χριστιανισμός

Νατάσα Κεσμέτη, Το ανορθόγραφο στασιδάκι της αφοσίωσης

ΤΟΝ ΕΠΑΙΡΝΕ ΑΠΟ ΤΟ ΧΕΡΙ καί πηγαίνανε στό κλησιδάκι τοῦ Ἅϊ Δημήτρη, κτισμένο τό μισό στό δικό τους χωράφι. Ἐκείνη θυμιάτιζε καί μετά ἄναβαν μαζί τά καντήλια. Ὁ ἥλιος ἦταν ἀκόμα ψηλά καί μιά φαρδιά χρυσή λουρίδα ἔλαμπε καταμεσής τοῦ ναΐσκου. Μετά θά πήγαιναν στόν Ἅϊ Γιώργη, στόν Ἅϊ Γιάννη τόν Θεολόγο, καί τέλος στό Ἅϊ Νικόλα. Ἐκεῖ κάθονταν στή ζεστή πεζούλα καί ἀγνάντευαν τά νησιά ἀπέναντι. «Θά γίνεις παππάς, θεία;» τήν ρωτοῦσε καί τήν ξαναρωτοῦσε, καί κείνη γελοῦσε μέ τήν παιδική του ἀφέλεια. Τοῦ ἔμαθε ἀνάγνωση, γραφή καί τοῦ μετέδωσε τήν ἀγάπη της γιά τά ξωκλήσια: νά τά φροντίζουν, νά τά γαλακτίζουν, νά τά κρατοῦν καθαρά. Ἐξ αἰτίας της ἡ προσοχή του στράφηκε στήν εἰρήνη τῶν μικρῶν θυρίδων, μαγνητίστηκε ἀπό τίς κίτρινες κηλίδες ὤχρας πάνω στούς χλοασμένους πορόλιθους· τό ἀεράκι πού μέ τήν παραμικρή κίνηση μόλις κι ἀναρριπιζόταν ἀναστατώνοντας τίς ἀραχνίτσες – ἕνα γλυκύ μυστήριο στίς κόγχες. Μέ τά δάχτυλα ψηλάφισε τήν σταθερή τρυφερότητα στίς καμπύλες τῶν τοίχων ἀπό ἁρμολογημένη χοντρή πέτρα, τίς ἐκπλήξεις τῆς ἀσυμμετρίας. Σκιές καί φῶς ἀλληλλοσυμπληρώνονται, συνομιλοῦν, θά σκεπτόταν πολύ ἀργότερα. Ἀλλά τότε μαθήτευε σέ ἕναν κόσμο συγκεκριμένων πραγμάτων, ὄχι ἀφηρημένων ἐννοιῶν.

(περισσότερα…)

O Καρλ Λέβιτ και η Επανάσταση του Χριστιανισμού

του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Πώς άρχισε η φιλοσοφία της Ιστορίας; Τι εννοούμε όταν λέμε «νόημα της Ιστορίας»; Όπως υποστηρίζει ο Karl Löwith, η αναζήτηση για το νόημα της ιστορίας ήταν στην πραγματικότητα αναζήτηση για το νόημα της οδύνης μέσα στην ιστορία. Ο όρος φιλοσοφία της Ιστορίας, που συναντάται για πρώτη φορά στον Βολταίρο, δηλώνει τη συστηματική ερμηνεία της Παγκόσμιας Ιστορίας σύμφωνα με μια γενική αρχή, με βάση την οποία τα ιστορικά γεγονότα και οι σειρές των γεγονότων ενοποιούνται και κατευθύνονται προς ένα έσχατο νόημα. Η πίστη στο νόημα της Ιστορίας σημαίνει την πίστη στην ύπαρξη ενός τελικού στόχου ή σκοπού, ο οποίος υπερβαίνει τα πραγματικά γεγονότα της εμπειρίας.

(περισσότερα…)

Παραλειπόμενα τ΄ Άη Νικόλα

*

Πρόδρομες σημειώσεις μιας παράλληλης ανάγνωσης των αγιορειτικών ημερολογίων του Ν. Καζαντζάκη & του Ά. Σικελιανού

του ΗΛΙΑ ΜΑΛΕΒΙΤΗ

Χάρη στην πρόσφατη εκδοτική επιμέλεια και τον κόπο της Χριστίνας Ντουνιά και της Παρασκευής Βασιλειάδη, έχουμε πια στα χέρια μας το ―από ετών πολλών επιποθούμενο― αγιορείτικο ημερολόγιο του Νίκου Καζαντζάκη ώστε να συμπληρώσει τη ματιά μας στις αγιορείτικες εμπειρίες του αδελφικού ζεύγους Σικελιανού-Καζαντζάκη.[1] Το ταξίδι τους στο Άγιον Όρος πραγματοποιήθηκε από τις 14 Νοεμβρίου ώς τις 22 Δεκεμβρίου 1914 (στις 23/12 έβγαιναν από το Άγ. Όρος για τη Θεσσαλονίκη). Με αφορμή την χθεσινή γιορτή του αγίου Νικολάου (ημέρα ονομαστικής γιορτής του Καζαντζάκη άλλωστε) θα παραθέσω ένα σύντομο σημείωμα σχετικά με τις αντίστοιχες καταγραφές αυτής της ημέρας, από μια συνολικότερη (εν εξελίξει) μελέτη των δυο αυτών ημερολογιακών καταγραφών. (Κι ως εκ τούτου θα περιοριστώ μόνο σε επιμέρους συμπεράσματα που εξάγονται από αυτές μόνον τις καταγραφές).

Πρώτα απ’ όλα ας παραθέσω τις ημερολογιακές εγγραφές των δυο ταξιδιωτών. Ξεκινώ με του Σικελιανού (Το Αγιορείτικο Ημερολόγιο, εισ.-επιμ. Ιωάννα Κωνσταντουλάκου-Χάντζου, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1988, σ. 201-205):

Σκήτη Καυσοκαλυβίων,
6 Δεκεμ. 914,
Ἁγίου Νικολάου.
 
Ἐπισκεφτόμαστε τοὺς
ξυλογλύπτες.
Ὁ ἕνας μὲ τὰ γκρίζα
μάτια.
Ὁ ἄλλος ξυπνώντας
ἀπ᾽ τὸν ὕπνο, ἁπαλό-//
τατος, ὠχρός,, μὲ τὰ
γένια σὰν μετάξι γύρω
ἀπὸ μυτερὸ πρόσωπο,
καὶ βαθιὰ παρθενικὰ
μάτια. Τὸ χέρι του
εἶναι ἁπαλὸ σὰν κέρι-
νο, ἀλαφρὸ σὰν ἀν-
τίδωρο.
Πηγαίνομε ἔπειτα
Στὸν ξυλογλύπτη Ἀρ-
σένιο, πού ᾽κανε τὸ//
ἐγκόλπιο τῶν Καρυῶν,
τὴ Δευτέρα Παρουσία.
Αὐτοδίδακτος· ἄρχισε
ἀπὸ μικροὺς ἄξεστους
σταυρούς. Δούλεψε
15 χρόνια τὴ Δευτέρα
Παρουσία. Σὲ κάθε
πρόσωπο ἔδωκε ἔκ-
φραση. Στὴν ὄψη του
ἔχει σταλαγμένο τὸ
φῶς τῆς ἐργασίας.//
Στὸ μικρό του δωμά-
τιο, ὅλα τὰ σὐνεργα
τῆς τέχνης του.
Οἱ ἀρχὲς τοῦ ἔργου
ébauche.
Τὸ κοτσύφι του.
Τρώει σμυρτιὰ ἀπ᾽
τὸ χέρι, κουκκὶ
κισσοῦ, ζυμάρι.
Μιὰ πίστη στὸ ἄνθρωπο.
Μαῦρο γυαλιστερό.//
Τὴ νύχτα, ἡσυχία. Ξανα-
θυμοῦμαι τὸν Πανσέληνο
στὴ βεράντα τῶν Ἰωασα-
φαίων. Βαθύτατη
συνείδηση τῆς ἠθικῆς μου
ἀνάτασης στὸ ἔργο ποὺ
δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ βρεῖ
μιὰ ἠχώ. Ὅ λ ο μ ο υ
τ ὸ ἔ ρ γ ο π ι ὰ σ τ ε ρ ε ω μ έ ν ο
σ τ ὴ θ έ λ η σ η, ὡ ς σ ὲ β ρ ά-
χ ο, α ἰ ώ ν ι α.  

(περισσότερα…)

Τι σημαίνει να είναι κανείς «ιππότης της πίστης»;

 του ΜΥΡΩΝΑ ΖΑΧΑΡΑΚΗ

Σήμερα η θρησκευτική πίστη αντιμετωπίζεται συνήθως ως ένα σύνολο πεποιθήσεων που νοηματοδοτούν την ανθρώπινη ζωή μέσα από την επίκληση του υπερβατικού. Στον Δυτικό κόσμο, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις γίνονται σεβαστές και αποδεκτές, στον βαθμό που δέχονται τη φιλελεύθερη αρχή της ανεκτικότητας και δεν επιχειρούν να επιβληθούν με πολιτικά μέσα. «Καθένας είναι ελεύθερος να πιστεύει ό,τι θέλει», είναι η χαρακτηριστική φράση που εμφανίζεται στην αρχή και (συνηθέστερα) στο τέλος κάθε συζήτησης για το υπερφυσικό. Μάλιστα, κάθε δημόσια αναφορά στο υπερφυσικό, ακόμη και αν γίνεται από μη θρησκευτική σκοπιά, κατά κανόνα συνοδεύεται από την καθησυχαστική φράση που μόλις αναφέρθηκε, προκειμένου να μην εκληφθεί ως δείγμα απόπειρας προσηλυτισμού ή φονταμενταλισμού. (περισσότερα…)

Νατάσα Κεσμέτη, Ικέτης ανάμεσα σε θυμάρια

1

Ἱκέτης ἀνάμεσα σέ θυμάρια

Ἀποσπασματικές καταγραφές μιᾶς μεγάλης σαρακοστῆς

Ἡ ἀντίληψή μας τόσο γιά τόν Χριστό ὅσο καί γιά τόν ἑαυτό μας εἶναι εἰδωλική. Διαρκῶς ἔχουμε εἴδωλα. Ἡ νοησιαρχική καί ἰδεοληπτική μας προσέγγιση εἶναι αὐτή πού ἐμποδίζει τήν ὀντολογική ἀναζήτηση τοῦ Χριστοῦ. Κινούμεθα στήν φαινομενολογία τῆς πίστης καί ὄχι στήν ὀντολογία τῆς ὀρθοδοξίας.

     Χρειάστηκαν πολλά χρόνια ἔμπονης ἄσκησης καί δοκιμασιῶν γιά νά τό ἀναγνωρίσει. Ἀλλά ὅταν ἦταν ἕνα στοχαστικό παιδί, δέν γνώριζε παρά τά μονοπάτια μέ τά ἄγρια θυμάρια.

~.~

Τήν ὥρα πού  ὁ μικρός μαῦρος γάϊδαρος κατέβαινε τρεχάτος, μπροστάρης στό κοπάδι τά πρόβατα, καί ξαφνικά σταματοῦσε γιά νά μασουλήσει ἕνα ὡραῖο γαλάζιο ἀγκάθι, τό  ἀγόρι καθόταν πάνω στόν μαντρότοιχο καί χάϊδευε τόν φίλο του μέ τά μάτια. Θά κύλαγε πολύ νερό στό ποτάμι ὥσπου νά ἀκούσει γιά τόν «Ἀδελφό Γάϊδαρο» ἀπό τήν Οὔμπρια, καί νά ἐπιθυμήσει νά ἀκολουθήσει τά πατήματά του.

~.~

Κάποτε ὁ ἥλιος ἔριχνε μακρουλές σταγόνες αἷμα πάνω στά φουντωμένα θυμάρια καί τό παιδί ἔψαχνε περίλυπα ἀνάμεσα στά ξερά στάχυα, τά φρύγανα καί τούς θάμνους μέ τίς πικραγγουριές.

    Πολλά ἑπόμενα πρωϊνά, σκαρφαλωμένο στά κλαριά τῆς τζιτζιφιᾶς κοίταζε ἀνάμεσα στά μακρόστενα φύλλα τά αὐγινά σύννεφα κι ἦταν ἤδη ἕνα οὐράνιο πλάσμα, ὄχι γιατί  ὀνειροπολοῦσε -ποτέ δέν ὀνειροπολοῦσε- ἀλλά γιατί μέσα του  ἁπλωνόταν, ὅπως ἡ γκρεμοκαπαριά, σ’ ὅλη τήν ἔκταση τῆς καρδιᾶς του ἡ συμπόνια.

~.~

Κάποτε γύρισε κι ὁ πατέρας του: πάμφτωχος καί ρημαγμένος μετά ἀπό τόσα χρόνια πόλεμο, ἀποφάσισε νά γίνει ξυλάς· ὑπομονετικά τό ἀγόρι ἔσπρωχνε τό σαραβαλια- σμένο καρότσι στίς γύρω πλαγιές καί στά μακρινά λαγκάδια. Τό βράδυ τούς ἔβρισκε τίς πιό πολλές φορές νηστικούς· στρώνανε μιά τρύπια στρατιωτική κουβέρτα σέ κάποια αὐλακιά ἀνάμεσα στά κλήματα ἤ τά φουντωμένα στάχυα. Τό παιδί ἦταν πάλι χορτάτο ἀπό βρισιές, βλαστήμιες καί  ξυλοδαρμούς, ἀλλά κρατοῦσε κάτω ἀπ’ τά βλέφαρά του τίς μακρινές φωταψίες τῶν ἀστεριῶν καί παραδινόταν στόν ὕπνο μέ ἐμπιστοσύνη.

~.~

Ἡ γλυκειά του ψυχή πονοῦσε ἀφόρητα, γιατί δέν μποροῦσε νά ἐξηγήσει τόν λόγο τῆς  βαρβαρότητας μέσα στήν ὁποία περνοῦσαν οἱ μέρες του, ἀλλά στό βάθος τῆς καρδιᾶς του ἔπαλλε ἕνας τόπος δύναμης.

 ~.~

Ἀκολούθησαν γρήγορα τά χειρότερα. Ἀνοίγοντας τήν ἐξώπορτα σκόνταφτε συχνά πάνω στά κουφάρια ἐκείνων πού εἶχαν στριμωχτεῖ γιά ν’ ἀπαγγιάσουν καί ξύλιασαν σιγά-σιγά γιά πάντα. Μή μπορώντας νά κάνει τίποτα ἄλλο, ἔντρομο ἀκουμποῦσε τήν ἱκεσία του στά ἀνοιχτά τους παγωμένα μάτια. Κουφάρια βρίσκονταν παντοῦ, καί τό ἀγόρι ἱκέτευε γιά ὅλους πού σάν ἄλλοι σωροί ἀπό ξεμασκαλισμένα, κατάξερα κλαδιά, γέμιζαν τά κάρα.

~.~

Ἡ ζωή τῆς Ἱκεσίας ἄνοιγε μέ ἀνήκουστη ἀγριότητα, μέ ἀπότομα ἀπανωτά χτυπήματα τό δικό της δρόμο μέσα του. Θολά κι ἀβέβαια στήν ἀρχή ἀντιλαμβανόταν πώς ἡ ἀπόφαση σχηματιζόταν στό μεδούλι τῶν ὀστῶν του καί ἤδη μιά λιγνή σκιά Μαχητή τόν ἀκολου- θοῦσε κάθε στιγμή. Γιατί ὁ Ἱκέτης δέν εἶναι ζητιάνος. Ὁ Ἱκέτης εἶναι Πολεμιστής.

Ἀλλά αὐτή ἡ γνώση στήν πλήρη της ὡρισμασμένη ἔννοια, μέ ὅλη τήν ἐξάρτυση τῶν ὅπλων καί τούς γκρεμούς τῶν ἄθλων νά χάσκουν ἐμπρός του: τά τανυσμένα σκοινιά τῶν ἀποφάσεων πού ἔπρεπε πάνω τους νά περπατήσει ἀνάμεσα σέ ὀξέα διλήμματα, τό ἄλλοτε σκουριασμένο κι ἄλλοτε ἀστραφτερό ἀλλά, σέ κάθε περίπτωση, βουτηγμένο στό αἷμα λεπίδι τῆς γνώσης στεκόταν μέσα στό μέλλον του. Μποροῦσε ἀκόμα νά τό ἀδράξει ἤ νά τό ἀρνηθεῖ.

~.~

Πολύ ἀργότερα φανερώθηκε καί στά ἴδια του τά μάτια ἡ ἐκλογή, ὅταν ἄκουσε καθαρά:

Νά προηγεῖται ὁ Θεός στίς ἀποφάσεις σου καί ὄχι ἐσύ.

Τότε ἔκπληκτος, ἀλλά γεμάτος ἀγαλλίαση, ξεχώρισε τή φωνή κάποιου ἄγνωστου, ἐντούτοις πολύ δικοῦ του, ὡσάν καρδιά τῆς καρδιᾶς του, νά ἀποκρίνεται  σιγανά ἀλλά μέ σιγουριά:

Χρειάζεται μιά δόση Τρέλας. Χωρίς αὐτήν τίποτα δέ γίνεται!

Μέ αὐτόν τόν διάλογο πέρασε στόν καιρό τοῦ ἄνδρα, καί φάνηκε ποιός εἶχε μιλήσει στήν ψυχή του καί ποιά Τρέλα ἀκολούθησε…

~.~

Τότε ἦταν πού σημείωσε, ἀργά τό βράδυ μιᾶς μεγάλης Τρίτης, γιά τήν Κασσιανή:

Δίπλα στήν ἄβυσσο τῆς Ἐμῆς Νύχτας, ἡ ἄβυσσος τοῦ Ἀνεξιχνίαστου Ἐλέους.

    Τό δίπλα-δίπλα εἶναι μόνον σχῆμα λόγου, ἀναφορικά μέ μιά τεράστια αὐτοαναγνώριση καί μαζί ἀναγνώριση τοῦ Θεοῦ, ἀπό τά χείλη μιᾶς μοναχῆς καί ποιήτριας πού σαφέστατα μιλάει κατά ἔμφυλο καί ὄχι ἄφυλο τρόπο.

    Εἶναι ἡ γυναικεία ψυχή πού κοιτάζει κατάματα καί τίς δύο ἀβύσσους. Κοιτάζει μέσα της, στή Νύχτα της, ἀλλά ἔχει τό θεῖο Θάρρος νά κοιτάξει ἀκόμα πιό πέρα. Ἡ ματιά της δέν μαγεύεται ἀπό τήν πρώτη ἄβυσσο καί δέν παγιδεύεται ἐκεῖ μέσα, ὅπως τόσο συχνά συμβαίνει στήν ζωή τῶν περισσότερων ἀπό μᾶς. Ὅμως δέν εἶναι, στενά,γιά λόγους μελέτης τοῦ γυναικείου ψυχισμοῦ ἤ γιά λόγους τιμῆς στό Θήλυ, πού μιά σαφῶς πατριαρχική θρησκεία τοποθετεῖ σ’ αὐτή τή μέρα τόν συγκεκριμένο ὕμνο. Δέν εἶναι τό ψυχολογικό ἐπίπεδο, ἐν γένει, πού παίζει τόν πρωτεύοντα ρόλο στήν ἐπιλογή. Μᾶλλον οἱ πατέρες ἀντιλήφθηκαν πώς ἀπαιτεῖται ἤ καλύτερα πρό-ἀπαιτεῖται μιά «Θηλυκή Ψυχή» στόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος, κατά τά ἄλλα  Ἀγωνιστής, Μαχητής ἤ Πολεμιστής, ὁδεύει πρός τό Πάθος.

    Ἡ Πνευματική Στάση ἀποτελεῖ ἕναν συγκερασμό ἀρρενωπά ἐνεργητικῆς – μαχητικῆς – ἡρωϊκῆς δράσης καί θηλυκῆς θρηνώσας ψυχῆς.  Ἀλλά ἡ δεύτερη δέν θρηνεῖ μόνον, οὔτε ἔχει αὐτεπίγνωση μόνον. Εἶναι προικισμένη μέ τήν Ἱκανότητα τοῦ Λατρεύειν ὁλόκαρδα μέσα σέ  ὑπαρξιακό συγκλονισμό. Ἡ ἰσχύς της βρίσκεται στό πῶς μπορεῖ νά αὐτοεγκα- ταλείπεται στήν παραφορά τοῦ συγκλονισμοῦ.

~.~

Μεγάλη Παρασκευή: πῶς μπορεῖ νά περιγραφεί αὐτή ἡ ἡμέρα πού εἶναι ἡ ἀρχή τῆς βαθιᾶς νύχτας; Αἴσθηση ἀποτυχίας, ἀτίμωσης καί ἀπουσίας οἰκείων. Εἶναι εὔκολο νά λές πώς ὅλοι εἶναι μόνοι ἤ πώς ὁ ἄνθρωπος εἶναι μόνος. Ἀλλά ποιοί εἰσέδυσαν σ’ αὐτό τό «εἶναι» καί δέν θέλησαν νά ξεφύγουν ἀμέσως γιά κάπου ἀλλοῦ; Μπορεῖ νά ἐκφράσει ἐπαρκῶς κανείς τόν πανικό; Τουλάχιστον τόν ἀρχικό πανικό; Ἡ ἰδέα πώς μόνον ἡ νόηση πανικοβάλλεται εἶναι ἀφελής. Οὔτε κανείς ξέρει ἄν ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξη εἶναι πού τρέμει.

    Οἱ  Φάροι πού ἀπομένουν εἶναι ὅσοι προηγήθηκαν σ’ αὐτήν τήν ἀτέλειωτη Γεθσημανή.

    Τό ἴδιο τό Γεγονός πώς οἱ γενναῖοι αὐτοί προηγήθηκαν, τήν διατηρεῖ ὡς Κῆπο. Καί πρῶτος αὐτός πού ἀκολούθησαν: ὁ διωγμένος, ὁ ἀτιμασμένος, ὁ δαρμένος, ὁ ἀπόβλητος, τό περίτριμμα, τό μίασμα, ὁ περίγελος, ὁ ἀκατανόητος ξένος.

    Τοῦτος ὁ Κῆπος, πού μέ ὅλα τοῦτα παραμένει Κοσμικό  Περιβόλι, δέν ἔχει καμιάν ὀμορφιά καί καμιά ἀγάπη, καμιά συνομιλία ἐκτός ἀπό κρωγμούς τῶν ἁρπακτικῶν τῆς βίας, τῆς ἐρήμωσης καί τῆς ὀρφάνιας.

    Ἀρχή τῆς βαθιᾶς νύχτας κι ὅμως τά πατήματα τῶν προηγηθέντων ἀστράφτουν. Πόσο πολύ ἀγάπησαν αὐτόν πού τούς ἔκανε τό δῶρο νά τόν ἀγαπήσουν καί νά κατασκη- νώσουν μαζί του. Τά πατήματά τους ἀστράφτουν μαλαματένιες πέτρες – μαλαματένια πέταλα – μαλαματένια ἄτια.

~.~

Ἔντρομος κι ὅμως ὄχι μόνος. Ἀποτράβηξε τήν προσοχή ἀπό τό σκοτάδι. Προσηλώσου στά μαλαματένια ἴχνη.

~.~

Τώρα τά δέντρα εἶναι ἀνθισμένα, τό κοτσύφι ἔρχεται καί κελαηδεῖ, ἡ γειτόνισσα ἑτοιμά- ζεται νά πεθάνει. Ἀλλά ὅλοι ἐπίσης ἑτοιμαζόμαστε νά πεθάνουμε. Ἑτοιμαζόμαστε;

    Σ’ εὐγνωμονῶ γιά τίς εὐκαιρίες σιωπῆς πού μοῦ ἔχεις δώσει. Ἐξακολουθῶ ὅμως νά νιώθω ἀγωνία γιά τ’ ἀδέλφια μου καί γιάτά  τεκνία μου. Κουτή σκέψη, κουτή ἀγωνία. Μᾶς ἔχεις προβλέψει ἀπό τήν ἀρχή μαζί Σου. Ἀλλά πόσο δύσκολο νά ἀρθεῖ κανείς σ’αὐτοῦ τοῦ ὕψους τήν  ὀντολογία.

    Ἡ καρδιά μου λαχταράει καί γιά ἕνα μοναδικό κορίτσι. Λαχταράει νά τήν προλάβει χαρούμενη καί συντροφευμένη πρίν τελευτήσω.

    Ἐλέησέ με μέ πίστη, κουράγιο καί ἐλπίδα πώς ἡ ὕπαρξή της θά πληρωθεῖ. Σ’εὐχαριστῶ πού μοῦ δίνεις τήν ἔγνοια. Βοήθησέ με νά τήν σηκώσω μέ ἐμπιστοσύνη. Σ’εὐχαριστῶ πού μπόρεσα, μέ τήν συνδρομή Σου, νά ὁμολογήσω τήν ἀγωνία μου.

    Ὁ Μπάτουσκα λέει πώς πεθαίνοντας θέλει νά λησμονηθεῖ ἐντελῶς. Δέν ἐπιθυμεῖ καμιά δόξα, καμιά φήμη, τίποτα. Ἐπιθυμεῖ τήν πλήρη ξενητεία. Νά ἀπορροφηθεῖ μέσα στήν Ὑποστατική Ἀρχή τοῦ Χριστοῦ. Φοβᾶμαι μήπως τό διατυπώνω ἀνακριβῶς.

~.~

Ἄν καί ἀνέτοιμο γιά ὅλα Πλάσμα παροδικό, σκόνη τῆς σκόνης, ὡστόσο μέ ἄπειρη ἀξία: Κόρη Φωτός, Ὑιός Φωτός.

~.~

Κύριε στεῖλε μου λίγο Φῶς νά κατανοήσω πῶς θέλεις νά βαδίσω, πῶς νά σταθῶ ἀπέ- ναντι σέ ὅλους καί ὅλα. Χωρίς τήν Ἀνάσταση τίποτα δέν ἔχει κανένα νόημα.

     Ἄπειρες ἐκτάσεις τῆς ὑπάρξεως πέρα ἀπό τόν ζόφο τῆς μοναξιᾶς τοῦ θανάτου…

     Ἅγιε Σεραφείμ, Ἅγιε Σεραφείμ, πρόβαλλε πάλι μέ τήν Χαρά πού σέ περιβάλλει, ἀνάμεσα στά θυμάρια τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς. Δίδαξέ με γιατί τά ἔχω ξεχάσει πάλι ὅλα. Δίδαξέ με πῶς νά ζῶ, πῶς νά ἀναπνέω πῶς νά συγχωρῶ πῶς νά ξεχνάω τό παρελθόν καί νά ἀνοίγομαι πρός τό μέλλον. Ἄπειρες ἐκτάσεις Δίδαξέ με πῶς νά μήν τίς φοβᾶμαι, πῶς νά μή νιώθω χαμένη, δίδαξέ με Ἅγιο Φῶς τήν Χαρά Σου. Ἐλέησε μέ τήν Παρουσία Σου τούς ἄρρωστους, τούς μόνους, τούς πάμφτωχους, τούς χαμένους μέσα στήν τύφλωση, ὅλους ἐμᾶς τούς μολυσμένους τοῦ Εἰκοστοῦ Πρώτου Αἰῶνα.

2

Ἔχουμε γεννηθεί μέ ἄλγος στήν καρδιά, πως ἡ καρδιά τού Ιησοῦ εἶναι τρυπημένη. Δέν εἴμαστε ἕνα πάθος χωρίς νόημα, ὅπως ὁ Σάρτρ μᾶς ἀποκαλεί, ἀλλά ἕνα πάθος τοῦ ὁποίου τό νόημα εἶναι ὁ Θεός.

Fr. Ernesto Cardenal, Νικαράγουα

ΝΑΤΑΣΑ ΚΕΣΜΕΤΗ

Ἄνοιξη 2007 – Ἄνοιξη 2020


*Ἀλέκος Κυραρίνης. Ἀπό τήν ἔκθεση Ὑπέρ Εὐχῆς, 2012 Οἰκία Κατακουζηνοῦ.

Νίκος Καρούζος – Ιησούς & Ποιήματα: Μεγάλη Παρασκευή

megali-paraskeui-eikona

~.~

~.~

Νίκος Καροῦζος

Ἰησοῦς & Ποιήματα

Μεγάλη Παρασκευή

(17 Ἀπριλίου 1987)

~.~

Χρονικὸ τῆς Ἀταραξίας

Ὁ δασόβιος ἐρημίτης ὁδηγοῦσε μ’ ἀόρατη
λεπτὴ κλωστὴ τὸν ἦχο μιᾶς μέλισσας ὅταν ὁλόγυρα
παίζοντας τὸ σουραῦλι της ἡ σαύρα
δυνάμωνε τὸ πράσινο καὶ ἡ σκέψη
δρασκέλιζε τὴν ἀκέραστη μόνωση
ποὺ δὲν ἀπείλησε ποτὲ τὰ λουλούδια.
Τὰ τείχη τοῦ ἔαρος ἄραγε τ’ ἀρώματα
τ’ ἀρίφνητα μῦρα διανοίγονται;
Στοχάσου λιγάκι δίχως ἀνταλλάγματα:
δίχως ἀλήθεια καὶ ψέμα.
Στοχάσου πὼς ὅλα τὰ ζώπυρα
κοιμοῦνται σ’ ἐγρήγορση δίχως ἐκτόπισμα
στὴν ἄνθηση ποὺ ξεραίνει τὸ βιός της ὥστε νὰ ξανάρθει.
Πᾶσα πνοὴ καὶ πᾶσα νύχτα δὲ γνώρισε
μητέρα καὶ μάμμη καὶ προμάμμη ―
τὴν προέλευση τὴ θέλει τὸ μυαλό μας καὶ χανόμαστε
σ’ ἀνύπαρχτα βάθη καὶ μεγέθη τῆς ἀπουσίας
ὅταν ἀκόμη κ’ ἡ φωτιὰ τεμπελιάζει
μ’ ὅλα της τα τριξίματα
μ’ ὅλες τὶς φλόγες ποὺ βγάζει καὶ τ’ ἀποκαΐδια.
Θὰ σπάσω σήμερα τὶς ἀνέστιες φόρμες
τὴ στέγη θὰ ρίξω καὶ θ’ ἁπλώσω περίλυπα
στὴν ἀσκέπαστην ἐνέργεια τῆς ἀθανασίας
ἐκεῖ ποὺ λαλοῦσαν ἀνέκαθεν οἱ τυφλὲς
εἰκόνες τῶν πλασμάτων τὴν πολυμίλητη βουβαμάρα
τὴν ἀπόδειξη κείνου ποὺ δὲν ἀποδείχνεται
τὴν ἀπάρνηση τοῦ θριάμβου τῆς γλώσσας. (περισσότερα…)

Νίκος Καρούζος – Ιησούς & Ποιήματα: Μεγάλη Πέμπτη

Megali_Pempti

~.~

~.~

Νίκος Καροῦζος

Ἰησοῦς & Ποιήματα

Μεγάλη Πέμπτη

(16 Ἀπριλίου 1987)

~.~

Στίχοι τοῦ Ἔαρος

Ἰησοῦς ἀναίμακτος δὲν ὑπάρχει
συνεχῶς τρέχουν αἵματα στὴ νόηση
αὐτὸ ποὺ νομίζω δὲν εἶναι νόμισμα.

~.~

Στίχοι τοῦ Ἔαρος

Ὁ ἐργάτης ποὺ μοχθεῖ μαχόμενος
ὁ ἐργάτης ἡ ἀγάπη κι ἀπὸ πάνω
μιὰ μεγάλη κανδήλα μὲ τὴ φλόγα
χωρὶς ἅλυσο κρέμεται χωρὶς ἀγέρα σιέται.

~.~

Πἐρα ἀπ’ τὴν Κατανάλωση

Χτυποῦσα τὰ χέρια μου στὰ γαλάζια κρύσταλλα τ’ οὐρανοῦ
σὲ κατάμαυρο μέλλον ἐξοντωμένος.
Ἤτανε Σάββατο κι ὁ φτωχὸς Ἰησοῦς
ὁ ξιπόλητος ἐρωμένος τῆς ἀγωνίας
ὁ ξέχειλος ἀπ’ τὴ σκιὰ τῶν λαῶν ἐπιστάτης
περίμενε τὰ χαρωπὰ γραΐδια στὸ μισόφωτο.
Βγάζει ψαλμὸ σὰ νὰ ποτίζει περιβόλια
ὁ τρεμουλιάρης ἱερέας κι ὁ καθαρὸς
ἀέρα ὁ ὑπνοφόρος
Εὐρώπη, Εὐρώπη δὲν εἶσαι τίποτ’ ἄλλο,
εἶσαι μονάχα ἡ συνέχεια τοῦ Βαραββᾶ!

~.~ (περισσότερα…)

Νίκος Καρούζος – Ιησούς & Ποιήματα: Μεγάλη Τετάρτη

akolouthia-toy-niptiros

~.~

~.~

Νίκος Καροῦζος

Ἰησοῦς & Ποιήματα

Μεγάλη Τεταρτη

(15 Ἀπριλίου 1987)

~.~

Σχέδιο γιὰ τὸ Μέλλον τοὺ Οὐρανοῦ

Οὐρανὲ ὁλόκληρε ἀνοίγει τὸ ἄνθος
τῆς φωνῆς μου ψηλά
ἔφυγαν ὅλα τὰ πουλιά μου τὸν χειμῶνα
δὲν προσμένω σ’ αὐτοὺς τοὺς τόπους ἐλευθερώνω
ἀγγίζοντας ἔρημος τὸ γερασμένο τοῖχο τῆς βροχῆς
κι ὅπως ἔρχεται ἀπ’ τὴν αὔριο
μὲ τὸ φᾶσμα τοῦ τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.
Δὲν εἶναι πιὰ ἡ Ἄνοιξη
δὲν εἶναι καλοκαίρι μὰ ἐγὼ
ἂς ἀνοίξω τὸ βῆμα κ’ ἐδῶ λησμονημένος
νὰ δείξω τὴν αἰωνιότητα.
Ἔχω ἄλλωστε τὰ φτερά ταξιδεύω
πάνω ἀπ’ τὰ γλυκύτερα
βάσανα τοῦ καλοκαιριοῦ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἔαρος.

Ἀκούω τοὺς ἤχους τῶν τυμπάνων σου Μελλοντικὲ
ὅμως λυτρώσου ἀπὸ μᾶς
πίσω δὲν πάει ὁ καιρὸς μονάχα σέβεται
τὸ κορμὶ μὲ τ’ ἄνθη του
ἰδοὺ λοιπὸν γιατί τὸ συντρίβει.
Λησμόνησέ μας.

Ἀκούω τὴ χαρά σου πολιτεία τοῦ θεοῦ ὑπάρχεις
ἀλήθεια καὶ δρόμος ἀργυρόχρωμα
κλαδιὰ κάτω ἀπ’ τὴ σελήνη
ἡ μυρωμένη ἡ πορτοκαλιὰ τὸ ρόδι
εὐτυχισμένο λάλημα τοῦ πετεινοῦ. (περισσότερα…)

Νίκος Καρούζος – Ιησούς & Ποιήματα: Μεγάλη Τρίτη

Megali_Triti

~.~

~.~

Νίκος Καροῦζος

Ἰησοῦς & Ποιήματα

Μεγάλη Τρίτη

(14 Ἀπριλίου 1987)

~.~

Μικρὴ Κλίμαξ τῆς Ψυχῆς καὶ τοῦ Θανάτου

Μὲ λίγα ροῦχα αἱματωμένα βρέθηκε νεκρὸς
στὴ θερινὴ σελήνη καὶ οἱ φυλλωσιὲς
τοῦ ἔδιναν τώρα τὴ δόξα ποὺ εἶναι
πάνω ἀπ’ τὶς ἐπιθυμίες καιρὸς
ἀκίνητος στοὺς ἤχους τοὺς καθηγιασμένους.
Εἶχε μιὰ φοβερὴ πληγὴ στὴν καρδιά του κι ἄλλες ἀκόμη
στὴ λεκάνη στὰ χέρια μέσ’ στὸ σεληνόφως
ἔβγαινε ἀπ’ ὅλο τὸ σῶμα του ἡ ὀμορφιὰ
σμίγοντας μὲ τὰ χώματα.
Καὶ μιὰ στιγμὴ ὁ θεὸς ἔστειλε ἄγγελους γύρω του
ἄνθη φλογερά, ἰμάτια ἀπὸ λευκὴ σιωπὴ
τῆς νύχτας ἡ κλίμαξ αὐτὸς
ἀνέρχεται μὲ λίγα ροῦχα αἱματωμένα.

~.~ (περισσότερα…)

Νίκος Καρούζος – Ιησούς & Ποιήματα: Μεγάλη Δευτέρα

Megali_Deftera

~.~

~.~

Νίκος Καροῦζος

Ἰησοῦς & Ποιήματα

Μεγάλη Δευτέρα

(13 Ἀπριλίου 1987)

~.~

Ἡ Προσευχὴ τοῦ Σκουληκιοῦ

Ἄκου Κύριε τὸν καλό σου φίλο
ποὺ ἀγαπᾷ τοὺς καρποὺς καὶ τοὺς τάφους.
Ἐσὺ εἶσαι ὅ,τι μὲ συνδέει μ’ ἕναν καρπὸ καὶ μ’ ἕναν τάφο.
Καί τὸν καρπὸ ἀσχημίζω καί τὸν τάφο.
Ἀλλ’ ὅμως εἶμαι θέλημά σου
γέννημα στὴν ἀπέραντη καρδιά σου…
Δὲν ἔχω ἐρωτήματα
καὶ ταξιδεύω μὲ κίνηση ἀργὴ πρὸς τὸν Πατέρα.
Μάταιος ὁ κόσμος ἀλλὰ πέρασμα.
Καὶ μάταια τὰ μάτια τῆς σαρκός μου
γλυκὰ ποὺ ἀγγίζονται μὲ λουλούδια.
«Δὲν ἔχεις ἐρωτήματα;» ― μοῦ λέει τὸ φθαρτό.
Σελήνη φευγαλέα ἐσὺ τάχα ρωτᾷς αὐτὴ τὴ νύχτα;
Ἢ μὲ ρωτοῦν τὰ νέφη ποὺ σὲ ἀκολουθοῦν;
Χαίρομαι τὴν εὐφορία τοῦ ἀργύρου σου
καὶ τὴ διαπερνῶ μὲ τὴν πίστη.
Αὐτή ’ναι ἡ ἀξία ἐμᾶς τῶν σκουληκιῶν
ποὺ δὲν ἔχουμε παρὰ μονάχα ἕνα δρόμο…
Τὸ χῶμα εἶν’ ἡ μοίρα μου ἀντίκρυ τῶν ἄστρων.
Ἀγάπη ὄνειρο θαλασσὶ τύλιξέ με.
Ποιά εὐφροσύνη δὲν σοῦ παραστέκει;
Ἀγάπη, πράξη καὶ οὐσία τοῦ θεοῦ μου
σερνάμενο κι ἂν εἶμαι πλέω στὴ χαρά.

~.~ (περισσότερα…)

Νίκος Καρούζος – Ιησούς & Ποιήματα: Μια Εισαγωγή

vaioforos3

*

Συντονιζόμενο μὲ τὸ πνεῦμα τῶν ἡμερῶν, τὸ Νέο Πλανόδιον ἀνασύρει ἀπὸ τὴ λήθη πέντε ἄγνωστες στὸ εὐρὺ κοινὸ ραδιοφωνικὲς ἐκπομπὲς τοῦ Νίκου Καρούζου, οἱ ὁποῖες ἀναγνώσθηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος τοῦ 1987 (καὶ πιὸ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν Μεγάλη Δευτέρα ἕως καὶ τὴν Μεγάλη Παρασκευή) στὸ Πρῶτο Πρόγραμμα τῆς ΕΡΤ. Τὶς προσεχεῖς, λοιπόν, ἡμέρες, θὰ δημοσιεύουμε καθημερινὰ τὰ ἠχητικὰ ἀποσπάσματα τῶν ἐκπομπῶν τοῦ Καρούζου μέσῳ ἑνὸς συνδέσμου στὸ κανάλι τοῦ YouTube τοῦ περιοδικοῦ μας, ὁ ὁποῖος σύνδεσμος θὰ ἀναδημοσιεύεται στὴν καθεμιὰ ξεχωριστὴ ἀνάρτηση, ἐνῷ οἱ ἀναγνώσεις αὐτὲς θὰ συνοδεύονται ἀπὸ τὰ μεταγεγραμμένα ποιήματα τῆς κάθε ἡμέρας. Ξεκινῶντας, λοιπόν, ἀπὸ σήμερα, Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ἀρχίζουμε τὴν ὁπτικοακουστικὴ περιδιάβαση στὴν Ἑβδομάδα τῶν Παθῶν συντροφιὰ μὲ τὸν Νίκο Καροῦζο μ’ ἕνα ἐμβριθές, κατατοπιστικὸ σημείωμα τοῦ Γιάννη Πατίλη, ὁ ὁποῖος καὶ μᾶς παραχώρησε τὸ ἀκουστικὸ ὑλικό, καὶ τὸν ὁποῖον εὐχαριστοῦμε κι’ ἀπὸ αὐτὸ τὸ ταπεινὸ βῆμα.

~.~

Νίκος Καροῦζος

Ἰησοῦς & Ποιήματα

Μεγαλοβδομαδιάτικη περιδιάβαση ἑνὸς σπουδαίου Ἕλληνα ποιητῆ

τοῦ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΤΙΛΗ

Τί­πο­τα δὲν ἀγ­γί­ζει τὶς ἀ­πρι­λι­ά­τι­κες βι­ο­λέ­τες;
τί­πο­τα—: μο­νά­χα ὁ ἀ­κάν­θι­νος Ἰ­η­σοῦς.
Ν.Κ. «Ἡ ἐ­πω­νυ­μί­α τοῦ πέν­θους»
*

Ὁ Νί­κος Κα­ροῦ­ζος ὑ­πάρ­χει ὡς ἕ­νας σπου­δαῖ­ος ὑ­παρ­ξια­κὸς καὶ με­τα­φυ­σι­κὸς ποι­η­τὴς με­γά­λης πνευ­μα­τι­κῆς ἀ­νοι­χτο­σύ­νης ποὺ στοὺς ἐ­ξε­γερ­μέ­νους —γλωσ­σι­κὰ καὶ πνευ­μα­τι­κὰ— στί­χους του δε­ξι­ώ­θη­κε μὲ τὴν ἴ­δια ἀ­γω­νι­ώ­δη προ­σμο­νὴ τό­σο τὴν παύ­λεια μέλ­λου­σαν πό­λιν τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως ὅ­σο καὶ τὴν κοι­νω­νι­κὰ ἐ­λευ­θε­ρω­τι­κὴ ἀ­ναρ­χι­κὴ οὐ­το­πί­α τῆς Ἀν­τι-ε­ξου­σί­ας.

            Ἑ­στι­ά­ζον­τας στὴν με­τα­φυ­σι­κὴ πλευ­ρὰ τῆς ἀ­γω­νί­ας του, ὁ­λό­κλη­ρη ἡ ποί­η­σή του, ἀ­πὸ τὸ πρῶ­το του βι­βλί­ο, τὴν Ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ Χρι­στοῦ (1953), ἕ­ως τοὺς τε­λευ­ταί­ους, ἕ­να μή­να πρὶν πε­θά­νει, στί­χους του, εἶ­ναι —ἄλ­λο­τε λυ­τρω­τι­κῶς ἀλλὰ συ­χνό­τε­ρα ἀ­γω­νι­ω­δῶς— δι­α­βρω­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἐ­πε­νέρ­γεια τοῦ ση­μεί­ου-Χρι­στός.

            Ἡ πτω­χι­κὴ ζω­ή του σὲ δύ­σκο­λους και­ρούς, ἡ ἐξ ἀ­νάγ­κης ἀλ­λὰ καὶ ψυ­χι­κῆς ἰ­δι­ο­συ­στα­σί­ας πλα­νό­δια βι­­ο­τή του, οἱ πο­λὺ ἀν­θρώ­πι­νες ἕ­ξεις του στὸ πο­τὸ καὶ τὸ τσι­γά­ρο, ὅ­λα αὐ­τὰ φό­ρα-παρ­τί­δα στὸ στί­χο του, ἕ­ναν στί­χο ποὺ ἀ­πὸ μιὰ ἐ­πο­χὴ καὶ με­τὰ ἀ­θε­τοῦ­σε ἐ­πι­δει­κτι­κῶς τὶς συμ­βά­σεις τῆς τέ­χνης του καὶ ποὺ στὴν γλωσ­σι­κὴ ἐ­πι­φά­νειά του ἡ λε­κτι­κὴ και­νουρ­γί­α συ­να­γω­νι­ζό­ταν τὸν ἀ­γο­ραῖ­ο λό­γο, δη­μι­ούρ­γη­σαν γιὰ τὴν ποί­η­σή του ἕ­να κύ­μα συμ­βι­ω­τι­κῆς συμ­πά­θειας σὲ πλῆ­θος νε­ώ­τε­ρους ἀ­να­γνῶ­στες – πρω­τί­στως δὲ σὲ κεί­νους ποὺ βρί­σκον­ταν καὶ βρί­σκον­ται ἔ­ξω ἢ καὶ στὸν ἀν­τί­πο­δα τῶν με­τα­φυ­σι­κῶν του ἀ­νη­συ­χι­ῶν! Ὡς κα­τε­ξο­χὴν σταυ­ρι­κὸς ποι­η­τής, ὁ Νί­κος Κα­ροῦ­ζος ἐ­πι­κοι­νω­νεῖ κα­λύ­τε­ρα μὲ τὰ πά­σης φύ­σε­ως ἀρ­νη­τι­κὰ βι­ώ­μα­τα τῆς τρα­γι­κῆς μέ­νου­σας πό­λε­ως τοῦ και­ροῦ του, ὅ­πως καὶ κά­θε ἐ­πο­χῆς, ἐν σχέ­σει πρὸς ἄλ­λους κα­τα­φα­τι­κό­τε­ρους καὶ με­τα­φυ­σι­κῶς εὐ­φο­ρι­κό­τε­ρους σπου­δαί­ους ποι­η­τὲς τῆς πα­ρά­δο­σής μας, ὅ­πως ὁ Τά­κης Πα­πα­τζώ­νης ἢ ὁ πρό­ω­ρα χα­μέ­νος Γι­ῶρ­γος Σα­ραν­τά­ρης. (περισσότερα…)

«Η Παρθένος σήμερον…» και ο δεκαπεντασύλλαβος

xristou-genna2

*

τοῦ ΧΡΙΣΤΟΥ ΔΑΛΚΟΥ

Ὁ Κωνσταντῖνος Σάθας, ἀναφερόμενος στήν καταλυτική ἐπίδραση τῆς Θάλειας τοῦ αἱρεσιάρχη Ἀρείου πάνω στήν χριστιανική λειτουργία, σημείωνε: «… ἐκ τῶν παρ᾿ Ἀθανασίῳ ὅμως διασωθέντων ἠκρωτηριασμένων τῆς Θαλείας λειψάνων δυνάμεθα νὰ κρίνωμεν ὅτι ὁ ῥυθμὸς τῆς Ἀρειανῆς λειτουργίας ἐστερεῖτο οἱουδήποτε γνωστοῦ ποιητικοῦ μέτρου, ἑπομένως ὅτι αὕτη ἦν πεζὸν σύγγραμμα ὡς ἡ ἡμετέρα Ὀκτώηχος καὶ τὰ ἄλλα λειτουργικὰ βιβλία, ἐκτὸς ἄν ποτε ἀνακαλυφθῇ ὑπολανθάνον τι μέτρον καὶ ἐν τῇ ρυθμικῇ ταύτῃ πεζολογίᾳ» (Κωνσταντῖνος Σάθας, Ἱστορικὸν δοκίμιον περὶ τοῦ θεάτρου καὶ τῆς μουσικῆς τῶν Βυζαντινῶν, ἤτοι εἰσαγωγὴ εἰς τὸ Κρητικὸν θέατρον, ἐν Βενετίᾳ, 1878, σ. σδ΄).

Καί ὅτι ἡ «ρυθμικὴ πεζολογία» ἀποτελεῖ βασικό χαρακτηριστικό τῶν βυζαντινῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων, ἐξαιρουμένων βεβαίως τῶν ἰαμβικῶν κανόνων πού μιμοῦνται τά ἀρχαῖα προσωδιακά μέτρα, δέν μπορεῖ γενικῶς νά ἀμφισβητηθῇ.

Ὑπάρχουν, ἐν τούτοις περιπτώσεις, ὅπου ὑπό τήν ἐπιφάνεια τοῦ καταλογάδην καταγεγραμμένου κειμένου κάνουν τήν ἐμφάνισή τους τονικά μέτρα, μεταξύ τῶν ὁποίων ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ ἰαμβικός δεκαπεντασύλλαβος. (περισσότερα…)