Τὸ Σημειωματάριο μὲ τὰ χρώματα τοῦ Κλέε
Α’
[συνέχεια ἀπὸ τὸ μέρος α΄]
Μὲ κοντὰ παντελονάκια ἀκόμη καὶ ἀποφάσισα, ἀφοῦ ἡ λογοτεχνία ἔλεγε ψέματα, νὰ γράψω, νὰ συγγράψω, παρακαλῶ, τὴν παγκόσμια ἱστορία. Ἐξασφάλισα ἕνα τετράδιο μὲ ἄγραφες σελίδες. Στὴν ἐτικέττα τοῦ ἐξωφύλλου σημείωσα μὲ κεφαλαῖα γράμματα τὸ ὄνομα τοῦ συγγραφέα καὶ τὸν τίτλο τοῦ ἔργου. Ἀσφαλῶς θὰ μοῦ ἔπαιρνε πολλὰ τετράδια, πολλὲς ὧρες, ἡμέρες, χρόνια, τὴν ἐφηβεία μου ὁλόκληρη, δὲν θὰ μοῦ ἐπέτρεπε, πιθανόν, νὰ κάνω οἰκογένεια, νὰ ζήσω σὰν ἄνθρωπος. Θὰ ἤμουν ἕνας ἀσκητὴς ταμένος στὴν ὑπηρεσία ἑνὸς ὑψηλοῦ στόχου. Μὲ ἀπασχολοῦσε μόνο τὸ ζήτημα τῆς στρατιωτικῆς θητείας (ἀφθονοῦσαν οἱ ἡρωικὲς πάντοτε ἀφηγήσεις τῶν μεγάλων ἀπὸ τὰ ἔνδοξα χρόνια στὸν στρατό), ἂν θὰ ἔπρεπε, δηλαδή, νὰ διακόψω τὴ συγγραφὴ γιὰ νὰ πάω φαντάρος. Τέλος πάντων, θὰ ἔβρισκα τρόπο νὰ λύσω αὐτὸ τὸ ζήτημα, ὅταν θὰ ἔφτανε ἡ ὥρα του. Ἂς μὴν προτρέχω. Πῆρα ἕνα βράδυ τὸ τετράδιο, στὴν κουζίνα πάντα (αὐτὸ δὲν θὰ τὸ ἀποκάλυπτα, ὅτι ἡ παγκόσμια ἱστορία γράφτηκε στὴν κουζίνα), καὶ τὸ κράτησα ἀνοιχτὸ στὴν πρώτη λευκὴ σελίδα. Ἄρχισα νὰ γράφω μὲ μολύβι, ἤρεμα, σταθερά, γνώριζα τὰ πάντα, ἀφοῦ τὰ σπουδαῖα γεγονότα τοῦ κόσμου παίχτηκαν στὴ χώρα μου, οἱ βασιλιάδες καὶ οἱ στρατηγοὶ μιλοῦσαν τὴ γλώσσα μου, ὁ Θησέας, ἀφοῦ πρῶτα σκότωσε τὸν Περιφήτη, τὸν Σίνη τὸν Πιτυοκάμπτη, τὸν Σκίρωνα καὶ τὸν Προκρούστη, εἶχε περάσει ἀπὸ τὴ γειτονιά μου στὸ δρόμο γιὰ τὴν Ἀθήνα, ἄλλος δρόμος δὲν ὑπῆρχε· καὶ ὁ Οἰδίποδας, ἐπίσης, τραβώντας γιὰ τὸν Κολωνό. Ξεκίνησα κι ἐγὼ τὴν ὁδοιπορία μου κάπως ἀόριστα, γιὰ τὸν ἄνθρωπο γενικά, τὸ πεπρωμένο του στὴ ζωή, τὴν πρώτη του γραφή, τὸ ἀλφάβητο, τὸν τροχό, τὴ σχεδία τοῦ Ὀδυσσέα στὴ θάλασσα· τὸ πέταγμα τοῦ Ἴκαρου μὲ τὸ κερένιο ἀνεμόπλανο. Μετὰ κουράστηκα. Ὅλα αὐτὰ μοῦ πῆραν μιὰ σελίδα. Τὴν πρώτη σελίδα ἐκείνου τοῦ τετράποδου Μόγλη ποὺ σηκώθηκε στὰ δυό του πόδια. Θὰ συνέχιζα ἀσφαλῶς. Αὐτὰ τὰ πόδια εἶχαν νὰ κάνουν πολλὰ χιλιόμετρα. Ἔβαλα τὸ τετράδιο σ’ ἕνα ἑρμάρι τῆς κουζίνας, στὸν πάτο, νὰ μὴ φαίνεται. Κάτι μὲ ἀνησυχοῦσε, ἀλλὰ δὲν ἔδωσα σημασία. Μήπως ἔτρεξα βιαστικά; Θὰ συνέχιζα ξεκούραστος τὴν ἑπομένη.
Αὐτὴ ἡ «ἑπομένη» δὲν ξημέρωσε ποτέ. Οἱ περισπασμοὶ ἀδυσώπητοι. Πολύπλαγκτοι πιτσιρικάδες ποὺ τὸ τρεχαλητό τους δὲν ἔχει ἀναπαμό. «Ἀνιπτόποδες καὶ σφενδονῆτες», ἀπὸ τὸν καιρὸ τοῦ Ὁμήρου, τοὺς εἶδε στὰ παιδικάτα του ὁ Τάσος Γαλάτης ἀπὸ τοὺς Ποδαράδες στὴν Καλογραίζα. Εἶναι ποὺ ξεχνᾶμε γρήγορα καὶ πιάνουμε καινούργιες ἀγάπες. Τὸ ἄγραφο, στὴν οὐσία, τετράδιο ἔμεινε στὸν πάτο τοῦ ἑρμαριοῦ. Κάποτε θὰ τὸ βρῆκαν οἱ δικοί μου καὶ θὰ ἔγραφαν ἐκεῖ τὶς παραγγελίες γιὰ τὰ ψώνια στὸν μπακάλη, τὶς χρεωστούμενες δόσεις, τοὺς ὑπολογισμοὺς γιὰ τὴν ἀγορὰ ξυλείας, γιὰ τοὺς τσιμεντόλιθους τοῦ πλυσταριοῦ στὴν αὐλή. Σκέφτομαι τὴ μεγαλοφάνταστη ἐτικέττα, τὴν παγκόσμια ἱστορία πυκνωμένη σὲ εἴδη μπακαλικῆς, δυσανάγνωστα ψηφιά, κωδικοὺς ἀριθμούς, πυθαγόρεια σχήματα σὰν σκιτσάρισμα πλανητικῆς τροχιᾶς καὶ μήνυμα μυστικὸ τοῦ Σάμιου φιλόσοφου στοὺς μαθητές του. Μήπως ὁ Μπόρχες δὲν ἔγραψε σὲ μερικὲς δεκάδες σελίδων τὴν παγκόσμια ἱστορία τῆς ἀτιμίας καὶ δὲν ἔκλεισε σὲ ἄλλες τόσες τὴ μεγάλη βιβλιοθήκη τοῦ κόσμου, τὸ γλωσσικὸ ἅπαν τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ καταβολῆς κόσμου; Μόνο ἕνας τυφλὸς μπορεῖ νὰ δεῖ καθαρὰ αὐτὸν τὸν λαβύρινθο. Ἂν τὸ γνώριζα τότε, ἡ ἀλαζονεία θὰ μ’ ἔσπρωχνε νὰ γεμίσω τὸ τετράδιο.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει μᾶλλον νὰ ἐξομολογηθῶ τὰ βαθύτερα κίνητρά μου. Ἀντικειμενικὸς στόχος ἦταν ἡ δασκάλα μου. Ὅπως συνηθιζόταν τότε, κοντὰ στὶς τόσες ἀνούσιες τυπικότητες, ὀφείλαμε νὰ γράφουμε σὲ καθημερινὴ βάση τὸ ἡμερολόγιό μας. Αὐτὴ ἡ τυπικὴ ἐπανάληψη εἶναι ὁ χείριστος παιδεμὸς γιὰ ἕνα μικρὸ ἀγρίμι. Σιγὰ-σιγά, καὶ χωρὶς προσυνεννόηση, τυποποιήσαμε ὅλοι τὸ πιὸ ἀκριβό μας στοιχεῖο, τὴ φαντασία καὶ τὸ παιγνίδι, στὸ ἀκόλουθο πάνω-κάτω σχῆμα: «Ἡμερομηνία – Σήμερα σηκώθηκα στὴν ὥρα μου – ἔπλυνα τὸ πρόσωπο καὶ τὰ δόντια μου – ἔφαγα πρωινό – ἑτοίμασα την τσάντα μου καὶ πῆγα στὸ σχολεῖο – δὲν ἔκανα ἀταξίες καὶ ἤξερα τὰ μαθήματά μου». Αὐτὸ τὸ σχῆμα, μὲ ἐλάχιστες παραλλαγές, λόγου χάρη, ἀλλαγὴ ἡμερομηνίας, γραφόταν μηχανικὰ τριάντα φορὲς γιὰ τὴν πλήρωση τοῦ μήνα. Καὶ γιὰ νὰ μὴν τυραννιόμαστε κάθε μέρα, καθόμασταν καὶ τὸ ἑτοιμάζαμε ἅπαξ προληπτικὰ μέχρι νὰ βγεῖ ὁ μήνας. Ἡ δασκάλα μᾶς ἔπιανε συχνὰ στὰ μέσα τοῦ Γενάρη μὲ τὸ ἡμερολόγιο τοῦ Φλεβάρη (κάποιοι τὸν τραβούσαμε ἀφηρημένοι μέχρι τὶς 31). Τώρα, ἂν κάθομαι πράγματι νὰ γράψω ἕνα, ἂς τὸ ποῦμε, ἀπομνημόνευμα, αὐτὸ γίνεται ἑξῆντα χρόνια μετά. Νὰ βαστᾶ ἄραγε τόσο πολὺ ἕνα παιδικὸ “τραῦμα”;
Στόχος μου, λοιπόν, ἦταν ἡ δασκάλα. Νὰ τῆς δείξω ὅτι βρίσκομαι σὲ ἄλλη διάσταση, μὲ παντελόνια συννεφένια, ἀντράκι ἕτοιμο νὰ τῆς σηκώσει τὴ φούστα, νὰ δεῖ τί γίνεται ἀπὸ κάτω. Ποιό παιδὶ δὲν ἔχει τὴ φαντασίωση νὰ αἰφνιδιάσει παντὶ τρόπῳ τὸν δάσκαλο, ἰδίως τὸ ἀγοράκι τὴ δασκάλα του. Μὲ τὴν ἱστορία μου θὰ ἔκλεινα νωρὶς ὅλους τοὺς λογαριασμοὺς μὲ τὸ δημοτικό, μὲ τὴ μαύρη τρύπα τῆς πλήξης. Ἂς γίνουμε πιὸ οὐσιαστικοί, κυρία.
Ὡστόσο, αὐτὴ ἡ ματαιόδοξη μοναχικὴ σελίδα τῆς παγκόσμιας ἱστορίας φαίνεται πὼς ἔκανε τὸ θαῦμα της λίγα χρόνια μετά. Δὲν μπορῶ νὰ ἐξηγήσω ἀλλιῶς τὴν παράτολμη ἀπόφαση τοῦ πατέρα μου νὰ μᾶς ἀγοράσει μιὰ πολύτομη παγκόσμια ἱστορία ποὺ ἀνακοινώθηκε στὶς ἐφημερίδες ἀπὸ τὸν ἐκδοτικὸ οἶκο Μέλισσα. Μιὰ μέρα ἦρθε καὶ στάθμευσε στὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ μας, σηκώνοντας ὅλη τὴ σκόνη τοῦ δρόμου, ἕνα ἀκριβὸ αὐτοκίνητο, μᾶλλον Μερσεντές (τότε ὅλα τὰ αὐτοκίνητα γιὰ μᾶς ἦταν πανάκριβα, μάρκας Μερσεντὲς καὶ σήκωναν πολλὴ σκόνη). Δῶρο-ἔκπληξη! Δύο ὑπάλληλοι τοῦ οἴκου ἔφεραν σὲ μεγάλα δέματα τὴν Ἱστορία τῆς Ἀκαδημίας τῆς ΕΣΣΔ, σὲ δέκα-πέντε περίπου δερματόδετους τόμους. Στὸ χοντρὸ ἐξώφυλλο ἔμβλημα μὲ ἀνάγλυφο τὸ κεφάλι τῆς ΑΛΗΘΕΙΑΣ. Ἐπειδὴ ἐδωμέσα ὑπάρχουν μόνο ἀλήθειες, ἦταν τὸ σχόλιο τοῦ νεαροῦ ὑπαλλήλου, ὅταν τὸν ρώτησα γιὰ τὴν αἰνιγματική, ἀνάγλυφη κεφαλή. Γεγονός; ρώτησαν τὸν Σκαρίμπα. Γεγονότατο, ἀπάντησε αὐτός. Μποροῦμε νὰ ἀμφισβητήσουμε τὴν Ἡρωικὴ τοῦ Μπετόβεν, ἀλλὰ ὄχι τὴ Ρωσσικὴ ἐπανάσταση. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ Ἱστορία ἔχει παροπλιστεῖ πρὸ πολλοῦ. Τὴ βρίσκω στὰ παλαιοπωλεῖα, στοιβαγμένη σὲ γωνιές, βουβή, συχνὰ κακοποποιημένη ἢ ἀνάπηρη, σὲ εὐτελῆ τιμή. Εἶναι θλιβερὴ ἡ μοίρα πολλῶν πραγμάτων. Τὰ γερασμένα ἔπιπλά μας θὰ πεταχτοῦν κάποια μέρα. Θὰ φύγουν σὰν τοὺς ἀνθρώπους. Τουλάχιστον νὰ ζεῖ τὸ παλαιὸ βιβλίο σ’ αὐτοὺς ποὺ τὸ διάβασαν; Λέω μήπως ἡ οὐσία του εἶναι ὁ ἄνεμος ἀνάμεσα στὶς σελίδες ποὺ ξεφυλλίζουμε. Μελαγχολῶ ὅταν σκέφτομαι τὰ χρόνια ποὺ πληρώναμε τὴν Ἱστορία μὲ δόσεις, καὶ τὶς περιπέτειες (κωμικὲς νὰ τὶς περιγράψεις σήμερα) ποὺ ζήσαμε μ’ αὐτήν. Θὰ σᾶς πῶ στὴ συνέχεια. Ἐγὼ πάντως δικαίωσα τὸν πατέρα μου καταβροχθίζοντάς την κατὰ τὸ ἥμισυ τουλάχιστον. Διάβαζα μὲ ἀπληστία κάθε βράδυ τοὺς τόμους μὲ τὴ σειρά, πρὶν κοιμηθῶ, ξαπλωμένος, μὲ τὸ πορτατὶφ στὸ προσκέφαλο. Ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦ Κρό-Μανιὸν καὶ τοῦ Νεάντερταλ μέχρι τὸν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ἐνδιαμέσως πετοῦσα πολλὰ ἄχρηστα ἢ ἄφηνα πολλὰ ποὺ δὲν καταλάβαινα (ἱστορικὸς ὑλισμός, ματεριαλισμός, προλεταριάτο). Ἐκεῖνα τὰ βράδια, ἂν καὶ δὲν εἶχα ξεσκολίσει ἀκόμη ἀπὸ τὸ δημοτικό, προσανατολίστηκα μὲ σιγουριὰ στὸν ἀρχαῖο κόσμο. Αὐτὸ θὰ γινόταν καὶ χωρὶς τὴν Ἀκαδημία τῆς ΕΣΣΔ. Ἡ οὐσία εἶναι ὅτι ἔμπαινα στὸ χῶρο τοῦ βιβλίου, ἴσως λίγο ἀνορθόδοξα, πάντως μὲ ἱκανὸ προβάδισμα ἀπέναντι στοὺς συμμαθητές μου καὶ μὲ τὴν αὐθεντία τῆς ἔντυπης ἀλήθειας ποὺ δὲν ἦταν σχολική, δὲν ἦταν ἄχρηστη σὰν τὴν ἀδιάφορη σὲ μένα προβοσκίδα τοῦ ἐλέφαντα. Ἂς τὴν εἶχε αὐτὸς γιὰ νὰ μαζεύει νερὸ καὶ νὰ δροσίζεται. Ἦταν πάνω-κάτω τὸ βιβλίο ποὺ θὰ ἔγραφα, χωρὶς νὰ γνωρίζω ὅτι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριὰ ἀπὸ μένα κάποιοι ἄλλοι ἔκαναν χρόνια αὐτὴ τὴ δουλειά. Ἐγὼ εὐτυχῶς τὸ εἶχα ρίξει στὸ ξυλίκι. Μὲ τὸν καιρὸ θὰ ἔβρισκα κάτι ἄλλο πιὸ χρήσιμο νὰ κάνω.
Ἡ σημαντικὴ ἀνακάλυψη ποὺ ἔκανα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀναγνώσεις, ἦταν οἱ ἀντισυμβατικὲς γιὰ τὸν σχολικὸ συντηρητισμό, τὸν ἰδεολογικὸ ἐννοῶ, ἑρμηνεῖες καὶ ἀπόψεις. Ὅ,τι διάβαζα ἦταν σχεδὸν ἱερό, δεδομένο καὶ ἀδιαμφισβήτητο, μὲ τὴ σφραγίδα τῆς ἀλήθειας. Καταγόμαστε ἀπὸ τὸν πίθηκο, στὴ λογικὴ τῆς φυσικῆς ἐξέλιξης τῶν εἰδῶν. Τὸ ἔδειχναν καὶ τὰ κρανία τῶν πρωτανθρώπων. Ἡ Βίβλος δὲν εἶναι ἡ πραγματικότητα, ἀλλὰ ἡ ἀλληγορία της. Ὁ Δημόκριτος, ὁ ὑλιστὴς φιλόσοφος, ἦταν σπουδαιότερος τοῦ ἀριστοκρατικοῦ καὶ ἀντιδραστικοῦ Σωκράτη. Ἡ δημοκρατία ἔκανε μᾶλλον καλὰ ποὺ τὸν ἐκτέλεσε, τὸν Σωκράτη ἐννοῶ. Ὁ Πλάτωνας εἶναι ἡ χλωμὴ ἀντανάκλασή του, ὅπως καὶ ὁ κόσμος τῶν ἰδεῶν του ἀπέναντι στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ἁπτὴ πραγματικότητα. Ἀντίθετα, ἀσπαζόμαστε τὸν Ἀριστοτέλη καὶ τὸν ὀρθὸ λόγο, ἂν καὶ εἶναι ἀνεπαρκὴς γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ κόσμου. Περισσότερο μᾶς βοηθᾶ ὁ Ἡράκλειτος, ὁ πατέρας τῆς μαρξιστικῆς διαλεκτικῆς. Ἡ διαλεκτικὴ εἶναι τὸ κλειδί. Αὐτὸ τὸ κλειδὶ τὸ ἔχουμε διαρκῶς μαζί μας. Ὁ πόλεμος εἶναι πάντοτε ταξικός, τὸ ζήτημα εἶναι νὰ σταθεῖς στὴ σωστὴ πλευρά. Ἡ σωστὴ πλευρὰ δὲν ὁρίζεται ἀπὸ σημαῖες καὶ σύνορα. Ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἦταν ἕνας μακελάρης· μέγας ναί, ἀλλὰ σφαγέας. Μὲ ἀνάλογα κίνητρα ἀποβιβάστηκε ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς στὴν Μικρασία τὸν Μάιο τοῦ 1919, μέχρι νὰ ἐκδιωχθεῖ κακὴν κακῶς, μαζὶ μὲ τὸν ἑλληνικὸ πληθυσμό, ἀπὸ τοὺς παρτιζάνους τοῦ Κεμὰλ Ἀτατοὺρκ μετὰ τὴν ἐπικράτηση τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ κινήματος. Ἀντίθετα, ἡ ἐθνική μας ἀντίσταση ἀπέναντι στοὺς Γερμανοὺς κατακτητές, δηλαδὴ τὸ Ε.Α.Μ., χώρεσε μέσα σὲ λίγες ἀράδες. Στὰ μάτια μου φάνταζε μεγαλύτερη. Δὲν περίμενα βέβαια νὰ δῶ ἐκεῖ τὶς ἀνδραγαθίες τοῦ πατέρα μου ποὺ εἶχε ἀνεβεῖ στὸ βουνό, ἀλλὰ δὲν ἐπρόκειτο καὶ γιὰ περιπέτεια ὀρειβατῶν ποὺ παραπλανήθηκαν στὰ ἄγρια φαράγγια. Ὁ πατέρας μου ἐπέστρεψε στοὺς δικούς του μετὰ τὴν Συμφωνία τῆς Βάρκιζας. Ἔκρυψε τὸ ἀπολυτήριο τοῦ Ε.Λ.Α.Σ. στὸ κατοχικὸ ραδιόφωνο ποὺ κουβάλησε στὸ νέο του σπιτικό· ἐκεῖ ποὺ ἀνυποψίαστοι ἐμεῖς ἀκούγαμε ἔφηβοι, χορεύοντας, τοὺς Ὀλύμπιανς καὶ τοὺς Ἄιντολς, τὸν Λάκη Τζορντανέλλι καὶ τὸν Ἄνταμὸ ἀντάμα. Ὁ Χριστιανόπουλος τὸ εἶπε αὐτὸ ποιητικά, ἢ τέλος πάντων ὅ,τι θεωρεῖται ἀκόμη σήμερα ποιητικό, μὲ λιγότερη εὐγένεια καὶ μὲ ἀγωνιστικὸ πρότυπο τὸν Μακρυγιάννη:
Καημένε Μακρυγιάννη νά ’ξερες
γιατί τὸν τζάκισες τὸν στίχο σου
τὸν τσάκισες γιὰ νὰ χορεύουν σέικ
τὰ κωλόπαιδα.
Κι ὅμως, αὐτὴ ἡ ἀνατροπὴ μὲ βοήθησε πολύ. Ἔμαθα νὰ γυρίζω τὰ πράγματα ἀνάποδα, νὰ ζυγίζω ὅ,τι μοῦ λέγαν οἱ ρήτορες καὶ ὄχι νὰ τὸ παίρνω τοῖς μετρητοῖς. Μέχρι ποὺ κατόρθωσα ―φυσικὴ ἐξέλιξη― νὰ μὴν ἀκούω ἄκριτα κανέναν ἀπὸ θέση ἰσχύος ὁμιλητή, οὔτε τὸν Ζάν-Λὺκ Γκοντάρ, ποὺ λέει ὁ λόγος. Μὲ βοήθησε ἀκόμη νὰ γίνομαι ἀρκούντως ἐριστικός, ἀνάλογα μὲ τὸ ἦθος καὶ τὸν βαθμὸ εὐφυΐας τοῦ ρήτορα. Τὸν ἐξ ἀγαθότητος χαζολογοῦντα, πῶς ἀλλιῶς νὰ τὸ πῶ, δὲν τὸν διαψεύδεις καὶ δὲν τὸν προσβάλλεις. Ἔχει κάποια περιθώρια νὰ βελτιωθεῖ. Ἀλλὰ τὸν μοχθηρό, ὄχι μὲ τὴν πλατωνικὴ ἔννοια τοῦ πολύμοχθου, τὸν κακόβουλο τὸν στήνεις ἀπέναντί σου σὲ ἀπόσταση βολῆς. Στὸ Γυμνάσιο ἀργότερα ὁ καθηγητὴς τῶν Θρησκευτικῶν, ἀφοῦ ἐπέμενε νὰ τὰ βάζει μὲ ἕναν πεθαμένο, τὸν ἄνθρωπο τοῦ Νεάντερταλ, ἔβγαζε στὴ συνέχεια ἀφροὺς κατὰ τῶν ὑλιστῶν καὶ ἀθέων, χωρὶς νὰ τοὺς ἀναγνωρίζει τὸ δικαίωμα νὰ μὴ τοῦ μοιάζουν.
Τὸν προκαλοῦσα μὲ τρόπο νηφάλιο ποὺ δὲν φανέρωνε ἀντιδικία, ἀλλὰ τὸ χρέος του νὰ ἐκθέτει ὡς δάσκαλος καὶ τὴν ἄλλη πλευρά. Δυστυχῶς, τὸ μόνο ποὺ κατόρθωνα, εἶναι νὰ ἀποδεικνύω στὰ μάτια τῶν συμμαθητῶν μου τὴν ἀνεπάρκεια, τὴ στενομυαλιά του καὶ τὴν κακεντρέχεια. Στὸ τέλος δὲν βάσταξε, μὲ ρώτησε, μὲ μειδίαμα σατανικό, ποῦ διάβαζα αὐτὲς τὶς θεωρίες. Καλῶς ἢ κακῶς τοῦ εἶπα τὴν ἀλήθεια (τὸ ἔμβλημα τῆς πέτρας τοῦ σκανδάλου). Στὴν Ἱστορία τῆς Ἀκαδημίας τῆς ΕΣΣΔ. Ἡ Χούντα εἶχε ἐξαντλήσει τὴ μισή της θητεία, χωρὶς ὡστόσο νὰ κατευναστεῖ ὁ ἀντιδημοκρατικός της οἶστρος (οὔτε λόγος γιὰ τὸν ἀντικομμουνιστικό). Μέσω τοῦ Γυμνασιάρχη ὁ δάσκαλός μου μὲ κατήγγειλε στὸ Ἀστυνομικὸ τμῆμα (φαίνεται πὼς ἡ γραμμὴ ἦταν ἑνιαία). Καὶ ἐμοῦ ἀνηλίκου ὄντος, κλήθηκε σὲ ἀπολογία ὁ πατέρας μου. Δὲν χρειαζόταν· τὸ ὄνομά του, ὅπως τοῦ εἰπώθηκε, ὑπῆρχε στὸν κατάλογο πελατῶν τοῦ οἴκου Μέλισσα ποὺ εἶχε σφραγιστεῖ στὴν ἑπταετία. Ἡ Ἱστορία μου κατασχέθηκε, ἡ ἀλήθεια ―αὐτὴ ἡ ἐπίδικος κόρη ἀνάμεσα στὸν Πλάτωνα, τοὺς μπολσεβίκους στοχαστὲς καὶ τὸν Κίρκεγκωρ― κατασχέθηκε. Ὁ Κάστρο, ὁ Γκεβάρα, οἱ κομσομόλοι τῆς κόκκινης πατρίδας, ὁ ὀππορτουνιστὴς Τρότσκι, οἱ σεχταριστὲς Πλεχάνωφ καὶ Μπουχάριν, ὁ Ἰωσὴφ Βησσαριόνοβιτς, ὁ Τίτο, ὁ μικροαστὸς Σὰρτρ καὶ ὁ ἀντιδραστικὸς Καμὺ στοιβάχτηκαν ὅλοι πακέτο σὲ ὑπόγειο τοῦ παραρτήματος τῆς Μπουμπουλίνας σὲ μιὰ ξένη χώρα. Λέω ὑπόγειο, ἐπειδὴ δὲν μπορῶ νὰ φανταστῶ ὅτι κάποιος ἀνακριτὴς θέλησε νὰ ἐπιμορφωθεῖ γιὰ τὴν προαγωγή του καὶ μετέφερε τοὺς τόμους στὰ μεταλλικὰ ράφια τοῦ γραφείου του μὲ τοὺς ἀνακριτικοὺς φακέλους. Ὁ Καμὺ καὶ ὁ Σάρτρ εἶχαν ἐπισκεφτεῖ ὡς τουρίστες τὴν Ἑλλάδα, καὶ ὁ Τρότσκι ἀγκυροβόλησε γιὰ λίγο στὸν Πειραιᾶ, μὲ ἀπαγόρευση ἐξόδου, ἐρχόμενος ἀπὸ τὴν Πρίγκηπο. Τώρα στὸ ὑπόγειο τῆς Ἀσφάλειας καὶ στὴ χαρτῴα τους ἔκδοση θὰ εἶχαν τὴν ἄνεση νὰ λύσουν τὶς μεταξύ τους διαφορές, ἂν καὶ ἱστορικὰ ἀγεφύρωτες, ἢ ἀδιάφορες γιὰ τὸν κόσμο ποὺ ἔρχεται. Καθεὶς καὶ τὸ ἱερατεῖο του, τὸ ἰδεοστάσιό του (ἡ λέξη δική μου). Ὅσο γιὰ μένα, τὰ ἐνδιαφέροντά μου ἦταν πλέον ἐξειδικευμένα. Ἐπιστροφὴ στὸν πρωτάνθρωπο τοῦ δημοτικοῦ.
Ἀφοῦ δὲν ἔκανα τίποτε γιὰ νὰ ἐντυπωσιάσω τὴ δασκάλα μου διὰ τῆς φυσιολογικῆς ὁδοῦ, σκέφτηκα νὰ γκρεμίσω στὰ μάτια της τὸ μοναδικό μου προπύργιο: τὴν ἄψογη ὀρθογραφία. Μέχρι τὴν ἡμέρα ἐκείνη, τοῦ ἐπεισοδίου ποὺ θὰ σᾶς διηγηθῶ, παρέμενα στὶς ὀρθογραφικὲς ἀσκήσεις ἀναμάρτητος. Ἐπιζητοῦσα μᾶλλον τὴν προσοχή της, μιὰ ἀφορμὴ νὰ συζητήσουμε οἱ δυό μας, σὰν κάτι προσωπικὸ νὰ μᾶς ἀπασχολοῦσε, ἔνδειξη οἰκειότητας. Καὶ ποῦ ἀλλοῦ θὰ κατάφερνα ἰσχυρότερο χτύπημα, ἂν ὄχι στὴν παραχάραξη τοῦ βαφτιστικοῦ μου ὀνόματος. Αὐτὸ θὰ μποροῦσε κάλλιστα νὰ συμβεῖ· τὸ ὄνομα Συμεὼν δὲν ἀκούγεται ἑλληνικὸ καὶ δημιουργεῖ συνειρμοὺς μὲ ἄλλες λέξεις ποὺ δὲν σχετίζονται μ’ αὐτὸ ἢ καὶ μεταξύ τους. Λ.χ., σημαία, σημειώνω, σήμερα. Εὔκολα θὰ παρασυρόταν κάποιος, ἀλλὰ ὄχι ἐγώ. Ἡ κυρία μου τὸ γνώριζε. Ἑπομένως, δὲν θὰ ἔπεφτε στὴν παγίδα, θὰ τὸ ἐκλάμβανε ὡς μυστικὸ ἐπικοινωνιακὸ κώδικα, θὰ μειδιοῦσε, θὰ μὲ κοιτοῦσε μὲ σημασία (ὅπως λένε στὰ ρομάντσα), ἕτοιμη νὰ μοῦ ὁρίσει μιὰ γλυκειὰ τιμωρία. Αὐτὸ θὰ τὸ γνωρίζαμε οἱ δυό μας. Ἐμεῖς καὶ ἄλλος κανείς. Ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ ἦταν δοσμένοι στὸν ἀγώνα τῆς προσωπικῆς τους ἐπιβίωσης. Ἡ διαδικασία ἦταν κάθε μέρα ἡ ἴδια. Ὁ ἐπιμελητής, δηλαδὴ ἐγώ, μάζευε τὰ τετράδια καὶ τὰ πήγαινε στὴν ἕδρα. Ἡ δασκάλα τὰ ἔλεγχε καὶ τὰ διόρθωνε ἕνα-ἕνα, ἔλεγε τὸ ὄνομα τοῦ μαθητῆ, ἔκανε τὶς δέουσες παρατηρήσεις, αὐτὸς σηκωνόταν, ἔπαιρνε τὸ τετράδιό του καὶ πίσω στὴ θέση του νὰ μετρήσει τὰ κοκκινίσματα στὰ τετράδιο. Ὅταν ἦρθε ἡ σειρά μου (εἶχα βάλει τὸ δικό μου δέκατο ἀπὸ τὴν ἀρχή), ἔσκυψα τὸ κεφάλι μὲ χτυποκάρδι. Ἤθελα νὰ μὴν πεῖ τίποτε, νὰ σφραγιστεῖ ἔτσι, μὲ ἕνα σκόπιμο, τερατῶδες λάθος, ἡ σιωπηλή μας συμφωνία. Στὴν παρατεταμένη σιωπὴ δὲν ἄντεξα καὶ σήκωσα τὸ κεφάλι μὲ ἄσχημα προαισθήματα. Σχεδὸν εἶχα μετανιώσει. Σκέφτηκα νὰ τὴν προλάβω, νὰ σώσω τὴν ὑπόστασή της, καὶ ὄχι βέβαια τὴ δική μου, ἐγὼ δὲν κινδύνευα, νὰ προδώσω τὸν ἀστεϊσμό (ποὺ δὲν ἦταν ἁπλὸ ἀστεῖο). Οὐκέτι καιρός, ὅπως λέει τὸ ἱστορικὸ ἀνέκδοτο τοῦ Θαλῆ. Καὶ ὅπως συμβαίνει συνήθως σὲ τέτοιες περιπτώσεις, ἀκολούθησε τὸ χειρότερο σενάριο. Ἡ κυρία μου, μὲ φανερὴ τὴν ἔκπληξη στὸ πρόσωπό της, ζήτησε τὴν προσοχὴ ὅλων γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸ πρωτοφανὲς γεγονός, νὰ μὴ γνωρίζει κάποιος πῶς γράφεται τὸ ὄνομά του. Ἡ τάξη σπαρτάρισε σαδιστικά. Ὁ συνασπισμὸς εἶχε λειτουργήσει ἐντελῶς ἀνάποδα. Ὁ ἀδαὴς ἤμουν ἐγώ, ὁ δαήμων. Ἀποκαθήλωση Κυρίου. Ποιός θὰ παραστήσει τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ἀριμαθαίας; Θὰ κατέβαινα μόνος τὴ σκάλα. Ὁ βλάσφημος Σαγκὰλ παρέστησε τὸν Ἐσταυρωμένο ἐπὶ τοῦ ξύλου τοποθετώντας στὴν ἄκρη τοῦ πίνακα ἕνα ρολόι καὶ στὸ δεξὶ μέρος τῆς ὁριζόντιας δοκοῦ μιὰ κλίμακα, γιὰ νὰ κατεβεῖ ὁ Ἰησοῦς στὴν ὥρα του σὲ περίπτωση ποὺ μετανοήσει. Ἤγγικε γὰρ ἡ ὥρα. Τὰ παιδιὰ γέλασαν μὲ τὴν ψυχή τους. Γέλασα κι ἐγὼ ἐπιτηδείως μὲ τὴν γκάφα μου. Πῆρα τὸ πρῶτο κοκκινάδι. Τὸ πρόσωπό μου, αὐτὸ κοκκίνισε ὁλόκληρο καὶ μὲ δικαιολόγησε ἀπολύτως. Καλύτερα ἔτσι. Εἶσαι μιὰ ἀνάξια κυριούλα. Ἔδωσες ἐξετάσεις καὶ ἀπέτυχες. Καμία ἐκεχειρία πλέον ἀνάμεσά μας.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΙΟΝΑΣ
(Διαβάστε τὸ τρίτο καὶ τελευταῖο μέρος τὴν ἑπόμενη Κυριακή, 29/11)