Νίκος Καρούζος – Ιησούς & Ποιήματα: Μεγάλη Τρίτη

Νίκος Καροῦζος

Ἰησοῦς & Ποιήματα

Μεγάλη Τρίτη

(14 Ἀπριλίου 1987)

Megali_Triti

~.~

~.~

Τὰ Ποιήματα

Μικρὴ Κλίμαξ τῆς Ψυχῆς καὶ τοῦ Θανάτου

Μὲ λίγα ροῦχα αἱματωμένα βρέθηκε νεκρὸς
στὴ θερινὴ σελήνη καὶ οἱ φυλλωσιὲς
τοῦ ἔδιναν τώρα τὴ δόξα ποὺ εἶναι
πάνω ἀπ’ τὶς ἐπιθυμίες καιρὸς
ἀκίνητος στοὺς ἤχους τοὺς καθηγιασμένους.
Εἶχε μιὰ φοβερὴ πληγὴ στὴν καρδιά του κι ἄλλες ἀκόμη
στὴ λεκάνη στὰ χέρια μέσ’ στὸ σεληνόφως
ἔβγαινε ἀπ’ ὅλο τὸ σῶμα του ἡ ὀμορφιὰ
σμίγοντας μὲ τὰ χώματα.
Καὶ μιὰ στιγμὴ ὁ θεὸς ἔστειλε ἄγγελους γύρω του
ἄνθη φλογερά, ἰμάτια ἀπὸ λευκὴ σιωπὴ
τῆς νύχτας ἡ κλίμαξ αὐτὸς
ἀνέρχεται μὲ λίγα ροῦχα αἱματωμένα.

~.~

Μεγάλη Πέμπτη στὰ Νέφη

Μαρία θυμᾶσαι στὶς ράγιες τοῦ τρὰμ ἐκεῖνο τὸ πένθος
εἴχαμε βγεῖ ἀπ’ τὸ μικρὸ ἑστιατόριο τῆς Λαχαναγορᾶς
ὅταν ὁ ἥλιος ἔκρουε τὰ χαράματα.
Ξάφνου τὴ λάμψη πῆρες ἄλλου ἄνθους ἐνῷ μοναξιασμένη
ἀκούγεται κοντά μας ἡ καμπάνα τῆς Μεγάλης Πέμπτης
κι ὁ Γιάννης κοιτάζει ἀκτήμων.
Εἶπα ἐντὸς τοῦ τρόμου δὲν ἄκουσε κανείς
ὁ ἄγγελος ἀπ’ τὰ φωσφορικὰ οὐράνια
στὸ γκρεμισμένο χρόνο ἀδειάζει τὸ κακὸ
κι ὁ πιὸ μικρός μας θόρυβος θὰ κρυσταλλώσει ἀπάνω, ἐκεῖ, μακριά.
Τότε μᾶς φώναξε γιὰ τοὺς ἀρχαίους νεκροὺς ὁ Γιάννης
καὶ πηδήσαμε τὸ σιδερένιο φράχτη τοῦ Κεραμεικοῦ
(Ἄξιε ταῦρε ― καλῶντας τὸ Διόνυσο ἔβγαλε φωνή).
Χαρὰ ἡλιακὴ μᾶς περιβάλλει κ’ ἡ Μαρία βλέπει χοροὺς ἐκστατικὴ
στὰ συμπλέγματα τῶν λουλουδιῶν ―
ἐγὼ τὸν Ἅγιο Φραγκῖσκο ἔβλεπα μὲ τοὺς φίλους του ἀνέμους
τὸν πρῶτο πετεινὸ ἀπ’ τὰ μεσάνυχτα
τῆς ἀττικῆς ἡμέρας κήρυκα ὥσπου τὰ νέφη τὴ σήκωσαν ψηλὰ
μὲ τὶς γριὲς ποὺ εἶχαν μεταλάβει, μὲ τὸν ἱερέα
ὥσπου τὰ νέφη τὴν πῆραν ψηλὰ τὴ μέρα
καὶ τὴ μισοχτισμένη ἐκκλησιὰ
τὴ Λαχαναγορὰ
καὶ τὰ μικρὰ καρότσια μὲ τὰ γαϊδουράκια.
Καὶ ἰδοὺ ὁ Γιάννης τρέχει πρὸς τὸ μέρος μας
ὡσὰν ἀσώματος Τί βαθὺ ποὺ εἶναι τὸ λουλούδι, λέει,
καὶ μᾶς ἔδειξε κοντά μας ἕνα
ὡστόσον ἄλλο λουλούδι εἶχε δεῖ μακριὰ μὲ τοὺς νεκρούς.
Μὰ τὰ λουλούδια εἶναι τόσο ἀδελφωμένα
κάθε στιγμὴ κερδίζεις τὸ νόημα τοῦ λουλουδιοῦ κοιτάζοντας
κάθε στιγμὴ τὸ χάνεις…
Ἐκεῖ λοιπὸν ἠχοῦσε ἡ καμπάνα
τῆς ὀρθοδοξίας μοναχὴ
πιὸ πέρα τοῦ σώματος ἡ ἰαχὴ καὶ ἡ Μαρία
ὁ Γιάννης
ὁ ταπεινὸς ἐγὼ καὶ φιλαμαρτήμων.

~.~

Ἡ Λιτάνευση

Ὅταν παρέτυχα στὴ νύχτα ποὺ ἔλεγαν
«ὁ ἅγιος θὰ περάσει ἀπόψε»
δὲν τὸ πιστεύετε ἴσως
ἀλλ’ ὅμως ἔτρεμαν
τὰ δάχτυλά της θάνατος
ἔκρουε τὰ φύλλα κι ἀκούονταν
φωνὲς ἀκίνητα
καὶ ἐκκωφαντικὰ
τὰ νέα μου βήματα.
Οἱ ἄρρωστοι γέμιζαν τὸ χῶρο
μὲ στεναγμούς, ἄλλοι
μὲ ὑψωμένα μάτια στὸ ξεχείλισμα τῶν ἄστρων
ἄλλοι μοῦ φάνηκαν ὄρθιο χῶμα.
Γυρεύοντας μοναχικὸς
«ἐν μέσῳ τῶν κινδύνων αἰσθάνεσαι
τὴν τελειότητα τῆς στιγμῆς»
θυμήθηκα τὰ λόγια τοῦ φίλου
τὶς ταλαντεύσεις τοῦ φύλλου πρὶν λίγα λεπτὰ
καθὼς
ἔπεφτε ἀπὸ χέρι ἀδιάφορο.
Μὲ τῆς βροχῆς τὴν εὐωδιὰ στὸ ἑλληνικὸ τοπίο
ἄνθη ὁ ἄνεμος κ’ οἱ ὧρες
στὸ σῶμα μου ἢ στὰ δέντρα τελειωμένες
αἰσθήσεις ἐδῶ ψηλὰ πρὸς τὰ οὐράνια
μαῦρες ὀπῶρες οἱ πιστοὶ
πεσμένες καὶ τὸ μέλι σπάζοντας
τοὺς φλοιοὺς ἔσμιγε χῶμα καὶ καρπό.
Εἴμαστε σὰν τὴν πανάρχαια ἀνακάλυψη τῆς φωτιᾶς
ὠφέλιμοι στὸν θεὸ
γιατὶ εἴμαστε
ἀναφαίρετοι καλόγεροι σ’ αὐτὴ τὴν ἐρημιὰ
νόμοι μέσα στὸ θάνατο ―
ἡ φωνὴ τοῦ ἡλικιωμένου ἀκούστηκε στὶς ἀμυγδαλιὲς
κ’ ὕστερα πάλι:
― Τὰ μαῦρα σου μαλλιὰ πῶς χάνονται
στὰ βροχερὰ δωμάτια.
Φῶς ἀπ’ τὶς ἀσετυλίνες τῶν στραγαλάδων
σὲ ἀρχέγονα ροῦχα
μιὰ γριὰ βυθισμένη ποὺ διάβαζε τὸ συναξάρι
«ἐν μέσῳ τῶν κινδύνων…» πλησίασα
γυρεύοντας μοναχικός
ἔφτυναν πασατέμπο οἱ ἀνυπόμονοι
μὰ δὲ θυμᾶμαι πιὰ ὅταν κάποιος φώναξε:
― Ἑπτὰ εἶναι οἱ φλόγες τοῦ στήθους.
Ἄνθρωπος ὁ ἀσυγχώρητος ὑπὸ τὸ σεληνόφως

ἄνθρωπος ὠσεὶ χόρτος ὑπὸ τὸ σεληνόφως.

~.~

Ἀγγίζοντας αὐτὴ τὴ Νεότητα

Περίμενα ὅλο τὸ βράδυ μὲ τὰ μῦρα
εἶχε πεθάνει μιὰ γυναῖκα
τὰ χαράματα
οἱ ἄνεργοι μὲ τὰ φτυάρια περίμεναν
στὴν πρωινὴ πλατεία τοῦ ταχυδρομείου
λίγο σκοτάδι ἔμενε ἀκόμη
καὶ βασίλευεν ἡ θαλπωρὴ ποὺ δίνει
ἡ μιὰ καρδιὰ δυστυχισμένη μὲ τὴν ἄλλη ―
τῆς χαραυγῆς μικρὰ ἑστιατόρια
φῶς ἀχνισμένο πάνω στοὺς ὑαλοπίνακες.
Ἡ Ἀττικὴ τὴ νέαν ἡμέρα ὕφαινε στὰ μάτια
πονοῦσαν μέσ’ στοὺς ἄδειους δρόμους τὰ βήματα
ὁ βαθὺς αὐτὸς ὄρθρος.
Ἄλλοτε ἡ χαρὰ ἤτανε πιὸ βαθὺ ποτάμι
μὲ κρύσταλλα μοναχικὰ στὴν ἐπιφάνεια
μ’ ἕνα θεὸ κρυμμένο καθαρὰ
καὶ δέντρα μόλις
καθρεφτισμένα.
Βαθὺ ποτάμι τῆς ἰαχῆς τώρα βαδίζω
στὴν ὁδὸ κ’ οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν λόγια
νὰ μιλήσουν τί νὰ ποῦν…
Κοντὲς ἑλληνίδες ἄτονες μητέρες καθαρίστριες
πηγαίνουν στὰ σιωπηλὰ οἰκήματα
μὲ λίγη ἄμυνα ρουχισμοῦ στὸ κρύο τόσο λίγη
δὲν ἔχουν στὰ φτηνὰ φουστάνια τους ἄνθη.
Κι ἄλλες γυναῖκες μάταια προσμένουν
ἔρωτα θάνατο χαρτονόμισμα
εἶναι ἀργὰ ἡ νύχτα στάθηκε σκληρή…
Δίνω τὸ χαρτονόμισμα καὶ χάνομαι
φεύγω μακριὰ μὴ μοῦ φωνάζεις
ἡ ἐρημιά μου εἶναι ἄσπρη βρομερή.
Κι ἄλλες γυναῖκες πλένουν
τὶς θύρες ὅπου θά ’μπει ὁ διάβολος
λίαν πρωὶ στὴ δούλεψή του σκύβουν.
Ἡ κόλαση λοιπὸν εἶν’ ἡ πατρίδα μας
ἁμάρτημα ὑψώνεται
ὁ μαῦρος καπνὸς τῶν ἐργοστασίων
ψηλὰ στὸ ξημέρωμα.
Κι ὅμως ἄλλοτε ἡ χαρὰ ἤτανε τὸ ποτάμι.
Ὄχι ἐδῶ στὴ ρημαγμένη γῆ μὰ στοὺς οὐράνιους
κόσμους ἐκεῖ μὲ τὴ μονάχη μου ψυχή.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ


Δεῖτε τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Γιάννη Πατίλη, καθὼς ἐπίσης καὶ συνδέσμους πρὸς τὶς ὑπόλοιπες ἡμέρες τῆς Μ. Ἑβδομάδος: ἐδῶ.

12028636_987135771324818_6533768910245227384_o

Advertisement