο μέρη, το 1797 και το 1799.[1] Συντίθεται από μια σειρά επιστολών που ο Υπερίων, ο ομώνυμος κεντρικός ήρωάς του, απευθύνει στον φίλο του Μπελλαρμίν, και στις οποίες αφηγείται την πορεία της ζωής του, από την εποχή της γεμάτης ελπίδες νιότης του, όταν μυείται στην λαμπρή πνευματική παράδοση της πατρίδας του, της Ελλάδας, από τον δάσκαλο Αδάμα, την δυνατή φιλία του με τον Αλαβάνδα και το όραμά του ενός καλύτερου κόσμου, την εμπειρία του τέλειου έρωτα με την «ωραία ψυχή» της Διοτίμας, που του αποκαλύπτει την ουσιαστική κοινότητα όλων των πραγμάτων και το ιδανικό μιας ζωής σε απόλυτη μέθεξη με την «θεϊκή Φύση», μέχρι το τραγικό τέλος και την απώλεια των πάντων. Επειδή, ουσιαστικά, ο Υπερίων αποτελεί το χρονικό της πλήρους αποτυχίας μιας ζωής, μιας πορείας προς την διάψευση, την απώλεια, την μοναξιά. Ο ήρωας αφήνεται να παρασυρθεί στον δρόμο της δράσης, του αγώνα και της βίας για την δημιουργία αυτού του νέου κόσμου που ονειρεύτηκε, και στην πορεία αυτή τα χάνει όλα: τις ελπίδες του για μια ελεύθερη πατρίδα, την φιλία, τον έρωτα. Βρίσκει όμως τον εαυτό του. Μόνος, αφήνει τον τόπο του και ταξιδεύει, γνωρίζει τον καινούριο κόσμο της αστικής «προόδου» και τον απορρίπτει, για να επιστρέψει τελικά και να ζήσει ως ερημίτης, ως ποιητής, στην αγκαλιά της Φύσης. Γράφοντας από την προοπτική της ολοκληρωμένης πλέον πορείας των γεγονότων, ο επιστολογράφος-πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος δεν περιορίζεται να περιγράψει τα στάδια αυτής της εξέλιξης προς το χρονικό σημείο του παρόντος και την σταδιακή «αποκρυστάλλωση», μέσω της εμπειρίας, του νέου, τωρινού εαυτού. Διηγούμενος αναδρομικά τα συμβάντα, στοχάζεται πάνω σ’ αυτά, και αναστοχαζόμενος το βιωμένο, το πραγματικό, το υπερβαίνει στο τέλος, για να υψωθεί σ’ ένα ανώτερο επίπεδο ύπαρξης, συνείδησης και ζωής, σ’ ένα Ιδεώδες. Όχι τυχαία θεωρείται ο Υπερίων το μυθιστόρημα του Γερμανικού Ιδεαλισμού.
Η πορεία του Υπερίωνα σηματοδοτείται και καθορίζεται από το πέρασμά του μέσα από το καμίνι της βιωμένης ιστορικής εμπειρίας, των τραγικών ανατροπών που επιφέρει η ανελέητη πραγματικότητα σε όνειρα, φιλοδοξίες και ιδανικά. Αυτή η «ιστορική» διάσταση του έργου, η «διαπλοκή» του λογοτεχνικού ήρωα στα γρανάζια της «ζωντανής» ιστορικής διαδικασίας, όπως την συνέλαβε και την επεξεργάστηκε στον «Υπερίωνά» του ο Χαίλντερλιν, αποτελεί το αντικείμενο αυτής της μελέτης. Θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίον η Ιστορία, ως αλληλουχία συγκεκριμένων, «πραγματικών», γεγονότων σε δεδομένο χρόνο και τόπο, ενσωματώθηκε ς» αυτό και χρησιμοποιήθηκε ως υλικό της δραματουργικής επεξεργασίας του. Γιατί αν το συμπυκνωμένο ιστορικό «παρόν», στο σαρωτικό κύμα της Επανάστασης, ενέπνευσε και εν πολλοίς διαμόρφωσε την σύλληψη, την εξέλιξη και την οριστική μορφή του «Υπερίωνα»,[2] η Ιστορία επίσης, ως καταγραφή συμβάντων του παρελθόντος–και μάλιστα ενός παρελθόντος πρόσφατου χρονικά και όχι «απωθημένου» στο «ιδανικό», αλλά και «ασφαλές», παρελθόν της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας– κατέχει κεντρικό ρόλο στο έργο. Διότι, όπως είναι γνωστό, η δραματουργική κορύφωση της αφήγησης τοποθετείται χρονικά στην περίοδο της αποτυχημένης εξέγερσης των σκλαβωμένων Ελλήνων στην Πελοπόννησο το 1770, των γνωστών «Ορλωφικών», με τρόπο που η εξιστόρηση των συγκεκριμένων γεγονότων, με τα οποία διαπλέκονται η ζωή και η δράση του κεντρικού ήρωα, να γίνεται δομικό στοιχείο και πλαίσιο αναφοράς για την όλη εξέλιξη του έργου. Διαφοροποιούμενος έτσι από την επίπεδη αχρονικότητα της κλασσικιστικής προσέγγισης, ο Χαίλντερλιν κάνει ένα βήμα προς μια άλλη, «νεωτερική», προσέγγιση της Ιστορίας ως «υλικού» για τη λογοτεχνική δημιουργία: μιλά για την εποχή του, μιλώντας για τα τραγικά συμβάντα σε μια χώρα, που η «ιδέα» της βρίσκεται στην καρδιά μιας αναγέννησης που ονειρεύτηκε για τη δική του χώρα, μιλά για την «σύγχρονη» Ελλάδα, οραματιζόμενος το μέλλον της Γερμανίας.
Έχουν προταθεί κατά καιρούς διάφορες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του «Υπερίωνα»: σχεδόν όλες ακολουθούν το σχήμα της μοναδικής προσωπικότητας και της μοναχικής πορείας της στον κόσμο, η ιστορική διάσταση του έργου αγνοείται εντελώς. Έτσι, η γενική τάση των μελετητών είναι να υποβιβάζουν τη σημασία των συγκεκριμένων ιστορικών γεγονότων στη συγκρότηση της πλοκής και στο γενικό πνεύμα του μυθιστορήματος, να τα αντιμετωπίζουν απλά σαν «ουδέτερο» αφηγηματικό υλικό, ως ένα ακόμα, αν και αποφασιστικό, επεισόδιο στην πορεία του ήρωα προς την αυτοπραγμάτωση (ή την αποξένωση, ανάλογα με την οπτική γωνία του καθενός.) Δεν μπορεί όμως να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι είναι ακριβώς με την συμμετοχή του στην αποτυχημένη εξέγερση ενάντια στην τυραννία των κατακτητών και για την δημιουργία μιας ελεύθερης πατρίδας, που ο Υπερίων χάνει στο τέλος κυριολεκτικά τα πάντα. Και ο λόγος για την αποτυχία αυτή, όπως δίνεται στο έργο, ο καταλύτης για την τραγική διάψευση των ελπίδων του, δεν είναι άλλος από την δειλία και την βαρβαρότητα των ανεπίστρεπτα παρακμασμένων Ελλήνων.
Τα ευγενικά όνειρα και η τραγική διάψευσή τους
Και πράγματι, η τελική αποτυχία του ήρωα, αυτή που σφραγίζει τη μοίρα του και αλλάζει την κατεύθυνση της ζωής του είναι, όχι η αποτυχία της εξέγερσης καθ΄ εαυτής, της οποίας, σύμφωνα με την αφήγηση, υπήρξε ένας από τους αρχηγούς και στην προετοιμασία της οποίας συμμετείχε ενεργά και με ενθουσιασμό, αλλά η διάψευση των προσδοκιών που είχε γι’ αυτούς που θα την έφερναν σε πέρας, τους ίδιους τους εξεγερμένους δηλαδή, που δεν στάθηκαν στο ύψος των ελπίδων που είχε γι’ αυτούς και, αφημένοι στην τυφλή βία, συνέτριψαν με τον πιο ντροπιαστικό τρόπο το ωραίο ιδανικό του για μιαν αναγεννημένη πατρίδα. Επειδή οι ξεσηκωμένοι Ελληνες που συμμετείχαν στην επιχείρηση, κάτω από την καθοδήγηση λίγων, αλλά ηρωικών Ρώσων, αποδείχτηκαν βάρβαροι και δειλοί, ανάξιοι της ελευθερίας που τους προσφέρθηκε, κατώτεροι των περιστάσεων και φυσικά κατώτεροι των ηρωικών ιδανικών των ένδοξων προγόνων τους.
Έτσι, μετά από τις φριχτές σφαγές και λεηλασίες του Μυστρά, πληγωμένος και θανάσιμα απογοητευμένος, ο Υπερίων αφήνεται στον θάνατο, δεν θέλει πια να ζήσει. Τον σώζει όμως ο πιστός του φίλος Αλαβάνδας και του παραστέκεται, και μαζί μετά συνεχίζουν τον αγώνα, υπηρετώντας στον ρωσικό στόλο και λαμβάνοντας μέρος στην ναυμαχία του Τσεσμέ που πέτυχε μια περίλαμπρη νίκη εναντίον των Τούρκων. Πληγωμένος ξανά, επιζεί ο Υπερίων, πάλι χάρις στις φροντίδες του Αλαβάνδα, και αρχίζει να πιστεύει ξανά στη ζωή, στην προσωπική ευτυχία όμως τώρα, δίπλα στη Διοτίμα, την ιδανική αγαπημένη, που είχε εγκαταλείψει για χάρη του αγώνα. Αλλά ούτε αυτή η χάρη του δόθηκε. Η Διοτίμα πεθαίνει απ΄ τον καημό της που την άφησε και που τον νομίζει νεκρό, ο Αλαβάνδας τον αφήνει κι αυτός, ακολουθώντας τη μοίρα του, ο πατέρας του τον έχει στο μεταξύ αποκηρύξει και αποκληρώσει, και η πατρίδα που ονειρεύτηκε είναι πια οριστικά χαμένη: του μένει μόνο ο δρόμος της ξενιτιάς και η ζωή του ερημίτη, του αποκομμένου απ΄ όλα τα ανθρώπινα. Η Φύση, η Ελευθερία, η Αλήθεια, η Ομορφιά είναι τα ιδανικά στα οποία πίστεψε, κι όλα ενσαρκώνονται σε ένα, στην έννοια της Ελλάδας. Αλλά όσο αυτός, ο εκλεκτός, ο συνώνυμος του ΄Ηλιου, φορέας μιας μοίρας μοναδικής, που κανείς απ΄ όσους τον γνωρίζουν δεν αμφισβητεί, προσπαθεί να υψωθεί στο ύψιστο αυτό ιδανικό, τόσο η πραγματικότητα τον διαψεύδει και τον απογοητεύει, και τόσο πιο συντριπτική είναι στο τέλος η πτώση του. Γι’ αυτό το ιδανικό θυσίασε όλα τα άλλα, και χάνοντας αυτό τα χάνει όλα. Είναι μόνος.
Το βασικό θέμα του «Υπερίωνα» γίνεται έτσι η διαφορά μεταξύ ιδανικού και πραγματικότητας, αυταπάτης και καθαρού βλέμματος. Ο ήρωας οραματίζεται έναν ανώτερο, καλύτερο κόσμο, που δεν υπάρχει ακόμα, ή νοσταλγεί δοξασμένες εποχές που υπήρξαν κάποτε και χάθηκαν. Υποφέρει από την υπερβολική ανυπομονησία του, την ακατάσχετη ορμή για πράξη–η Διοτίμα το διακρίνει καθαρά– που τον παρασύρει και τον τυφλώνει μπροστά στην πραγματικότητα. Αρνείται να γίνει ο αναμορφωτής του ξεπεσμένου λαού του, επιλέγει το άμεσο, κερδισμένο με αίμα, αποτέλεσμα. Αλλά κι αυτό με τους δικούς του όρους, που δεν κάνουν παραχωρήσεις στο βάναυσο και το ποταπό, το ανάξιο της υψηλής ιδέας. Γι’ αυτό και όλα χάνονται γι’ αυτόν «σε μιαν ώρα»: με την επίθεση στον Μυστρά, που περίμενε να είναι η ώρα της δόξας, της εκπλήρωσης του ιδανικού, και που μετατρέπεται σε τραγική διάψευση με τις σκηνές της σφαγής και της αρπαγής που βλέπει να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του.
Παρ΄ όλ΄ αυτά, όλα ξεκίνησαν καλά. Γεμάτος ενθουσιασμό ο Υπερίων αποχαιρετά τη Διοτίμα και τους φίλους του και ξεκινά για να συναντήσει τον Αλαβάνδα που τον περιμένει στην Πελοπόννησο: η εξέργεση ετοιμάζεται. Όταν συναντιώνται, ο Αλαβάνδας τον διαβεβαιώνει πως θα αρχίσει σύντομα. Δεν έχει ψευδαισθήσεις σχετικά με τους Ρώσους: «Και μη σκανδαλίζεσαι με τους συμμάχους μας. Ξέρω καλά ότι οι καλοί μας οι Ρώσοι θέλουν να μας χρησιμοποιήσουν σαν τουφέκια. Αλλά άσ’ τους. Μόλις θάχουν την ευκαιρία οι γεροί μας Σπαρτιάτες να νιώσουν ποιοι είναι και τί καταφέρνουν, και μόλις θάχουμε πάρει έτσι την Πελοπόννησο, θα γελάσουμε κατάμουτρα στο Βόρειο Πόλο και θα φτιάξουμε τη δική μας ζωή.»[3]
Γίνεται η απόβαση των ρωσικών δυνάμεων, κανείς δεν φαίνεται να βλέπει πόσο ανεπαρκείς είναι για τόσο υψηλούς στόχους, ζουν ακόμα το όνειρο: «Εκρήγνυται το ηφαίστειο. Στην Κορώνη και τη Μεθώνη πολιορκούνται οι Τούρκοι κι εμείς προχωρούμε με το βουνίσιο λαό μας στην Πελοπόννησο.» Οι εξεγερμένοι ζουν μιαν ειδυλλιακή ζωή στο δάσος, όλο αγάπη και πίστη, και ακούνε εκστατικοί τον Υπερίωνα, όσο τους περιγράφει τη λαμπρή ελεύθερη πολιτεία που τους περιμένει. Πειθαρχημένοι τον υπακούν όταν τους ασκεί στα όπλα και στην τακτική του πολέμου, καθώς ετοιμάζονται για την επίθεση στη Σπάρτη. Όλα συμβαίνουν γρήγορα, οι επαναστάτες νικούν σε κάποιες μικρές συγκρούσεις, το Ναυαρίνο καταλήφθηκε, τώρα στέκονται μπροστά στο «οχυρό του Μυστρά, στο απομεινάρι της αρχαίας Σπάρτης.» «Σύντομα, ίσως σε μια εβδομάδα, θα είναι ελεύθερη η αρχαία, ευγενική, ιερή Πελοπόννησος.» Ο Υπερίων ζει απόλυτα την μέθη του παρόντος: «Δεν θα ήθελα να ανταλλάξω αυτήν την ευτυχία που δημιουργείται ούτε με την πιο ωραία εποχή της ζωής της αρχαίας Ελλάδας και η πιο μικρή μας νίκη μου είναι πιο αγαπητή από τον Μαραθώνα, τις Θερμοπύλες και τις Πλαταιές.»[4]
Πάντα ανυπόμονος ωστόσο, δεν αντέχει την αδράνεια της μακράς πολιορκίας. Αρνείται όμως και να καταλάβει με έφοδο το οχυρό, όπως το ζητούν οι άνδρες του, γιατί αυτό «θα ξάναβε τις ερεθισμένες ψυχές ως τη μέθη και αλίμονο τότε στις ελπίδες μας…» Ο παλιός ενθουσιασμός έχει χαθεί, παρηγοριέται όμως με τη σκέψη πως η πολιορκία θα κρατήσει μόνο λίγες μέρες ακόμα. Είναι ανήσυχος. «Εδώ στο στρατόπεδο», γράφει στη Διοτίμα, «αισθάνομαι σε ατμόσφαιρα επερχόμενης καταιγίδας. Είμαι ανυπόμονος, και οι άντρες μου δεν μου αρέσουν. Υπάρχει φοβερό θράσος ανάμεσά τους»,[5] Και την επόμενη στιγμή η καταιγίδα έχει πια ξεσπάσει και έχει σαρώσει τα πάντα, τα όνειρα και τις ελπίδες, τις αυταπάτες: «Τέλειωσε Διοτίμα! Οι άντρες μας λήστεψαν, σκότωσαν, χωρίς διάκριση, σκοτωμένοι και οι αδελφοί μας, οι Έλληνες του Μυστρά, οι αθώοι ή περιπλανώνται αβοήθητοι και τα νεκρά πρόσωπα του καημού τους καλούν ουρανό και γή για εκδίκηση κατά των βαρβάρων, που εγώ ήμουνα επί κεφαλής τους.» Τα βάζει με τον εαυτό του σε μια κρίση ταπεινωμένου μεγαλείου: «Και τώρα ας πάω και να κηρύξω την ωραία υπόθεση. Σίγουρα θα ανοίξουν όλες οι καρδιές για μένα! Πολύ έξυπνα τα έχω καταφέρει. Τους ήξερα τους άντρες μου. Πράγματι! Ήταν ένα εξαιρετικό σχέδιο να φτιάξω τα Ηλύσια μου με μια συμμορία ληστών!» Δεν είναι καν σε θέση να προστατέψει τον εαυτό του, ένας από τους πιστούς του τον πλήγωσε όταν προσπάθησε να τον εμποδίσει «στις φρικαλεότητες:» «Απ΄ όλες τις πλευρές ορμάνε λυσσασμένα μπουλούκια. Σαν επιδημία μαίνεται η αρπαγή στο Μοριά και όποιος δεν πιάνει το σπαθί, τον διώχνουν, τον σφάζουν και οι λυσσασμένοι λένε την ίδια ώρα ότι αγωνίζονται για την ελευθερία μας. Άλλοι από τα ωμά στίφη διατάχθηκαν από τον σουλτάνο και κάνουν τα ίδια. Τώρα μαθαίνω ότι ο άτιμος στρατός μας διασκορπίσθηκε. Οι δειλοί συνάντησαν κοντά στην Τριπολιτσά ένα μπουλούκι Αρβανίτες που ήταν οι μισοί απ’ αυτούς. Αφού όμως δεν υπήρχε τίποτε να λεηλατήσουν, τόσκασαν οι άθλιοι όλοι. Οι Ρώσοι που είχαν αποτολμήσει μαζί μας την εκστρατεία, σαράντα γενναίοι άνδρες, κράτησαν μόνοι τους τη θέση και βρήκαν όλοι το θάνατο.» [6]
Τον έσωσε ο Αλαβάνδας, «που ρίχτηκε σαν τιμωρός θεός ανάμεσα στους πλιατσικολόγους» και έμεινε μαζί του σε μια καλύβα μέχρι να αναρρώσει. Ύστερα αποφασίζει να αναλάβει υπηρεσία στο ρωσικό στόλο, όπως ανακοινώνει στη Διοτίμα, «γιατί με τους Έλληνες δεν έχει πια καμμιά δουλειά.» Λυπάται τον εαυτό του, «Είμαι τόσο μηδαμινός, τόσο άδοξος, σαν τον πιο φτωχό δούλο. Είμαι εξορισμένος και καταραμένος σαν ένας κοινός στασιαστής, και μελλοντικά πολλοί Έλληνες στο Μοριά θα αφηγούνται τις ηρωικές μας πράξεις στα εγγόνια τους σαν μια ιστορία ληστών.» Αλλά ο αληθινός πόνος από την άλλη μεριά ενθουσιάζει, λυτρώνει. «Όποιος πατάει πάνω στην ίδια του τη δυστυχία, στέκεται πιο ψηλά. Και είναι υπέροχο το ότι μόνο στον πόνο της ψυχής αισθάνεσαι την ελευθερία.»[7]
Οι πηγές και η παραποίησή τους
Στην έκδοση της ελληνικής μετάφρασης του «Υπερίωνα» ο μεταφραστής Λ. Γκέμερεϋ αναφέρει ως κύριο λόγο για την τόσο καθυστερημένη εμφάνιση του έργου στα ελληνικά, αυτήν ακριβώς την άκρως αρνητική εικόνα των Ελλήνων που δίνει στο έργο του ο Χαίλντερλιν, εικόνα, η οποία στη συνέχεια, διαμόρφωσε, όπως ισχυρίζεται, και διαχρονικά την γενικά συγκαταβατική και απορριπτική στάση των «Γερμανών» απέναντι στους Νεοέλληνες. Την αρνητική αυτή εικόνα και την εντελώς «ανθελληνική» απεικόνιση των γεγονότων των «Ορλωφικών» ο Χαίλντερλιν τα δανείστηκε, όπως είναι γνωστό, σχεδόν χωρίς αλλαγές, από την βασική «πηγή» του, τη γερμανική μετάφραση του έργου του Γάλλου κόμη Σουασέλ-Γκουφιέ, λάτρη της Αρχαιότητας και συλλέκτη, κατοπινού πρεσβευτή της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, με τον τίτλο «Γραφικό ταξίδι στην Ελλάδα», από τον Heinrich August Ottokar Reichard. [8]
Το θέμα είναι –ο Γκέμερεϋ αντιπαραθέτει τα σχετικά αποσπάσματα από τα δύο κείμενα, το γαλλικό πρωτότυπο και τη γερμανική του μετάφραση, μαζί με την μετάφραση του πρώτου στα ελληνικά– ότι ο Γερμανός μεταφραστής παρενέβη στο αρχικό κείμενο, σε τέτοια έκταση και με τέτοιο τρόπο, που μπορεί να γίνει βάσιμα λόγος για σκόπιμη παραποίησή του. Έτσι, όχι απλώς αλλοίωσε το νόημα λέξεων ή φράσεων, αλλά προσέθεσε τμήματα, κάποιες φορές ολόκληρες παραγράφους, δικής του συνθέσεως, στο κείμενο του πρωτότυπου, διαστρέφοντας έτσι εντελώς το νόημά του, με αποκλειστικό σκοπό, όπως φαίνεται από τον συστηματικό τρόπο με τον οποίο γίνεται αυτό, να αμαυρώσει εντελώς την εικόνα των Ελλήνων επαναστατών, παρουσιάζοντάς τους ως δειλούς και ως ληστές πλιατσικολόγους. Σε άλλα σημεία, αντί να προσθέσει, παρέλειψε λέξεις, φράσεις ή και ολόκληρα τμήματα του γαλλικού πρωτότυπου, αλλοιώνοντας και με τον τρόπο αυτό το νόημά του, εφόσον στα σημεία αυτά ο Σουασέλ παραθέτει μία, αν όχι θετική, πάντως διαφοροποιημένη, και σίγουρα πιο μετριοπαθή και ισορροπημένη αφήγηση και εκτίμηση των γεγονότων που διαδραματίστηκαν στην Πελοπόννησο την ταραγμένη εκείνη περίοδο. [9]
O Γάλλος ευγενής επισκέφτηκε την Πελοπόννησο λίγα μόλις χρόνια μετά τα γεγονότα που περιγράφει, όταν οι ορδές των Τουρκαλβανών μισθοφόρων που είχαν σταλεί για να καταπνίξουν την εξέγερση, μόλις είχαν με τη σειρά τους εξοντωθεί, ύστερα από μια ολόκληρη δεκαετία καταστροφών και λεηλασίας. Με αυτήν την εικόνα της γενικής ερήμωσης ξεκινά την περιγραφή του. Η εικόνα αυτή όμως δεν ικανοποιεί, όπως φαίνεται, από μόνη της τον μεταφραστή, γι’ αυτό την αναπτύσσει, παρεμβάλλοντας μιαν ολόκληρη παράγραφο δικής του εμπνεύσεως, στην οποία περιγράφεται το πώς οι εκφυλισμένοι και δειλοί Έλληνες κάθονταν σαν τα πρόβατα να τους σφάζει αυτή η «φούχτα ληστών», προτού ξαναπιάσει το νήμα της αφήγησης του πρωτότυπου με την εξιστόρηση της άφιξης των ρωσικών πλοίων, καθώς και των πρώτων σταδίων της εξέγερσης. [10]
Περιγράφοντας έτσι την ανεπιτυχή πολιορκία της Κορώνης από τον κόμη Θεόδωρο Ορλώφ μαζί με ομάδες Μανιατών, ο Σουασέλ την αποδίνει στον μικρό αριθμό των στρατιωτικών δυνάμεων που είχαν φέρει μαζί τους οι Ρώσοι, και στην αμοιβαία δυσαρέσκεια που υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτούς και στους Έλληνες, αφού και οι δυο πλευρές», όπως λέει, «είχαν υπερβάλλει ως προς τα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους.» Οι Μανιάτες πιο συγκεκριμένα, βλέποντας τις ισχνές ρωσικές δυνάμεις και μη έχοντας λάβει τα όπλα και τα εφόδια που τους είχαν υποσχεθεί, δεν πήραν τα όπλα παρά μόνο εν μέρει, και ήδη οι περισσότεροι από αυτούς δεν περίμεναν πως θα πετύχαινε η εξέγερση. Από την άλλη μεριά, συνεχίζει ο Γάλλος, αποθαρρυμένοι, καθώς φοβόντουσαν ότι δεν θα πολεμούσαν στην πραγματικότητα για την ελευθερία τους, δεν νοιάζονταν παρά να λεηλατήσουν και να ξαναγυρίσουν με τη λεία στα βουνά τους. [11]
Είναι ωστόσο στην περιγραφή του μοιραίου επεισοδίου της παράδοσης του Μυστρά και της επακόλουθης σφαγής, που συνέτριψε τα όνειρα του Υπερίωνα, που ο παρεμβατικός ζήλος του Ράιχαρντ φτάνει στο αποκορύφωμά του: Η πόλη είχε μόλις παραδοθεί, αφηγείται στο πρωτότυπο κείμενο ο Σουασέλ, και συμφωνήθηκε η φρουρά, που είχε καταφύγει στο φρούριο, να αφεθεί να βγεί και να αποσυρθεί προς το εσωτερικό της χώρας. Τότε ένα σώμα «Βουνίσιων» –αυτό του οποίου υποτίθεται πως ήταν επικεφαλής ο Υπερίων στην διήγηση του Χαίλντερλιν– σκαρφάλωσε στο κάστρο, από την αντίθετη προς την πόλη πλευρά, και άρχισε να καταδιώκει τους Τούρκους, οι οποίοι κατέφυγαν στο οχυρό επισκοπικό μέγαρο, υπό την προστασία των προεστών της πόλης και των αρχηγών της Ανατολικής Λεγεώνας. Και συνεχίζει αμέσως μετά την εξιστόρηση με την άφιξη του Αλέξη Ορλώφ, ανώτερου διοικητή των ρωσικών δυνάμεων, ο οποίος, μαθαίνοντας την πτώση του Μυστρά, διέταξε την Ανατολική Στρατιά να βαδίσει ενάντια στην Τριπολιτσά και να την καταλάβει.
Και νά πώς, αλλοιώνοντας εντελώς το πρωτότυπο, απέδωσε το επεισόδιο αυτό ο Ράιχαρντ: «Τον κατέλαβαν με συνθηκολόγηση» (τον Μυστρά), αρχίζει, και, κόβοντας απότομα την αφήγηση του πρωτότυπου, «αλλά αυτοί οι ληστές», συνεχίζει ακάθεκτος, «που ο χαμός μιας τόσο πλούσιας λεηλασίας, του μοναδικού σκοπού των ηρωικών τους εκστρατειών, ενόχλησε, ξεχύθηκαν στην πόλη, αγνοώντας όλα τα μέσα που εφάρμοσαν οι Ρώσοι (για να τους συγκρατήσουν) σκότωσαν τους κατοίκους της, τους συμπολίτες τους, τους συγγενείς τους, κατά χιλιάδες, και ανανέωσαν εκείνες τις σκηνές της αποστροφής και της φρίκης, με τις οποίες τα χρονικά του κόσμου είναι δυστυχώς! γεμάτα….. Αυτό το στίφος των βαρβάρων, στο οποίο προστίθενταν καθημερινά καινούρια μπουλούκια από τα βουνά, που έσπευδαν να μοιραστούν τις καταστροφές και τα λάφυρα, σχεδίαζε να κυριεύσει την Τριπολιτσά». [12]
Υπονοείται προφανώς για να συνεχίσουν τις σφαγές και τις λεηλασίες. Και ήταν στην Τριπολιτσά που, έχοντας καταλάβει το κάστρο, οι πολιορκητές δέχτηκαν την επίθεση ενός «πολυάριθμου στρατιωτικού σώματος» έφιππων Αλβανών, συνεχίζει ο Σουασέλ, και υποχωρώντας μπροστά στον τρόμο που πάντα προκαλούσαν τα στίφη αυτά των άγριων μισθοφόρων, σκορπίστηκαν στα βουνά, αφήνοντας μόνους τους τους Ρώσους, που έπεσαν μέχρι τον τελευταίο πολεμώντας γενναία. Μανιασμένοι με αυτήν την αντίσταση, οι Αλβανοί λεηλάτησαν και πυρπόλησαν την πόλη, γεγονότα, που όπως είδαμε, αναφέρει και ο Χαίλντερλιν, χωρίς όμως τους παραφουσκωμένους αριθμούς της πηγής του. [13]
Ολοκληρώνοντας την σύντομη περιγραφή των δραματικών γεγονότων των «Ορλωφικών» ο Σουασέλ αποδίνει την αποτυχία της εξέγερσης στα προσκόμματα που προκάλεσε η απείθεια των Ελλήνων εξεγερθέντων, οι οποίοι δεν πείστηκαν από την αρχή για τις αγαθές προθέσεις των ομοδόξων τους, που τους εξώθησαν σε μιαν εξέγερση για την οποία τιμωρήθηκαν τελικά τόσο σκληρά. Για τον Γερμανό μεταφραστή όμως, αιτία της τραγικής αυτής αποτυχίας ήταν η «απίστευτη δειλία των Ελλήνων», που, πράγματι, πλήρωσαν «αρκετά ακριβά» την «απερίσκεπτη ανταρσία τους και (τον) ενθουσιασμό με τον οποίον δέχθηκαν τους νέους αφέντες τους, που ίσως να τους έκαναν σύντομα να νοσταλγήσουν τους παλιούς.» Γιατί, συνεχίζει ο Ράιχαρντ, η εξουσία του οθωμανικού και του ρωσικού κράτους ήταν εξίσου δεσποτικές. Η διαφορά τους ήταν πως η αυτοκρατορία των Οθωμανών ήταν πλέον ένα αδύνατο και κλονισμένο κράτος, ενώ η Ρωσική Αυτοκρατορία, και μόνο λόγω της νεότητάς της, ήταν, ως κράτος, κατά πολύ ισχυρότερο. Από την πλευρά των υπόδουλων Ελλήνων όμως, σχολιάζει, το να πιστέψουν πως, αλλάζοντας την ασθενική κυριαρχία ενός ετοιμοθάνατου κράτους με την ισχύ ενός εξίσου καταπιεστικού κράτους, όπως το ρωσικό, ήταν προς όφελός τους, ήταν αφελές.
Στο σημείο αυτό ο Γερμανός δεν αποκλίνει από τον γενικότερο προβληματισμό της εποχής, σχετικά με την ταχύτατα αυξανόμενη ισχύ της Ρωσίας και την ιμπεριαλιστική της εξάπλωση, σε συνδυασμό με το μέλλον της εξασθενημένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Επειδή, βέβαια, για κανέναν από τους συγχρόνους –αλλά ούτε και για τους ίδιους τους εξεγερμένους και, προφανώς, ούτε για τους Ρώσους «ελευθερωτές», παρά τις μεγαλόπνοες διακηρύξεις και υποσχέσεις τους– δεν ετίθετο θέμα πραγματικής αυτοδιάθεσης των «απελευθερωμένων» από την τουρκική κυριαρχία χωρών. Το ρωσικό σχέδιο ήταν, όπως με ρεαλισμό το συνοψίζει ο Ράιχαρντ, η κατάκτηση και ο διαμοιρασμός των οθωμανικών εδαφών μεταξύ των «προθύμων» ή «ενδιαφερομένων» Δυνάμεων, κατά πρωτεύοντα λόγο της Αυστρίας και της Ρωσίας, σχέδιο, την «εκτέλεση» του οποίου οι υπόλοιπες Δυνάμεις παρακολουθούσαν, υπερασπιζόμενες τα ιδιαίτερα συμφέροντά της η κάθε μία, χωρίς όμως, εκ των πραγμάτων, εδαφικές βλέψεις. [14] Αυτή την οριστική απώλεια κάθε αυταπάτης για τους πραγματικούς σκοπούς της ευρύτερης ρωσικής πολιτικής –αλλά και των δικών τους κρυφών ελπίδων να την υπερκεράσουν– εκφράζει, όπως είδαμε, και ο Χαίλντερλιν. Ο Υπερίων με τον Αλαβάνδα συνεχίζουν τον πόλεμο στο πλευρό των Ρώσων, αλλά χωρίς ψυχή, και η εξέγερση, στην οποία τόσες ελπίδες είχαν επενδύσει, τους αποκαλύπτεται πλέον, μετά την τελική ρωσική νίκη, ως ένα απλό επεισόδιό του. Οι τραγικές συνέπειες που είχε η αποτυχία της για τους εξεγερμένους, και η συντριβή των ελπίδων όσων είχαν ελπίσει σ’ έναν καλύτερο κόσμο, δεν ήταν έτσι παρά λεπτομέρειες, παράπλευρο κόστος. Για τον συντριμμένο, τον απόλυτα ηττημένο ήρωα του Χαίλντερλιν, η ρωσική νίκη δεν έχει πλέον κανένα νόημα, καμμία αξία. Συμμετέχει στην τελική μάχη επιζητώντας τον θάνατο, κι αν σώζεται την τελευταία στιγμή από το ολοκαύτωμα, η καρδιά του μένει ψυχρή: «έτσι αλληλοεξοντώνονται οι τύραννοι» καταλήγει το γράμμα στον φίλο του Μπελλαρμίνο, στο οποίο αφηγείται τα γεγονότα.
Παραποιημένες μεταφράσεις και ανομολόγητες προκαταλήψεις
Ύστερα απ’ αυτό, ο Υπερίων συνεχίζει την, μοναχική πλέον πορεία του, προς την αυτονόμηση και την αυτογνωσία, παραιτούμενος οριστικά από τη δράση, έξω από το ρεύμα της Ιστορίας που τον είχε παρασύρει μέχρι τότε. Ξαναγυρίζει στον αχρονικό κόσμο της ενδοσκόπησης, της ενατένισης της συσσωρευμένης εμπειρίας. Οι δύο κόσμοι, ο «πραγματικός» της Ιστορίας και ο «φανταστικός» της ποιητικής μυθοπλασίας συναντήθηκαν για λίγο στο έργο και τροφοδότησαν ο ένας τον άλλον, προτού ΄χωρίσουν» και πάλι. Μόνο που στην πολυδαίδαλη επικράτεια του ανθρώπινου φαντασιακού τέτοιες διασταυρώσεις, επικαλύψεις και αλληλοτροφοδοτήσεις δεν είναι ουδέτερες: γεννούν εντυπώσεις και καλλιεργούν στάσεις, που παγιωμένες πλέον με την πάροδο του χρόνου, δύσκολα ανασκευάζονται. Στην περίπτωση του χαιλντερλινικού «Υπερίωνα» και της «γερμανικής» στάσης απέναντι στους νεώτερους Έλληνες, της οποίας υπήρξε, τόσο ένα αρχικό σύμπτωμα, όσο και κατοπινός καταλύτης, ο ρόλος του «υστερόβουλου ενδιάμεσου», του Ράιχαρντ, αλλά και της μετάφρασης, ως πεδίου ιδεολογικής παρέμβασης και σκόπιμης διαστρέβλωσης της όποιας «αλήθειας», δεν έχει προσεχθεί αρκετά.
Η παρέμβαση καθ’ εαυτή σ’ ένα δεδομένο πρωτότυπο, εγγενής ούτως ή άλλως στην ίδια την πράξη της μετάφρασης, δεν υπήρξε ξένη στα μεταφραστικά ήθη της Ευρώπης του Διαφωτισμού, εντελώς το αντίθετο. Αυτό που κάνει την συγκεκριμένη μετάφραση ιδιαίτερη, είναι το είδος της στοχευμένης, ηθελημένα μονόπλευρης, παρέμβασης που επιχειρεί ο μεταφραστής, με πρόθεση που φαίνεται εξαρχής σαφής, αν και, εκ πρώτης όψεως, ακατανόητη, όσον αφορά τα κίνητρά της: την αμαύρωση της εικόνας των Ελλήνων εξεγερμένων. Και τείνει κανείς να πιστέψει ότι, διαχρονικά, ο στόχος μάλλον επετεύχθη, αν κρίνει κανείς από το γεγονός πως υπάρχουν σύγχρονοι μελετητές, που δεν εξετάζουν καν το ενδεχόμενο της σκόπιμης παραποίησης, και επιχειρούν να ερμηνεύσουν την στάση του Ράιχαρντ ως απόπειρα «συμπλήρωσης» του αρχικού κειμένου με πληροφορίες από «άλλες» πηγές. Αυτό κάνει, για παράδειγμα, ο C. W. Clairmont, όταν, σ’ ένα άρθρο του για την πρόσληψη του έργου του Χαίλντερλιν από τους Νεοέλληνες –πολύ περιορισμένη, σε σύγκριση με άλλες χώρες, δεδομένου μάλιστα, εκφράζει την έκπληξή του ο μελετητής, ότι ο Χαίλντερλιν υπήρξε, κατά γενική παραδοχή, ανάμεσα στους συγγραφείς, ο κατ΄ εξοχήν «υμνητής της Ελλάδας»!– προσπαθεί να αποκαταστήσει τη χαμένη μεταφραστική «τιμή» του Ράιχαρντ, παρουσιάζοντας την παραποιημένη μετάφρασή του ως «ακριβέστερη» περιγραφή των πραγματικών ιστορικών γεγονότων. Αναφερόμενος στην αντιπαράθεση του γαλλικού πρωτότυπου με την παραποιημένη γερμανική μετάφραση, που παρατίθεται στην έκδοση της ελληνικής μετάφραση του «Υπερίωνα» από τον Γκέμερευ, ο Κλέρμοντ παρουσιάζει τον Γερμανό μεταφραστή να αποκαθιστά, ούτε λίγο ούτε πολύ, την ιστορική αλήθεια, ισχυριζόμενος ότι η πραγματική εξέλιξη των γεγονότων της εξέγερσης στην Πελοπόννησο μπορεί να βρισκόταν πράγματι πιο κοντά στην περιγραφή που έδωσε αυτός στο κείμενο της μετάφρασής του, απ’ ότι το έκανε το γαλλικό πρωτότυπο το οποίο μετέφραζε! [15]
Προτείνει μάλιστα ως πιθανή «πηγή» του Γερμανού την ανώνυμη «Ιστορία του τρέχοντος πολέμου ανάμεσα στη Ρωσία, την Πολωνία και την Οθωμανική Πύλη», μια πολυεπίπεδη καταγραφή των πολεμικών γεγονότων στην Ανατολική Ευρώπη και την Μεσόγειο μεταξύ 1768 και 1774, που εκδόθηκε σε τεύχη στη Φραγκφούρτη και την Λειψία, ανάμεσα στα 1771 και τα 1775. [16] Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει σ’ αυτό βέβαια, πως, ακόμα κι αν ήταν δυνατό να αποδειχτεί –πράγμα που δεν κάνει ο συγγραφέας του άρθρου– πως ο Ράιχαρντ γνώριζε το εν λόγω κείμενο –ή κάποια άλλη πηγή για τα συγκεκριμένα γεγονότα– και το έλαβε υπόψη του, το γεγονός παραμένει πως, αντί για μετάφραση του γαλλικού πρωτότυπου παρέδωσε στο ανυποψίαστο αναγνωστικό κοινό ένα αυθαίρετα διαφοροποιημένο, επανεπεξεργασμένο και «επαυξημένο» από τον ίδιο κείμενο. [17]
Το πιο σοβαρό όμως είναι, πως, η περιγραφή των γεγονότων της ρωσικής επέμβασης στην Πελοπόννησο, όπως δίνεται στα σχετικά αποσπάσματα της σχεδόν σύγχρονης των γεγονότων «Ιστορίας», που αναφέραμε πιο πάνω, δεν βρίσκεται, αντίθετα με τον ισχυρισμό του Κλερμόντ, και τόσο κοντά, όχι στο «γράμμα», αλλά ούτε και στο «πνεύμα» του «επαυξημένου» κειμένου του Ράιχαρντ![18] Οι περιγραφές αρκετών από τα επεισόδια του πολέμου, από την αρχική απόβαση των Ρώσων, τις πολιορκίες Κορώνης, Μεθώνης και Ναυαρίνου, ή την πολιορκία και τη σφαγή στο Μυστρά, διαφέρουν, ενώ δίνεται πολύ μεγαλύτερη έκταση στην δράση και τα αντίποινα των Τούρκων, στις εκτεταμένες σφαγές των Ελλήνων από τους Αλβανούς μισθοφόρους, τις καταστροφές και τις λεηλασίες, με ιδιαίτερη δραματική ένταση στο τέλος, όταν ο Αλέξης Ορλώφ επιβιβάζει τους στρατιώτες του στα πλοία και αναχωρεί, για να συναντήσει τον τουρκικό στόλο, ενώ στην ακτή, απέναντι, οι Τούρκοι σφάζουν τους άτυχους κατοίκους που οι Ρώσοι εγκαταλείπουν στη μοίρα τους. Οι Έλληνες εξεγερμένοι λεηλατούν κι αυτοί και καταστρέφουν, πράγματι, ο συγγραφέας επανέρχεται συχνά στο θέμα, αλλά η συνολική εικόνα που δίνεται είναι αυτή της γενικευμένης βίας και του χάους. Ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων. Πολεμικά ήθη βάρβαρα ίσως, και αντίθετα με τους ευρωπαϊκούς νόμους του πολέμου, όπως θα διαπίστωναν 50 χρόνια αργότερα οι Φιλέλληνες που συμμετείχαν στον ξεσηκωμό του ΄21, αυτή ήταν η πραγματικότητα όμως, τα πολεμικά ήθη του τόπου και της εποχής και αυτά ακολουθούσαν όλες οι αντιμαχόμενες πλευρές.
Ο ανώνυμος συγγραφέας της «Ιστορίας» επανέρχεται επίσης και στο θέμα της απειθαρχίας και της έλλειψης συντονισμού των Ελλήνων –οι Μανιάτες αναφέρονται πάντα ξεχωριστά– ενώ εξαίρει, όπως και ο Ράιχαρντ, την γενναιότητα των Ρώσων στρατιωτών. Από το άλλο μέρος όμως αποδίδει την αποτυχία της εξέγερσης σε πολλούς παράγοντες, με βασικό την πλημμελή της προετοιμασία, τις λανθασμένες πληροφορίες και εκτιμήσεις σχετικά με τον τόπο, τις διαθέσιμες δυνάμεις και την ετοιμότητα των Τούρκων, καθώς και την αποτυχία των Ρώσων οργανωτών να εξασφαλίσουν την βοήθεια που είχαν ελπίσει όταν σχεδίασαν την τολμηρή κάθοδό τους στη Μεσόγειο –όπως π.χ. από τους Ιππότες της Μάλτας ή τα άλλα ιταλικά κράτη, που όμως παρέμειναν ουδέτερα– και κατά συνέπεια την αδυναμία τους να εκπληρώσουν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει στους εξεγερμένους. Αναφέρεται επίσης ξεκάθαρα και σε λάθη τακτικής των Ρώσων, όπως η λύση της πολιορκίας της Κορώνης από τον Αλέξιο Ορλώφ, που απογοήτευσε τους εξεγερμένους Έλληνες και ενθάρρυνε τους Τούρκους, αφού έγινε φανερό πως οι ρωσικές ενισχύσεις που αναμένονταν δεν ήταν τελικά και τόσο σημαντικές. [19] Θέμα όμως «δειλίας» των Ελλήνων εξεγερμένων στο οποίο επανέρχεται με τέτοια μονότονη επιμονή ο Ράιχαρντ, και μάλιστα ως κύρια αιτία της τελικής αποτυχίας του εγχειρήματος, ποτέ δεν τίθεται. Εν ολίγοις, μακράν του να βρίσκεται «πιο κοντά» στην ραινχάρντια «εκδοχή» των γεγονότων, ο συγγραφέας της «Ιστορίας» φαίνεται πως τα προσεγγίζει στο ίδιο, σε γενικές γραμμές πνεύμα, όπως και ο Σουασέλ-Γκουφφιέ.
Ένας Γάλλος ευγενής στη χώρα των Ελλήνων
Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα των επαναστατημένων Ελλήνων που δίνει ο τελευταίος στο «Ταξίδι» του, και της δράσης τους στην διάρκεια της εξέγερσης, δεν είναι και τόσο θετική, ώστε να τον υποπτεύεται κανείς για μεροληψία υπέρ τους.΄Ηταν, άλλωστε, κοινός τόπος στις αφηγήσεις όλων των Ευρωπαίων ταξιδευτών που επισκέπτονταν την Ανατολή στους νεώτερους χρόνους, το θέμα του απόλυτου ξεπεσμού και της εξαχρείωσης των σύγχρονών τους Ελλήνων, σε σχέση και σύγκριση με τους ενδόξους αρχαίους προγόνους τους. Όχι, ο Σουασέλ δεν είναι φιλέλλην, κι ας παρουσιάζεται από κάποιους ως τέτοιος, επειδή ενδιαφερόταν για την Αρχαία Ελλάδα και συγκέντρωνε μανιωδώς αρχαιότητες. [20] Δεν είναι όμως και μισέλλην. Με την αυτοπεποίθηση και την αίσθηση ανωτερότητας που του εξασφαλίζουν η καταγωγή, η μόρφωση και η κοινωνική του θέση μπορεί να δείχνεται γενναιόδωρος: «Ο σκλάβος που δεν κάθεται ήσυχος και βασανίζεται να ελευθερωθεί από τις αλυσίδες του μπορεί να δρά με τρόπο άλογο, κανείς δεν μπορεί όμως να τον θεωρήσει ποταπό: η ίδια του η αναστάτωση τον σώζει από την περιφρόνηση και του δίνει κάποιο δικαίωμα στον σεβασμό των άλλων. Απ΄ αυτήν την άποψη, οι Έλληνες που αδημονούν κάτω από τον ζυγό τους, ξανααποκτούν ενδιαφέρον», γράφει. [21]
Περιγράφοντας εξάλλου τον τρόπο που διαμόρφωσε τη γνώμη του γι’ αυτούς και η ανάλυση που κάνει των κινήτρων του, μιλά για την στάση μιας ολόκληρης εποχής απέναντί τους, και όχι μόνο εκείνης της εποχής: το ίδιο το ενδιαφέρον που μου προκαλούσαν –οι Έλληνες– λέει, με έκανε να τους κρίνω με υπερβολική αυστηρότητα. «Σε κάποιον άλλο λαό, σίγουρα θα είχα αισθανθεί λύπηση για τους ανθρώπους που καταπιέζονται. Αλλά αυτοί οι δυστυχείς δεν ήταν απλώς άνθρωποι, ήταν οι απόγονοι των Ελλήνων. Και ο σεβασμός μου για το όνομά τους έκανε πιο μεγάλη στα μάτια μου την κατάπτωσή τους.» Παρ’ όλα αυτά, δεν το βάζουν κάτω, συνεχίζει, ακόμα και τώρα, που οι προσπάθειές τους απέβησαν μάταιες και τιμωρήθηκαν τόσο σκληρά, επιμένουν. «Τα κλίματα αυτά μπορούν ακόμα να γεννήσουν πράξεις ηρωισμού που θα κατέπλησσαν και τα πιο πολιτισμένα Έθνη της Ευρώπης.» [22] Και αναζητά τα θετικά στοιχεία στον χαρακτήρα των σύγχρονων Ελλήνων που συναντά στο ταξίδι του, επιβιώσεις των αρχαίων ηρωικών ιδανικών, μέσα στη γενική εξαχρείωσή τους.»[23] Γενναιοδωρία και αυτοσυγκράτηση στις κρίσεις του Γάλλου, που ο Γερμανός μεταφραστής του προφανώς δεν συμμερίζεται.[24]
Ωστόσο, στην καθαυτό αφήγηση των γεγονότων, όπως αναφέραμε, ο Σουασέλ δεν δείχνεται επιεικής απέναντι στους εξεγερμένους Έλληνες, κι ας είναι τα σημάδια της καταστροφής που αντικρύζει ακόμα νωπά. Η άποψή του γι’ αυτούς και για την πολεμική τους αρετή, στον απόηχο των σχετικά πρόσφατων γεγονότων, κάθε άλλο παρά θετική είναι. Θεωρεί πως μόνο οι σκληροτράχηλοι κάτοικοι των βουνών –αναφέρει χαρακτηριστικά τους Αλβανούς και τους Μανιάτες– διατηρούσαν ακόμα το ηρωικό φρόνημα και την ασυμβίβαστη αγάπη για την ελευθερία που θα τους επέτρεπε να φέρουν επάξια το όνομα των Ελλήνων: «…είναι αυτοί οι λαοί (peuples), οι κάτοικοι των ορέων, οι μόνοι που αξίζουν να ονομάζονται Έλληνες και να εξυψώσουν τους υπόλοιπους στην τιμή να θεωρούνται άξιοι του ονόματος αυτού. Απ’ αυτούς μόνο θα έπρεπε να περιμένουν οι Ρώσοι πραγματική στήριξη στην εκστρατεία τους στο Μωριά…» δηλώνει ήδη από την Εισαγωγή.
Mε την προϋπόθεση βέβαια πως οι τελευταίοι θα είχαν χρησιμοποιήσει δυνάμεις ανάλογες με την σημασία αυτής της επιχείρησης, συνεχίζει ο Σουασέλ, και πως θα υπήρχε κάποιο σχέδιο και συντονισμός με τους ντόπιους Έλληνες, καθώς και μεταξύ των αρχηγών των διαφόρων ομάδων. Φαίνεται όμως, ότι, κι απ’ τις δυό πλευρές, βασίζονταν στην επιτυχία ξαφνικών τολμηρών κινήσεων και δράσεων, όλα έγιναν απότομα και βιαστικά: « δεν υπήρξαν παρά μερικοί συνωμότες εκεί που χρειαζόταν ένας συνασπισμός δυνάμεων. Υπήρξε μόνο μια ανταρσία, εκεί που θα χρειαζόταν ένας ξεσηκωμός για να αλλάξει τη μοίρα της Ελλάδας.» Και σε αντίθεση με τον Γερμανό μεταφραστή του που θέλει οπωσδήποτε να μεταδώσει μιαν ενιαία εικόνα δειλίας και πλήρους εξαχρείωσης των Ελλήνων εξεγερμένων, ο Σουασέλ παραθέτει παραδείγματα ύψιστου πολεμικού φρονήματος: «..εκεί», αφηγείται στο εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου του, «υπάρχει ακόμα, τον είδα, ένας από αυτούς τους Μανιάτες αρχηγούς, που αφού πήραν τα όπλα με την άφιξη των Ρώσων, κλεισμένος σ’ έναν πύργο με 40 άνδρες, άντεξε μια πολιορκία ενάντια σε έξι χιλιάδες Τούρκους. Αμύνθηκε πολλές μέρες, και όταν οι πολιορκητές κατάφεραν τελικά να βάλουν φωτιά στο καταφύγιό του, είδαν να βγαίνουν από αυτό, μέσα στα αίματα και γεμάτοι πληγές, δύο άνδρες, ένας γέροντας και ο γιός του.» Από την άλλη μεριά, αναφερόμενος σε διάφορες και διακριτές ομάδες εξεγερμένων που έλαβαν μέρος στα γεγονότα που περιγράφει –μιλάει για ορεσίβιους, Μανιάτες, αλλά και Σλαύους– ο Σουασέλ μεταφέρει μία πιο ακριβή, αν και αναπόφευκτα αόριστη και μπερδεμένη, εικόνα της κατακερματισμένης κοινωνίας της Πελοποννήσου στις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα –η οποία δεν θα αλλάξει και πολύ στα 50 χρόνια που θα ακολουθήσουν, μέχρι την Επανάσταση του 21– από το ομοιογενές πλήθος των «δειλών Ελλήνων» της γεμάτης ανεξήγητη εμπάθεια φαντασίας του Ράιχαρντ.
Σε σχέση με τα παραπάνω πρέπει ίσως να δούμε και την επαναλαμβανόμενη, ρομαντικής εμπνεύσεως κοινοτοπία, σχετικά με τον «προφητικό» χαρακτήρα της ποιητικής αφήγησης της εξέγερσης των «Ορλωφικών» από τον Χαίλντερλιν, αναγνωσμένης –φυσικά!– πρωθύστερα ως προεικάσματος των αγριοτήτων, σφαγών και λεηλασιών στη διάρκεια των εμφυλίων συγκρούσεων της Επανάστασης του 1821. Η ομοιότητα ωστόσο στις περιγραφές των σκληρών διαψεύσεων –οι οποίες μπορούν ίσως να ακουστούν σαν ηχώ της τραγικής διάψευσης του Υπερίωνα– που περιέχονται στις διάφορες αφηγήσεις ξένων Φιλελλήνων, που έσπευσαν, γεμάτοι παρόμοια υψηλά ιδανικά, να συμμετάσχουν στην εξέγερση, δεν είναι, σε σημαντικό βαθμό, τίποτε άλλο από την δραματική «έκφραση» της αναπόφευκτης απόστασης που υπήρξε, ανάμεσα στην υψηλή φαντασία των ευγενών προθέσεων (αλλά και την συνείδηση πολιτισμικής ανωτερότητας,) των περισσότερων από αυτούς, όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με την άγρια πραγματικότητα του ξεσηκωμού μιας πολιτισμικά διαφορετικής, κερματισμένης, και για αιώνες εθισμένης σε συνεχείς ανατροπές και άκρατη βία –διαφορετική από την «πολιτισμένη», ευρωπαϊκή βία– κοινωνίας, σε συνθήκες ενός εξοντωτικού πολέμου.
Είναι σημαντικό να επισημάνουμε εδώ, πως, στην πρωτότυπη γαλλική έκδοση, οι σκέψεις, οι κρίσεις και οι επανεκτιμήσεις του Σουασέλ-Γκουφιέ σχετικά με τους σύγχρονούς του Έλληνες, στις οποίες αναφερθήκαμε πιο πάνω, δεν περιλαμβάνονται στο κείμενο της κυρίως αφήγησης του ταξιδιού του στην Ελλάδα (στο πρώτο κεφάλαιο της οποίας γίνεται και η αναφορά στα γεγονότα της εξέγερσης της Πελοποννήσου,) αλλά στον «Προκαταρκτικό λόγο», που προηγείται. Σ’ αυτόν ο συγγραφέας θέτει, εν είδει Εισαγωγής, το γενικώτερο πλαίσιο, όχι μόνο γεωγραφικό ή «πολιτισμικό», αλλά και ιστορικό, για την περιγραφή του «μυθικού» τόπου που επισκέπτεται και των κατοίκων του, και μάλιστα από την άποψη του τραγικού παρόντος και των πρόσφατων καταστροφικών γεγονότων που τον σημάδεψαν. Από την άποψη αυτή, το έργο του Σουασέλ-Γκουφιέ, συνεχίζει μεν την παράδοση των ταξιδιωτικών περιηγήσεων Ευρωπαίων επισκεπτών στην Ελλάδα, σε αναζήτηση κατά κύριο λόγο της Αρχαιότητας, σηματοδοτεί όμως ταυτόχρονα και την κορύφωση μιας νέας διανοητικής και αισθητικής προσέγγισης στο θέμα, που μπορεί να συνοψισθεί στην κάπως αόριστη και όχι εύκολα κατανοητή έννοια του «γραφικού» που αναφέρεται και στον τίτλο του έργου, και εικονογραφείται, ως προμετωπίδα, με την προσωποποίηση της Ελλάδας, αλυσοδεμένης, καθισμένης ανάμεσα στους τάφους των ηρώων που αγωνίσθηκαν για την ελευθερία της.[25]
Το ενδιαφέρον στρέφεται έτσι από την Αρχαιότητα καθ΄ εαυτή, στο ελληνικό τοπίο, και ο συγγραφέας, απομακρυνόμενος, τόσο από την λόγια καταγραφή αποκλειστικά των αρχαίων μνημείων, όσο κι από τις συναισθηματικές εξάρσεις των ρομαντικών, επιχειρεί να εγείρει το ενδιαφέρον και την συμπάθεια των Ευρωπαίων για την ελληνική γη, όπως την αντίκρυσε, στο θλιβερό της παρόν, ιδωμένης όμως παράλληλα και στο βάθος της ιστορικής της διαδρομής.
Τα σημαντικά αυτά «Προλεγόμενα» όμως δεν περιλαμβάνονται στη γερμανική έκδοση του έργου, η οποία ξεκινά απευθείας με την καθαυτό αφήγηση του «Ταξιδιού», (επομένως με την αφήγηση των «Ορλωφικών»), και ο Ράιχαρντ δεν κάνει καμμία αναφορά σ’ αυτά στην σύντομη «Εισαγωγή» του. Συνειδητή ή όχι, προσωπική απόφαση του μεταφραστή, ή πολιτική του εκδότη, η επιλογή αυτή, μαζί με την άκρως «ανθελληνική» «επανεπεξεργασία» του πρωτότυπου κειμένου, φαίνεται πως αντανακλούν ένα γενικότερο κλίμα που επικράτησε, στις γερμανόφωνες στην προκειμένη περίπτωση, χώρες σχετικά με τα συγκεκριμένα γεγονότα, και μάλιστα όταν αυτά, την εποχή που εκδίδεται το έργο, απέχουν πλέον αρκετά, χρονικά.
Για τους σκοπούς της προπαγάνδας
Ήδη από την εποχή των γεγονότων ωστόσο, η γενική εικόνα που έτεινε να διαμορφωθεί σχετικά με την αποτυχημένη εξέγερση της Πελοποννήσου –ένα απλό επεισόδιο, σε τελευταία ανάλυση του ρωσοτουρκικού πολέμου, στο οποίο, η τόλμη του εγχειρήματος και το «όνομα» των Ελλήνων τράβηξαν την προσοχή του ευρωπαϊκού κοινού– ήταν αυτή του υψηλού ρωσικού πολεμικού φρονήματος (που «επιβεβαιώθηκε» με την νικηφόρα για την Ρωσία τελική έκβαση της επιχείρησης,) και της αντίστοιχης έλλειψής του στους εξεγερμένους Έλληνες, που αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων. Κατάλληλα καλλιεργούμενη από την ρωσική πλευρά, η απαξιωτική αυτή εικόνα υπηρετούσε τις επιδιώξεις και τους διαχρονικούς στόχους της ρωσικής πολιτικής, προωθώντας την δική της εκδοχή των γεγονότων, καθώς είχε, προφανώς, κάθε λόγο να «φορτώσει», στα μάτια της ευρωπαϊκής «κοινής γνώμης», την αποτυχία του αντιπερισπασμού της στην Πελοπόννησο και τις φοβερές συνέπειές του για τους εξεγερμένους, αποκλειστικά σ’ αυτούς τους τελευταίους, στην ανικανότητα και την δειλία τους. Είναι γνωστή άλλωστε η πολιτική επηρεασμού, μέσω του Τύπου, της δυτικοευρωπαικής κοινής γνώμης, από την Αικατερίνη την 2η, υπέρ της Ρωσίας και της δικής της εξουσίας, καθώς και τα «ανοίγματά» της, με τον ίδιο σκοπό, σε σημαντικούς Γάλλους Διαφωτιστές.[26] Και να τί γράφει στον Βολταίρο, στις 9 Οκτωβρίου 1770: «..οι Έλληνες, οι Σπαρτιάτες, έχουν εντελώς εκφυλιστεί. Προτιμούν την λεηλασία από την ελευθερία. Θα αποτύχουν ολοκληρωτικά αν δεν εκμεταλλευτούν την βοήθεια και τις συμβουλές του ήρωα που τους έστειλα.» [27]
Στις κοινωνίες των γερμανικών κρατών ιδιαίτερα, συντηρητικές, εσωστρεφείς και ιδεολογικά ευθυγραμμισμένες με την άποψη της ηγεσίας, η γενική στάση απέναντι στα γεγονότα φαίνεται πως υπήρξε από την αρχή, αν όχι η ανοιχτά εχθρική διάθεση του Ράιχαρντ, πάντως η αδιαφορία. «Δεν ξέρω τίποτα πια για τους σύγχρονους Έλληνες» γράφει στις 26 Σεπτεμβρίου 1770 –όταν δηλαδή τα γεγονότα στην Πελοπόννησο έχουν κορυφωθεί– στον Βολταίρο ο Φρειδερίκος ο 2ος της Πρωσίας. Και πιο κάτω, εκφράζοντας σαφώς την απαξιωτική του γνώμη για τους εξεγερμένους και με κυνική ειρωνεία για τον τρόπο που τους χειρίστηκε η φιλόδοξη Τσαρίνα : «Νομίζω ότι οι βάρβαροι κάτοικοι αυτών των ωραίων τόπων θα πρέπει να εκλιπαρήσουν το έλεος των νικητών τους και ότι θα βρούν στην Αικατερίνη την ίδια αυτοσυγκράτηση στο κλείσιμο της ειρήνης, όσο (συγκρατημένη ήταν) και η ενεργητικότητα που έδειξε στην διεξαγωγή του πολέμου.» [28]
Ιστορική ακρίβεια και δραματουργικές απαιτήσεις
Στο διανοητικό κλίμα εξιδανίκευσης του αρχαιοελληνικού «παραδείγματος», όπως το προέβαλλαν οι κύριοι εκπρόσωποι του Γερμανικού Ιδεαλισμού, υπήρξε σαφής η αντίθεση ανάμεσα στο υψηλό αυτό ιδανικό και την καχυποψία που προκαλούν οι σύγχρονοι απόγονοι των αρχαίων εκείνων Ελλήνων. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η απορία για το πώς ήταν δυνατό να χρησιμοποίησε ο Χαίλντερλιν το υλικό της μετάφρασης του Ράιχαρντ, χωρίς να τον απασχολήσει αν ήταν ιστορικά ακριβές, δεν φαίνεται δικαιολογημένη. Εκτός του ότι δεν είχε κανέναν προφανή λόγο να αμφισβητήσει την αξιοπιστία της εν λόγω μετάφρασης, ο ποιητής δεν αμφισβητούσε επίσης και την επικρατούσα άποψη πως οι νεο-Ελληνες ήταν πράγματι τόσο τιποτένιοι, όσο τους περιέγραφε ο Ράιχαρντ. Από καθαρά δραματουργική άποψη εξάλλου, για έναν ποιητή, της εποχής, της ιδιοσυγκρασίας και των απόψεων του Χαίλντερλιν, «υλικό», όπως αυτό που του προσέφερε, έτοιμο, η αφήγηση των «Ορλωφικών» υπήρξε δώρο θεόσταλτο. Χωρίς να χρειάζεται ουσιαστικά καμμία περαιτέρω δραματουργική επεξεργασία, ανταποκρινόταν πλήρως στους ποιητικούς σκοπούς του, που ήταν η εξιστόρηση της τραγικής «πτώσης» του ήρωά του, της δραματικής διάψευσης των προσδοκιών και των ελπίδων του, δοσμένες μάλιστα με όλο το βάθος που προσέδιδε στην αφήγηση αυτών των εμπειριών η αντιστοιχία τους με τις βιωμένες τραγικές διαψεύσεις στη ζωή του ίδιου του ποιητή. Πρόκειται εν ολίγοις για υλικό «τραγωδίας», με όλα τα συστατικά της στοιχεία, της αυτοτύφλωσης, ανύψωσης και συντριπτικής πτώσης. Και η αρχαία ελληνική τραγωδία, όπως έχει επισημανθεί, παίζει, περισσότερο απ΄ οπουδήποτε αλλού, ένα σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία και το ξεπέρασμα της «νοσταλγίας της Ελλάδας», που σημαδεύει την πορεία πολλών από τα σημαντικά πνεύματα της Γερμανίας στο γύρισμα του 18ου αιώνα, κατά κύριο λόγο τα μέλη της «παρέας του Τύμπιγκεν», τους Σίλερ, Χαίλντερλιν και τον «νεανικό» Χέγκελ.[29] Η τραγική αποτυχία της ελληνικής εξέγερσης, η καταστροφή αυτών που τόλμησαν να ονειρευτούν πώς ήταν ποτέ δυνατό να φτάσουν το δυσθεώρητο ύψος των ένδοξων προγόνων τους, αποτέλεσε, σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, για τη γενιά των Γερμανών που είχε αναγάγει τη ζωή και την παρακαταθήκη αυτών των ξένων προγόνων σε ύψιστο ιδανικό, μια διαδικασία κάθαρσης και συνάμα απελευθέρωσης.
Για τον Χαίλντερλιν πιο συγκεκριμένα –μετέφρασε και μελέτησε, όπως γνωρίζουμε, τον «Οιδίποδα τύραννο» και την «Αντιγόνη»– η τραγωδία είναι, δομικά και νοηματικά, ένας κλιμακούμενος «αγών» ανάμεσα σε δύο αναπαραστάσεις του θείου και για να εκπληρωθεί ο βασικός «νόμος» που την διέπει, και που είναι αυτός της ισορροπίας, της τελικής αρμονίας, είναι απαραίτητη μια «τομή», μία «κορύφωση», που σηματοδοτεί ταυτόχρονα και την αρχή της αποκλιμάκωσης. Στον «Υπερίωνα», η σταδιακά εντεινόμενη έξαρση των ελπίδων για μια αναγεννημένη πατρίδα, που γεννά στην ψυχή και το νου τού ήρωα η ιδέα και η προετοιμασία της εξέργεσης, διακόπτεται απότομα από την ξαφνική ανακοπή, την τομή της «στιγμής που χάθηκαν όλα», με την επίθεση των ανεξέλεγκτων πολιορκητών στο Μυστρά και τη σφαγή και την λεηλασία που ακολούθησε, για να επέλθει στη συνέχεια, με τα κατοπινά γεγονότα, η ισορροπία του «ώριμου» πλέον ήρωα, που μένει μόνος και περιπλανώμενος, αφού έχει χάσει στο μεταξύ τα πάντα, όχι μόνο την πατρίδα που ονειρεύτηκε, αλλά και κάθε άλλο ανθρώπινο δεσμό. Αυτή η έκρηξη αχαλίνωτης βίας είναι λοιπόν η κρίσιμη στιγμή της αλήθειας που αποκαλύπτεται και αλλάζει την κατεύθυνση των πραγμάτων, η κάθαρση. Στο απόγειο της «έκστασής» του, ο ήρωας εξοβελίζεται ξαφνικά –αν και όχι οριστικά– στο βασίλειο των νεκρών. Διότι, την στιγμή αυτή της «καταστροφής» στην τραγωδία, όπως εξηγεί ο Λακού-Λαμπάρ,[30] ο άνθρωπος δεν έχει άλλη διέξοδο από το να υποταγεί. Στην καθαρά ελληνική αντίληψη της τραγωδίας η υποταγή αυτή είναι ο θάνατος. «Στην σύγχρονη αντίληψη της τραγωδίας, αντίθετα,…η υποταγή είναι η αποδοχή της «ενδιαμεσότητας», με άλλα λόγια, της περατότητας.» Και, όπως στην τραγωδία, έτσι και στην ιστορία, «για την οποία η τραγωδία είναι παραπάνω από εμβληματική, (…) ο νόμος της περατότητας παίρνει τη μορφή της «κατηγορικής αποστροφής» του Θεού, η οποία κάνει επιτακτική, για τον άνθρωπο, την αναγκαιότητα να επιστρέψει στη γή.» [31] Σε αντίθεση με την χαϊντεγκεριανή προσέγγιση, που ανέγνωσε την ποίηση του Χαίλντερλιν ως «παραδειγματική» αφήγηση, και επιχείρησε να την χρησιμοποιήσει για τους δικούς του «μυθοποιητικούς», αν και, ταυτόχρονα, σαφώς πολιτικούς στόχους, ο Γάλλος φιλόσοφος πρεσβεύει την αναγκαιότητα της συνεχούς αναφοράς και της δημιουργικής σύνδεσης της ποιητικής συνείδησης με την διαδικασία του ιστορικού γίγνεσθαι.
Από κάθε άποψη λοιπόν, μια ιστορική αφήγηση όπως αυτή των «Ορλωφικών», «εξυπηρετεί» από πολλές απόψεις τους όποιους στόχους του ποιητή Χαίλντερλιν, και όχι μόνο τους δραματικούς: έτσι στον «Υπερίωνα» συνδιαλέγεται μεν με την Ιστορία –και μάλιστα με πρόσφατα, σχεδόν σύγχρονά του, γεγονότα– ενώ από την άλλη, το γεγονός πως τα γεγονότα αυτά διαδραματίζονται στον ίδιο, εξιδανικευμένο όμως, γεωγραφικό χώρο αυτής της ιδεατής –και ιδανικής– του πατρίδας, της Ελλάδας, όχι όμως στον «ιδανικό» χρόνο της αρχαιότητας, και με πρωταγωνιστές ανέγγιχτους από τη φθορά αρχαίους ήρωες, αλλά στο απογοητευτικό παρόν, με ενεργούμενα τους αξιοκαταφρόνητους, «πραγματικούς» απογόνους εκείνων, του εξασφαλίζει, όχι μόνο την «ενότητα» τόπου και δράσης που προϋποθέτει η τραγωδία, αλλά και την απαραίτητη απόσταση ασφαλείας από το «ιδανικό», που απωθείται έτσι στο αρχαϊκό βάθος των απαρχών, εξακολουθεί όμως να δείχνει τον δρόμο για μιαν αναγεννημένη πατρίδα –την δική του– που πρέπει να ανακαλύψει τον ιστορικό της ρόλο για να καταφέρει να υπάρξει. Είναι το γνωστό, «διπολικό» σχήμα –η εμμονή– αλληλοπροσδιορισμού και αλληλοσυμπλήρωσης ανάμεσα στην «ιδέα» της «Ελλάδας» και σ’ αυτήν της «Γερμανίας», που από τον Χαίλντερλιν και μέχρι τον Χάιντεγκερ θα σημαδέψει την αναζήτηση προσανατολισμού και ταυτότητας του γερμανικού έθνους. Από αυτήν την οπτική γωνία, το αν η κάθαρση θα έρθει μέσα από την καταστροφή της «πραγματικής», ιστορικής πατρίδας των «πραγματικών» ιστορικών υποκειμένων των γεγονότων, στα οποία στηρίζει την αφήγησή του ο ποιητής, των σύγχρονων Ελλήνων δηλαδή, και στην καταρράκωση των ελπίδων τους, δεν έχει σημασία, αξίζουν μάλιστα την ταπείνωση και την συντριβή τους, έτσι που έχουν καταντήσει. Στο ιδεατό σχήμα του Χαίλντερλιν και του γερμανικού ιδεαλισμού πιο γενικά, δεν υπάρχει χώρος για τους σύγχρονους Έλληνες, περισσεύουν. Η Ιστορία προχωράει ερήμην τους, αυτοί είναι μόνο τα ανάξια θύματά της.[32]
Ας μην παρασυρόμαστε όμως, το χαιλντερλιανό «ιδανικό» δεν περιορίζεται σε σχήματα «εθνικά», ούτε υπηρετεί αυτομάτως την εκπλήρωση ενός γερμανικού «εθνικού πεπρωμένου», όπως το θέλησαν κάποιοι. Μέσα στο απομυθοποιημένο πλαίσιο που προσφέρει η σύγχρονή του πολιτική πραγματικότητα, ο Χαίλντερλιν συλλαμβάνει αντιθετικά τον Υπερίωνα ως «τέλειο Έλληνα» και ταυτόχρονα ως Γερμανό, από αυτούς όμως που «σέβονται ακόμη τη μεγαλοφυία, που αγαπούν την ομορφιά και την καλλιεργούν», «τους ποιητές, τους καλλιτέχνες», που είναι καταδικασμένοι στη μοναξιά και την εξορία μέσα σε μια κοινωνία Φιλισταίων, που «ζούν σαν ξένοι στο δικό τους σπίτι.» Όταν, στο τέλος της αφήγησής του, η μοίρα του περιπλανώμενου φέρνει τον έρημο Υπερίωνα «ανάμεσα στους Γερμανούς», ο ποιητής Χαίλντερλιν ξεσπά με λόγια σκληρά για τους συμπατριώτες του: « Βάρβαροι ανέκαθεν, έγιναν πιο βάρβαροι με την επιμέλεια και την επιστήμη και ακόμα με την ίδια τη θρησκεία… βλέπεις χειροτέχνες, αλλά όχι ανθρώπους, φιλοσόφους, αλλά όχι ανθρώπους, ιερείς, αλλά όχι ανθρώπους… Ο Γερμανός παραμένει ακούνητος κι όταν γιορτάζει κι όταν αγαπάει κι όταν προσεύχεται.., ανίκανος να ζήσει πραγματικά, ακόμα και στο απόγειο της ζωής, στην ανοιξιάτικη έξαρση της φύσης παραμένει στην ειδικότητά του και δεν γνοιάζεται ούτε κάν για τον καιρό!» [33] Και άλλα σκληρά λόγια, καταδικασμένα, όπως συμβαίνει, να παραμείνουν αγνοημένα από αυτούς στους οποίους απευθύνονταν.
Ένας άξιος εκπρόσωπος του Γερμανικού Διαφωτισμού
Αν όμως ο Χαίλντερλιν, ως ποιητής –και ως α υ τ ό ς ο ποιητής– δεν μπορεί παρά να κριθεί με ιδιαίτερα κριτήρια, με ποιόν τρόπο πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον αυτουργό της αρχικής διαστρέβλωσης, τον αξιότιμο Ράιχαρντ; Ο Ράιχαρντ δεν υπήρξε ούτε φιλόσοφος ούτε ποιητής, ήταν όμως άνθρωπος του γραπτού λόγου, και δή του έντυπου. Η προσέγγισή του, τα ενδιαφέροντά του, ως ενεργού διανοούμενου σε μια εποχή ανακατατάξεων, ήταν πιο πολύ αυτά του δημοσιογράφου, και η εκδοτική πολυπραγμοσύνη του υπήρξε σταθερά προσανατολισμένη στην γρήγορη, εύληπτη και με πρακτικούς στόχους τροφοδότηση του κοινού με έντυπο υλικό.
Δίχως να αποτελεί μια προσωπικότητα πρώτης γραμμής, ο Ράιχαρντ κατέχει εν τούτοις μια θέση στη διανοητική ζωή της Γερμανίας του Διαφωτισμού, αλλά και γενικότερα της Ευρώπης, της εποχής του. Γεννημένος τον Μάρτιο του 1751 στη Γκότα της Θουριγγίας, σε μια ευκατάστατη αστική οικογένεια, με δεσμούς και πρόσβαση στην κυβέρνηση και στην τοπική δουκική Αυλή, υπήρξε σε όλη του τη ζωή –πέθανε το 1828– δραστήριος και ιδιαίτερα παραγωγικός ως συγγραφέας και ως εκδότης περιοδικών. Ακριβέστερα, απέκτησε μια σχετική φήμη, στη Γερμανία αρχικά, ως εκδότης, μεταξύ των άλλων, δύο σημαντικών για την εξέλιξη και την ιστορία του γερμανικού θεάτρου περιοδικών, του «Θεατρικού Ημερολογίου» [34] και της «Θεατρικής Εφημερίδας για την Γερμανία.»[35] Αργότερα η φήμη του διευρύνθηκε και εκτός των γερμανικών συνόρων, χάρη στην συγγραφή ενός από τους πρώτους σύγχρονους ταξιδιωτικούς οδηγούς, του «Εγχειριδίου για ταξιδιώτες όλων των κοινωνικών στρωμάτων.» [36]
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Ράιχαεντ θα συντάξει μιαν «Αυτοβιογραφία», την οποία θα επεξεργασθεί και θα εκδώσει τελικά ο Χέρμαν Ούντε [37] Πρόκειται για μια κάπως μονότονη, αλλά οπωσδήποτε ενδιαφέρουσα αφήγηση, της πορείας ενός διανοουμένου αστού στο περιβάλλον μιας μικρής, αλλά πολιτισμικά ενεργής, γερμανικής πόλης, με δεσμούς και οπτική «πανευρωπαϊκού» βεληνεκούς, που ζει σε μια από τις πιο δραματικές, αλλά και αποφασιστικές για το μέλλον, περιόδους της σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Ενδιαφέρον έχει να παρακολουθήσει κανείς την πορεία του νεαρού Ράιχαρντ, όπως την περιγράφει με αυτογνωσία και κριτική διάθεση ο ίδιος, την διαμόρφωση του ψυχισμού και των απόψεών του, τις δραστηριότητες και τον τρόπο σκέψης του παραγωγικού διανοούμενου στον οποίον εξελίσσεται, φιλόδοξου, αν και χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες ή έμπνευση, ενεργητικού, αν και χωρίς πιεστικές οικονομικές ανάγκες να τον αναγκάζουν ή να τον δεσμεύουν, που παρακολουθεί και συμμετέχει, κάποιες φορές μάλιστα πρωτοστατεί, στα πιο σημαντικά κινήματα, συνήθειες και τάσεις της εποχής του, την προώθηση του γερμανικού θεάτρου, την ένταξή του σε μασονικές στοές και φυσικά την συγγραφική και εκδοτική του δραστηριότητα.
Εκτός από το θέατρο, την μεγάλη του, μαζί με την ποίηση, νεανική αγάπη, που όμως θα τελειώσει μάλλον άδοξα, ο Ράιχαρντ υπήρξε ιδιαίτερα δραστήριος και ως μεταφραστής κειμένων από τα γαλλικά. Με αλάνθαστο ένστικτο, όσον αφορά τις προτιμήσεις των αναγνωστών, βρίσκεται συνεχώς σε αναζήτηση νέων έργων και τα μεταφράζει με μεγάλη ταχύτητα. Δίπλα στα θεατρικά έργα για το Αυλικό Θέατρο, μεταφράζει κι έναν σημαντικό αριθμό σύγχρονων ταξιδιωτικών αφηγήσεων. Τις περικόπτει ή τις προσαρμόζει, ώστε να ανταποκρίνονται στα γούστα και τις απαιτήσεις του γερμανικού αναγνωστικού κοινού. Να πώς δικαιολογεί την τακτική του, στον πρόλογο του «Θεάτρου των Ξένων», των συγκεντρωμένων θεατρικών έργων που είχε μεταφράσει για το Αυλικό Θέατρο της Γκότα: «Το κοινό», δηλώνει», επιθυμεί να βλέπει τα κείμενα μεταφερμένα όχι απλά στη γλώσσα του, αλλά και στη διάθεσή του και στις συνήθειές του.» [38] Δικαιολογούμαστε κατά συνέπεια να υποθέσουμε, πως με αυτό το πνεύμα προσεγγίζει και το έργο του Σουασέλ, που μας απασχολεί εδώ. Δεν διαθέτουμε εξάλλου καμμία ακριβέστερη πληροφορία για την συγκεκριμένη μετάφραση, εκτός από μία περαστική αναφορά στην «Αυτοβιογραφία», όπου, μιλώντας για διάφορα, αδημοσίευτα ακόμα, γαλλικά έργα που είχε λάβει, ο Ράιχαρντ αναφέρει και αυτό του «κόμητος Σουασέλ.» [39]
Ο Ράιχαρντ ανήκει στη γενιά εκείνη των Γερμανών διανοουμένων, αυτήν του Γκαίτε και του Σίλλερ, που, γεννημένοι στα μέσα του αιώνα και μεγαλωμένοι με τις αρχές του γαλλικού Διαφωτισμού, θα δοκιμάσουν για ένα διάστημα τις εξάρσεις και τις συγκινήσεις του κινήματος Sturm und Drang, για να επανέλθουν ύστερα σε πιο συγκρατημένη πορεία, πιο ταιριαστή άλλωστε με την προσωπικότητά τους και τις μάλλον συντηρητικές κοινωνικές και πολιτικές τους απόψεις. Γιατί ο Ράιχαρντ ήταν σαφώς συντηρητικής νοοτροπίας, όπως δείχνουν ήδη τα νεανικά γραπτά του, και αποδεικνύει στη συνέχεια η πορεία και η δράση του. [40] Στο Revolutions-Almanach
που θα ιδρύσει το 1793 με σκοπό να αντιτεθεί στις δημοκρατικές και επαναστατικές ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και στους υποστηρικτές τους, ο Ράιχαρντ θα διατυπώσει έτσι το πολιτικό του πιστεύω: «Έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει σε ένα μοναρχικό κράτος, ευτυχής, όπως οι πρόγονοί μου, κάτω από το σκήπτρο ενός μοναδικού, καλού και πατρικού ηγέτη, αισθάνομαι εκ πεποιθήσεως οπαδός του μοναρχικού πολιτεύματος….και επιθυμώ πάνω απ΄ όλα για την καλή κατάσταση και την ευημερία των λαών και των χωρών, να μην επιχειρούν ποτέ, και αργότερα να μετανιώνουν, να ανταλλάσσουν την ευτυχία και την ησυχία τους, που έχουν δοκιμάσει για αιώνες, με μανία για νεωτερισμούς και μόδες.» [41]
Μπορούμε, στο φως των παραπάνω, να αποδώσουμε στην εχθρικότητα του Ράιχαρντ –ένδειξη ενός «εγγενούς» γερμανικού πολιτικού συντηρητισμού;– απέναντι σε κάθε είδους επαναστατικές αλλαγές και ανακατατάξεις –της εξέγερσης των «Ορλωφικών» συμπεριλαμβανομένης– τον τρόπο που παρενέβη στο κείμενο του Σουασέλ-Γκουφιέ; Μπορούμε να ερμηνεύσουμε την επιλογή του να αλλοιώσει το κείμενο, το οποίο μετέφραζε, με σκοπό να αμαυρώσει την, έτσι κι αλλιώς, όχι λαμπρή εικόνα των σύγχρονων Ελλήνων, μ΄ εκείνο το γενικό αίσθημα κατωτερότητας της ταπεινωμένης και περιορισμένης στα στενά όρια της σύγχρονής της πραγματικότητας, γερμανικής «ψυχής», που αντιδρά έτσι στον θριαμβεύοντα γαλλικό Διαφωτισμό και στην λαμπρή παρισινή κουλτούρα –ή, σε μια άλλη οπτική, στο αξεπέραστο ιδανικό της ελληνικής Αρχαιότητας, με το οποίο έχει μεγαλώσει, αλλά αισθάνεται πως δεν μπορεί να πλησιάσει– και το οποίο ο Ησαΐας Μπερλίν διαγνώνει, όταν εξετάζει την γέννηση και την εξέλιξη του ρομαντικού κινήματος στη Γερμανία στα τέλη του 18ου αιώνα; [42] Μερικώς ίσως ναι, θα ήταν πιθανόν μία αρχή για μια «ψυχολογικού» τύπου ερμηνεία.
Ο νεαρός Ράιχαρντ, μεγάλωσε κι αυτός με το όνειρο της Αρχαιότητας, των ηρώων και των μαχών της, σε σημείο που ΄αισθανόταν « όπως λέει, «σαν στο σπίτι του», στα πεδία των μαχών του Μαραθώνα και των Πλαταιών, στις εκστρατείες του Αλεξάνδρου. Διαβάζοντας, δεκαπεντάχρονος, την γερμανική μετάφραση του διάσημου στην εποχή του επικού ποιήματος «Λεωνίδας» του Richard Glover, αισθάνθηκε, αναθυμάται γέρος πια, να μεταμορφώνεται σε Σπαρτιάτη, «που ζει και δρα στις Θερμοπύλες»,[43] και, όπως πλήθος άλλων νεαρών Ευρωπαίων της εποχής, «ζει» με ενθουσιασμό την ζωή και το τοπίο της ελληνικής αρχαιότητας μέσα από τις σελίδες του «Ταξιδιού του νεαρού Ανάχαρση», του Αββά Μπαρτελεμύ. Μεγαλώνοντας σε μια εποχή συνεχούς στρατιωτικής δράσης και σημαντικών πολιτικών ανακατατάξεων, με επίκεντρο τον πανευρωπαϊκό –αλλά με παγκόσμιες προεκτάσεις– Επταετή Πόλεμο (1756-1763,) που έληξε με την ενίσχυση Αγγλίας και Πρωσσίας και την αντίστοιχη αποδυνάμωση Αυστρίας και Γαλλίας, ονειρεύεται κι ο ίδιος εκστρατείες και μάχες, νίκες και στρατιωτική δόξα. Έχοντας λάβει, μαζί με την γνώση των κλασσικών, και γαλλική κουλτούρα, ο Ράιχαρντ ενθουσιάστηκε, εκμυστηρεύεται, στα νιάτα του με τις «Χίλιες και μια νύχτες», αλλά και με το «Ζαντίγ» του Βολταίρου, ακολουθώντας την μόδα της εποχής για τις «ανατολίτικες» αφηγήσεις, αλλά και για περιπετειώδη αναγνώσματα όπως ο «Ροβινσών Κρούσος.» Διαθέτοντας ισχυρή φαντασία, αλλά και φιλοδοξία, δοκίμασε τις δυνάμεις του σε διάφορα είδη, έγραψε ποιήματα σε ύφος ανακρεόντειο, συνέταξε ένα «Ταξίδι στη χώρα της προκατάληψης», στα γαλλικά, που δεν δίστασε να στείλει στον Βολταίρο –ο οποίος και του απάντησε– και ονειρευόταν από νωρίς να γράψει για το θέατρο. Σπουδάζοντας νομικά, όπως το ήθελε ο πατριός του, ο οποίος τον ανέθρεψε και προς τον οποίο επιδεικνύει πάντα μεγάλο σεβασμό –αν κι ο ίδιος ονειρευόταν, όπως λέει, καριέρα στρατιωτικού και το επιχείρησε κιόλας, αλλά χωρίς επιτυχία– ο νεαρός Ράιχαρντ θα περάσει κάποια, όχι και τόσο παραγωγικά, από την άποψη των σπουδών, αλλά γεμάτα, από την άποψη της διασκέδασης και των περιπετειών, χρόνια στα Πανεπιστήμια του Γκέτινγκεν, της Λειψίας και της Ιένας. [44]
Μετά από κάποιες, κατά δική του παραδοχή, «αδέξιες μεταφράσεις» από τα γαλλικά, και διάφορα σύντομα πονήματα, ποιητικά και άλλα, που θα εκδώσει με δικά του έξοδα, θα συγγράψει, το 1773, παρασυρμένος από τον πανευρωπαϊκό ενθουσιασμό για τα «παραδοσιακά κελτικά» έπη του «Όσσιαν» –που θα διαβάσει στη γερμανική μετάφραση του 1764 και για τα οποία θα διατηρήσει μιαν ιδιαίτερη αγάπη σε όλη του την ζωή– έναν «Θρήνο του Όσσιαν», που θα θεωρηθεί –και δεν κρύβει την ικανοποίησή του αναφέροντάς το– ακόμα κι από διακεκριμένους λογίους της εποχής, ως ένα από τα «χαμένα», «αυθεντικά» ποιήματα. Την ίδια εποχή, και χάρη στην μετάφραση ενός σχετικού δοκιμίου, θα αποκτήσει τη φήμη σπουδαίου γνώστη της Ανατολής και της λογοτεχνίας της»,αν και από αραβικά και περσικά δεν είχα μεγαλύτερη ιδέα, απ΄ ό,τι είχε από ελληνικά ο εξοχότατος δημιουργός του «Κυλληνίων» επί εποχής του δούκα Αυγούστου.» [45] «Είχα όμως ένα ιδιαίτερο ταλέντο», συνεχίζει αμέσως χωρίς αναστολές, «να εισέρχομαι σε πεδία που μου ήταν εντελώς άγνωστα και να καταφέρνω να γίνομαι πειστικός.»[46]
Αυτά είναι, σε γενικές γραμμές, τα πλαίσια, μέσα στα οποία θα πρέπει να κατανοήσουμε την «δημιουργική» παρέμβαση του επαγγελματία του γραπτού λόγου Ράιχαρντ, στην μετάφραση του «Ταξιδιού» του Σουασέλ-Γκουφιέ. [47] Εξ απαλών ονύχων και ανύποπτος για τις συνέπειες, ο Ράιχαρντ θα δώσει, με αυτόν τον τρόπο, σχήμα σε μία «διάθεση» απέναντι στη σύγχρονη Ελλάδα και τους σύγχρονους Έλληνες, η οποία θα αποκτήσει διαχρονικότητα, μέσω της, επίσης ανεπίγνωστης, υιοθέτησής της από τον Χαίλντερλιν στον «Υπερίωνά» του. Ανεξάρτητα από το αν εκδηλώνεται ως επιφυλακτικότητα, καχυποψία, και στις πιο ακραίες μορφές της, ως περιφρόνηση ή απόρριψη, η «γερμανική» αυτή στάση, φαίνεται να χαρακτηρίζεται, στις γενικές της γραμμές, από έλλειψη πραγματικού ενδιαφέροντος και διάθεσης κατανόησης. Είναι ίσως ενδεικτικό, από την άποψη αυτή, το ότι, στη διάρκεια της μακράς ζωής και της πολύμορφης δραστηριότητάς του, ο Ράιχαρντ, δεν εκδηλώνει κανένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους σύγχρονους Έλληνες, ή γενικά για την –Οθωμανική– Ανατολή. Παρόλο που ζει, αν και σε προχωρημένη ηλικία, το ξέσπασμα και τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης και δεν μπορεί να μην δεν είχε γνώση του κινήματος του Φιλλεληνισμού που, στην αρχή τουλάχιστον, γνώρισε μεγάλη ανταπόκριση και στα γερμανικά κράτη, όπως και σε ολόκληρη την μεταναπολεόντεια Ευρώπη, δεν τα αναφέρει στην «Αυτοβιογραφία» του. Ο συντηρητισμός της ηλικίας, η επιφυλακτικότητα κάποιου που πάντοτε συντασσόταν, από παράδοση και χαρακτήρα, με την «νόμιμη» εξουσία και την «ορθή» τάξη πραγμάτων, και μάλιστα σε μιαν Γερμανία της πλήρως «αποκαταστημένης» πολιτικής νομιμότητας; Και τα δύο κατά πάσα πιθανότητα.
Η «αιώνια» Ελλάδα
Για τον γερμανικό ιδεαλισμό εξάλλου, υψιπετή, απόλυτο, και όλο και περισσότερο επικεντρωμένο στο «ξεχωριστό πεπρωμένο» του «έθνους», η Ελλάδα υπήρξε «μόνο» ένα ιδεώδες τοπίο της φαντασίας, γεμάτο φως και ομορφιά, αλλά εντελώς άδειο από ανθρώπους, εκτός κι αν είναι οι εξαυλωμένες, ιδανικές μορφές των θεών και των ηρώων της αρχαιότητας. Από την σκοπιά του γερμανικού ιδεαλισμού –αλλά και κάθε είδους ιδεαλισμού– χώρος σ’ αυτήν την εικόνα για τους πραγματικούς κατοίκους του θεϊκού αυτού τόπου δεν υπάρχει και ούτε μπορεί να υπάρξει. Περιμένει άδειος και απόκοσμος –π ρ έ π ε ι να μείνει άδειος– καθώς είναι προορισμένος και έτοιμος –σ’ αυτό θα καταλήξει το ιδεαλιστικό αυτό όραμα στα χέρια της Ναζιστικής προπαγάνδας– να δεχτεί τις υπέροχες παρουσίες των μόνων άξιων να τον κατοικήσουν, των ιδανικών υπερβόρειων Αρίων. Δεν κατοικούν άνθρωποι με σάρκα και οστά στην Ελλάδα του «Υπερίωνα», κατοικούν ενσαρκωμένες ιδέες, και η πιο τέλεια από αυτές, ο επώνυμος ήρωας του έργου, ο ίδιος ο ποιητής, θα συντριβεί αναπόφευκτα στο τέλος, όταν θα έρθει σε επαφή με την οικτρή πραγματικότητα. Γιατί οι μόνοι πραγματικοί άνθρωποι που κατοικούν αυτή τη θεία χώρα, οι σύγχρονοι Έλληνες, δεν είναι παρά δειλοί και καθάρματα. Και είναι «φυσικό» να είναι δειλοί και καθάρματα, θα οδηγήσει το επιχείρημα στη «λογική» του κατάληξη, με τα καινούρια δεδομένα και ιδεολογικά ζητούμενα, που έχουν στο μεταξύ διαμορφωθεί, μερικές δεκαετίες αργότερα ο φιλελεύθερος Φαλμεράιερ, εφόσον, παρά τους παθιασμένους ισχυρισμούς τους για το αντίθετο, οι σύγχρονοι κάτοικοι της χώρας που ονομάζεται Ελλάδα δεν είναι απόγονοι –και συνεπώς, ούτε και κληρονόμοι– των Αρχαίων Ελλήνων, αλλά τα παιδιά μεταγενέστερων –και, εννοείται, κατώτερων– Σλάβων και Αλβανών εποίκων. Αν όχι ο ελληνικός «τόπος», το «αιώνιο «ελληνικό» τοπίο» πάντως, διασώζεται έτσι, και παραμένει απαλλαγμένο από κάθε περιττό βάρος και μίασμα, ιδανικό, όπως το φαντασιώθηκαν οι φιλόσοφοι και οι ποιητές.
Όταν, αφού για χρόνια το ανέβαλε, φοβούμενος ότι, «η σημερινή Ελλάδα θα μπορούσε να εμποδίσει την Ελλάδα της αρχαιότητας, και αυτό που υπήρξε η ουσία της, να έλθει στο φως», ο Χάιντεγκερ αποφάσισε, το 1962, να κάνει αυτό το ταξίδι, διατήρησε μέχρι τέλους τις αμφιβολίες του, για το αν, αυτό που ο Χαίλντερλιν αναζήτησε με την ποίησή του, θα του αποκαλυπτόταν τελικά. Φθάνοντας στην Κέρκυρα, θα αρνηθεί να αποβιβαστεί: «Όλα έμοιαζαν πιο πολύ με ιταλικό τοπίο.»[48] «Ίσως οι ιδέες με τις οποίες ήλθα ήταν υπερβολικές και παραπλανητικές», θα σχολιάσει στο ημερολόγιό του. Αρνείται να δει αυτό που βρίσκεται μπροστά του, αναζητά την «ουσία των απαρχών.» Ακόμα κι όταν δεν μπορεί να έχει καμμία βεβαιότητα πως «αυτή η ουσία… (δεν) ήταν ένα δημιούργημα της φαντασίας, χωρίς καμμία σχέση με αυτό που υπήρξε πραγματικά…»
ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΛΙΟΠΟΥΛΟΥ
~ . ~